Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 913 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αμέλεια, Περουσιακής κατάστασης ανακριβής δήλωση.




Περίληψη:
Υποβολή ανακριβούς δήλωσης περιουσιακών στοιχείων εξ αμελείας κατ’ εξακολούθηση από δικαστικό λειτουργό. Δεν εξειδικεύεται ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό ποιο είδος αμέλειας συνέτρεξε (ενσυνείδητη ή χωρίς συνείδηση). Καθίσταται έτσι ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο. Αναιρεί και παραπέμπει προς νέα εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο. Δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές.




Αριθμός 913/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή, Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Νίκα, για αναίρεση της 317/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς.

Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, ως και στο από 17 Νοεμβρίου 2008 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 469/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη ms παρ. 1 του άρ. 24 (περ. ιβ') του Ν. 2429/1996, στα πρόσωπα που υποχρεούνται να υποβάλουν στον αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου δήλωση τns περιουσιακής τους κατάστασης περιλαμβάνονται και οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί. Κατά δε τις διατάξεις της παρ. 2 του ίδιου παραπάνω άρθρου, όπως αυτή αντικ. με το άρ. 13 παρ. 1 του Ν. 2836/2000, η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε 30 ημέρες από την ορκωμοσία ή την ανάληψη των καθηκόντων τους ή την απόκτηση της άδειας ή την έναρξη της επιχείρησης ή του επαγγέλματός τους και επανυποβάλλεται αυτή κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας, της άσκησης της δραστηριότητος ή της διατήρησης της ιδιότητος των υποχρέων και επί τρία χρόνια μετά την απώλεια ή τη λήξη της, το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την πάροδο της εκάστοτε προβλεπόμενης μακρύτερης προθεσμίας για την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρ. 25 του ίδιου ως άνω Ν. 2429/1996, "Η δήλωση περιουσιακή κατάσταση περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο της υποβολής περιουσιακά στοιχεία. Ως περιουσιακά στοιχεία δηλώνονται: α) Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους. β) Τα πλωτά μέσα, τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα, γ) Η συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση, δ) Τα χρεόγραφα και οι καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα, ε) Τα εισοδήματα και οι οικονομικές ενισχύσεις από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο και υπογράφεται από τον ίδιο, αν σε αυτή αναγράφονται μόνο δικά του περιουσιακά στοιχεία, από τη σύζυγό του, αν αναγράφονται μόνο δικά της περιουσιακά στοιχεία, και από αμφότερους τους συζύγου, αν αναγράφονται περιουσιακά στοιχεία και των δύο ή των ανηλίκων τέκνων τους. Τέλος κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρ. 27 του ιδίου ως άνω Ν. 2429/1996, "Ελεγχόμενος που παραλείπει να υποβάλει την κατά τα άρ. 24 και 25 δήλωση ή υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. Στον υπαίτιο επιβάλλεται και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων από ένα (1) έως τέσσερα (4) έτη. Αν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση έξι (6) μηνών έως δύο (2) ετών. Στη συνέχεια οι παραπάνω διατάξεις και γενικώς όλες οι ρυθμίσει που περιείχαν τα άρ. 24 έως και 29 του πιο πάνω νόμου 2429/1996 επαναδιατυπώθηκαν στα άρ. 1 μέχρι και 4 του Ν. 3213/2003 "Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών κ.λ.π.", του οποίου η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (31.12.2003) και ο οποίος με το άρ. 12 παρ. 1 αυτού, κατήργησε τα παραπάνω άρ. 24 έως και 29 του πρώτου νόμου (Ν. 2429/1996). Έτσι στο νέο Ν. 3213/2003, με το άρ. 1 παρ. 1 περ. ια' ορίσθηκε ότι δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης και της περιουσιακής κατάστασης των συζύγων τους και των ανηλίκων τέκνων τους υποβάλλουν και οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου καθορίσθηκαν συγκεκριμένες προθεσμίες μέσα στις οποίες υποβάλλονται οι δηλώσεις της περιουσιακής κατάστασης από του υπόχρεους με το άρ. 2 παρ. 1α αυτού προσδιορίσθηκε το περιεχόμενο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, η οποία, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, πρέπει να περιέχει, λεπτομερώς, τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία, όπως είναι, ιδίως, τα έσοδα από κάθε πηγή κατά τα τρία τελευταία οικονομικά έτη πριν από την αρχική υποβολή της δήλωσης και κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για τις μετέπειτα υποβαλλόμενες δηλώσεις, τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, οι μετοχές, τα ομόλογα, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, οι καταθέσεις σε τράπεζες ταμιευτήρια και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα και η συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση, με το άρ. 3 παρ. 2εδ. α, βί, δ, 4 και 5 αυτού ορίσθηκε, πλην άλλων, ότι οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων στ' έως και ιε' της παρ. 1 του άρ. 1, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, υποβάλλονται σε πενταμελή Επιτροπή, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και προεδρεύεται από αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ότι οι δηλώσεις των προσώπων ms περίπτωσης ια' της παρ. 1 του άρ. 1 (δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών) ελέγχονται υποχρεωτικώς κάθε έτος, ότι μετά το πέρας του ελέγχου συντάσσεται έκθεση, στην οποία περιέχονται οι διαπιστώσει σχετικά με το περιεχόμενο των δηλώσεων και τυχόν παραβάσεις του νόμου και αν ανακύπτει περίπτωση ποινικής ευθύνης η έκθεση αποστέλλεται στο αρμόδιο για την άσκηση ποινικής δίωξης όργανο και ότι κατά τη διάρκεια του ελέγχου οι Επιτροπές, δια των προέδρων τους, μπορούν να καλούν τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία, εντός ρητής προθεσμίας είκοσι ημερών, και τέλος με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρ. 4 του αυτού Ν. 3213/2003 ορίσθηκε ότι "ελεγχόμενος, που παραλείπει να υποβάλει την κατά τα άρ. 1 και 2 δήλωση ή υποβάλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. Στον υπαίτιο επιβάλλεται και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων από ένα (1) έως τέσσερα (4) έτη. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση έξι (6) μηνών έως δύο (2) ετών". Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 2429/1996 και του Ν.3213/2003 συνάγεται ότι, στην περίπτωση κατά την οποία ο ελεγχόμενος δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός από αμέλειά του παραλείπει να υποβάλει, μέσα στην οριζόμενη από το νόμο προθεσμία, τη σχετική δήλωση περιουσιακής κατάστασης ή υποβάλει από αμέλειά του ανακριβή δήλωση περιουσιακής κατάστασης, δηλαδή δήλωση που δεν περιέχει όλα τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο της υποβολής της περιουσιακά στοιχεία (άρ. 2 παρ. 1α του Ν. 2313/2003 και πριν την ισχύ αυτού άρ. 25 παρ. 1 του Ν. 2429/1996), στοιχειοθετείται σε βάρος του, αντικειμενικά και υποκειμενικά, η αξιόποινη πράξη που προβλέπεται από την ανωτέρω διάταξη του άρ, 4 παρ. 3 εδ. τελευταίο του Ν. 3213/2003 και πριν από την ισχύ αυτού (31.12.2003) από τη διάταξη της παρ. 3 του άρ. 27 του Ν. 2429/1996. Η πράξη αυτή, η αντικειμενική υπόσταση ms οποίας πραγματώνεται με την παράλειψη από τον υπόχρεο δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό της υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης ή με την υποβολή από αυτόν ανακριβούς τέτοιας δήλωσης, προβλέπεται και τιμωρείται από την ως άνω διάταξη της παραγράφου 3 του άρ. 4 του Ν. 3213/2003, ως αυτοτελές έγκλημα (πλημμέλημα), ανεξάρτητο από εκείνο που προβλέπει η παράγραφος 1 εδ. α' του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία "ελεγχόμενος, ο οποίος αποκτά ή προσπορίζει σε τρίτο περιουσιακό όφελος επωφελούμενος της ιδιότητάς του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, εφόσον από άλλες διατάξεις δεν προβλέπονται βαρύτερες ποινές", δεδομένου ότι η πρώτη διάταξη δεν τελεί σε σχέση επικουρικότητας προς τη δεύτερη. Από τις παραπάνω διατάξεις και ειδικότερα, εκείνης του άρθρ. 27 § 3 εδ. τελ. Ν. 2429/96 σε συνδυασμό με εκείνη του αρ. 28 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακών στοιχείων από αμέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί, αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη λογική και, αφετέρου, ότι είχε τη δυνατότητα, με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με τη πράξη του. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του αρ. 28 ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης, από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία προέβλεψε μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε. Ενόψει της διάκρισης αυτής, το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια, πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιο από τα δύο είδη της αμέλειας αυτής συνέτρεξε στην συγκεκριμένη περίπτωση, διότι, αν δεν εκθέτει αυτό με σαφήνεια ή δέχεται και τα δύο είδη, δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της σχετικής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης κατά το άρ. 510 παρ.1. Κ.Π.Δ. Περαιτέρω, όταν η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς του δράστη, η οποία προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για την, κατ' αυτόν τον τρόπο, τελούμενη σωματική βλάβη από αμέλεια, που συντελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή όχι μόνο των όρων του άρθρου 28 Π.Κ. αλλά και εκείνων του άρθρου 15 Π.Κ.. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στη διακώλυση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ύπαρξη τέτοιας ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως σε έγκλημα που τελείται από παράλειψη μπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη του νόμου, ή σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, τα οποία συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου, είτε από σύμβαση είτε από προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος και πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στην απόφαση, επιπροσθέτως δε να προσδιορίζεται και ο επιτακτικός κανόνας του δικαίου από τον οποίο πηγάζει. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία εκείνα προέκυψαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 317/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: "Ο κατηγορούμενος Χ1, ο οποίος φέρει την ιδιότητα του ισόβιου δικαστικού λειτουργού, (Πρόεδρος Εφετών στο Εφετείο Αθηνών), υπέβαλλε κάθε χρόνο, όπως είχε υποχρέωση, λόγω της ιδιότητάς του αυτής δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης του ιδίου, της συζύγου του και του ανήλικου τέκνου τους, που έπρεπε κατά νόμον να περιέχονται λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής τους περιουσιακά τους στοιχεία. Παρά ταύτα ο κατηγορούμενος: Α)Στη δήλωση του έτους 2002, που υπέβαλε στις 4-7-2002, δήλωσε ότι ο ίδιος και η σύζυγός του Σ1 ήταν κάτοχοι και δικαιούχοι μετοχών, REPOS και αμοιβαίων κεφαλαίων, χωρίς να προσδιορίζει τον αριθμό, το είδος και κυρίως την αξία των εν λόγω μετοχών και των λοιπών επενδυτικών κεφαλαίων, με αποτέλεσμα, εκτός από το ανακριβές της δηλώσεως, να καθίσταται και δυσχερής ή και αδύνατος ο σχετικός έλεγχος. Στην ίδια δήλωση δεν δήλωσε επενδυτικά κεφάλαια REPOS ποσού, κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης 277.199 ευρώ, που είχε στον υπ' αριθμ. .... κοινό με την ανήλικη θυγατέρα του Θ1 λογαριασμό στην ALPHA BANK, τον οποίον είχε ανοίξει στις 30-10-2001. Επίσης ενώ στη δήλωση αυτή, δήλωσε καταθέσεις στην ίδια ως άνω Τράπεζα 17.000 ευρώ και 110.000 ευρώ, κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης είχε στον μεν υπ' αριθμόν .... κοινό με τους .... και την ανωτέρω ανήλικη θυγατέρα του λογαριασμό της ALPHA BANK 159.544,66 ευρώ, στον δε υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της ίδιας Τράπεζας καταθέσεις 23.159,61 ευρώ. Επίσης στην ίδια δήλωση, ουδέν ποσό δήλωσε για την ανήλικη θυγατέρα του Θ1 μολονότι αυτή ήταν συνδικαιούχος του ανωτέρω υπ' αρ. .... λογαριασμού στην ALPHA BANK, ύψους 159.544,66 ευρώ. Επίσης στην ίδια δήλωση ουδόλως δηλώθηκε για την σύζυγό του το ποσό των 31.408,65 ευρώ, το οποίο διεκινείτο για τη διάθεση και εξαγορά αμοιβαίων κεφαλαίων και REPOS, δυνάμει του υπ' αρ. ... χαρτοφυλακίου, το οποίο διατηρούσε στην Τράπεζα NOVA BANK, η σύζυγός του, με συνδικαιούχο την ανήλικη θυγατέρα τους. Ακόμα στην ίδια δήλωση δεν δηλώθηκε υπόλοιπο 29.374,08 ευρώ του υπ' αρ. .... λογαριασμού που διατηρούσε στην Τράπεζα Κύπρου η σύζυγός του, με συνδικαιούχο την ανήλικη θυγατέρα τους. Τέλος στην ίδια δήλωση δεν δηλώθηκε υπόλοιπο 26.250 ευρώ του το' αριθμ. .... λογαριασμού, που διατηρούσε στην Τράπεζα Κύπρου η σύζυγός του με συνδικαιούχο την ανήλικη θυγατέρα τους. Β)Στη δήλωση του έτους 2003, που υπέγραψε στις 24-6-2003, δήλωσε ότι αυτοί και η σύζυγός του Σ1 ήταν κάτοχοι και δικαιούχοι μετοχών, REPOS και αμοιβαίων κεφαλαίων (αμοιβαίων κεφαλαίων μόνο ο ίδιος), χωρίς να αναφέρεται ο αριθμός (ποσότητα), το είδος και κυρίως η αξία των εν λόγω μετοχών και των λοιπών επενδυτικών κεφαλαίων, με τα αυτά ως άνω αποτελέσματα. Στην ίδια δήλωση ουδόλως ανέφερε την κατά τον ανωτέρω χρόνο αξία των επενδυτικών κεφαλαίων, REPOS, ενώ όπως προκύπτει από τον υπ' αρ. .....κοινό με την ανήλικη θυγατέρα του λογαριασμό στην ALPHA BANK, η αξία των εν λόγω επενδυτικών κεφαλαίων, κατά τον παραπάνω χρόνο, ανήρχετο σε 283.237 ευρώ. Επίσης ουδέν ποσό καταθέσεως δήλωσε για την ανήλικη θυγατέρα του, ενώ αυτή ήταν δικαιούχος του υπ' αρ. .... λογαριασμού στην ALPHA BANK, ύφους 50.486,26 ευρώ. Ακόμη, δεν αναφέρθηκε υπόλοιπο 29.347,08 ευρώ του υπ' αρ. ....λογαριασμού που διατηρούσε στην Τράπεζα Κύπρου η σύζυγός του με συνδικαιούχο την ανήλικη θυγατέρα τους. Τέλος στην ίδια δήλωση δεν δηλώθηκε υπόλοιπο 26.254,98 ευρώ του υπ' αριθμ. .... λογαριασμού που διατηρούσε στην Τράπεζα Κύπρου η σύζυγός του με συνδικαιούχο την ανήλικη θυγατέρα τους.
Γ)Στη δήλωση του έτους 2004, που έκανε στις 17-6-2004, δήλωσε ότι ήταν κάτοχος και δικαιούχος μετοχών, αμοιβαίων κεφαλαίων και REPOS, χωρίς να προσδιορίζει τον αριθμό (ποσότητα), το είδος και ιδιαίτερα την αξία των εν λόγω μετοχών και των επενδυτικών κεφαλαίων, με τα αυτά ως άνω αποτελέσματα. Επίσης ουδόλως αναφέρει τον, κατά τον χρόνο υποβολής της, αξία των επενδυτικών κεφαλαίων REPOS, ενώ όπως προκύπτει από τους υπ' αρ. .... και ..... κοινούς με την ανήλικη θυγατέρα του λογαριασμούς στην ALPHA BANK, που είχε ανοίξει στις 30-10-2001 και 1-3-2004 αντιστοίχως, η αξία των εν λόγω επενδυτικών κεφαλαίων REPOS ανήρχετο κατά τον ανωτέρω χρόνο, στο ποσό των 288.543,09 ευρώ. Τέλος στην αυτή δήλωση ουδέν ποσό καταθέσεως αναφέρει για την ανήλικο θυγατέρα του, ενώ αυτή ήταν συνδικαιούχος του υπ' αριθ. .... λογαριασμού στην ALPHA BANK, ύψους, κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης, 111.511,29 ευρώ.
Δ)Στη δήλωση του έτους 2005, που έκανε στις 31-5-2005, δήλωσε ότι ήταν κάτοχος και δικαιούχος μετοχών, αμοιβαίων κεφαλαίων και REPOS, χωρίς να αναφέρει τον αριθμό (ποσότητα), το είδος και ιδιαίτερα την αξία των εν λόγω μετοχών και λοιπών επενδυτικών κεφαλαίων, με τα αυτά ως άνω αποτελέσματα. Επίσης ουδόλως αναφέρει την κατά το χρόνο υποβολής της, αξία των επενδυτικών κεφαλαίων REPOS, ενώ όπως προκύπτει από τους υπ' αριθμ. .... και ..... κοινούς με την ανήλικη θυγατέρα του λογαριασμούς στην ALPHA BANK, που είχε ανοίξει στις 30-10-2001 και 1-3-2004 αντίστοιχα, η αξία των εν λόγω επενδυτικών κεφαλαίων REPOS, ανερχόταν, κατά τον ανωτέρω χρόνο, στο ποσό των 293.671,01 ευρώ. Τέλος στην ίδια δήλωση δεν ανέφερε κανένα ποσό καταθέσεως για την ανήλικη θυγατέρα του, αν και αυτή ήταν συνδικαιούχος του υπ' αριθ. .... λογαριασμού στην ALPHA BANK, ύψους κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης, 22.235,42 ευρώ.
Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι το έντυπο δεν είχε αντίστοιχη στήλη για να δηλωθεί η αξία των χρεωγράφων και ότι δεν γνώριζε ότι έπρεπε να αναφέρει την ανήλικη κόρη του ως συνδικαιούχο. Όμως, ως προς τον πρώτο ισχυρισμό του: Η εντελώς αόριστη αναφορά του σε "μετοχές, REPOS και αμοιβαία κεφάλαια" ισοδυναμούσε ουσιαστικά με παράλειψη της δηλώσεώς τους, αφού δεν εξειδικεύονται περαιτέρω αυτά, ούτε και η περιουσιακή τους αξία, όπως απαιτεί το γράμμα και ο σκοπός του νόμου (2429/1996 και 3213/2003), που όφειλε να γνωρίζει ο κατηγορούμενος λόγω της ιδιότητάς του, με συνέπεια ο έλεγχος του δικαιολογημένου ή μη της κατοχής τους ν καθίσταται δυσχερής αν όχι ανέφικτος. Περαιτέρω, ως προς τον ισχυρισμό του που αφορά την ανήλικη θυγατέρα του, έπρεπε ο κατηγορούμενος λόγω της ανωτέρω ιδιότητάς του, να γνωρίζει ότι η συμμετοχή της ανήλικης κόρης του σε αξιόγραφα και λογαριασμούς, έπρεπε να δηλωθεί και στη μερίδα της, ακόμη και αν τα περιουσιακά αυτά στοιχεία είχαν δηλωθεί στη μερίδα άλλου συνδικαιούχου.
Από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι η υποβολή των ως άνω ανακριβών δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης εκ μέρους του κατηγορουμένου, έγινε από πρόθεση, αφού δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι όσα περιουσιακά στοιχεία δεν δηλώθηκαν τα έτη 2002, 2003, 2004 και 2005, είχαν αποκτηθεί με παράνομο τρόπο ή από παράνομη πηγή, πράγμα που δεν αποτελεί στοιχείο του αδικήματος της ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακών στοιχείων, αλλά είναι προφανές ότι συνδέεται ευθέως με συγκεκριμένο κίνητρο, του υποβάλλοντος ανακριβή δήλωση να αποκρύψει περιουσιακά του στοιχεία από την Υπηρεσία, η οποία πρόθεση θα υπήρχε κατά βάση για ένα τέτοιο λόγο. Όμως τέτοιο λόγο δεν είχε ο κατηγορούμενος, όπως προκύπτει και από τον ίδιο το παραπεμπτικό βούλευμα (214/2006 του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά), το οποίο, αναφορικά με την ασκηθείσα κατ' αυτού ποινική δίωξη βάσει του άρθρου 27 παρ. 1 Ν. 2429/1996 (απόκτηση περιουσιακού οφέλους δια της εκμεταλλεύσεως της ιδιότητάς του ως δικαστικού λειτουργού), το οποίο (βούλευμα) αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατ' αυτού για την πράξη αυτή, διότι δεν αποδείχθηκε ότι η απόκτηση των μη δηλωθέντων περιουσιακών στοιχείων οφείλεται σε εκμετάλλευση της δικαστικής του ιδιότητας, όχι μόνο διότι δεν προέκυψε εμπλοκή του σε παραδικαστικά κυκλώματα, αλλά και διότι η απόκτησή τους δικαιολογείται από το γεγονός ότι κατάγεται από εύπορη οικογένεια της Λευκάδας, με σημαντική περιουσία και μεγάλα εισοδήματα. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι οι ανακρίβειες και οι ελλείψεις στις επίμαχες δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης του κατηγορουμένου, οφείλονται σε αμέλειά του, συνισταμένη στο ότι δεν επέδειξε την επιμέλεια, που κατά την περίσταση αυτή, όφειλε και μπορούσε να καταβάλει κατά την σύνταξη των δηλώσεων, ώστε αυτές να είναι ακριβείς, αλλά τις συνέτασσε με πρόχειρο τρόπο και χωρίς να δίνει τη δέουσα προσοχή. Η κρίση του δικαστηρίου περί της εξ αμελείας τελέσεως της πράξεως, ενισχύεται και από το περιεχόμενο της αναγνωσθείσας υπ' αριθ. πρωτ. 780/14-6-2006 πράξης αρχειοθέτησης του Προέδρου του Συμβουλίου επιθεώρησης των Δικαστηρίων Νικολάου Γεωργίλη, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το οποίο η υποβολή ανακριβών δηλώσεων εκ μέρους του κατηγορουμένου, για τα έτη 2001-2005 οφείλεται σε ελαφρά αμέλειά του, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει μόνο ποινή επίπληξης, γι' αυτό και δεν κρίνεται σκόπιμο να ασκηθεί κατ' αυτού πειθαρχική αγωγή. Με βάση όλα τα παραπάνω, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος εξ αμελείας κατ' εξακολούθηση της πράξεως που του αποδίδεται, και αφορά τα έτη 2002 έως και 2005. Στον κατηγορούμενο πρέπει να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2α ΠΚ καθόσον, όπως αποδείχθηκε, μέχρι την τέλεση της παραπάνω πράξεως, έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή". Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο για την πράξη της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακών στοιχείων από αμέλεια κατ' εξακολούθηση και ειδικότερα του ότι: "Στην ...., κατά τους παρακάτω χρόνους με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, όντας ισόβιος δικαστικός λειτουργός και δη Πρόεδρος Εφετών στο Εφετείο Αθηνών κατά τα έτη 2002, 2003, 2004 και 2005, αν και είχε λόγω της ιδιότητας του αυτής υποχρέωση, σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 25 του Ν. 2429/96, σε συνδ. με τα άρθρα 1 και 2 του Ν. 3213/03, να υποβάλλει κάθε χρόνο δήλωση περιουσιακής κατάστασης στον αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία να περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά τον χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία του ιδίου, της συζύγου του και των ανηλίκων παιδιών του (ακίνητα, εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, εναέρια και πλωτά μεταφορικά μέσα, οχήματα, συμμετοχές σε επιχειρήσεις, χρεόγραφα, καταθέσεις εισοδήματα και οικονομικές ενισχύσεις από κάθε πηγή), κατά τους κατωτέρω χρόνους, από αμέλεια, ήτοι από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής την οποία όφειλε στην περίσταση αυτή και μπορούσε να καταβάλει, συνιστάμενη στο ότι δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια κατά τη σύνταξη των κάτωθι δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, υπέβαλε αυτές με ανακριβή και ελλιπή στοιχεία και συγκεκριμένα: Α) Στη δήλωση του έτους 2002, που κατέθεσε στις 4-7-2002: Δήλωσε ότι τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγος του Σ1 ήσαν κάτοχοι και δικαιούχοι μετοχών, REPOS και αμοιβαίων κεφαλαίων, χωρίς να αναφέρει τον αριθμό, το είδος και ιδιαίτερα την αξία των εν λόγω μετοχών και των λοιπών επενδυτικών κεφαλαίων (REPOS, αμοιβαίων κεφαλαίων), με αποτέλεσμα εκτός του ανακριβούς της δηλώσεως, να καθίσταται δυσχερής ή και αδύνατος ο συγκεκριμένος έλεγχος. Στην ίδια δήλωση δεν δήλωσε επενδυτικά κεφάλαια REPOS, ύψους κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης 277.199 ευρώ, που είχε στον υπ' αριθμό ...... κοινό με την ανήλικη θυγατέρα του Θ1 λογαριασμό στην ALPHA BANK, που άνοιξε σης 30-10-2001. Επίσης ενώ στην ίδια δήλωση δήλωσε καταθέσεις στην τράπεζα ALPHA BANK 17.000 ευρώ και110.000 ευρώ, κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης είχε στον μεν υπ' αριθμό ....κοινό με τους ....και την ανωτέρω ανήλικη Θυγατέρα του Θ1 λογαριασμό της ALPHA BANK 159.544,66 ευρώ, στον δε υπ' αριθμό ..... λογαριασμό της ίδιας τράπεζας καταθέσεις ύψους 23.159,61 ευρώ. Ακόμη, στην ίδια ως άνω δήλωση ουδέν ποσό δήλωσε για την ανήλικη θυγατέρα του Θ1, ενώ αυτή ήταν συνδικαιούχος του ανωτέρω υπ' αριθμό ..... λογαριασμού στην ALPHA ΒΑΝΚ ύψους 159.544,66 ευρώ. Επίσης, στη δήλωση αυτή ουδόλως δήλωσε για τη σύζυγο του Σ1 το ποσό των 31.408,65 ευρώ, το οποίο διεκινείτο για τη διάθεση και εξαγορά αμοιβαίων κεφαλαίων και REPOS, δυνάμει του υπ' αριθμ .... χαρτοφυλακίου, το οποίο διατηρούσε στην τράπεζα NOVA BANK ή ανωτέρω σύζυγος του, με συνδικαιούχο την ανήλικη θυγατέρα του Θ1. Ακόμη, στην ίδια δήλωση δεν δήλωσε υπόλοιπο 29.347,08 ευρώ του υπ' αριθμό .... λογαριασμού που είχε στην Τράπεζα Κύπρου η ανωτέρω σύζυγος του Σ1, με συνδικαιούχο την ως άνω ανήλικη θυγατέρα τους. Τέλος στην αυτή δήλωση δεν δήλωσε υπόλοιπο 26.250 ευρώ του υπ' αριθμού .... λογαριασμού που είχε στην Τράπεζα Κύπρου η ως άνω σύζυγός του, με συνδικαιούχο την ανωτέρω ανήλικη θυγατέρα του Θ1. Β) Στην δήλωση του έτους 2003, που υπέγραψε στις 24-6-2003: Δήλωσε ότι τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγος του Σ1 ήσαν κάτοχοι και δικαιούχοι μετοχών, REPOS και αμοιβαίων κεφαλαίων (αμοιβαίων κεφαλαίων μόνον ο ίδιος), χωρίς να αναφέρεται ο αριθμός (ποσότητα), το είδος και ιδιαίτερα η αξία των εν λόγω μετοχών και των λοιπών επενδυτικών κεφαλαίων, με τα αυτά ως άνω αποτελέσματα. Στην ίδια· δήλωση, ουδόλως ανέφερε την κατά τον ανωτέρω χρόνο αξία των επενδυτικών κεφαλαίων REPOS, ενώ, όπως προκύπτει από τον υπ αριθμό .... κοινό με την ανωτέρω ανήλικη θυγατέρα του Θ1 λογαριασμό στην ALPHA BANK, η αξία των εν λόγω επενδυτικών κεφαλαίων κατά τον χρόνο αυτό ανήρχετο σε 283.237 ευρώ. Επίσης στην αυτή δήλωση ουδέν ποσό καταθέσεως δήλωσε για την ανωτέρω ανήλικη θυγατέρα του, ενώ αυτή ήταν συνδικαιούχος του υπ' αριθμό ..... λογαριασμού στην ALPHA BANK, ύψους 50.486,25 ευρώ. Ακόμη, στην ίδια δήλωση δεν δήλωσε υπόλοιπο 29.347,08 ευρώ του υπ' αριθμό .... λογαριασμού που είχε στην Κύπρου η σύζυγος του Σ1, με συνδικαιούχο την ανήλικη θυγατέρα τους Θ1. Τέλος, στην αυτή δήλωση δεν υπόλοιπο 26.254,98 ευρώ του υπ' αριθμό ..... λογαριασμού διατηρούσε στην Τράπεζα Κύπρου η σύζυγος του Σ1, με συνδικαιούχο την πιο πάνω ανήλικη θυγατέρα τους. Γ) Στη δήλωση του έτους 2004, που έκανε στις 17-6-2004: Δήλωσε ότι ήταν κάτοχος και δικαιούχος μετοχών, αμοιβαίων κεφαλαίων και REPOS, χωρίς να προσδιορίζει τον αριθμό (ποσότητα), το είδος και ιδιαίτερα την αξία των εν λόγω μετοχών και λοιπών επενδυτικών κεφαλαίων, με αποτέλεσμα, εκτός του ανακριβούς της δηλώσεως, να καθίσταται δυσχερής ή και αδύνατος ο συγκεκριμένος έλεγχος. Στην ίδια δήλωση, ουδόλως ανέφερε την κατά τον χρόνο υποβολής της αξία των επενδυτικών κεφαλαίων REPOS, ενώ, όπως προκύπτει από τους υπ' αριθμό .... και .... κοινούς με την ανήλικη θυγατέρα του Θ1 λογαριασμούς στην ALPHA BANK, που άνοιξαν στις 30-10-2001 και 1-3-2004 αντιστοίχως η αξία των εν λόγω επενδυτικών κεφαλαίων REPOS ανήρχετο κατά τον ανωτέρω χρόνο στο ποσό των 288.543,09 ευρώ. Τέλος, στην αυτή δήλωση ουδέν ποσό καταθέσεως ανέφερε για την ανωτέρω ανήλικη θυγατέρα του, ενώ αυτή ήταν συνδικαιούχος του υπ' αριθμό .... λογαριασμού στην ALPHA BANK, ύψους κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης 111.511,29 ευρώ. και Δ) Στη δήλωση του έτους 2005, που έκανε στις 31-5-2005: Δήλωσε ότι ήταν κάτοχος και δικαιούχος μετοχών, αμοιβαίων κεφαλαίων και REPOS, χωρίς να προσδιορίζει τον αριθμό (ποσότητα), το είδος και ιδιαίτερα την αξία των εν λόγω μετοχών και λοιπών επενδυτικών κεφαλαίων, με τα αυτά ως άνω αποτελέσματα. Στην ίδια δήλωση ουδόλως ανέφερε την κατά τον χρόνο της υποβολής της αξία των επενδυτικών κεφαλαίων REPOS, ενώ, όπως προκύπτει από τους υπ' αριθμό .... και ..... κοινούς με την ανήλικη θυγατέρα του Θ1 λογαριασμούς στην ALPHA BANK, που άνοιξαν στις 30-10-2001 και 1-3-2004 αντιστοίχως, η αξία των εν λόγω επενδυτικών κεφαλαίων REPOS ανήρχετο κατά τον ανωτέρω χρόνο στο ποσό των 293.367,01 ευρώ. Τέλος, στην αυτή δήλωση ουδέν ποσό καταθέσεως ανέφερε για την ανωτέρω ανήλικη θυγατέρα του, ενώ αυτή ήταν συνδικαιούχος του υπ' αριθμό ..... λογαριασμού στην ALPHA BANK, ύψους, κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης 22.235,42 ευρώ. Δέχεται ότι ο κατηγορούμενος, μέχρι την τέλεση της πιο πάνω αξιόποινης πράξης έζησε έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή". Κατόπιν αυτών, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, επέβαλε στον κηρυχθέντα με το άνω ελαφρυντικό ένοχο αναιρεσείοντα, ποινή φυλακίσεως δύο (2) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Έτσι, όμως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει την κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, στερείται δε και νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, δεν εξειδικεύεται ποιο είδος αμέλειας συνέτρεξε στην προκειμένη περίπτωση, αφού στο μεν σκεπτικό διαλαμβάνονται διάφορες παραλείψεις του αναιρεσείοντος σε σχέση με την υποβολή ανακριβούς δηλώσεως περιουσιακών στοιχείων του ιδίου, της συζύγου του και του ανήλικου τέκνου του κατά τα έτη 2002-2005 και ότι οι ανακρίβειες και οι ελλείψεις στις επίμαχες δηλώσεις του (κατηγορουμένου) οφείλονται σε αμέλειά του συνιστάμενη στο ότι δεν επέδειξε την επιμέλεια που, κατά την περίσταση αυτή, όφειλε και μπορούσε να καταβάλει κατά την σύνταξη των δηλώσεων ώστε αυτές να είναι ακριβείς, αλλά τις συνέτασσε με πρόχειρο τρόπο και χωρίς να δίνει τη δέουσα προσοχή. Στο διατακτικό διαλαμβάνεται ότι ο αναιρεσείων κηρύσσεται ένοχος του ότι κατά τα έτη 2002-2005, αν και είχε λόγω της ιδιότητάς του ως Προέδρου Εφετών, υποχρέωση, σύμφωνα με τα άρθρα 24 και 25 του Ν.2429/96 σε συνδ. με τα άρθρα 1 και 2 του Ν. 3213/03, να υποβάλει κάθε χρόνο δήλωση περιουσιακής καταστάσεως, κατά τους χρόνους αυτούς από αμέλεια, ήτοι από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής την οποία όφειλε στην περίσταση αυτή και μπορούσε να καταβάλει (συνιστάμενη στο ότι δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια κατά τη σύνταξη των δηλώσεων αυτών), υπέβαλε αυτές με ανακριβή και ελλιπή στοιχεία. Δηλαδή, κηρύσσεται ένοχος με την παραδοχή συνδρομής και των δύο ειδών αμέλειας. Έτσι, καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 15, 28 ΠΚ και 24 και 25 του Ν. 2429/1996, σε συνδ. με τα άρθρ. 1 και 2 του Ν. 3213/03, τις οποίες το Δικαστήριο εκ πλαγίου παραβίασε με ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες, με αποτέλεσμα η απόφαση να στερείται νόμιμης βάσεως. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για: α), έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 28 ΠΚ, αντιστοίχως, της αιτήσεως αναιρέσεως και ο μοναδικός του δικογράφου των προσθέτων λόγων είναι βάσιμοι και, ως τέτοιοι, πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 317/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 1 Απριλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή