Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά.
Περίληψη:
Εισαγωγή στην Ελληνική Επικράτεια, κατοχή και μεταφορά ναρκωτικών ουσιών. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, όπως είναι και ο ισχυρισμός για χορήγηση στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιπτώσεως του άρθρου 84 § 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 του αυτού Κώδικα ποινής, αλλά η μείωση γίνεται μία φορά. Απόρριψη των ισχυρισμών αυτών με πλήρη και σαφή αιτιολογία. Απόρριψη του από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ΄ λόγου αναιρέσεως και αυτής στο σύνολό της ως κατ' ουσία αβάσιμης.
Αριθμός 1090/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Γεωργία Αντωνέλλου, περί αναιρέσεως της 23/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιουνίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 957/2009.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 23/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρέσειων κηρύχθηκε ένοχος, εισαγωγής στην Ελληνική Επικράτεια, κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών και του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως δέκαεννέα (19) ετών και χρηματική ποινή ογδόντα χιλιάδες ευρώ. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη τα εξής : "Ο κατηγορούμενος είναι ... υπήκοος. Στις 26.2.2003 συνελήφθη στο τελωνείο της ... από αρμόδιους τελωνειακούς υπαλλήλους να έχει εισαγάγει στην Ελληνική Επικράτεια από την ..., χωρίς να είναι τοξικομανής, 18.627 κιλά ηρωίνης, 500,5 γραμμάρια κοκαΐνης και 0,007 γραμμάρια ινδικής κάνναβης. Τις παραπάνω ποσότητες ναρκωτικών ουσιών κατείχε με την έννοια της φυσικής εξουσίασης και τη βούληση να διαθέτει αυτές ελευθέρους, τις οποίες είχε τοποθετήσει επιμελώς συσκευασμένες σε 37 δέματα σε ειδικά διασκευασμένη κρύπτη του δοχείου καυσίμων (ρεζερβουάρ) του υπ'αριθμ.... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας του ..., που ο ίδιος οδηγούσε. Τα ναρκωτικά αυτά μετέφερε με το προπεριγραφόμενο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο με προορισμό την .... Τις παραπάνω ποσότητες ναρκωτικών ουσιών ο κατηγορούμενος τις προόριζε για εμπορία. Τα παραπάνω πλήρως αποδεικνύονται από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδία τις σαφείς καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας. Ο κατηγορούμενος ομολογεί ότι εισήγαγε και μετέφερε ναρκωτικές ουσίες. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι για τη μεταφορά θα του έδινε ο ... 2.500 €, πλην όμως ο ίδιος δεν γνώριζε το είδος και την ποσότητα ναρκωτικών ουσιών που μετέφερε. Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι απειλήθηκε από τον προαναφερόμενο ..., ότι θα "του σκότωνε την οικογένεια". Τα επικαλούμενα όμως παραπάνω πραγματικά περιστατικά από κανένα αποδεικτικό μέσο αποδείχθηκαν. Ο μάρτυρας υπεράσπισης ουδέν κατέθεσε περί αυτών. Εξάλλου ο κατηγορούμενος στην απολογία του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε καταθέσει τίποτα απ' όσα ισχυρίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και μάλιστα είχε αρνηθεί και τη γνώση μεταφοράς των ναρκωτικών ουσιών. Επομένως, πλήρως αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν και κάτοχος των παραπάνω ναρκωτικών ουσιών με την προπεριγραφόμενη έννοια. Κατ' ακολουθίαν πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των παραπάνω πράξεων χωρίς τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα τέλεσης αυτών από δράστη ιδιαίτερα επικίνδυνο, αφού δεν αποδείχθηκε επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή ότι αυτός είχε διαμορφώσει τέτοια υποδομή ούτε έξαλλου ότι αυτός είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, εφόσον αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος προέβη άπαξ και ευκαιριακώς στη διάπραξη των παραπάνω εγκλημάτων." Στη συνέχεια, το δικάσαν Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα των άνω αξιοποίνων πράξεων, χωρίς την επιβαρυντική περίπτωση της κατ'επάγγελμα τελέσεως των πράξεων και από δράστη ιδιαίτερα επικίνδυνο και ειδικότερα, του ότι: "στην ..., την 26η Φεβρουαρίου 2003 και περί ώρα 09.30', χωρίς να είναι τοξικομανής, με περισσότερες πράξεις, τέλεσε περισσότερα εγκλήματα και συγκεκριμένα:
1) Εισήγαγε στην Ελληνική Επικράτεια ναρκωτικές ουσίες με σκοπό την εμπορία και ειδικότερα εισήγαγε από την Αλβανία στην Ελλάδα ποσότητες, δέκα οκτώ κιλών και εξακοσίων είκοσι επτά γραμμαρίων (18,627) ηρωίνης, πεντακοσίων και μισού γραμμαρίων (500,5) κοκαΐνης και επτά χιλιοστών του γραμμαρίου (0,007) κάνναβης.
2)Κατείχε ναρκωτικές ουσίες με σκοπό την εμπορία. Ειδικότερα κατείχε τις ανωτέρω ναρκωτικές ουσίες ηρωίνης, κοκαΐνης και κάνναβης, επιμελώς συσκευασμένες σε 37 δέματα και τοποθετημένες σε ειδικά διασκευασμένη κρύπτη του δοχείου καυσίμων (ρεζερβουάρ) του με αριθμό κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκινήτου ιδιοκτησίας ..., που οδηγούσε.
3) Μετέφερε με αυτοκίνητο ναρκωτικές ουσίες με σκοπό την εμπορία και ειδικότερα μετέφερε τις προαναφερθείσες ποσότητες των 18 κιλών και 627 γραμμαρίων ηρωίνης, 500,5 γραμμαρίων κοκαΐνης και 0,007 του γραμμαρίου κάνναβης, με το παραπάνω αυτοκίνητο και προορισμό την ...." Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.α', 26 παρ.1α, 27 παρ.1 ΠΚ, 4 παρ.1,3 ΠΑ 5,6, Β3, 5 παρ.1α,ζ και 2, 19 και 22 Ν.1729/87, όπως τα αρθρ.5,19 και 22 αντ/καν με τα αρθρ.10,17 και 19 Ν.2161/93, και όπως ισχύουν σήμερα, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 23/2009 του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, ... και ..., καθώς και της μάρτυρα υπερασπίσεως .... Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, όπως είναι και ο ισχυρισμός για συνδρομή στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες το άρθρο 84 § 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου κώδικα, ποινής. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Κατά δε την έννοια των διατάξεων των άρθρων 83 και 84 του ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας
κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υποθέσεως, ερευνά μεν αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το δεύτερο ως άνω άρθρο ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες επιφέρουν μείωση της ποινής, δεν είναι όμως υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περίστασης. Εφόσον όμως υποβληθεί από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του, τέτοιος ισχυρισμός, περί αναγνωρίσεως σ' αυτόν μιας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις, το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να τον ερευνήσει και, αν τον απορρίψει, να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την κρίση του. Προϋπόθεση, όμως, της εξετάσεως της ουσιαστικής βασιμότητας τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η προβολή αυτού κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης ελαφρυντικής περιστάσεως. Μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίον είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν έχει υποχρέωση το Δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψη του. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84-του ΠΚ, με στοιχεία α, και ε, ήτοι α) ότι ο υπαίτιος έζησε ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (στοιχ. α'), β) ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδείωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του (στοιχ. δ'), και ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (στοιχ. ε'). Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, για να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, ήτοι απαιτείται εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης του δράστη μετά την πράξη.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, με αυτοτελείς ισχυρισμούς που κατέθεσε ο συνήγορος του εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο, ζήτησε να αναγνωρισθούν στο, πρόσωπο του οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 εδ. α' δ' και ε' του ΠΚ και σχετικά με τα προαναφερόμενα ελαφρυντικά ζήτησε κατά λέξη τα παρακάτω: " Να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπο μου η ελαφρυντική περίσταση της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' ΠΚ "...ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή...".
Ότι συντρέχει στο πρόσωπο μου η ελαφρυντική περίσταση της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ ΠΚ "...ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του...". Ότι συντρέχει στο πρόσωπο μου η ελαφρυντική περίσταση της διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε. ΠΚ "...ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του.." Το ίδιο Δικαστήριο απέρριψε κατ'ουσίαν το εν λόγω αίτημά του για αναγνώριση ελαφρυντικών, με την πιο κάτω αιτιολογία: "το αίτημα του κατηγορουμένου γι' αναγνώριση σ' αυτόν των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84§2α, δ και ε του Π.Κ. πρέπει ν' απορριφθεί, εφόσον αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος μέχρι την τέλεση των παραπάνω πράξεων δεν έζησε έντιμη ατομική κ.λπ. ζωή, αφού η ενασχόληση του με τα ναρκωτικά και μάλιστα με την εισαγωγή στην Ελληνική Επικράτεια, κατοχή και μεταφορά μιας τόσο μεγάλης ποσότητας ηρωίνης και κοκαΐνης, αξίας εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, προϋποθέτει γνώση των ανθρώπων που συμμετέχουν στο κύκλωμα εμπορίας ναρκωτικών και συνάφεια μ' αυτούς που αναιρεί το στοιχείο του προτέρου εντίμου βίου. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια, αφού δεν αποδείχθηκε ότι προσπάθησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, μη αρκούσης της ομολογίας του και της έκφρασης συγνώμης στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, διότι όλο αυτό το χρονικό διάστημα ήταν κρατούμενος στη φυλακή και η καλή διαγωγή που επέδειξε δεν ήταν προϊόν ελεύθερης απόφασης αλλά υπαγορεύτηκε από σκοπιμότητα ενόψει δίκης του και του φόβου για την επιβολή πειθαρχικών κ.λπ. ποινών".
Η ως άνω αιτιολογία είναι επαρκής και ειδική κατά τα παραπάνω και, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που απέρριψε τους ως άνω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, με τον πιο κάνω λόγο, αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9 Ιουνίου 2009 (υπ'αριθμ.πρωτ.4770/9-6-2009 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) αίτηση του ..., για αναίρεση της με αριθμό 23/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαΐου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Μαΐου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ