Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 437 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση - Συκοφαντική δυσφήμηση (άρθρα 229, 362, 363 ΠΚ). 1. Αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ, Ε' ΠΔ: α) για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου και για έλλειψη νόμιμης βάσης. 2. Αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. α ΚΠΔ και 6 της ΕΣΔΑ λόγος ακυρότητας της διαδικασίας, από την ανάγνωση των προανακριτικών καταθέσεων μαρτύρων. Το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να διαλάβει για την ανάγνωση των καταθέσεων αυτών ειδική αιτιολογία για το ανέφικτο της εμφανίσεως των μαρτύρων αυτών στο ακροατήριο, αφού δεν εναντιώθηκε στην ανάγνωση η συνήγορος του κατηγορουμένου, ούτε ζήτησε αναβολή ή διακοπή της δίκης και την κλήτευση των μαρτύρων αυτών της προδικασίας για να καταθέσουν στο ακροατήριο ενώπιον της, ώστε να υποστούν τη βάσανο των ερωτήσεων και της συνηγόρου του κατηγορουμένου, σύννομα αναγνώσθηκαν και συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο και ο κατηγορούμενος δεν στερήθηκε των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων.




Αριθμός 437/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ. Κ. του Β., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή, για αναίρεση της υπ' αριθ. 2121/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ν. Α. του Κ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ρηγάκο.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Οκτωβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1308/2012.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, προκύπτει ότι υπαίτιος της πράξεως της ψευδούς καταμηνύσεως, είναι εκείνος, που εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν. Έτσι, για τη θεμελίωση της άνω αξιόποινης πράξης απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση με την έννοια της βεβαιότητας ότι η καταμήνυση είναι ψευδής. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή.
Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλον γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του και είναι ψευδές, ο δε υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Στην έννοια του γεγονότος εντάσσεται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, εμπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά η οποία προσάπτεται σε ορισμένο πρόσωπο με συνέπεια να επέρχεται εμφανής υποτίμηση της τιμής ή της υπόληψης του. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται άμεσος δόλος, συνιστάμενος στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον του τρίτου του ψευδούς γεγονότος εν γνώσει του δράστη, ότι αυτό είναι ψευδές και ότι δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και δεν αρκεί απλός δόλος. "Τιμή" δε είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία εκπληρώσεως από αυτό των ηθικών και νομικών κανόνων, ενώ "υπόληψη" είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική αξία του συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του.
Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά χωριστά. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαία. Όταν όμως για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία όπως η γνώση ορισμένων περιστατικών στο έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η ύπαρξη δηλαδή άμεσου δόλου, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση της αναλήθειας των περιστατικών που καταμήνυσε και ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος και της δυνατότητας να βλάψουν αυτά την τιμή και την υπόληψη του άλλου με την παράθεση των περιστατικών που την δικαιολογούν. Διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω ειδική αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, πραγματικών περιστατικών.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2121/2012 απόφαση του, το δίκασαν σε δεύτερο βαθμό Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Θεσσαλονίκης, καταδίκασε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, για ψευδή καταμήνυση και για συκοφαντική δυσφήμηση και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως 15 μηνών. Στο αιτιολογικό της ανωτέρω προσβαλλόμενης αποφάσεως το δίκασαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση των μνημονευομένων κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος με την από 27.5.2005 μήνυση του σε βάρος του νυν εγκαλούντος, Ν. Α. τον καταμήνυσε για την αξιόποινη πράξη της τοκογλυφίας, Η εν λόγω μήνυση ήταν ψευδής, έπραξε δε τούτο εν γνώσει του και με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη, του εγκαλούντος για την πράξη αυτή. Πιο αναλυτικά, με την μήνυση του, όπως το περιεχόμενο της περιέχεται αυτούσιο στο διατακτικό, ισχυριζόταν ότι κατά το χρονικό διάστημα από τις 7 Απριλίου 2003 μέχρι και τις 12 Ιανουαρίου του 2004 είχε δανειστεί τμηματικά από τον εγκαλούντα το συνολικό χρηματικό ποσό των 263.296 ευρώ, έναντι συμφωνηθέντος επιτοκίου 16,25% μηνιαίως, που προφανώς υπερέβαινε το κατά νόμο Θεμιτό ποσοστό τόκου, αφού εν τέλει σε εξόφληση τον κεφαλαίου και των τόκων, του κατέβαλε ο ίδιος, κατά το χρονικό διάστημα από τις 16 Απριλίου 2003 μέχρι τις 13 Νοεμβρίου 2004, επίσης τμηματικά, το συνολικό χρηματικό ποσό των 848.712 ευρώ. Σε συνέχεια της μηνύσεώς του αυτής και μετά από κύρια ανάκριση που ακολούθησε, εκδόθηκε το 992/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του εκεί κατηγορουμένου, Ν. Α., για την καταμηνυθείσα πράξη της τοκογλυφίας. Ανεξαρτήτως των όσων ορίζονται στο βούλευμα τούτο, από τις παραδοχές του οποίου το παρόν Δικαστήριο δεν δεσμεύεται, από το σύνολα του προαναφερθέντος αποδεικτικού υλικού, και δη από τις σαφείς καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, που ενισχύονται και από το περιεχόμενο των εγγράφων που αναγνώσθηκαν, δεν αποδείχθηκε ο επικαλούμενος από τον κατηγορούμενο δανεισμός του από τον εγκαλούντα, και ως εκ τούτου ουδόλως αποδείχθηκε και ο τοκογλυφικός του δανεισμός. Μεταξύ των δύο κατηγορουμένου και εγκαλούντος υπήρξε σχέση ασφαλιστή και ασφαλιζόμενου, αλλά και συνεργασία με αφορμή χρηματιστηριακές συναλλαγές, στα πλαίσια των οποίων ο εγκαλών του κατέβαλε τμηματικά διάφορα χρηματικά ποσά, για κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων και για χρηματιστηριακές επενδύσεις. Είχαν μάλιστα συνεργαστεί και στην κατάρτιση συμβολαίων τρίτων προσώπων με ασφαλιστικές εταιρίες που υποδείκνυαν οι ίδιοι, κυρίως μέσω του κατηγορουμένου, τον οποίο υποδείκνυε ο Α. ως το κατάλληλο πρόσωπο για επιτυχείς ασφαλιστικές πρακτορεύσεις (πρόκειται για τις ασφαλιστικές εταιρίες ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ και μετέπειτα ΑΣΠΙΣ) και από τον οποίο εισέπραττε βέβαια σημαντικά χρηματικά ποσά, προμήθειες, όπως οι ίδιοι τα ονόμαζαν. Μεταξύ άλλων, απευθύνθηκαν στον κατηγορούμενο με την υπόδειξη του εγκαλούντος για κατάρτιση διαφόρων μορφών ασφαλιστικών συμβάσεων, οι Γ. Κ., Χ. Β., Ι. Ν., Γ. Φ. κλπ,. Στα πλαίσια της συνεργασίας τους αυτής έλαβε χώρα μετακίνηση χρηματικών ποσών από τον έναν προς τον άλλον, όπως τούτο προκύπτει από το περιεχόμενο των αποδείξεων είσπραξης χρηματικών ποσών που αναγνώσθηκαν, σε πολλές από τις οποίες αναγράφεται ως αιτία η "αγορά μετοχών)), η "επένδυση" (βλ. τις από 17.11,2003, 15.9.2003, 15.8,2003, 18.9,2003, 17.11,2003, 25,11.2003, 26,11,2003, 28,11.2003, 29.12.2003, 30.12.2003, 12.1,2004, 10.2,2004, 7.4.2004 αποδείξεις είσπραξης Χ. Κ.), ή "έναντι χρηματιστηριακών συναλλαγών "προμήθειες από πώληση ασφαλιστηρίων ζωής", "προμήθειες Γ. Λ.", "Προμήθειες συμβολαίων Φ. Κ. Ν. και υπόλοιπο bonus Β.", "προμήθειες όλων των συμβολαίων Κ. Γ. κλπ," (βλ, ενδεικτικά τις από 23.1.2004, 14.11.2003, 17.11.2003, 24.6.2003, 23.7.2003 αποδείξεις είσπραξης Ν. Α.), Στη συνεργασία τους αυτή, μεταξύ των άλλων, αναφέρεται και ο Γ. Κ., στην από 11.1.2007 ένορκη εξέταση του ενώπιον της Ανακρίτριας Δ' Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, όπου επί λέξει μεταξύ των άλλων καταθέτει "... Γνωρίζω τον κ. Α. ... Ο ανωτέρω, πέραν της ιατρικής του ιδιότητας, γνωρίζω ότι αναλαμβάνει ασφαλιστικές πρακτορεύσεις στο όνομα της συζύγου του. Ο κ. Α. ήταν αυτός που μου σύστησε τον κ. Κ., εξαίροντας τις ικανότητες του τελευταίου ως ασφαλιστικού πράκτορα...". Αντίστοιχο περιεχόμενο έχει και η από 18.1.2007 ένορκη εξέταση του Ι. Ν. ενώπιον της αυτής Ανακρίτριας Θεσσαλονίκης, Στα χρήματα που εισέπραξε ο κατηγορούμενος από τον εγκαλούντα "με την ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου προκειμένου να τα παραδώσει στις ασφαλιστικές εταιρίες ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ και ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ..." και στις εμπλοκές του σε χρηματιστηριακές συναλλαγές αναφέρεται και ο ίδιος στην από 19.5.2009 "Δήλωσή" του προς το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που φέρει τη μη αμφισβητηθείσα υπογραφή του και η οποία συντάχθηκε προκειμένου να καταχωρηθεί στα πρακτικά, με αφορμή σχετική δίκη που εκκρεμούσε ενώπιόν του, σε συνέχεια της από 23.11.2004 μήνυσης, σε βάρος του, του Ν. Α.. Πλην όμως, ενώ όφειλε στον εγκαλούντα από τη συνεργασία τους αυτή σημαντικά χρηματικά ποσά και προς το σκοπό αποφυγής εκπλήρωσης της υποχρέωσής του αυτής, προφασίστηκε τον τοκογλυφικό του δήθεν δανεισμό από αυτόν και άσκησε σε βάρος του και ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την 40592/2004 αγωγή του, αιτούμενος την απόδοση των παρανόμως εισπραχθέντων (δήθεν) τοκογλυφικών ωφελημάτων ύψους 412.702,24 ευρώ (το αυτό έπραξε εξάλλου και με άλλα πρόσωπα με τα οποία είχε κατά καιρούς συναλλαχθεί και προς τα οποία όφειλε διάφορα χρηματικά ποσά από τη μεταξύ τους συνεργασία). Επί πλέον, μη αρκεσθείς σε τούτο, κατέθεσε και την από 27.5.2005, μήνυση του, το περιεχόμενο της οποίας είναι, κατά τα προαναφερόμενα, εξ ολοκλήρου ψευδές, έπραξε δε αυτό εν γνώσει και προς το σκοπό και μόνο της καταμήνυσής του για την αξιόποινη πράξη της τοκογλυφίας. Σημειωτέον ότι ουδεμία ανάγκη δανεισμού του προέκυψε, αφού στους τραπεζικούς του λογαριασμούς είχαν κατατεθεί, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 2003 - 2004 χρηματικά ποσά συνολικού ύψους 1.299.583,55 ευρώ, ενώ και ο ίδιος, απολογούμενος ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δήλωσε ότι κατά το έτος 2003 είχε κάνει αγορά έξι ακινήτων, πράγμα που καταδεικνύει τη σθεναρή οικονομική του κατάσταση από την επικερδή επαγγελματική απασχόληση, αυτού και της συζύγου του, που δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί έναν τέτοιου είδους δανεισμό. Και. σε κάθε περίπτωση, και εάν δηλαδή ακόμη υφίστατο πράγματι ανάγκη δανεισμού του για αγορά ακινήτων ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία, είχε σαφώς την ευχέρεια, δεδομένης της προπεριγραφείσας οικονομικής του επιφάνειας, να προβεί σε νόμιμο τραπεζικό δανεισμό και όχι στον επικαλούμενο δυσμενέστατο τοκογλυφικό του δανεισμό. Αξιοπρόσεχτο είναι και το ιστορούμενο στην ίδια τη μήνυση του αυτή, ότι στις 17 Νοεμβρίου 2003 είχε δανειστεί δήθεν από τον εγκαλούντα το ποσό των 133.296 ευρώ, ενώ τρεις μόλις ημέρες πριν, ήτοι στις 14 Νοεμβρίου 2003, του επέστρεψε δήθεν από τα οφειλόμενα ποσό 123.100 ευρώ, την ίδια δε ημέρα του επικαλούμενου άνω δανεισμού του (17 Νοεμβρίου 2003), του επέστρεψε (πάντα κατά τα ιστορούμενα στη μήνυση) έτερο ποσό 5.000 ευρώ, ισχυρισμοί που σαφώς δεν αντέχουν σε καμία κριτική, ισχυριζόμενος, τέλος, με την προαναφερθείσα μήνυσή του τα ανωτέρω ψευδή για τον εγκαλούντα γεγονότα, ο οποίος είναι γιατρός και είχε διατελέσει επί δωδεκαετία Δήμαρχος του Δήμου Λαγκαδά Θεσσαλονίκης, έβλαψε την τιμή και την υπόληψη του. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αποδιδόμενων σ' αυτόν ως άνω πράξεων απορριπτόμενων των προβληθέντων αυτοτελών ισχυρισμών του περί αναγνώρισης σε αυτόν των ελαφρυντικών των μη ταπεινών αιτίων και της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των εν λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων." Στη συνέχεια το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: "Στη Θεσσαλονίκη, την 27-5-05, με περισσότερες από μία πράξεις τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα και ειδικότερα: 1) Εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του και συγκεκριμένα καταμήνυσε ψευδώς τον Ν Α. του Κ. ότι τέλεσε σε βάρος του την αξιόποινη πράξη της τοκογλυφίας και πιο συγκεκριμένα ότι: Ο εγκαλούμενος κατά τα έτη 2003-2004 συνήψε μαζί μου σειρά τοκογλυφικών δανείων, δανείζοντας μου κατά διαστήματα χρηματικά ποσά, τα οποία αξίωνε να του τα επιστρέφω με τόκο 16,25 % μηνιαίως. Οι περιστάσεις υπό τις οποίες μου δάνεισε, τα ποσά που μου δάνεισε, τα ποσά που αξίωσε και πήρε ως τόκους, τα μέσα που χρησιμοποίησε για την εξασφάλιση των αθέμιτων τοκογλυφικών μας συναλλαγών, το γεγονός ότι, όταν του ζήτησα δικαστικώς την επιστροφή των αθέμιτων τόκων που του κατέβαλα, υπέβαλε σε βάρος μου ψευδή καταμήνυση για δήθεν "συκοφάντησή" του εκ της αγωγής, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο κύριος Α. μετέρχεται τοκογλυφικών πράξεων όχι κατά περίσταση, αλλά κατ' επάγγελμα. Συγκεκριμένα η αθέμιτη συναλλαγή μας ξεκίνησε στις αρχές του 2003, όταν ο κύριος Α., δήμαρχος και γιατρός, εκμεταλλευόμενος την οικονομική μου αδυναμία να αντεπεξέλθω στις απαιτήσεις ετέρων δανειστών μου, με προσέγγισε χορηγώντας μου χρηματικά δάνεια με υπέρογκο τόκο που πολλές φορές άγγιζε και το τριπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου! Η επιστροφή των δανείων αυτών φυσικά, όταν άρχισαν να στερεύουν όλες οι προσωπικές μου δυνατότητες κάλυψης, κατέληξε σε μια αδιέξοδη ανακύκλωση των χρεών μου από τον εγκαλούμενο με την εκ νέου χορήγηση τοκογλυφικών δανείων, Στα πλαίσια αυτά η ολοκληρωμένη εικόνα των συναλλαγών μου με εγκαλούμενο ορίζεται ως εξής: Ο Ν. Α. μου δάνεισε τα εξής ποσά: την 7η Απριλίου 2003 ποσό 80.000 €, την 17η Νοεμβρίου 2003 ποσό 133.298 €, την 29η Δεκεμβρίου 2003 ποσό 20.000 €, την 12η Ιανουαρίου 2004 ποσό 30.000 €, Συνολικά δηλαδή το ποσό των 263.296 €. Για όλα αυτά τα ποσά έλαβε από εμένα ιδιόχειρες αποδείξεις με εικονική αιτιολογία "για αγορά μετοχών" με συγκεκριμένη διάρκεια (;) ή "για επένδυση". Παράλληλα, για να εξασφαλίσει τους τόκους που συμφωνούσαμε, αξίωσε και έλαβε από εμένα ιδιόχειρες αποδείξεις ότι δήθεν μου κατέβαλε και άλλα ποσά, τα οποία ουδέποτε καταβλήθηκαν, καθώς και έντυπες αποδείξεις των εταιριών ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ και ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ, με τις οποίες συνεργαζόμουν ως ασφαλιστικός σύμβουλος, ότι δήθεν έλαβα ως "προκαταβολή" για σύναψη συμβολαίων ποσά που αντιστοιχούσαν στους τόκους που αξίωνε, Οι αποδείξεις αυτές είναι όλες εικονικές! Αποτελούσαν μέσο εκβίασης μου, προκειμένου να του καταβάλω τους τόκους που εξαναγκάστηκα να συνομολογήσω. Πώς ο κύριος Α., ένας γιατρός πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης του ΕΣΥ στο ΕΚΑ, υπάλληλος με μισθό, είχε τέτοια ρευστότητα, ώστε να μου καταβάλει, τα ποσά που εμφαίνοντο στις αποδείξεις που έχει; Σε εξόφληση του κεφαλαίου και των τόκων που συμφωνήσαμε, εγώ του κατέβαλα: την 16η Απριλίου 2003 ποσό 500 €, όπως προκύπτει από σχετική απόδειξη κατάθεσης στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα, την 16η Απριλίου 2003 ποσό 3.800 €, όπως προκύπτει από σχετική απόδειξη κατάθεσης στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα, την 18η Απριλίου 2003 ποσό 2.000 €, όπως προκύπτει από σχετική απόδειξη κατάθεσης στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα, την 23η Απριλίου 2003 ποσό 1.452 €, όπως προκύπτει από σχετική απόδειξη κατάθεσης στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα, την 30η Μαΐου 2003 ποσό 7.300 €, όπως προκύπτει από σχετική απόδειξη κατάθεσης στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα, την 30η Μαΐου 2003 ποσό 7.700 €, όπως προκύπτει από σχετική απόδειξη κατάθεσης στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα, την 24η Ιουνίου 2003 ποσό 2.190 €, όπως προκύπτει από σχετική ενυπόγραφη απόδειξη του, την 8η Ιουλίου 2003 ποσό 2.000 €, όπως προκύπτει από σχετική ενυπόγραφη απόδειξη του, την 23η Ιουλίου 2003 ποσό 2.300 €, όπως προκύπτει από σχετική ενυπόγραφη απόδειξη του, την 11η Αυγούστου 2003 ποσό 2.300 €, όπως προκύπτει από σχετική απόδειξη κατάθεσης στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα, την 23η Οκτωβρίου 2003 ποσό 5.000 €, όπως προκύπτει από σχετική απόδειξη κατάθεσης στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα, την 14η Νοεμβρίου 2003 ποσό 123.100 €, όπως προκύπτει από σχετική ενυπόγραφη απόδειξη του, την 17η Νοεμβρίου 2003 ποσό 5.000 €, όπως προκύπτει από σχετική έγγραφη απόδειξη του, την 22η Νοεμβρίου 2003 ποσό 3.500 €, όπως προκύπτει από σχετική ενυπόγραφη απόδειξη του, την 28η Νοεμβρίου 2003 ποσό 12.000 €, όπως προκύπτει από σχετική ενυπόγραφη απόδειξη του, την 28η Νοεμβρίου 2003 ποσό 20.000 €, όπως προκύπτει από σχετική ενυπόγραφη απόδειξη του, την 18η Δεκεμβρίου 2003 ποσό 30.000 €, όπως προκύπτει από σχετική απόδειξη κατάθεσης στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα, την 19η Δεκεμβρίου 2003 ποσό 9.180 €, όπως προκύπτει από σχετική έγγραφη απόδειξη του, την 30η Δεκεμβρίου 2003 ποσό 12.000 €, όπως προκύπτει από σχετική έγγραφη απόδειξη του, την 14η Ιανουαρίου 2004 ποσό 20.000 €, όπως προκύπτει από σχετική έγγραφη απόδειξη του, την 14η Ιανουαρίου 2004 ποσό 42.850 €, όπως προκύπτει από σχετική έγγραφη απόδειξη του, την 23η Ιανουαρίου 2004 ποσό 20.000 €, όπως προκύπτει από σχετική έγγραφη απόδειξη του, την 2° Φεβρουαρίου 2004 ποσό 4.000 €, όπως προκύπτει από σχετική έγγραφη απόδειξη του, την 5η Φεβρουαρίου 2004 ποσό 13.200 €, όπως προκύπτει από σχετική έγγραφη απόδειξη του, την 5η Φεβρουαρίου 2004 ποσό 40.000 €, όπως προκύπτει από σχετική έγγραφη απόδειξη του, την 26η Φεβρουαρίου 2004 ποσό 10.000 €, όπως προκύπτει από σχετική απόδειξη κατάθεσης στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα, την 16η Μαρτίου 2004 ποσό 80,000 €, όπως προκύπτει από σχετική έγγραφη απόδειξη του, την 30η Μαρτίου 2004 ποσό 12.000 €, όπως προκύπτει από σχετική έγγραφη απόδειξη του, την 2η Απριλίου 2004 ποσό 4.400 €, όπως προκύπτει από σχετική απόδειξη κατάθεσης στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα, την 23η Απριλίου 2004 ποσό 9.900 €, όπως προκύπτει από σχετική απόδειξη κατάθεσης στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα, την 7η Μαΐου 2004 ποσό 19.900 €, όπως προκύπτει από σχετική έγγραφη απόδειξη του, την 11η Μαΐου 2004 ποσό 2.000 €, όπως προκύπτει από σχετική απόδειξη κατάθεσης στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα, την 14η Μαΐου 2004 ποσό 5.000 €, όπως προκύπτει από σχετική απόδειξη κατάθεσης στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα, την 18η Μαΐου 2004 ποσό 102.550 €, όπως προκύπτει από σχετική έγγραφη απόδειξη του, την 21η Μαΐου 2004 ποσό 11.000 € όπως προκύπτει από σχετική έγγραφη απόδειξη του και την 13η Νοεμβρίου 2004 ποσό 3.000 €, όπως προκύπτει από σχετική έγγραφη απόδειξη του. Συνολικώς, λοιπόν, σε διάστημα εννέα μηνών περίπου δανείστηκα ποσό (80.000 + 133.296 +20.000 +30.000=) 263.296 € και σε διάστημα είκοσι μηνών κατέβαλα ποσό (500 +3.600 +2.090 +1.452 + 7.300 + 7.700 + 2.190 + 2.000 +2.300 +2.300 +5.000 + 123.100 + 5.000 + 3.500 + 12.000 + 20.000 +30.000 +9.180 + 12.000 + 20.000 + 42.850 +20.000 +4,000 +13.200 + 40.000 + 10.000 +80.000 +12.000 + 4.400 +9.900 + 19.900 + 2.000 + 5.000 +102.550 +11.000 +3.000=) 648.712 €, δηλαδή σχεδόν το τριπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου. Είναι προφανές ότι ο τόκος που συμφώνησα και πλήρωσα ήταν υπέρογκος, πέραν των ακραίων θεμιτών ορίων δικαιοπρακτικού τόκου που δύναται νομίμως να συνομολογηθεί, πέραν ακόμη και των τόκων υπερημερίας που ίσχυαν κατά το διάστημα της μεταξύ μας συμβατικής σχέσης, ΕΠΕΙΔΗ λοιπόν, ο εγκαλούμενος αποκόμισε παράνομα περιουσιακό όφελος με τη λήψη υπέρογκων τόκων από μένα, ΕΠΕΙΔΗ εκμεταλλεύτηκε την μεγάλη ανάγκη που είχα προς άμεση εξεύρεση κεφαλαίων, αρχής γενομένης κατά το 2003 και έπειτα. ΕΠΕΙΔΗ με εξεβίασε απειλώντας να προσκομίσει στις εταιρίες ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ και ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ τις αποδείξεις που μου είχε αποσπάσει, προκειμένου να με εκθέσει ενώπιον τους, βλάπτοντας την επαγγελματική μου δραστηριότητα ως ασφαλιστικού συμβούλου. ΕΠΕΙΔΗ τα ποσά που εισέπραξε από μένα αποτελούν τόκους που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. ΕΠΕΙΔΗ ο εγκαλούμενος επιδιδόταν στις περιγραφείσες δραστηριότητες του συστηματικά και με σταθερότητα από τις αρχές του 2003 έως και τον Ιούνιο του 2004. ΕΠΕΙΔΗ η παραπάνω συμπεριφορά του εγκαλουμένου συνιστά σύνολο αξιόποινων πράξεων και ειδικότερα πληρεί την νομοτυπική μορφή (αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση) του εγκλήματος της τοκογλυφίας, όπως αυτό περιγράφεται στο άρθρο 404§2 περ. α' και §3, καθώς και της εκβίασης (άρθρο 385 ΠΚ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Εγκαλώ τον παραπάνω αναφερόμενο για την πράξη της τοκογλυφίας σε βαθμό κακουργήματος και της εκβίασης και ζητώ την κατά το νόμο δίωξη και τιμωρία του. 2)Με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίστηκε για κάποιον άλλον γεγονός ψευδές που μπορεί να βλάψει την τιμή του και γνώριζε ότι ήταν ψευδές και συγκεκριμένα ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Θεσσαλονίκης ισχυρίστηκε με υποβολή έγκλησης για τον εγκαλούντα Ν. Α. τα στην υπό στοιχ. (1) κατηγορία αναφερόμενα ψευδή περιστατικά που έβλαψαν την τιμή του εγκαλούντα και γνώριζε ότι ήταν ψευδή". Με βάση τις παραδοχές αυτές, κατά αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού, το δίκασαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη 2121/2012 απόφαση του, την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω δύο εγκλημάτων, για τα οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεως του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 229 παρ.1, 362 και 363 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσεως.
Ειδικότερα, παρέθεσε στην απόφαση του τα ψευδώς καταμηνυθέντα και δυσφημιστικά για τον εγκαλούντα γεγονότα, που περιλαμβάνοντο στην ανωτέρω ενσωματούμενη εξ ολοκλήρου στο διατακτικό από 27-5-2005 μήνυσή του, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, σε βάρος του εγκαλούντος πολιτικώς ενάγοντος ιατρού Ν. Α., των οποίων έλαβαν γνώση τρίτοι, καθώς και τα περιστατικά από τα οποία συνήγαγε το ψευδές των άνω γεγονότων και εκείνα από τα οποία πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι τα γεγονότα αυτά ήταν ψευδή και τα καταμήνυσε με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του άνω εγκαλούντος για την αξιόποινη πράξη της τοκογλυφίας, κατ'επάγγελμα μάλιστα και να προσβάλει έτσι την τιμή και την υπόληψη του. Επίσης, πλήρως αιτιολογείται ο άμεσος δόλος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, με την αναφορά ότι μεταξύ εγκαλούντος και κατηγορουμένου δεν αποδείχθηκε κατάρτιση οιασδήποτε σύμβασης δανεισμού, αλλά αποδείχθηκε συμβατική σχέση μεταξύ τους, ασφαλιστή και ασφαλιζόμενου, του εγκαλούντος αναλαμβάνοντος ασφαλιστικές πρακτορεύσεις στο όνομα της συζύγου του αντί προμηθείας, αλλά και συνεργασία με αφορμή χρηματιστηριακές συναλλαγές, συνεπεία των οποίων έλαβε χώρα μετακίνηση χρηματικών ποσών από τον ένα στον άλλο για χρηματιστηριακές επενδύσεις, από τις οποίες συναλλαγές ο κατηγορούμενος όφειλε στον εγκαλούντα σημαντικά χρηματικά ποσά. Αιτιολογείται δε περαιτέρω, ότι προς αποφυγή εκπλήρωσης της υποχρεώσεως του αυτής, προφασίστηκε ο κατηγορούμενος τον τοκογλυφικό δήθεν δανεισμό του από τον καταμηνυθέντα εγκαλούντα και άσκησε σχετική αγωγή απόδοσης των παρανόμως εισπραχθέντων δήθεν τοκογλυφικών ωφελημάτων και την ανωτέρω ψευδή από 27-5-2005 μήνυση του εναντίον του εγκαλούντος, σε γνώση του ότι όλα αυτά ήταν ψευδή εξ ολοκλήρου, έχοντας σκοπό την καταμήνυσή του, ενώ με όλα τα ανωτέρω διαδοθέντα ψευδή περιστατικά περί δήθεν τοκογλυφικού του δανεισμού έβλαψε την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος ιατρού, που είχε διατελέσει επί δωδεκαετία Δήμαρχος του Δήμου Λαγκαδά. Επίσης, αιτιολογείται επαρκώς η κρίση του δικαστηρίου ότι δε μεσολάβησε ποτέ οιοσδήποτε δανεισμός και η γνώση του κατηγορουμένου ότι αυτά που καταμήνυσε και διέδωσε σε βάρος του εγκαλούντος, ήταν ψευδή από προσωπική του αντίληψη, αφού δεν είχε μεσολαβήσει οιοσδήποτε δανεισμός του εγκαλούντος προς αυτόν, παραδοχή εκ της οποίας δεν ήταν αναγκαία η παράθεση άλλων, σχετικά με τη γνώση αυτή, περιστατικών. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες διότι: α) η παραπάνω αιτιολογία δεν είναι τυπική, συμπληρώνεται επιτρεπτά από το διατακτικό, β) δεν ήταν αναγκαίο να εξειδικεύονται οι ασφαλιστικές και οι χρηματιστηριακές συναλλαγές μεταξύ εγκαλούντος και κατηγορουμένου και τα χρηματικά ποσά που αφορούσαν αυτές, είναι δε αρκετή η παραδοχή ότι ουδέποτε έλαβε χώρα δανεισμός και ότι αιτία που ο κατηγορούμενος προφασίστηκε τον τοκογλυφικό δήθεν δανεισμό του από τον εγκαλούντα και κατέθεσε την παραπάνω ψευδή μήνυση, όπως και αγωγή, ήταν η αποφυγή εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων του προς τον εγκαλούντα, στον οποίο όφειλε σημαντικά χρηματικά ποσά από τις παραπάνω ασφαλιστικές και χρηματιστηριακές συναλλαγές τους.
Επομένως, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος αφορούν την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας και είναι επομένως απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364, 365 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η ανάγνωση προανακριτικών ή ανακριτικών καταθέσεων μαρτύρων που απολείπονται, χωρίς να βεβαιώνεται η αδυναμία εμφάνισης στο ακροατήριο των μαρτύρων αυτών και η λήψη υπόψη αυτών από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν επιφέρει, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, για ακυρότητα της διαδικασίας, αν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του δεν είχαν αντιλέξει στην ανάγνωση των καταθέσεων αυτών, δεδομένου ότι έτσι δεν παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ' της ΕΣΔΑ, να θέτει ερωτήματα στους μάρτυρες, αφού διατηρείται πάντως το από το άρθρο 358 του ΚΠΔ δικαίωμα του κατηγορουμένου να κάνει παρατηρήσεις επί των εν λόγω καταθέσεων που αναγνώσθηκαν. Αντίθετα, η διάταξη αυτή του άρθρου 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ παραβιάζεται, επερχόμενης εντεύθεν απόλυτης ακυρότητας κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ' του ΚΠΔ, αν ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του είχαν αντιλέξει στην ανάγνωση των κατά την προδικασία ληφθεισών καταθέσεων των απολειπομένων μαρτύρων και το δικαστήριο, παρά ταύτα, απορρίπτοντας το αίτημα, για τη μη ανάγνωση των εν λόγω καταθέσεων, προέβη στην ανάγνωση αυτών, οπότε ιδρύεται ο από το άνω άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης 2121/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος των παραπάνω δύο αξιόποινων πράξεων, το δικαστήριο ανέγνωσε στο ακροατήριο του, πλην άλλων, με α/α 15 και 16 και τις με χρονολογία 11-1-2007 και 18-1-2007 ένορκες εξετάσεις δύο μαρτύρων ενώπιον της Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, για την ανάγνωση των οποίων καταθέσεων όμως, όπως ρητά σημειώνεται στα πρακτικά (σελ. 8), δεν προβλήθηκε καμία αντίρρηση από τον κατηγορούμενο ή την παριστάμενη συνήγορο αυτού. Επομένως, το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να διαλάβει για την ανάγνωση των καταθέσεων αυτών, ειδική αιτιολογία για το ανέφικτο της εμφανίσεως των μαρτύρων αυτών στο ακροατήριο, αφού δεν εναντιώθηκε στην ανάγνωση η συνήγορος του κατηγορουμένου, ούτε ζήτησε αναβολή ή διακοπή της δίκης και την κλήτευση των μαρτύρων αυτών της προδικασίας για να καταθέσουν στο ακροατήριο ενώπιον της, ώστε να υποστούν τη βάσανο των ερωτήσεων και της συνηγόρου του κατηγορουμένου. Άρα σύννομα αναγνώσθηκαν και συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο οι καταθέσεις αυτές και ο κατηγορούμενος δε στερήθηκε των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων. Επομένως, ο συναφής από το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ, 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ και άρθρο 6 παρ.3 της ΕΣΔΑ, προβαλλόμενος από τον αναιρεσειοντα δεύτερος λόγος αναιρέσεως για ακυρότητα της διαδικασίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) ως και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-10-2012 αίτηση - δήλωση του Χ. Κ. του Β., για αναίρεση της με αρ. 2121/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή