Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 621 / 2015    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας επάρκεια, Ε.Σ.Δ.Α., Εφέσεως απαράδεκτο, Ακυρότητα επιδόσεως.




Περίληψη:
Αιτιολογημένη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση του κατηγορουμένου ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως. Επίδοση της εκκαλουμένης ως άγνωστης διαμονής. Πότε είναι άκυρη η επίδοση. Ο εκκαλών δεν επικαλέστηκε, με λόγο εφέσεως, ότι, κατά το χρόνο επιδόσεως της εκκαλουμένης, είχε άλλη διεύθυνση κατοικίας και ποια ήταν αυτή, ώστε ο ισχυρισμός αυτός να αποτελέσει αντικείμενο αποδείξεως. Δεν αρκεί η απλή επίκληση ότι «έλαβε γνώση» την τάδε ημερομηνία, χωρίς καμιά μνεία περί της, κατά τον κρίσιμο χρόνο, κατοικίας του. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την έφεση ως εκπρόθεσμη δεν παραβίασε τις αρχές τις δίκαιης δίκης που προβλέπονται από την ΕΣΔΑ. Απόρριψη αιτήσεως.




Αριθμός 621/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Β. Π. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Γαλάνη, για αναίρεση της υπ’ αριθ.50242/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιανουαρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 122/2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το άρθρο 128 του ΚΠοινΔ ορίζει στις παρ. 1 και 2 ότι: "1. Τα συναφή εγκλήματα ανακρίνονται και εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο, αν η συνεκδίκαση δεν προκαλεί βλάβη. Το δικαστήριο που δικάζει το βαρύτερο έγκλημα είναι στην περίπτωση αυτή αρμόδιο και για τα άλλα συναφή. 2. Όταν τα συναφή εγκλήματα δικάστηκαν χωριστά στον πρώτο βαθμό και ασκήθηκαν εφέσεις, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για όλα με μία μόνο απόφαση". Συναφή δε εγκλήματα θεωρούνται, κατ’ άρθρο 129 περ. α του ίδιου Κώδικα, μεταξύ άλλων, και όσα γίνονται από το ίδιο πρόσωπο είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι όταν περισσότερα του ενός εγκλήματα έχουν τελεσθεί από το ίδιο πρόσωπο, αλλά έχουν δικασθεί αυτά ξεχωριστά και στο δεύτερο βαθμό και έχουν εκδοθεί, για το καθένα από αυτά, διαφορετικές αποφάσεις, κατά των οποίων έχουν ασκηθεί από τον καταδικασθέντα αιτήσεις αναιρέσεως, δεν μπορούν αυτά να συνεκδικασθούν ενώπιον του Αρείου Πάγου, αλλά για κάθε υπόθεση θα εκδοθεί χωριστή απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με αίτημά του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της παρούσας αποφάσεως, ζήτησε να συνδικαστεί η κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της 50242/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με τις υπ’ αριθ. πιν. 12, 13 και 14 υποθέσεις που αφορούν αιτήσεις του ιδίου αναιρεσείοντος κατά των 50241/2014, 50239/2014 και 50240/2014, αντιστοίχως, αποφάσεων του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το αίτημα αυτό είναι απαράδεκτο, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, συνεκδίκαση αιτήσεων αναιρέσεως του ιδίου κατηγορουμένου κατά διαφορετικών αποφάσεων δεν είναι επιτρεπτή. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει, το ένδικο μέσο, δηλαδή και αυτό της εφέσεως, απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων, και λόγω της εκπρόθεσμης ασκήσεώς του, κατά της σχετικής δε αποφάσεως επιτρέπεται μόνο αναίρεση για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ιδίου Κώδικα. Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για την απόρριψη του ενδίκου μέσου της εφέσεως ως απαραδέκτου. Ειδικότερα, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως εκπροθέσμως ασκηθείσα έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν ο χρόνος της νόμιμης επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλομένης αποφάσεως (αν απαγγέλθηκε με την απουσία αυτού), ο χρόνος ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως (ΟλΑΠ 4/1995, 6/1994), εκτός εάν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, από την οποία παρακωλύθηκε ο εκκαλών για την εντός της προθεσμίας του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠοινΔ άσκησή της. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, αν ο νόμος δεν ορίζει ειδικώς διαφορετικά, η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως, ενώ αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη εκτός αν διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Αν συντρέχει περίπτωση ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, από την οποία απωλέσθηκε η πιο πάνω προθεσμία, πρέπει η αιτιολογία της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση (στην οποία πρέπει να μνημονεύονται υποχρεωτικώς οι λόγοι αυτοί), να επεκτείνεται και στα πιο πάνω ζητήματα. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 156 του ίδιου Κώδικα, αν το πρόσωπο, στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση, απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και είναι άγνωστη η διαμονή του, η επίδοση γίνεται, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη αυτή προσώπων, στο δήμαρχο της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του ή στο δημοτικό υπάλληλο που ορίζει ο δήμαρχος γι’ αυτό το σκοπό. Η μη τήρηση των διατυπώσεων αυτών συνεπάγεται, κατά το άρθρο 154 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, την ακυρότητα της επιδόσεως και δεν αρχίζει η ανωτέρω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Στην περίπτωση συνδρομής λόγου ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος που, κατά γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα, καθίσταται επιτρεπτή η εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου, αν ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως από τέτοιο λόγο, εφόσον αυτά τα γνώριζε όταν άσκησε την έφεση, στη συντασσόμενη δε για το ένδικο αυτό μέσο έκθεση πρέπει να επικαλείται, εκτός από την αναφορά των σχετικών πραγματικών περιστατικών, και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προκύπτουν. Σε περίπτωση που με την έφεση αμφισβητείται ο τόπος της φερομένης ως τελευταίας γνωστής κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο, που συνεπάγεται αδυναμία γνώσεως της επιδόσεως, και προβάλλεται ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επιδόσεως, αυτός διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απορριπτική απόφαση σχετική αιτιολογία, αλλιώς ιδρύεται ο ανωτέρω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 50242/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως από αυτή προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η έφεση με αριθμό εκθέσεως 7465/15.7.2014 του ήδη αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, που είχε εκπροσωπηθεί στη δίκη από το συνήγορό του Σπυρίδωνα Γαλάνη, δικηγόρο Αθηνών, κατά της 26074/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί αυτός, ερήμην, για υπεξαίρεση, σε ποινή φυλακίσεως δεκατεσσάρων (14) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Από την ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα του παραδεκτού και βασίμου των λόγων αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της ασκήσεώς της, είχε προβάλει ότι "την παρούσα έφεση ασκεί εκπροθέσμως, διότι έλαβε γνώση την 14.7.2014". Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε την έφεση ως εκπρόθεσμη, με την αιτιολογία ότι: "Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 12-3-2010, ως αγνώστου διαμονής αφού αναζητήθηκε στην ..., η οποία ήταν η μόνη κατά τον ως άνω χρόνο γνωστή στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή διεύθυνση διαμονής του εκκαλούντος και αφού δεν ανευρέθηκε εκεί, εχώρησε η ανωτέρω επίδοση ως αγνώστου διαμονής (βλ. το από 12-3-2010 αποδεικτικό επίδοσης του αρχ/κα στο Α.Τ. Καλλιθέας Ν. Ν.) ενώ δεν προέκυψε ότι ο εκκαλών γνωστοποίησε μέχρι τις 12-3-2010 στην ανωτέρω Αρχή μεταβολή της διεύθυνσης κατοικίας του και δη στην ... στην Αθήνα, όπου διαμένει μέχρι σήμερα ο εκκαλών, ο δε εκκαλών είχε τέτοια υποχρέωση, διότι γνώριζε από τις 2.10.2004 - οπότε φέρεται ότι διέπραξε την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης για την οποία καταδικάστηκε με την εκκαλουμένη - ότι εκκρεμούσε σε βάρος του η υπόθεση αυτή.
Συνεπώς, εφόσον η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε στις 15.7.2014 ήτοι μετά την πάροδο της τριακονθήμερης προθεσμίας από την ως άνω επίδοση κατ’ άρθρο 473§1 του Κ.Π.Δ., πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της...".
Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο διέλαβε στην απόφασή του την απαιτουμένη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού διαλαμβάνει σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα που τα θεμελιώνουν, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους κατέληξε στην κρίση του ότι νομίμως έγινε η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως στον αναιρεσείοντα ως άγνωστης διαμονής, αφού αναζητήθηκε αυτός στην τελευταία γνωστή διαμονή του στην ..., και παραθέτει το χρόνο επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση και το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως, αφού ο κατηγορούμενος δεν δήλωσε ως λόγο εφέσεως ότι είχε κατά την επίδοση της εκκαλουμένης άλλη διεύθυνση κατοικίας του και ποία ήταν αυτή ούτε και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προκύπτει τούτο, ώστε ο ισχυρισμός του αυτός να αποτελέσει αντικείμενο αποδείξεως. Στο αποδεικτικό επιδόσεως της ερήμην εκκαλουμένης αποφάσεως, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτού, αναγράφεται ότι αναζητήθηκε στην άνω διεύθυνση, καθώς και ότι δεν βρέθηκε εκεί ούτε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ούτε άλλο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 156 παρ. 1 του ΚΠοινΔ πρόσωπα. Στη συνέχεια, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο ορθά απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος ως εκπρόθεσμη, αφού η επίδοση της εκκαλουμένης έγινε, κατά τα ανωτέρω, στις 12.3.2010, ενώ η έφεση ασκήθηκε στις 15.7.2014 (δηλ. μετά τη λήξη της νόμιμης τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως). Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν παραβίασε τις αρχές της δίκαιης δίκης, οι οποίες προβλέπονται από το υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 του Συντάγματος) άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, γιατί ο κατηγορούμενος δεν δήλωσε, κατά τα ανωτέρω, ως λόγο εφέσεως ότι είχε κατά την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως άλλη διεύθυνση κατοικίας του και ποία και τα αποδεικτικά περί τούτου μέσα, δεν αρκεί δε ότι, κατά τη συζήτηση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, προσκόμισε αποδεικτικά μέσα περί της, κατά τον κρίσιμο χρόνο, κατοικίας του στην .... Η νομιμότητα και εγκυρότητα της γενομένης επιδόσεως της άνω εκκαλουμένης αποφάσεως δεν αμφισβητήθηκε με το εφετήριο, η δε επίκληση στην υπ’ αριθ. 7465/2014 έκθεση εφέσεως κατά της 26074/2009 ερήμην καταδικαστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος "το πρώτο έλαβε γνώση αυτής (της εκκαλούμενης) την 14-7-2014" για δικαιολόγηση της εκπρόθεσμης ασκήσεως της εφέσεως ήταν αόριστη κατά τα προδιαληφθέντα και συνεπώς αρκεί, για την απόρριψη της εφέσεως, η άνω αιτιολογία του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών που με την προσβαλλόμενη 50242/2014 απόφασή του έκρινε την έφεση ως εκπροθέσμως ασκηθείσα και, εντεύθεν, την απέρριψε ως απαράδεκτη. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ’ αριθ. εκθ. 7/19.1.2015 αίτηση του Β. Π. του Κ., για αναίρεση της 50242/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Μαΐου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή