Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακροάσεως έλλειψη, Τραπεζική επιταγή.
Περίληψη:
Αιτιολογημένη καταδίκη για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Δεν συνιστά πλήρη αποζημίωση συνεπαγόμενη εξάλειψη του αξιοποίνου η ανανέωση του χρέους με αντικατάσταση της επιταγής και παράδοση ισόποσης συναλλαγματικής, η οποία δεν εξοφλήθηκε. Έλλειψη ακροάσεως από τη μη ανάγνωση εγγράφων επέρχεται μόνον όταν από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι υποβλήθηκε σχετικό αίτημα.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2263/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Βασίλειο Λυκούδη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Μαρκούλη, περί αναιρέσεως της 869/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στο από 26 Αυγούστου 2008 δικόγραφο πρόσθετων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1831/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 79 παρ.1 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής" όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ'αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αφενός μεν έκδοση έγκυρης επιταγής ήτοι συμπλήρωση των κατά νόμο στοιχείων επί του εντύπου και υπογραφή του εκδότη, αφετέρου δε έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο οπωσδήποτε της πληρωμής και γνώση του εκδότη για την έλλειψη αυτή. Για να είναι, δηλαδή, αξιόποινη η πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτή σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. 'Οταν, συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής διαλαμβάνεται ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης του άρθρου 79 παρ.1 του Ν. 5960/1933, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. 'Αρα, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης για το παραπάνω έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ'αυτή ειδική και αναφορά σε "γνώση" του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα, αφού η πράξη αυτή μπορεί, όπως αναφέρθηκε, να τελεστεί ακόμη και με ενδεχόμενο δόλο ο οποίος βέβαια, όταν συντρέχει, απαιτείται να αιτιολογείται ειδικά. Δεν απαιτείται δηλαδή στην περίπτωση που διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι ο δράστης ενήργησε από πρόθεση, ειδικότερη αιτιολόγηση των στοιχείων της γνώσης, όπως απαιτούσε η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972. Περαιτέρω, στην παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 4 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, ορίζεται ότι, το αξιόποινο της πράξης της παρ. 1 εξαλείφεται αν ο υπαίτιος αποζημίωσε πλήρως τον κομιστή μετά τη νόμιμη εμφάνιση και μη πληρωμή της επιταγής. Κατά την έννοια της τελευταίας διατάξεως η πλήρης αποζημίωση του κομιστή δεν ταυτίζεται απλώς με την πληρωμή της επιταγής, αλλά είναι έννοια ευρύτερη και περιλαμβάνει την αποκατάσταση και κάθε άλλης ζημίας που τυχόν υπέστη ο κομιστής από την καθυστερημένη πληρωμή της επιταγής, δεν συνιστά δε αποζημίωση κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, η ανανέωση του ενσωματούμενου στην επιταγή χρέους με την παράδοση στον κομιστή, έστω και σε χρόνο προγενέστερο της εμφανίσεως της επιταγής, άλλου αξιογράφου, εφόσον δεν αποδεικνύεται η πλήρης καταβολή του ποσού του αξιογράφου αυτού.
Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν περιέχονται σ'αυτή με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον τις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το κατ' έφεση δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατ'είδος προσδιορίζει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: ".... Ο κατηγορού΅ενος υπό την ιδιότητά του ως πρόεδρος του Δ.Σ. του Αγροτικού Συνεταιρισ΅ού ....., στη ..... στις 30-12-2003, εξέδωσε την υπ' αριθ΅. ..... τραπεζική επιταγή ποσού 17.226 ευρώ σε διαταγή της ..... Ο.Ε εν γνώσει ότι δεν είχε τόσο κατά το χρόνο έκδοσης όσο και κατά τον χρόνο πληρω΅ής αντίστοιχα διαθέσι΅α κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias, αφού ειδικότερα όταν ο νό΅ι΅ος τελευταίος κο΅ιστής της επιταγής αυτής Α την 5-1-2004 νο΅ί΅ως και ε΅προθέσ΅ως ε΅φάνισε αυτήν προς πληρω΅ή στην παραπάνω Τράπεζα, δεν ξοφλήθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσί΅ων κεφαλαίων του εκεί τηρού΅ενου λογαριασ΅ού όψεως του άνω συνεταιρισ΅ού, ενώ ακό΅η ΅έχρι σή΅ερα όπως αποδείχθηκε από τα ως άνω αποδεικτικά ΅έσα δεν κατεβλήθη κάποιο ποσό στον εγκαλούντα για την εξόφληση της επιταγής αυτής". Με βάση τις παραδοχές αυτές το παραπάνω Δικαστήριο στο διατακτικό του κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για παράβαση του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 αφού δε αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπο αυτού η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 α' του ΠΚ, τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών , την οποία ανέστειλε. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα άνω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής, διότι, δεν εκτίθεται σ'αυτή ότι γνώριζε την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα, κατά το χρόνο έκδοσης ή πληρωμής της επίμαχης επιταγής, είναι αβάσιμη, αφού, όπως εκτίθεται στη νομική σκέψη της παρούσας, η αναφορά αυτή στη "γνώση", δεν είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αιτιολογίας και ειδικότερα για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, για την οποία αρκεί η μνεία ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε εκ προθέσεως. Εξάλλου, με την αναφορά στο διατακτικό της αποφάσεως ότι ο κατηγορούμενος " με πρόθεση εξέδωσε επιταγή ..." δεν δημιουργείται ασάφεια από την μη αναφορά της ιδιότητας υπό την οποία εξέδωσε την επιταγή, αφού στο σκεπτικό της αποφάσεως το δικαστήριο ρητώς δέχεται ότι την επιταγή την εξέδωσε ο κατηγορούμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος του συνεταιρισμού και πρόδηλο είναι ότι με αυτήν την ιδιότητα κηρύσσεται ένοχος στο διατακτικό. Περαιτέρω, τον διατυπωθέντα στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι η ένδικη επιταγή αντικαταστάθηκε με ισόποση συναλλαγματική λήξεως την 30-6-2004, παρότι ως ισχυρισμός εξαλείψεως του αξιοποίνου δεν προβλήθηκε νομίμως, αφού ο κατηγορούμενος δεν επεκαλείτο ότι η συναλλαγματική εξοφλήθηκε πλήρως, το δικαστήριο τον αντιμετώπισε και τον απέρριψε με την παραδοχή ότι ουδέν ποσό καταβλήθηκε για την εξόφληση της επιταγής. Κατά συνέπεια ο για έλλειψη αιτιολογίας από το άρθρο 510 παρ.1 εδ..Δ' του Κ.Π.Δ λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, πρώτος και τρίτος του δικογράφου των προσθέτων λόγων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά το άρθρο 364 Κ.Π.Δ. στο ακροατήριο διαβάζονται, εκτός των άλλων και τα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 141 και 142 του ίδιου Κώδικα, τα πρακτικά της συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν, εκτός των άλλων, τις προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων που υποβάλλονται προφορικώς ή εγγράφως. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι είναι υποχρεωτική η ανάγνωση των εγγράφων που υπέβαλε ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Αν το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση από τον κατηγορούμενο του δικαιώματος του αυτού για την ανάγνωση εγγράφων, ή δεν απαντήσει, ιδρύεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη ακρόασης, σύμφωνα με τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Β' και 170 παρ. 2 Κ.Π.Δ. Η έλλειψη όμως ακρόασης προϋποθέτει υποβολή από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του έγγραφης αίτησης, για την ανάγνωση του εγγράφου, η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειάς τους, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα, ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 Κ.Π.Δ. Με τον δεύτερο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων, ο αναιρεσείων προβάλλει έλλειψη ακροάσεως, διότι το Δικαστήριο που δίκασε δεν ανέγνωσε την υπ' αριθμ. ..... απόδειξη μεταβιβάσεως επιταγών που ήταν ουσιώδης, κατ' αυτόν, για την έκβαση της δίκης Από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν προκύπτει ότι ο αιτών αλλά ούτε και η συνήγορος αυτού, υπέβαλε αίτημα για την ανάγνωση οποιουδήποτε εγγράφου, η δε επίκληση του ανωτέρω εγγράφου δεν εμπεριέχει αναγκαίως και αίτημα αναγνώσεως αυτού. Χωρίς την προϋπόθεση αυτή, όπως εκτίθεται στη νομική σκέψη, δεν θεμελιώνεται έλλειψη ακρόασης του αναιρεσείοντα, συνεπαγόμενη ακυρότητα της διαδικασίας. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' Κ.Π.Δ. σχετικός λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13-9-2007 αίτηση και τους από 26-8-2008 πρόσθετους λόγους του Χ για αναίρεση της υπ' αριθμ.869/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βέροιας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Οκτωβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΚΑΙ ΗΔΗ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ