Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Δεδικασμένο.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για πλαστογραφία με χρήση. Απόρριψη λόγων αναίρεσης για: α) παραβίαση δεδικασμένου εκ του λόγου ότι ο αναιρεσείων είχε καταδικασθεί τελεσίδικα για αποδοχή κατ' εξακολούθηση εικονικών φορολογικών στοιχείων και β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί παραγραφής διατάξεων του άρθρου 216 ΠΚ παρ. 1 στοιχ. β και των περί παραγραφής διατάξεων του ΠΚ.
Αριθμός 1076/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα-Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κρινίδη, περί αναιρέσεως της 993/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ευαγγελάτο.
Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Οκτωβρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1752/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φαινόμενη κατ' ιδέα συρροή ή απλή συρροή νόμων, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 94 του Π.Κ. περί συρροής εγκλημάτων υπάρχει όταν εμφανίζονται κατ'αρχήν για την ίδια ή περισσότερες αξιόποινες πράξεις περισσότεροι ποινικοί νόμοι ως εφαρμοστέοι, πλην όμως από τη λογική και αξιολογική σχέση μεταξύ τους προκύπτει ότι τελικά ένας από αυτούς είναι εφαρμοστέος, ο οποίος έτσι αποκλείει την εφαρμογή των λοιπών, που φαινομενικά μόνο συρρέουν. Με την έννοια αυτή φαινόμενη κατ' ιδέα συρροή υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι ποινικοί νόμοι καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση (αντικειμενική και υποκειμενική) της αξιόποινης πράξεως και τελούν μεταξύ τους σε σχέση γενικού και ειδικού, οπότε ισχύει η αρχή της ειδικότητας, κατά την οποία ο ειδικός νόμος αποκλείει την εφαρμογή του γενικού, με βάση τον κανόνα "τα ειδικά των γενικών επικρατέστερα". Εξ άλλου κατά το άρθρο 31 παρ. 1 εδάφ. ζ' και η' του Ν. 1591/1986, το αδίκημα της φοροδιαφυγής, του μεν εδαφίου ζ', διαπράττει όποιος εκδίδει πλαστό ή εικονικό, ή νοθεύει τιμολόγιο πωλήσεως αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, ή οποιοδήποτε από τα φορολογικά στοιχεία που αναφέρονται στην περ. γ' της ιδίας παραγράφου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα δελτία αποστολής και οι φορτωτικές, του δε εδαφίου η', διαπράττει όποιος γνωρίζει τον σκοπόν της επιχειρούμενης πράξης και συνεργεί καθ' οιονδήποτε τρόπο στην κατασκευή ή έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, ή αποδέχεται τα πλαστά ή τα εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία, με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης, τιμωρείται δε κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή ίσχυε από 16-6-1990 πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 8 παρ. 4 του Ν. 2386/1996, με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και με χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός (1) εκατομμυρίου δραχμών. Θεωρείται δε κατά την περίπτωση ζ' εδάφιο τελευταίο της ίδιας ως άνω παραγράφου ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενό του και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντιτύπου αυτού είναι διαφορετικά από εκείνα που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου ενώ εικονικό θεωρείται και όταν εκδίδεται για συναλλαγή, διακίνηση ή άλλη αιτία ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπο διαφορετικό από αυτό που αναφέρεται στο φορολογικό στοιχείο. Οι ως άνω διατάξεις επανελήφθησαν ουσιαστικά με το άρθρο 19 του Ν. 5223/1997, το οποίο, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεσή του, έθεσε το θέμα της εκδόσεως ή αποδοχής πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων σε ορθολογικότερη βάση και επέφερε μεταβολές στις επιβαλλόμενες ποινικές και διοικητικές κυρώσεις. Ειδικότερα με τη νεότερη αυτή διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 2523/1997 που αφορά αδίκημα φοροδιαφυγής για έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογιών στοιχείων, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου. Οι ειδικές αυτές διατάξεις, που αναφέρονται στην αξιόποινη φοροδιαφυγή αποκλείουν την εφαρμογή των γενικών περί πλαστογραφίας και απάτης διατάξεων των άρθρων 216 και 386 του ΠΚ. Αν όμως η κατάρτιση των πλαστών φορολογικών στοιχείων ή η απατηλή ενέργεια του δράστη κατατείνει όχι μόνον στην φοροδιαφυγή αλλά και στην παράνομη ωφέλεια ή βλάβη τρίτων ή την πρόκληση και άλλης περαιτέρω ζημίας του Δημοσίου ή στον προσπορισμόν και άλλου οφέλους του, εκτός της μειώσεως ή αποφυγής της φορολογικής επιβαρύνσεώς του, τότε οι ειδικές διατάξεις περί αξιόποινης φοροδιαφυγής δεν εκτοπίζουν εξολοκλήρου την εφαρμογή των γενικών περί πλαστογραφίας και απάτης διατάξεων των άρθρων 216 και 386 του ΠΚ γιατί τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της φοροδιαφυγής στην περίπτωση αυτή δεν συμπίπτουν με εκείνα της πλαστογραφίας ή απάτης, οι οποίες, πέραν των στοιχείων της φοροδιαφυγής περιέχουν και άλλη ποινικώς κολάσιμη εγκληματική δραστηριότητα αυτού (δράστη). Παρέπεται εκ των άνω ότι και υπό την ισχύν του νόμου 2523/1997 κατά τον οποίον για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της φοροδιαφυγής με την έκδοση ή αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων δεν απαιτείται και σκοπός του δράστη για απόκρυψη φορολογητέας ύλης, οι ειδικές διατάξεις τούτου δεν κατισχύουν ούτε αποκλείουν, ως ειδικές, την εφαρμογήν των περί πλαστογραφίας ή απάτης αντιστοίχως διατάξεων του ΠΚ, ακόμη και όταν ο δράστης δεν αποσκοπεί στην αποφυγή πληρωμής φόρου, στην περίπτωση που με την ενέργειά του αυτή αποβλέπει να παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες προκειμένου να προσπορίσει στον εαυτόν του ή σε άλλον περιουσιακόν όφελος με βλάβη τρίτου. Ούτε και προκύπτει το αντίθετο από τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 του πιο πάνω νόμου 2523/1997 κατά την ποία αποκλείεται η εφαρμογή των ποινικών του διατάξεων σε περίπτωση επιλύσεως της φορολογικής διαφοράς με δικαστικό ή διοικητικό συμβιβασμό, γιατί ο αποκλεισμός αυτός αναφέρεται προδήλως στην εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπουν τον κολασμόν των εγκλημάτων της φοροδιαφυγής και μόνο όχι και εκείνων με τις οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται τα εγκλήματα της πλαστογραφίας ή της απάτης, που με τη συνδρομή των στοιχείων του νόμου μπορούν να συρρέουν με αυτά αληθώς. Περαιτέρω κατά το άρθρο 57 παράγραφος 1 και 3 του ΚΠΔ, αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν, παρά την παραπάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι παραβίαση του δεδικασμένου, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. ΣT' του ΚΠΔ, υφίσταται όταν ο αμετακλήτως καταδικασθείς ή αθωωθείς καταδικάζεται για την ίδια ακριβώς πράξη και όχι για άλλη συρρέουσα.
Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 τoυ ΠΚ, όπως τo τελευταίo είχε πριν από την τρoπoπoίησή τoυ με τo άρθρo 4 παρ. 1 τoυ 1.1738/19δ7, τo αξιόπoινo εξαλείφεται με την παραγραφή, η oπoία, πρoκειμένoυ περί πλημμελημάτων, είναι πέντε έτη, αρχόμενη από την ήμερα πoυ τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, Η προθεσμία αναστέλλεται για όσo χρόνο διαρκεί η κυρία διαδικασία και ώσπου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν από τα τρία έτη για τα κακουργήματα και πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β, 370 εδ. β', 511 και 514 του ΚΠΔ, πρoκύπτει, ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως υπό τoυ Δικαστηρίoυ ακόμη και από τoν Άρειο Πάγo, σε κάθε στάση της πoινικής διαδικασίας, ο δε Άρειoς Πάγος, διαπιστώνoντας την συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναιρέσεως, oφείλει να αναιρέσει την πρoσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει oριστικώς την πoινική δίωξη, κατ'ανάλoγη εφαρμoγή τoυ άρθρoυ 370 εδ. β' τoυ ΚΠΔ. Εξάλλου, τo άρθρο 216 τoυ Π.Κ. oρίζει, στη μεν παρ. 1, ότι όπoιoς καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφo, με σκοπό να παραπλανίσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγoνός πoυ μπορεί να έχει έννoμες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τoυλάχιστον τριών μηνών και ότι η χρήση τoυ εγγράφoυ από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση, στη δε παρ.2, ότι με την ίδια πoινή τιμωρείται όποιος για τoν παραπάνω σκoπό εν γνώσει χρησιμoποιεί πλαστό ή νoθευμένo έγγραφo. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει α) ότι καθιερώνονται δύo αυτoτελή εγκλήματα, δηλαδή ένα της πλαστογραφίας και άλλo της χρήσεως πλαστoύ ή νoθευμένoυ εγγράφου" β) ότι αυτοτέλεια της χρήσεως υπάρχει είτε αυτή έγινε από τρίτο, είτε από τoν πλαστογράφo και γ) ότι η χρήση τoυ πλαστoύ ή νoθευμένoυ εγγράφου, όταν τελείται από τον πλαστογράφο, παύει να είναι αυτοτελές έγκλημα και καθίσταται επιβαρυντική περίπτωση, τoυ εγκλήματος της πλαστoγραφίας, από τo oπoίo και απoρρoφάται. Κατά την έννoια όμως, των ως άνω διατάξεων, η αυτoτέλεια της χρήσεως, ως εγκλήματoς, παύει μόνoν εφόσoν η χρήση τιμωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση, δηλαδή μόνoν όταν τιμωρείται, και η πλαστογραφία, Αντίθετα, όταν η τελευταία, για oπoιoδήποτε λόγo, μένει ατιμώρητη, η χρήση τότε, και στην περίπτωση πoυ έγινε από τoν πλαστογράφo, ανακτά την αυτoτέλειά της και τιμωρείται ως αυτoτελές έγκλημα.
Συνεπώς, αν τo αξιόπoινo της πλαστογραφίας εξαλείφθηκε με παραγραφή, oπότε η χρήση τoυ πλαστoύ πoυ έγινε από τoν πλαστoγράφo σε μεταγενέτερo χρόνo δεν μπoρεί πλέον να τιμωρηθεί ως επιβαρυντική περίπτωση της πλαστογραφίας, η χρήση τότε αυτή τιμωρείται ως αυτoτελές έγκλημα τoυ πλαστογράφου, αν δεν υπέκυψε αυτoτελώς σε παραγραφή. Και τoύτο δε ανεξαρτήτως, αν η χρήση τoυ πλαστoυ έγινε πριν από την συμπλήρωση της παραγραφής της πλαστογραφίας, ή μετά την συμπλήρωση της, αφού τέτοια διάκριση δεν γίνεται στις διαληφθείσες διατάξεις. Εξάλλου η χρήση από τoν πλαστoγράφo τoυ πλαστού, δεν είναι επόμενη μη τιμωρητή πράξη, κατά την έννοια των ίδιων πιo πάνω διατάξεων, και όταν αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση της πλαστογραφίας, αφού συνεπάγεται αύξηση της ποινής της. Τέλος κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά το πραγματικό περιστατικό που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανεπαρκής ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Πατρών με την προσβαλλόμενη απόφασή του που εξέδωσε δέχθηκε με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό ότι από τα κατ' είδος τους μνημονευόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Από το έτος 1998 ο κατηγορούμενος Χ εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό, στη ..., επιχείρηση "εκμετάλλευσης φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως διεθνών μεταφορών", η οποία κατ' επίφαση και μόνο λειτουργεί στο όνομα της μητέρας του ..., ηλικίας άνω των 75 ετών, η οποία δεν έχει καμία σχέση με το συγκεκριμένο αντικείμενο εμπορίας. Κατά τη διάρκεια της δικής του διαχείρισης-εκμετάλλευσης της επιχείρησης αυτής ο ως άνω κατηγορούμενος Χ αποδέχθηκε σωρεία εικονικών (πλαστών) τιμολογίων-δελτίων αποστολής, η οποία ως εκ του μεγάλου αριθμού αυτών (τιμολογίων) κάθε άλλο παρά συμπτωματική μπορεί να θεωρηθεί. Ως εκδότη (συντάκτη) των πλαστών αυτών τιμολογίων, τα οποία, όπως αυτός υποστηρίζει, εν αγνοία της πλαστότητας καταχώρησε στα φορολογικά του βιβλία, ο κατηγορούμενος κατονομάζει τον τότε υπάλληλό του, οδηγό, ... και την αδελφή του ... κατά της οποίας αυτός (κατηγορούμενος) προσήγαγε στο ακροατήριο προς ανάγνωση την με ημερομηνία 27 Ιουνίου 2003 μηνυτήρια αναφορά του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών, παρά πόδας της οποίας, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του αναγνωσθέντος εγγράφου, δεν υπάρχει έκθεση εγχείρισης αυτής στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Στα ως άνω πλαστά τιμολόγια-δελτία αποστολής περιλαμβάνεται και το επίδικο 1264/30-8-2000 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής με φερόμενο εκδότη του τιμολογίου αυτού τον πολιτικώς ενάγοντα Ψ, ο οποίος φέρεται δήθεν να πωλεί σ' αυτόν (κατηγορούμενο) 20 ελαστικά φορτηγών αυτοκινήτων, αξίας 2.488.000 δραχμών πλέον ΦΠΑ 447.840 δραχμών (18%). Το ως άνω τιμολόγιο-δελτίο αποστολής, το οποίο καταχωρήθηκε από τον κατηγορούμενο στα φορολογικά βιβλία της επιχείρησης του, ως γνήσιο, είναι πλαστό, διότι 1) τέτοιο τιμολόγιο δεν έχει καταχωρηθεί από τον πολιτικώς ενάγοντα Ψ στα φορολογικά βιβλία της δικής του επιχείρησης, 2) η σφραγίδα επί του επιδίκου τιμολογίου είναι σαφώς παραποιημένη ως προς τη διάσταση (μικρότερη της γνήσιας), δεν φέρει, όπως η γνήσια, αριθμό τηλεφώνου και FAΧ, ο αριθμός 12δ4 στο επίμαχο τιμολόγιο έχει τεθεί με σφραγίδα, ενώ οι αριθμοί των τιμολογίων της επιχείρηση του πολιτικώς ενάγοντος εκείνης της εποχής (2000) είναι γραμμένοι με το χέρι και τέλος ο εν γένει χαρακτήρας γραφής του επιδίκου τιμολογίου είναι παντελώς άσχετος με τον τρόπο γραφής της υπαλλήλου του πολιτικώς ενάγοντος και 3) η επιχείρηση του πολιτικώς ενάγοντος από την έναρξη της λειτουργίας της (1994) και εντεύθεν είχε πάντοτε ους αντικείμενο αποκλειστικά και μόνο εισαγωγή και εμπορία μοτοποδηλάτων, μοτοσικλετών, καθώς και ειδών που έχουν άμεση σχέση με αυτά (λ.χ αξεσουάρ, ανταλλακτικών, ελαστικών). Το τιμολόγιο αυτό ο κατηγορούμενος στις 26 Οκτωβρίου 2001 σε φορολογικό έλεγχο που έγινε στην έδρα της επιχείρησης του (...) από υπαλλήλους του ΣΔΟΕ Δυτικής Ελλάδος, το επέδειξε στους τελευταίους έχοντας σκοπό να τους παραπλανήσει και να εμφανίσει σ' αυτούς ψευδώς ότι αντισυμβαλλόμενός του στη συγκεκριμένη συναλλαγή είναι δήθεν ο πολιτικώς ενάγων Ψ με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων (λ.χ επιβολής ΦΠΑ και προσαύξησης) να επιβληθεί σε βάρος του τελευταίου πρόστιμο με απόφαση της ΔΟΥ Ε' Πειραιώς, η οποία βασίσθηκε στην από 11-10-2004 έκθεση ελέγχου ΚΒΣ του εφοριακού υπαλλήλου ..., απολειπόμενου μάρτυρα στην παρούσα δίκη, (βλ. την αναγνωσθείσα στο ακροατήριο απόφαση επιβολής προστίμου 205/26-10-2004 της ΔΟΥ Ε' Πειραιώς). Ο κατηγορούμενος, κάνοντας χρήση του πλαστού αυτού τιμολογίου (1264730-8-2000) με την επίδειξη τούτου την 26 Οκτωβρίου 2001 στους ελεγκτές του ΣΔΟΕ Δυτικής Ελλάδος, γνώριζε ότι το έγγραφο αυτό ήταν πλαστό και ήθελε να κάνει χρήση τούτου με σκοπό να παραπλανήσει τους ως άνω υπαλλήλους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει για τον πολιτικώς ενάγοντα τις προπεριγραφείσες έννομες συνέπειες. Στοιχεία που ενισχύουν την κρίση του Δικαστηρίου για την γνώση από τον κατηγορούμενο της πλαστότητας του τιμολογίου και την θέληση του να κάνει χρήση τούτου για τον ως άνω σκοπό, είναι 1) το γεγονός ότι το επίμαχο τιμολόγιο δεν είναι το μόνο που έχει καταχωρηθεί ως γνήσιο στα φορολογικά βιβλία του κατηγορουμένου. Στα βιβλία αυτά έχει καταχωρηθεί πλειάδα τέτοιων πλαστών τιμολογίων-δελτίων αποστολής με ανύπαρκτους προμηθευτές, η οποία κάθε άλλο παρά συμπτωματική μπορεί να είναι και να έγινε εν αγνοία τούτου (κατηγορουμένου). 2) Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος την 14 Ιουνίου 2002 απολογούμενος πρωτοδίκως στο Μονομελές Μεταβατικό Πλημμελειοδικείο Βάρδας Ηλείας για την αξιόποινη πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19 Ν.2523/1997) στα οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο πλαστό τιμολόγιο-δελτίο αποστολής, δεν ισχυρίσθηκε άγνοια, αλλά αντιθέτως υποστήριξε ότι και η συναλλαγή αυτή (με τον Ψ) ήταν πραγματική και όχι φανταστική ή ανύπαρκτη (βλ. την αναγνωσθείσα στο ακροατήριο 366/2002 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αμαλιάδας, που συνεδρίασε στη Μεταβατική έδρα της Βάρδας). 3) Το όφελος από την ύπαρξη του πλαστού αυτού τιμολογίου (όπως επίσης και των άλλων), συνιστάμενο αφ1 ενός στο ότι αυτός (κατηγορούμενος) θα εισέπραττε ως επιστροφή το σύνολο του αναγραφόμενου στο τιμολόγιο ΦΠΑ, αφ' ετέρου δε στο ότι θα αύξανε τα έξοδα της επιχείρησής του κατά το αναγραφόμενο στο πλαστό τιμολόγιο και φερόμενο ως δήθεν καταβληθέν από αυτόν τίμημα, μόνο ο κατηγορούμενος θα το προσπορίζονταν και 4) η αναγνωσθείσα στο ακροατήριο με ημερομηνία 27 Ιουνίου 2003 μηνυτήρια αναφορά του κατηγορουμένου κατά της ..., αδελφής του ... (οδηγού της επιχείρησής του) προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών, την οποία αυτός (κατηγορούμενος) μαζί με τον αδελφό της υπαινίσσεται ως συντάκτες όλων των πλαστών τιμολογίων εν αγνοία του ιδίου, δεν έχει εγχειρισθεί στον Εισαγγελέα και ούτε έχει συνταχθεί παρά πόδας αυτής σχετική έκθεση, έτσι ώστε να μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί ότι η μήνυση αυτή συντάχθηκε μόνο και μόνο για λόγους εντυπώσεως. Εν όψει όλων αυτών ο κατηγορούμενος τέλεσε αντικειμενικώς και υποκειμενικώς την αξιόποινη πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου και πρέπει γι αυτήν να κηρυχθεί ένοχος, ανεξαρτήτως του αν ο ίδιος κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε τελεσιδίκως (και για το ίδιο αυτό πλαστό τιμολόγιο) για αποδοχή κατ' εξακολούθηση εικονικών φορολογικών στοιχείων με την 2445 και 2510/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αμαλιάδας (που δίκασε κατ' έφεση) σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών με τριετή αναστολή (για το ότι δεν υφίσταται δεδικασμένο για την πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου από την προγενέστερη τελεσίδικη καταδίκη του κατηγορουμένου για φοροδιαφυγή (βλ. λχ ΑΠ 2180/2003, ΑΠ 1741/2003). Επομένως η ένσταση του κατηγορουμένου ότι για την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη (χρήση πλαστού εγγράφου) υπάρχει δεδικασμένο που απορρέει από την 2445 και 2510/2004 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αμαλιάδος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Ως αβάσιμη πρέπει επίσης να απορριφθεί και η ένσταση του κατηγορουμένου ότι το αξιόποινο της πράξης που του αποδίδεται (χρήση πλαστού εγγράφου) εξαλείφθηκε λόγω πενταετούς παραγραφής, διότι από την 30-8-2000 που φέρεται εκδοθέν το πλαστό τιμολόγιο και μέχρι την 6-9-2005 που επιδόθηκε σ' αυτόν το κλητήριο θέσπισμα, παρήλθε πενταετία. Ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε για να δικαστεί για πλαστογραφία με χρήση, δηλαδή για το ότι την 30-8-2000 κατάρτισε πλαστό έγγραφο (το 1264/30-8-2000 τιμολόγιο-δελτίο αποστολής), κάνοντας συγχρόνως χρήση του πλαστού εγγράφου. Η ποινική του δίωξη για την πράξη της πλαστογραφίας έπαυσε οριστικώς λόγω παραγραφής με την προσβαλλόμενη 1190/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αμαλιάδας και κηρύχθηκε ένοχος για τη χρήση του πλαστού εγγράφου με χρόνο τέλεσης την 26 Οκτωβρίου 2001. Αν για οιονδήποτε λόγο η πλαστογραφία μένει ατιμώρητη, η χρήση του πλαστού που γίνεται και από τον πλαστογράφο τιμωρείται ως αυτοτελές έγκλημα, δεν αποτελεί υστέρα μη τιμωρητή πράξη και το δεδικασμένο από την πλαστογραφία λόγω παραγραφής δεν καλύπτει και το μεταγενεστέρως τελεσθέν έγκλημα της χρήσεως πλαστού, είτε τούτο τελέσθηκε προ της συμπληρώσεως της παραγραφής της πλαστογραφίας είτε μετά από αυτήν (βλ. Ολ. ΑΠ594/1980). Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα χρήσης πλαστού εγγράφου και επέβαλε σ'αυτόν ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία.
Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο Πατρών, το μεν ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 του ΠΚ, την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, το δε δεν παραβίασε την περί δεδικασμένου διάταξη του άρθρου 57 του ΚΠΔ, απορρίπτοντας την ένσταση δεδικασμένου που πρότεινε ο αναιρεσείων στο ακροατήριό του, επικαλούμενος ότι είχε ήδη καταδικασθεί τελεσιδίκως για αποδοχή κατ'εξακολούθηση εικονικών φορολογικών στοιχείων. Και τούτο γιατί οι συνθήκες υπό τις οποίες, κατά τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως ενήργησε ο αναιρεσείων, ο οποίος με την συμπεριφοράν του αυτή πέραν της φοροδιαφυγής σκόπευε να περιποιήσει στον εαυτόν του παράνομο περιουσιασκό όφελος ανερχόμενο στο ποσό που αντιστοιχεί στον καταβλητέο για τις ως άνω συναλλαγές ΦΠΑ, τον οποίον αυτός θα εισέπραττε, βλάπτοντας συγχρόνως τον εγκαλούντα, που θα υποχρεούτο ν'αποδώσει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. το ποσόν αυτό, αυξάνοντας συγχρόνως το φορολογητέο εισόδημά του, δεν αποκλείουν την εφαρμογήν της περί πλαστογραφίας γενικής διατάξεως του άρθρου 216 του ΠΚ, εφ' όσον στην περίπτωση αυτή, όπως προαναφέρθηκε τα εγκλήματα της πλαστογραφίας με σκοπό το όφελος και της φοροδιαφυγής συρρέουν πραγματικώς και όχι κατά φαινόμενον. Επίσης ορθά το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις και τις περί παραγραφής ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 παρ.2 του ΠΚ, με το να δεχθεί ότι κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιόν του (3-6-2008) δεν είχε παρέλθει οκταετία από την 26-10-2001, ότε κατά τις παραδοχές του ο αναιρεσείων επέδειξε, κατά τον γενόμενο έλεγχο, στους αρμόδιους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ Δυτικής Ελλάδος το με αριθμό 1264-30-8-2000 πλαστό τιμολόγιο-δελτίο αποστολής και ν'απορρίψει την ένσταση παραγραφής που πρόβαλε ο αναιρεσείων δια του συνηγόρου, υποστηρίζοντας ότι χρόνος έναρξης της παραγραφής της αποδιδομένης με τον χρόνο κατάρτισης του ως άνω πλαστού τιμολογίου ήτοι την 30-8-2000, και ως εκ τούτου είχε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο Εφετείο υποπέσει αυτή σε παραγραφή. Επομένως οι περί του αντιθέτου κατ'εκτίμηση του δικογράφου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε και ΣΤ πρώτος, και δεύτερος λόγοι τους αναιρετηρίου με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της εσφαλμένης εφαρμογής της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ. β'. και των περί παραγραφής διατάξεων του ΠΚ και β) της παραβίασης της περί δεδικασμένου διάταξης του άρθρου 57 του ΚΠΔ είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Οι υπό την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αιτιάσεις της εσφαλμένης αξιολόγησης της από 27-6-2003 έγκλησης του αναιρεσείοντα κατά του οδηγού του ..., και της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων καθόσον από την ορθή εκτίμησή τους προέκυπτε ότι ουδέποτε ο αναιρεσείων είχε ο ίδιος εμφανίσει το επίδικο τιμολόγιο, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες διότι μ'αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, Ψ, στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-10-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της 993/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του στο σκεπτικό πολιτικώς ενάγοντα που ανέρχεται στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Απριλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ