Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Πλαστογραφία, Προφορική ανάπτυξη.
Περίληψη:
Ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως που τελέσθηκε από άγνωστο δράστη. Υπέβαλε έγγραφο σημείωμα με αυτοτελείς ισχυρισμούς (84 § 2α & ε ΠΚ), που καταχωρίστηκαν στα πρακτικά, πλην όμως δεν ανέπτυξε και προφορικά τους ισχυρισμούς αυτούς. Ενόψει λοιπόν της απαράδεκτης προβολής τους, δεν υποχρεούτο να απαντήσει το Δικαστήριο και δη ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, εντεύθεν η αντίθετη αιτίαση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Το Δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του, για την κατηγορία, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς να παραβιάσει, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου διατάξεις που εφάρμοσε. Απορριπτέοι οι περί αντιθέτου Δ΄ και Ε΄ λόγοι. Απορρίπτει.
Αριθμός 1177/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη- Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούυσία δικηγόρο του Ειρήνη Σπεντζοπούλου, περί αναιρέσεως της 7187/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του καθώς και στους από 28 Φεβρουαρίου 2007 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2000/2006.
Αφού άκουσε Την πληρεξουσία δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να κριθούν αβάσιμοι οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας, η οποία έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχήν εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτετελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προτείνονται παραδεκτώς και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού, με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία. Διαφορετικά, αν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί έχουν προταθεί απαραδέκτως, όπως όταν περιλαμβάνονται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, χωρίς να γίνει και προφορική ανάπτυξή τους κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους (Ολ. ΑΠ 2/2005), ή αν έχουν προταθεί κατά τρόπο αόριστο, δεν υποχρεούται το Δικαστήριο να απαντήσει, ούτε να περιλάβει ειδική αιτιολογία για την απόρριψή τους. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 7187/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: To Μάρτιο του έτους 2005 διενεργήθηκε, μετά από εντολή του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης, έρευνα από την Επιτροπή Απαλλαγών Αθηνών για τριάντα έξι γνωματεύσεις της επιτροπής αυτής που αφορούσαν ισάριθμους στρατευσίμους. Μεταξύ των γνωματεύσεων αυτών περιλαμβανόταν και η ......., με την οποία φερόταν ότι η ανωτέρω επιτροπή, αποτελούμενη από τους ....., γενικό αρχίατρο, ως πρόεδρο, και από τους ..... αρχίατρο και ......, επίατρο, ως μέλη και με την παρουσία του γραμματέα ......, λοχαγού, αφού εξέτασε τον κατηγορούμενο Χ1, τον έκρινε ακατάλληλο για στράτευση (Ι5), διότι έπασχε από "σημαντικού βαθμού κήλη μεσοσπονδυλίου δίσκου Ο4-Ο5 με ισχιοριζίτιδα δεξιά και έντονη νευρολογική σημειολογία - σπονδυλολίσθηση Ο5-I1". Από την έρευνα που διενήργησε η επιτροπή προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε είχε εμφανισθεί ενώπιόν της, ότι η γνωμάτευση με τον αριθμό ...... δεν αφορούσε αυτόν, αλλά άλλο στρατεύσιμο με το όνομα ..... και ότι συνακόλουθα η ανωτέρω βεβαίωση ήταν πλαστή (βλ. σχετικά το αναγνωσθέν ....... έγγραφο της Επιτροπής Απαλλαγών Αθηνών προς το Γ.Ε.ΕΘ.Α. και το συνημμένο παράρτημα-κατάσταση γνωματεύσεων). Την πιο πάνω πλαστή ως προς όλα τα στοιχεία της γνωμάτευση κατάρτισε (κατασκεύασε εξ υπαρχής) άγνωστος δράστης και κάτω από αυτήν έθεσε δυσανάγνωστες υπογραφές και πλαστές σφραγίδες των ονομάτων και των ιδιοτήτων του προέδρου και των μελών της επιτροπής, καθώς επίσης και το όνομα και την ιδιότητα του γραμματέα της επιτροπής και δυσανάγνωστη υπογραφή, ώστε να φαίνεται ότι τη γνωμάτευση αυτή είχε εκδώσει η ανωτέρω επιτροπή, χωρίς όμως τη γνώση ή την εντολή των μελών της. Την πλαστογραφία δε αυτή έκανε ο άγνωστος δράστης με την επιδίωξη να παραπλανήσει με τη χρήση της πλαστής ιατρικής γνωματεύσεως τους αρμοδίους του Στρατολογικού Γραφείου Αττικής σχετικά με το αναληθές και έχον έννομες συνέπειες γεγονός ότι αυτή ήταν γνήσια και ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε να απαλλαγεί από τη στράτευση, κατόπιν δε έκανε χρήση αυτής, προσκομίζοντάς την στη γραμματεία της ανωτέρω επιτροπής, η οποία την απέστειλε υπηρεσιακώς στο Στρατολογικό Γραφείο Αττικής, Περαιτέρω, από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι την απόφαση στον άγνωστο δράστη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως να τελέσει την πιο πάνω αξιόποινη πράξη του, με πρόθεση προκάλεσε ο κατηγορούμενος, ο οποίος ωφελούνταν από αυτήν, αφού με βάση αυτήν απαλλασσόταν από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, και ο οποίος. με συνεχείς προτροπές, παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα έπεισε τον άγνωστο δράστη να τελέσει αυτήν.
Συνεπώς, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξεως της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως, η οποία του αποδίδεται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό. Το αίτημα του κατηγορουμένου για αναγνώριση σ' αυτόν των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ.2 εδ.α και ε Π.Κ. είναι απορριπτέο ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, αφού από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν προηγουμένως δεν αποδείχθηκε ότι αυτός μέχρι το χρόνο τελέσεως της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ούτε ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για την απόδειξη της ουσιαστικής βασιμότητας του σχετικού ισχυρισμού του δεν αρκεί το γεγονός ότι αυτός έχει λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η κατάθεση της μάρτυρος υπερασπίσεως ......., αδελφής του, δεδομένου ότι αυτή δεν φαίνεται ανεπηρέαστη από τη συγγενική τους σχέση, αφού καταθέτει ότι ο κατηγορούμενος "πέρασε από την επιτροπή", σε αντίθεση με το περιεχόμενο του ανωτέρω αναγνωσθέντος εγγράφου της επιτροπής απαλλαγών, με το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, βεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος δεν εξετάστηκε από αυτήν. Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, και ήδη αναιρεσείοντα, Χ1 για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δέκα μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη για τρία έτη. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1 εδ.α' και 216 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες και έγγραφα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι αναγνωσθείσες από .... και .... ιατρικές γνωματεύσεις του ιατρού ...... της "ΕΥΡΩΚΛΙΝΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ"), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τί προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Επίσης, αιτιολογεί η προσβαλλόμενη απόφαση με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τη συνδρομή των στοιχείων της ηθικής αυτουργίας στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και συγκεκριμένα την πρόκληση απ'αυτόν, με συνεχείς προτροπές, παραινέσεις, πειθώ και φορτικότητα, της απόφασης στον άγνωστο δράστη να εκτελέσει την πιο πάνω αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, την οποία και διέπραξε και από την οποία μόνο ο κατηγορούμενος ωφελείτο, αφού με βάση την ειρημένη πλαστή υπ'αριθμ. ...... "γνωμάτευση σωματικής ικανότητας" απαλλασσόταν αυτός από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του. Προς τούτοις, προσδιορίζεται στην αιτιολογία της αποφάσεως ο τρόπος χρήσεως από το δράστη του πιο πάνω πλαστού εγγράφου και δη δια της προσκομίσεώς του στη Γραμματεία της Επιτροπής Απαλλαγών Αθηνών και δι'αυτής στο Στρατολογικό Γραφείο Αττικής. Περαιτέρω, από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι "η εκπρόσωπος-συνήγορος του κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο και ανέπτυξε την υπεράσπιση, ζήτησε την αθώωση του κατηγορουμένου, άλλως να αναγνωριστούν στον κατηγορούμενο τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ.2 α' και ε' του ΠΚ. Κατέθεσε δε έγγραφο σημείωση με τους παρακάτω αυτοτελείς ισχυρισμούς", ήτοι για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των άνω ελαφρυντικών περιστάσεων, οι οποίοι και περιλήφθηκαν στα πρακτικά αυτά. 'Όμως, από την περικοπή αυτή των πρακτικών της άνω δίκης είναι σαφές ότι οι ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου δεν αναπτύχθηκαν και προφορικά κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους και κατά συνέπεια, εφόσον αυτοί προτάθηκαν απαραδέκτως, δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψή τους, εντεύθεν δε η προβαλλόμενη αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι οι πιο πάνω αυτοτελείς ισχυρισμοί του απορρίφθηκαν χωρίς ειδική αιτιολογία είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.
Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' και Ε' ΚΠοινΔ της κρινόμενης αιτήσεως και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 28-2-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24 Νοεμβρίου 2006 (υπ'αριθ.πρωτ. 10.725/28-11-2006) αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 28-2-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, του Χ1 για αναίρεση της 7187/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Μαΐου.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ