Θέμα
Απάτη, Αναβολής αίτημα, Πρακτικά συνεδρίασης.
Περίληψη:
Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, με σκοπό να προσαχθούν νέες αποδείξεις. Το δικαστήριο οφείλει να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής και σε περίπτωση απόρριψής του να αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του. Αν απορρίψει το αίτημα χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, θεμελιώνεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στο αίτημα (σιγή απόρριψης συνιστά έλλειψη ακρόασης, η οποία θεμελιώνει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. β΄ του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης). Η υποβολή της αίτησης αυτής πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών παρά μόνο με προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωση τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 Κ.Π.Δ. . Αλλιώς δεν θεμελιώνεται έλλειψη ακρόασης του κατηγορουμένου, που συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος με την προσβαλλόμενη απόφαση για απόπειρα απάτης. Απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης
Αριθμός 127/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Απριλίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου: Χ1 που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη-Μαρία Καϋμενάκη, περί αναιρέσεως της 11292/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Φεβρουαρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 519/2006.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο, να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, ειδικότερα όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 11292/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος απόπειρας απάτης και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, ενώ ο συγκατηγορούμενός του Χ2 κηρύχθηκε αθώος της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα απάτης: Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης παραδεκτώς αλληλοσυμπληρούμενο με το διατακτικό της, το πιο πάνω Δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν, αναφορικά με τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, ότι αυτός έχει τελέσει την πράξη της απόπειρας απάτης που του αποδίδεται. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι στον τόπο και χρόνο που αναφέρονται στο διατακτικό, με σκοπό να αποκομίσει η εταιρία "........ Ε.Π.Ε.", της οποίας είναι εταίρος, παράνομο περιουσιακό όφελος που συνίστατο στη διατήρηση από αυτή της κυριότητας των κινητών πραγμάτων ιδιοκτησίας της που κατασχέθηκαν με την υπ' αριθμ. ...... έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας ......., αξίας 6.000.000 δραχμών, παρέστησε ψευδώς στη συμβολαιογράφο Αθηνών Αθηνά Αριστείδου - Καζαντζίδου, νόμιμη αναπληρώτρια της συμβολαιογράφου Αθηνών Φωτεινής Ευθυμίου - Παπακώστα που είχε διορισθεί υπάλληλος του πλειστηριασμού, στον ......, που ήταν εκπρόσωπος τον επισπεύδοντα τον πλειστηριασμό πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, καθώς επίσης και στον ενδιαφερόμενο να πλειοδοτήσει στον πλειστηριασμό ........, ότι οι αεροψυκτήρες που τους έδειξε ότι επρόκειτο να πλειστηριαστούν και βρίσκονταν την ημέρα εκείνη στην αυλή του εργοστασίου της ανωτέρω οφειλέτριας εταιρίας στο 32ο χιλ/τρο της Εθνικής οδού .... - ....... ήταν δήθεν οι ίδιοι τέσσερις αεροψυκτήρες με το μοτέρ κι τα παρελκόμενά τους, που είχαν κατασχεθεί με την προαναφερόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, για οφειλή της εταιρίας του προς τον πολιτικώς ενάγοντα 23.713,691 δραχμών και είχαν εκτιμηθεί αντί 6.000.000 δραχμών και είχαν τεθεί υπό την μεσεγγύηση και φύλαξη του συγκατηγορουμένου του, ενώ γνώριζε ότι οι αεροψυκτήρες αυτοί δεν ήταν εκείνοι που είχαν κατασχεθεί, αλλά ήταν άλλοι εκτός λειτουργίας που δεν είχαν ποτέ συνδεθεί με την ψυκτική εγκατάσταση της εταιρίας και η αξία τους ανερχόταν μόλις στο ποσό των 20.000 δραχμών περίπου, γιατί ήταν φθαρμένοι, σκουριασμένοι και άχρηστοι. Από λόγους όμως ανεξαρτήτως με τη θέλησή του δεν επήλθε το αποτέλεσμα που αυτός επιδίωκε, δηλαδή, η διατήρηση της κυριότητας από την οφειλέτρια εταιρία της αξίας των 6.000.000 δραχμών κατασχεθέντων αεροψυκτήρων με την εκπλειστηρίαση στη θέση τους των ανωτέρω επιδειχθέντων αξίας 20.000 δραχμών, με αντίστοιχη ζημία του πλειοδότη, διότι η αντικατάσταση αυτών έγινε αντιληπτή από τα ανωτέρω ενδιαφερόμενα πρόσωπα και έτσι ο πλειστηριασμός ματαιώθηκε. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν πρέπει ο εν λόγω κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης αυτής. Με τις πιο πάνω παραδοχές του το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της απόπειρας απάτης, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 1 α και 386 παρ. 1α του ΠΚ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ελλιπή δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση η μερική επανάληψη του διατακτικού στο σκεπτικό δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, διότι το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, και καθό μέρος βάλλει κατά της ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων ως απαράδεκτος.
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 352, 353 και 139 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις με σκοπό να προσκομιστούν νέες αποδείξεις. Η παραδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος απόκειται μεν στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει όμως αυτό να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής και σε περίπτωση απορρίψεώς του να αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του. Διαφορετικά, αν δηλαδή, απορρίψει το εν λόγω αίτημα χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, ενώ η μη απάντηση στο αίτημα αυτό (σιγή απόρριψης συνιστά έλλειψη ακρόασης, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' λόγο αναίρεσης. Η υποβολή της αίτησης για αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων προβάλλει με το σχετικό λόγο της ένδικης αίτησης, όπως εκτιμάται, έλλειψη ακρόασης, με την ειδικότερη αιτίαση ότι κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας "υπέβαλε αίτημα στο δικάσαν Εφετείο να αναβληθεί η εκδίκαση της υποθέσεως προκειμένου να κληθούν εκ νέου οι απολειπόμενοι αλλά βασικοί μάρτυρες της υποθέσεως δηλαδή η συμβολαιογράφος του πλειστηριασμού και ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής και ότι το αίτημά του αυτό δεν έγινε δεκτό και επιπλέον δεν καταγράφηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση". Από τα πρακτικά, όμως, του παραπάνω δικαστηρίου, που επισκοπούνται από το Δικαστήριο τούτο για τον αναιρετικό έλεγχο, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του το επικαλούμενο αίτημα, ενώ δεν ζητήθηκε η διόρθωση των ως άνω πρακτικών κατά τούτο, ούτε προσβλήθηκαν αυτά για πλαστότητα. Χωρίς την παραπάνω προϋπόθεση δεν θεμελιώνεται έλλειψη ακρόασης του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για τον προαναφερόμενο λόγο, που συνεπάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας, γι' αυτό και ο άνω από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ λόγος της αίτησης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14 Φεβρουαρίου 2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 11292/2005 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Αυγούστου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Ιανουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ