Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Συνέργεια, Απόφαση αθωωτική.
Περίληψη:
Αναίρεση Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για την κατά πλειοψηφία απαλλακτική απόφαση του ΜΟΕ, για την πράξη της απλής συνέργειας στην ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, με την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ανεπάρκεια αιτιολογίας. Δεκτή η αίτηση. Αναιρεί και παραπέμπει στο ίδιο δικαστήριο. Αίτηση αναίρεσης του καταδικασθέντος για την ίδια πράξη και για επικίνδυνη σωματική βλάβη και διατάραξη οικιακής ειρήνης, κατηγορουμένου, με την επίκληση του ίδιου λόγου. Επάρκεια αιτιολογίας. Απορρίπτει την αίτηση και επιβάλλει έξοδα.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1792/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστάσιου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Αικατερίνης Φωτοπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων 1. του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Νικολάου Τσάγγα, και 2. του Σ. Γ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Καλονόμο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 67/2009 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης. Με συγκατηγορούμενους τους 1. Α. Μ. του Ν., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Αναστασάκη, 2. Ι. Κ. του Ε., 3. Ν. Σ. του Ν., οι οποίοι αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παντελή Φουφουνάκη, 4. G. K. του S. και 5. Γ. Γ. του Σ., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, και με πολιτικώς ενάγοντα τον L. J. του H.. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες ζητούν τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ' αριθμόν 14/2010 έκθεση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη, καθώς και στην από 12 Μαρτίου 2010 αίτηση του δεύτερου αναιρεσείοντος, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 449/2010.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των κατηγορουμένων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε: α) Να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που με αυτή αθωώθηκαν οι κατηγορούμενοι ’. Μ., Ν. Σ. και Ι. Κ. της αξιόποινης πράξης της απλής συνέργειας (κατά συναυτουργία) στην ανθρωποκτονία από πρόθεση και β) να απορριφθεί, το μεν ως αβάσιμη, το δε ως απαράδεκτη η αίτηση αναίρεσης του Σ. Γ..
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε καταδικαστικής ή αθωωτικής αποφάσεως οποιουδήποτε ποινικού δικα-στηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνοι της ελλείψεως της, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Ειδικά, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας που ιδρύει, τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμε-λιώνουν την ανυπαρξία των αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά και την προσβαλλόμενη με αριθμό 67/2009 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, κατά την επικρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, σε σχέση με την αποδιδόμενη στους κατηγορούμενους ’. Μ. του Ν., Ν. Σ. του Ν. και Ι. Κ. του Ε., αξιόποινη πράξη της απλής συνέργειας στην πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός τους και μη διάδικος στην παρούσα δίκη Γ.Σ. Γ., κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "ότι κατά την πλειοψηφούσα γνώμη των ενόρκων μελών του παρόντος δικαστηρίου, αποδείχτηκε από την αποδεικτική διαδικασία ότι οι κατηγορούμενοι 4ος, 5ος και 6ος εισήλθαν και αυτοί στην κατοικία του πολιτικώς ενάγοντος παράνομα και χωρίς τη θέληση του, αλλά δεν αποδείχτηκε ότι είχαν οποιαδήποτε αξιόποινη εμπλοκή στη θανάτωση του θύματος E. J.".
Υπό μόνα τα περιστατικά αυτά, η αιτιολογία στην οποία η πλειοψηφία του δικαστηρίου στήριξε, την αθωωτική της κρίση, σύμφωνα με την οποία οι ως άνω κατηγορούμενοι, ’. Μ., Ν. Σ. και Ι. Κ., δεν τέλεσαν την πράξη της απλής συνέργειας στην κύρια πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός τους Γ. Σ. Γ., δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως επιβάλλεται από το άρθρο 93 του Σ και 139 του Κ.Π.Δ.. Πράγματι, η αιτιολογία δεν είναι πλήρης, αφού καθόλου δεν εκτίθενται στην απόφαση τα ουσιώδη εκείνα περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, ώστε να κατα-δειχθεί ότι δεν στοιχειοθετείται η υπόσταση του εγκλήματος της απλής συνέργειας, στην κύρια πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, για την οποία κηρύχθη-καν αθώοι κατά πλειοψηφία οι πιο πάνω κατηγορούμενοι. Τουναντίον, γενικώς και όλως αορίστως, κατά την επικρατήσασα στο δικαστήριο γνώμη, γίνεται δεκτό ότι δεν τέλεσαν την αποδιδόμενη σ' αυτούς αξιόποινη πράξη της απλής συνέργειας στην ανθρωποκτονία από πρόθεση, που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός τους Γ. Γ., σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, με μόνη την αναφορά ότι από την αποδεικτική διαδικασία, δεν αποδείχτηκε ότι οι κατηγορούμενοι αυτοί είχαν οποιαδήποτε αξιόποινη εμπλοκή στη θανάτωση του E. J.. Τούτο δε, χωρίς να αιτιολογείται η ανυπαρξία στο πρόσωπο του καθένα από αυτούς (κατηγορουμένους), οποιασδήποτε συνδρομής τους ή ακόμη, χωρίς να δικαιολογείται και αυτή η παρουσία τους ή όχι στο χώρο όπου επισυνέβη το τραγικό συμβάν. Ούτε, επίσης, αιτιολογείται με πληρότητα και σαφήνεια και με οποιονδήποτε τρόπο, η ανυπαρξία οποιασδήποτε συμμετοχικής τους δράσης, όπως της ψυχικής ή μη συνδρομής τους ή και κάθε άλλης υλικής ενέργειάς τους, αντίθετης προς την αποδιδόμενη σ' αυτούς κατηγορία της απλής συνέργειας.
Συνεπώς, ο από το αρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, προβαλλόμενος μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, που άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, και με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τους κατηγορουμένους ’. Μ. του Ν., Ν. Σ. του Ν. και Ι. Κ. του Ε., να παραπεμφθεί δε η υπόθεση στη συνέχεια για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως (αρθρ. 519 ΚΠΔ).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 299 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του αυτού άρθρου 299 του ΠΚ, προκύπτει ότι, για τη ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση, κατά τη έννοια της διάταξης, απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη, είτε κατά την απόφαση, είτε κατά την εκτέλεση της πράξης. Ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται σε βρασμό ψυχικής ορμής και κατά τη λήψη της απόφασης και κατά την εκτέλεση της πράξης, γιατί αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή για την επιβολή της πρόσκαιρης αντί της ισόβιας κάθειρξης. Για την ύπαρξη του στοιχείου της ψυχικής ορμής, στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος, αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φθάσει σε ψυχική κατάσταση τέτοια, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα στάθμισης των αιτίων που κινούν την πράξη ή απωθούν από αυτήν. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ.1 του Π.Κ, όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ.1 στοιχείο β του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης, που διέπραξε τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την ύπαρξη απλής συνέργειας, απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική η οποία χωρίς να είναι άμεση, παρέχεται στον αυτουργό πριν ή κατά την τέλεση της κύριας πράξης με γνώση του συνεργού ότι ο αυτουργός τελεί αξιόποινη πράξη και με την θέληση και αποδοχή του συνεργού να συμβάλλει με την συνδρομή του στην πραγμάτωση της τελευταίας (Α.Π. 471/2008).
Περαιτέρω, σε σχέση με την αίτηση αναιρέσεως που παραδεκτώς άσκησε ο αναιρεσείων, Σ. Γ. Γ., πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Με την προσβαλλόμενη απόφαση με αριθμό 67/2009, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, από την αποδεικτική διαδικασία και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, και την απολογία των κατηγορουμένων και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως, ότι αποδείχθηκαν κατά πιστή μεταφορά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τις πρώτες πρωινές ώρες της 1ης/1/2006 οι κατηγορούμενοι Γ. Γ. (1ος), ’. Μ. (4ος) και Ν. Σ. (5ος), οι οποίοι συνδέονται φιλικά μεταξύ τους, διασκέδαζαν στο μπαρ "ΑΜΑΝ" του Ρεθύμνου Κρήτης, όπου έλαβε χώρα φραστικό και βίαιο επεισόδιο μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών, κατά το οποίο ένας Αλβανός (για τον οποίο δεν προέκυψε με βεβαιότητα αν ήταν ο αδελφός του θύματος ή άλλο πρόσωπο) συνεπλάκη με τον 1° κατηγορούμενο και τον τραυμάτισε στο δεξιό φρύδι. Κατά το ίδιο επεισόδιο σημειώθηκε λεκτική αντιπαράθεση μεταξύ του θύματος E. J. και του 4ου κατηγορουμένου, κατά το οποίο ο πρώτος απείλησε τον δεύτερο ότι θα τον σκοτώσει. Μετά τη λήξη του επεισοδίου ο 1ος κατηγορούμενος ενημέρωσε τηλεφωνικά τον πατέρα του (2° κατηγορούμενο), ο οποίος διασκέδαζε στο κέντρο διασκέδασης "ΑΣΤΡΟ" κοντά στην πόλη του Ρεθύμνου μαζί με τον ανήλικο τότε γιο του Ν. Γ. και τους συγκατηγορουμένους του G. K. (3η κατηγορουμένη) και Ι. Κ. (6° κατηγορούμενο). Ακολούθως η 3η και ο 6ος των κατηγορουμένων επιβαίνοντας στο ίδιο αυτοκίνητο κατευθύνθη-καν προς το λιμάνι του Ρεθύμνου, όπου συνάντησαν τους 1°, 4° και 5° των κατηγορουμένων και ακολούθως όλοι μαζί πήγαν στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου, όπου πήγε με το αυτοκίνητό του και ο 2ος κατηγορούμενος μαζί με τον γιο του Ν. Γ., προκειμένου να αναζητήσουν εκεί τον Αλβανό, οποίος είχε χτυπήσει τον 1° κατηγορούμενο και είχε τραυματιστεί και ο ίδιος. Αφού πληροφορήθηκαν από τα εξωτερικά ιατρεία του Νοσοκομείου Ρεθύμνου ότι τέτοιο άτομο δεν είχε προσέλθει για νοσοκομειακή περίθαλψη, ο 4ος κατηγορούμενος (’. Μ.) είπε στους λοιπούς ότι γνωρίζει την οικία όπου διέμενε ο Αλβανός που χτύπησε τον 1° κατηγορούμενο και ο αδελφός του που είχε απειλήσει τον ίδιο (δηλαδή ο E. J.), η οποία βρίσκεται στην παλαιά πόλη του Ρεθύμνου στην οδό ... και στην οποία μετέβησαν αμέσως όλοι οι κατηγορούμενοι, οι 1ος και 5ος πεζοί και οι λοιποί με το όχημα του 2ου κατηγορουμένου. Πρόκειται για μία διώροφη οικία, στην οποία διέμεναν ο πολιτικώς ενάγων L. J. με τη σύζυγό του, η οποία εκείνες τις ημέρες απουσίαζε στην Αλβανία, και τους δύο γιους τους, από τους οποίους τη συγκεκριμένη νύχτα βρισκόταν και κοιμόταν σε δωμάτιο του δευτέρου ορόφου της οικίας μόνο ο προαναφερόμενος E. J., ενώ απουσίαζε ο άλλος γιος, για τον οποίο ο πολιτικώς ενάγων ισχυρίστηκε ότι είχε πάει στην Αλβανία, χωρίς αυτό να έχει προκύψει με βεβαιότητα από την αποδεικτική διαδικασία. Μόλις οι κατηγορούμενοι έφθασαν έξω από την παραπάνω οικία, ο 4ος χτύπησε το κουδούνι της εξώθυρας αυτής, οπότε εμφανίστηκε στο παράθυρο του πρώτου ορόφου ο πολιτικώς ενάγων, ο οποίος, αφού ρωτήθηκε από τον 1ο κατηγορούμενο "πού είναι τα παιδιά σου" και απάντησε ότι αυτά δεν ήταν εκεί, έκλεισε το παράθυρο, ενώ σε νεότερο χτύπημα του κουδουνιού από τον 4° κατηγορούμενο δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση από τον πολιτικώς ενάγοντα. Αμέσως μετά ο 1ος κατηγορούμενος, αφού έσπασε με γροθιές το κρύσταλλο της εξώθυρας και την ξεκλείδωσε με κλειδί που υπήρχε στην εσωτερική πλευρά της, όρμησε μέσα στην οικία και ανήλθε γρήγορα τη ξύλινη σκάλα που οδηγεί από το ισόγειο στον πρώτο όροφο, όπου βρίσκεται το δωμάτιο του ζεύγους και η κουζίνα της οικίας, κρατώντας ένα μαχαίρι λάμας 12,5 εκατοστών και ακολουθούμενος κατά σειρά εισόδου από τον 2° κατηγορούμενο πατέρα του, ο οποίος κρατούσε μεταλλική ράβδο από τον γρύλο του οχήματός του, τον αδελφό του Ν. Γ., ο οποίος κρατούσε ένα ξύλο, την 3η κατηγορουμένη και τους λοιπούς κατηγορουμένους 4°, 5° και 6°. Ο πολιτικώς ενάγων, όταν αντιλήφθηκε τους κατηγορουμένους να ανεβαίνουν και να προσεγγίζουν τον πρώτο όροφο, όπου αυτός βρισκόταν, προσπάθησε, ανεβαίνοντας μία μεταλλική σκάλα (πιο στενή και πιο απότομη από την ξύλινη), να πάει στον δεύτερο όροφο, προκειμένου να προστατευθεί ο ίδιος και κυρίως να ειδοποιήσει τον γιο του E. J., που κοιμόταν εκεί, για να απομακρυνθεί και να σωθεί. Καθώς ο πολιτικώς ενάγων ανέβαινε τη μεταλλική σκάλα, δέχτηκε χτύπημα στο αριστερό πόδι του με τη μεταλλική ράβδο που κρατούσε ο 2ος κατηγορούμενος, ενώ, όταν κατάφερε να φθάσει στον δεύτερο όροφο, όρμησαν πάνω του ο 2ος κατηγορούμενος, η 3η κατηγορουμένη και ο ανήλικος Ν. Γ. οι οποίοι τον απώθησαν και τον ακινητοποίησαν σε παρακείμενο κρεββάτι, για να μην προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια στον γιο του, που δεχόταν ανθρωποκτόνο επίθεση του 1ου κατηγορουμένου. Επιπλέον ο 2ος κατηγορούμενος έπληξε με τη μεταλλική ράβδο τον πολιτικώς ενάγοντα στο κεφάλι, ενώ τόσο αυτός όσο και η 3η κατηγορουμένη τον χτυπούσαν με τα χέρια τους στο κεφάλι και σε διάφορα σημεία του σώματός του και προκάλεσαν σ' αυτόν τις σωματικές κακώσεις που αναφέρονται αναλυτικά στο διατακτικό της απόφασης, κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον τελευταίο κίνδυνο ζωής ή βαριάς σωματικής βλάβης.
Κατά τον ίδιο χρόνο, κατά τη γνώμη των τακτικών δικαστών του παρόντος δικαστηρίου, οι κατηγορούμενοι 1ος, 4ος, 5ος και 6ος κινήθηκαν προς τον εξώστη του δευτέρου ορόφου, όπου κατέφυγε ο E. J., για να διαφύγει τον άμεσο κίνδυνο και προσπαθούσε να κρατήσει κλειστή την πόρτα που διαχωρίζει το δωμάτιο του δευτέρου ορόφου από τον εξώστη, για να αποτρέψει την έξοδο των κατηγορουμένων σ' αυτόν. Από την πλευρά του δωματίου οι κατηγορούμενοι 1ος και 5ος έσπρωχναν την πόρτα για να ανοίξει, ο δε 1ος έσπασε με γροθιά το κρύσταλλο αυτής, ώστε να μπορεί να πλήξει μέσω του ανοίγματος με το μαχαίρι τον E. J., ο οποίος αναγκάστηκε τότε να την εγκαταλείψει και κινήθηκε προς την αριστερή πλευρά του εξώστη, με σκοπό να διαφύγει πηδώντας προς την ταράτσα όμορης οικοδομής, υπολειπόμενης κατά 2,50 μ. από το ύψος του εξώστη. Στην προσπάθειά του, όμως, αυτή εμποδίστηκε από τους κατηγορουμένους 4° και 6° (οι 1ος και 5ος είχαν πέσει στο δάπεδο του εξώστη από το ξαφνικό άνοιγμα της πόρτας που έσπρωχναν), οι οποίοι τον έπιασαν τη στιγμή που έφθανε στο τοιχείο του εξώστη και άρχισαν να τον γρονθοκοπούν. Αμέσως μετά άρχισε να τον γρονθοκοπεί και ο 5ος κατηγορούμενος, ενώ κατά τον ίδιο χρόνο κατέφθασε και ο 1ος κατηγορούμενος, ο οποίος, ενεργώντας με ανθρωποκτόνο πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και ενθαρρυνόμενος από την ενεργό φυσική παρουσία των συγκατηγορουμένων του, έπληξε με το μαχαίρι στην πλάτη τον E. J., ο οποίος κινήθηκε προ το δεξιό μέρος του εξώστη, αλλά οι εν λόγω κατηγορούμενοι (1ος, 4ος, 5ος και 6ος) τον ακολούθησαν και τον έπιασαν, οπότε ο 1ος με πολύ μεγάλη σκληρότητα και αγριότητα κατάφερε σ' αυτόν δεκαεφτά (17) συνολικά πλήγματα σε διάφορα ζωτικά σημεία του σώματος του (καρδιά, πνεύμονες κλπ.), μέχρι που το μαχαίρι έσπασε και η λάμα έμεινε στο σώμα του θύματος. Την ίδια στιγμή ο 2ος κατηγορούμενος, αφού εγκατέλειψε τον πολιτικώς ενάγοντα, τον οποίο μέχρι τότε κρατούσαν ακινητοποιημένο αυτός και 3η κατηγορουμένη στο κρεββάτι του δωματίου του δευτέρου ορόφου, εξήλθε στον εξώστη και χτύπησε με τη μεταλλική ράβδο το θύμα στο κεφάλι τη στιγμή που αυτό εξέπνεε από τα 17 πλήγματα, που του είχε καταφέρει ο 1ος κατηγορούμενος. Στη συνέχεια όλοι οι κατηγορούμενοι εγκατέλειψαν το θύμα αιμόφυρτο και απομακρύνθηκαν τρέχοντας πριν καταφθάσει το αστυνομικό περιπολικό, το οποίο είχε ειδοποιηθεί από τον ιδιοκτήτη όμορης οικοδομής και μάρτυρα Σ. Κ.. Ο δε 1ος κατηγορούμενος φεύγοντας τοποθέτησε τη λαβή του σπασμένου μαχαιριού κάτω από τον λαιμό του πολιτικώς ενάγοντος λέγοντας τη φράση "εγώ τον σκότωσα" και μετά την πέταξε σε παρακείμενη οικοδομή, ενώ ο 6ος κατηγορούμενος, μετά από σχετική υπόδειξη του 2ου κατηγορουμένου, έριξε το παντελόνι της 3ης κατηγορουμένης, που έφερε κηλίδες αίματος, στη θαλάσσια περιοχή "ΚΟΥΜΠΕ" Ρεθύμνου με σκοπό τη συγκάλυψη των εγκληματικών τους πράξεων. Τέλος, κατά τη διενέργεια της προανάκρισης σε ερευνά της οικίας του 1ου κατηγορουμένου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν τα πυρομαχικά (φυσίγγια πιστολιού και τυφεκίου), που αυτός κατείχε παρά-νομα και αναφέρονται αναλυτικά στο διατακτικό.
Επιπρόσθετα, σε σχέση με τη συμμετοχική δράση του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος Σ. Γ., ομόφωνα έγιναν αποδεκτά, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "ότι ο 2ος κατηγορούμενος Σ. Γ., γρονθοκοπώντας και ακινητοποιώντας τον πολιτι-κώς ενάγοντα, για να μη δώσει βοήθεια στο θύμα, ώστε να αποκρούσει τις σε βάρος του ανθρωποκτόνες ενέργειες του πρώτου κατηγορουμένου, αλλά και ενθαρρύνοντας ψυχικά με την ενεργό φυσική παρουσία του αυτόν στην υλοποίηση της ανθρωποκτόνου απόφασης του (αντί, όπως όφειλε και λόγω γονικού καθήκοντος, να τον αποτρέψει από κάθε εγκληματική δράση), τέλεσε από κοινού με την 3η κατηγορουμένη την πράξη της απλής συνέργειας στην ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που τέλεσε ο 1ος κατηγορούμενος σε βάρος του E. J.. Επίσης, ο 2ος κατηγορούμενος τέλεσε α) από κοινού με την 3η κατηγορουμένη την πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, πλήττοντάς τον με αλλεπάλληλα γρονθοκοπήματα και με μεταλλική ράβδο στο κεφάλι και σε διάφορα σημεία του σώματός του, προξενώντας σ' αυτόν σωματικές κακώσεις με τρόπο και με μέσα που μπορούσαν να προκαλέσουν κίνδυνο ζωής ή βαριάς σωματικής βλάβης και β) την πράξη της διατάραξης οικιακής ειρήνης εισερχόμενος από κοινού με τους συγκατηγορούμενούς του στην κατοικία του τελευταίου με πρόθεση, παράνομα και χωρίς τη θέλησή του. Πρέπει, συνεπώς, αυτός να κηρυχθεί ομόφωνα ένοχος των εν λόγω πράξεων, όπως αυτές περιγράφονται στο διατακτικό".
Στη συνέχεια το δικαστήριο που την εξέδωσε, κήρυξε τον αναιρεσείοντα Σ. Γ. του Γ., ένοχο των πράξεων: α) της απλής συνέργειας στην πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, β) της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και γ) της διαταράξεως οικιακής ειρήνης (όλες κατά συναυτουργία) και του επέβαλε συνολική ποινή καθείρξεως 21 ετών και 5 μηνών. Με τις παραδοχές της αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω αδικημάτων, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους, στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, των άρθρων 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 47 παρ.1, 83, 94 παρ.1, 299 παρ.1, 308, 309 παρ.1, 334 παρ.1 του Π.Κ, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα αιτιολογείται η ανωτέρω κρίση με τις παραδοχές εκείνες σύμφωνα με τις οποίες ο αναιρεσείων: α) μόλις πληροφορήθηκε από το γιο του Γ., ότι είχε προηγηθεί σε βάρος του επεισόδιο, σε νυκτερινό κέντρο του Ρεθύμνου, όπου διασκέδαζε με φιλικά του πρόσωπα και κατά τη διάρκεια του οποίου τραυματίσθηκε ο γιος του, μετέβη με τον ανήλικο γιο του Νικόλαο στο Νοσοκομείο της πόλεως, προκειμένου να αναζητήσει το δράστη του τραυματισμού του γιου του Γ., β) μόλις ο ίδιος ο αναιρεσείων πληροφορήθηκε, ότι ο E. J., δεν είχε μεταβεί στα εξωτερικά ιατρεία του Νοσοκομείου για ιατρική περίθαλψη, τότε αμέσως κατευθύνθηκε με όλους τους συγκατηγορούμενούς του, στην οικία του E. J., στην οδό ... στο Ρέθυμνο, τους οποίους και μετέφερε εκεί με το αυτοκίνητό του, γ) μόλις κατέφθασε στην οικία του ως άνω αλλοδαπού E. J., ο αναιρεσείων, αντί να αποτρέψει το γιο του Γ., από οποιαδήποτε εγκληματική ενέργεια, αφού τον έβλεπε να κρατεί στα χέρια του ένα μαχαίρι με μήκος λάμας 12.5 εκατοστά, ευθύς αμέσως τον ακολούθησε, μετά την είσοδό του στην οικία και ενώ, προηγουμένως ο γιος του Γ., είχε καταφέρει να θραύσει με το χέρι του το κρύσταλλο της εξωτερικής θύρας, την οποία στη συνέχεια ξεκλείδωσε, για να καταστεί εφικτή η είσοδος σ' αυτήν όλων των κατηγορουμένων, δ) ο ίδιος ο αναιρεσείων κρατούσε στα χέρια του μεταλλική ράβδο και συγκεκριμένα το γρύλλο του αυτοκινήτου του, με τον οποίο κατάφερε αλλεπάλληλα πλήγματα στο πόδι και στο κεφάλι του πολιτικώς ενάγοντος, προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις του τελευταίου, στην προσπάθειά του να ειδοποιήσει το γιο του, ο οποίος βρισκόταν τη στιγμή εκείνη στον επάνω όροφο της οικίας, ότι άμεσα κινδυνεύει και πρέπει να απομακρυνθεί από το χώρο εκείνο, ε) ότι με τις ενέργειές του αυτές ο αναιρεσείων απέβλεπε να διευκολύνει το γιο του Γ. στην εγκληματική του ενέργεια, της θανατώσεως του E. J., στ) ότι ο ίδιος και πάλι ο αναιρεσείων, με τη βοήθεια της τρίτης συγκατηγορούμενής του και του ανήλικου γιου του Ν., απώθησε βίαια τον πολιτικώς ενάγοντα, τον οποίο ακινητοποίησε σε παρακείμενο κρεβάτι, τη στιγμή που ο γιος του Γ. Γ., επέφερε στον παθόντα με το μαχαίρι αλλεπάλληλα και συγκεκριμένα 17 χτυπήματα, επιδιώκοντας με τις θετικές αυτές ενέργειές του, να αποστερήσει από τον πολιτικώς ενάγοντα οποιαδήποτε δυνατότητα να προσφέρει βοήθεια στο γιο του, τη στιγμή που δεχόταν τα θανατηφόρα πλήγματα, ζ) γνώριζε ότι ο γιος του Σ. Γ., ήταν οπλισμένος με το μαχαίρι, καθώς επίσης, γνώριζε ότι κατευθυνόταν στην οικία όπου διέμενε το θύμα. Παρόλα αυτά ο αναιρεσείων, όχι μόνο ακολούθησε το γιο του, αλλά μετέβη με την ομάδα των άλλων τεσσάρων συγκατηγορουμένων του, τους οποίους μετέφερε με το αυτοκίνητό του στην οικία του τελευταίου (παθόντα), όπου είχε καταφύγει ο E. J., όπως επίσης, αιτιολογείται ότι όχι μόνο δεν απέτρεψε το γιο του από το εγκληματικό σχέδιό του, αλλά και τον διευκόλυνε τα μέγιστα, για να επιτύχει τον ανθρωποκτόνο σκοπό του, αυτό της θανατώσεως του E. J., η) ότι με την ενεργό και φυσική παρουσία του, ενθάρρυνε ψυχικά και ενίσχυσε την πρόθεση του γιου του -δράστη της κύριας πράξεως- να υλοποιήσει την απόφασή του, που ήταν η θανάτωση του E. J., και την οποία απόφαση αυτός είχε λάβει ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Ακόμη, αιτιολογείται η παραδοχή σύμφωνα με την οποία ο ίδιος ο αναιρεσείων, κατάφερε με τη μεταλλική ράβδο πλήγματα σε καίρια σημεία του σώματος του πολιτικώς ενάγοντα, κατά τρόπο που μπορούσαν να προκαλέσουν σ' αυτόν κίνδυνο ζωής, όπως επίσης αιτιολογείται ότι παράνομα και χωρίς τη θέλησή του εισήλθε στην οικία του παθόντα.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Π.Δ, προβαλλόμενος μοναδικός λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμό 67/2009 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης, ως προς το μέρος κατά το οποίο κηρύχθηκαν αθώοι κατά πλειοψηφία οι κατηγορούμενοι: 1) ’. Μ. του Ν., 2) Ν. Σ. του Ν. και 3) Ι. Κ. του Ε., της πράξεως της απλής συνέργειας στην πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση που τέλεσε ο κατηγορούμενος Γ. Σ. Γ.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει την υπ' αριθμό 3 από 12 Μαρτίου 2010 αίτηση του Σ. Γ. του Γ. και της Ε., κρατουμένου των δικαστικών Φυλακών Χανίων, για αναίρεση της υπ' αριθμό 67/2009 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Κρήτης και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Οκτωβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ