Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Αίτηση αναιρέσεως κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Λόγοι αναιρέσεως: έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
Αριθμός 1734/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2676/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 386/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού, με αριθμό 326/14-9-07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 20-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 2676/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής: Δια του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος, κατά του υπ'αριθμ. 3559/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δια του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), δια να δικασθή δι'υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, υπερβαινούσης το ποσό των 73.000 ευρώ. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, την εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β', δ'ΚΠΔ). Επειδή, κατά το άρθρ. 375 παρ. 1 ΠΚ, ο παρανόμως ιδιοποιούμενος ξένο (εν όλω ή εν μέρει) κινητό πράγμα περιελθόν με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Εξάλλου, ως προκύπτει εκ της διατάξεως του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, λόγω εμφιλοχωρήσεως στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασαφειών, αντιφάσεων ή λογικών κενών, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 418/1999, εις ΠΧ/Ν/41). Περαιτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά εκάστου αποδεικτικού μέσου, αλλά αρκεί η κατ'είδος αναφορά αυτών. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπ'όψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά (ΑΠ 685/2004, εις ΠΧ/ΝΕ/233). Η αιτιολογία αυτή επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή (ΑΠ 861/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/408). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόσαν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ'είδος, προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ1 στην Αθήνα στις 21/5/2002, δυνάμει του με αρ. ...... πληρεξουσίου της συμβ/φου Αθηνών Μαρίας Διγαλάκη έλαβε την εντολή και πληρεξουσιότητα από τον εγκαλούντα Ψ1 να πωλήσει για λογαριασμό και στο όνομά του (του εντολέως Ψ1) σε οποιονδήποτε, εισπράττοντας το αντίστοιχο τίμημα, ένα αυτοκίνητο - ΤΑΧΙ μάρκας VOLKSWAGEN, τύπου ...., με στοιχεία κυκλοφορίας ....., ιδιοκτησίας του εντολέα του και εγκαλούντος Ψ1, ως και την άδεια κυκλοφορίας του εν λόγω οχήματος ως δημοσίας χρήσεως (ΤΑΧΙ). Πράγματι ο κατηγορούμενος στις 23/5/2002, δυνάμει του προρρηθέντος πληρεξουσίου, πώλησε και μεταβίβασε με το με αρ. ...... πωλητήριο συμβόλαιο της ως άνω συμβ/φου, επ'ονόματι και για λογαριασμό του εγκαλούντα το εν λόγω αυτοκίνητο (ΤΑΧΙ) μετά της αντιστοίχου αδείας κυκλοφορίας του ως δημοσίας χρήσεως στους Γ1 και Γ2, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα τους. Το τίμημα δε που καταβλήθηκε αμέσως από τους ως άνω αγοραστές του αυτοκινήτου στον εντολοδόχο κατηγορούμενο, υπό την ιδιότητά του ως αμέσου αντιπροσώπου του εγκαλούντα ανήλθε συνολικά, δηλαδή για το αυτοκίνητο και για την άδειά του ως δημοσίας χρήσεως, σε 103.301 ευρώ. Ειδικότερα σε 6.456 ευρώ για το αυτοκίνητο και σε 96.845 ευρώ για την άδειά του ως δημοσίας χρήσεως. Ο κατηγορούμενος όμως μολονότι έλαβε στην κατοχή του, το εν λόγω τίμημα από την πώληση του αυτοκινήτου του εγκαλούντα, υπό την προρρηθείσα ιδιότητά του, ως εντολοδόχου του εγκαλούντα (πωλητή), δεν του το απέδωσε όπως όφειλε, βάσει της μεταξύ τους συμφωνίας, μολονότι αυτό είχε περιέλθει στην κυριότητα του εγκαλούντα αμέσως από την καταβολή του (23-5-2002) από τους αγοραστές στον κατηγορούμενο (εντολοδόχο), αλλά το κατακράτησε και το ενσωμάτωσε με πρόθεση, παράνομα στην περιουσία του, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήμονος του ποσού εγκαλούντα Ψ1, δηλαδή το ιδιοποιήθηκε το ανωτέρω ποσόν παράνομα, αποδώσας τελικά στον εγκαλούντα μόνο ένα μικρό μέρος από το τίμημα και δη το ποσό των 6.845 ευρώ, ιδιοποιηθείς, κατά τα προεκτεθέντα, το υπόλοιπο του τιμήματος το ανερχόμενο σε 96.456 ευρώ. Ακολούθως, με τις παραδοχές και σκέψεις αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ικανές να στηρίξουν επ'ακροατηρίω κατηγορία δια την ως άνω αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως και, εν συνεχεία, απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου και επεκύρωσε το ως άνω παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με αυτά που εδέχθη το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών, ορθώς εφήρμοσε και ερμήνευσε την ως άνω εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, περί κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, του άρθρ. 375 παρ. 1 ΠΚ και δεν παρεβίασε αυτή ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ουδεμία δε ασάφεια ή αντίφαση εμφιλοχωρεί μεταξύ του ως άνω σκεπτικού και της διά του διατακτικού επικυρώσεως του ανωτέρω βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, δεδομένου ότι, ως προκύπτει εκ της επισκοπήσεως του τελευταίου, ο αναιρεσείων παραπέμπεται δι'αυτού δια την υπό του άρθρ. 375 παρ. 1 ΠΚ προβλεπομένη κακουργηματική υπεξαίρεση και, επομένως, ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι από αυτό δεν προκύπτει αδιστάκτως ότι ελήφθη υπ'όψη η χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, εγκαλούντος. Όμως, ουδόλως προσδιορίζεται στην αιτίαση αυτή, σε ποιά σημεία η εν λόγω χωρίς όρκο κατάθεση ωφελεί τον αναιρεσείοντα και ποιά η βλάβη του από την μη αναφορά ή μη λήψη υπ'όψη αυτής (άρθρ. 463 ΚΠΔ), ώστε να θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον αυτού γι'αυτό τον λόγο. Επομένως, η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (βλ. ΑΠ 800/2005). Πάντως, εκ του περιεχομένου του προσβαλλομένου βουλεύματος σαφώς συνάγεται ότι ελήφθη υπ'όψη και η χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος. Τέλος, δια του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, ότι η άρνησή του να αποδώση το υπόλοιπο οφειλομένου ποσού είναι δικαιολογημένη, αφού άσκησε δικαίωμα επισχέσεως λόγω μη εκπληρώσεως ληξιπροθέσμων οφειλών του εγκαλούντος προς αυτόν και, έτσι, δεν υπάρχει δόλος τελέσεως υπεξαιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως, υπό την επίκληση αναιρετικού λόγου εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 περ. β' ΚΠΔ, η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου. Αλλ'υπό τα δεδομένα αυτά, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω ------------------- Να απορριφθή η από 20-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 2676/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 28 Μαΐου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 375 παρ. 1 Π.Κ., ο παρανόμως ιδιοποιούμενος ξένο (εν όλω ή εν μέρει) κινητό πράγμα περιελθόν με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 €, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Εξάλλου, ως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ, 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, λόγω εμφιλοχωρήσεως στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό η στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασαφειών, αντιφάσεων ή λογικών κενών, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Περαιτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος, δεν απαιτείται χωριστή αναφορά κάθε αποδεικτικού μέσου, αλλά αρκεί η κατά είδος αναφορά αυτών. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά μόνο από αυτά. Η αιτιολογία αυτή επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του εισαγγελέα και καλύπτει και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν είναι αναγκαίο (η κατάθεση του) να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το συμβούλιο, εφόσον γίνεται μνεία ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν και εφόσον προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας του βουλεύματος ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα το συμβούλιο εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι, από την εκτίμηση των αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση αποδεικτικών μέσων τα οποία προσδιορίζονται κατά το είδος τους, προέκυψαν τα εξής πραγματικά μέρες θετικά: Ο εκκαλών κατηγορούμενος, Χ1 στην Αθήνα στις 21/5/2002, δυνάμει τα του με αρ. ....... πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Διγαλάκη έλαβε την εντολή και πληρεξουσιότητα από τον εγκαλούντα Ψ1 να πωλήσει για λογαριασμό και στο όνομά του (του εντολέως Ψ1) σε οποιονδήποτε, εισπράττοντας το αντίστοιχο τίμημα, ένα αυτοκίνητο - ταξί μάρκας VOLKSWAGEN τύπου ...., με στοιχεία κυκλοφορίας ....., ιδιοκτησίας του εντολέα του και εγκαλούντος Ψ1, ως και την άδεια κυκλοφορίας του εν λόγω οχήματος ως δημοσίας χρήσεως (ταξί). Πράγματι ο κατηγορούμενος, στις 23/5/2002, δυνάμει του προρρηθέντος πληρεξουσίου, πώλησε και μεταβίβασε με το με αριθμό ..... πωλητήριο συμβόλαιο της ως άνω συμβολαιογράφου, επ' ονόματι και για λογαριασμό του εγκαλούντα το εν λόγω αυτοκίνητο (ταξί) μετά της αντιστοίχου άδειας κυκλοφορίας του ως δημοσίας χρήσεως στους Γ1 και Γ2, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα τους. Το τίμημα δε που καταβλήθηκε αμέσως από τους ως άνω αγοραστές του αυτοκινήτου στον εντολοδόχο κατηγορούμενο, υπό την ιδιότητά του ως άμεσου αντιπροσώπου του εγκαλούντα ανήλθε συνολικά, δηλαδή για το αυτοκίνητο και για την άδειά του ως δημοσίας χρήσεως, σε 103.301 ευρώ. Ειδικότερα σε 6.456 ευρώ για το αυτοκίνητο και σε 96.845 ευρώ για την άδεια του δημοσίας χρήσεως. Ο κατηγορούμενος όμως, μολονότι έλαβε στην κατοχή του, το εν λόγω τίμημα από την πώληση του αυτοκινήτου του εγκαλούντα, υπό την προρρηθείσα ιδιότητα του, ως εντολοδόχου του εγκαλούντα (πωλητή), δεν του το απέδωσε όπως όφειλε, βάσει της μεταξύ τους συμφωνίας, μολονότι αυτό είχε περιέλθει στην κυριότητα του εγκαλούντα αμέσως από την καταβολή του (23/5/2002) τους αγοραστές στον κατηγορούμενο (εντολοδόχο), αλλά το κατακράτησε και το ενσωμάτωσε με πρόθεση, παράνομα στην περιουσία του, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήμονος του ποσού εγκαλούντα Ψ1, δηλαδή το ιδιοποιήθηκε το ανωτέρω ποσόν παράνομα, αποδώσας τελικά στον εγκαλούντα μόνο ένα μικρό μέρος από το τίμημα και δη το ποσό των 6.845 ευρώ, ιδιοποιηθείς, κατά τα προεκτεθέντα, το υπόλοιπο του τιμήματος, το ανερχόμενο σε 96,456 ευρώ. Κατά ακολουθία των ανωτέρω, φρονούμε ότι υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία για την ως άνω αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης που αποδίδεται στον εγκαλούντα κατηγορούμενο. Ως εκ τούτου, φρονούμε ότι πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 317, 318, 319 και 431 ΚΠΔ, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η ως άνω έφεση του εγκαλούντα κατηγορουμένου Χ1. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε την παραπάνω ουσιαστική ποινική διάταξη για κακουργηματική υπεξαίρεση του άρθρου 375 παρ. 1 Π.Κ. και δεν παραβίασε αυτή ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού με το οποίο επικυρώθηκε το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών δεν εμφιλοχωρεί καμία ασάφεια η αντίφαση, και, επομένως, ο περί του αντιθέτου προσβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 484 παρ. στοιχ. β' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι από αυτό δεν προκύπτει αδιστάκτως ότι λήφθηκε υπόψη η κατάθεση του εγκαλούντος, που δόθηκε χωρίς όρκο, λόγω της ιδιότητας του, ως πολιτικώς ενάγοντος. Όμως, στην αιτίαση αυτή δεν προσδιορίζεται σε ποια σημεία η εν λόγω χωρίς όρκο κατάθεση οφέλη των αναιρεσείοντα και ποια είναι η βλάβη του από τη μη αναφορά η μη λήψη υπόψη αυτής ώστε να θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον αυτού για τον λόγο αυτό. Επομένως, η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Αλλά, και από το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου βουλεύματος προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη η παραπάνω χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος. Τέλος, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, ότι η άρνησή του να αποδώσει το υπόλοιπο οφειλόμενου ποσού είναι δικαιολογημένη, διότι άσκησε δικαίωμα επισχέσεως, λόγω μη εκπληρώσεως ληξιπρόθεσμων οφειλών του εγκαλούντος προς αυτόν και, επομένως, ότι δεν υπήρχε δόλος για την τέλεση της υπεξαιρέσεως, πλήττει απαραδέκτως, με την επίκληση αναιρετικού λόγου από το άρθρο 484 παρ 1 περ. β' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, την ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρου 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την 32/20.2.2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του 2676/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται το ποσό των διακοσίων είκοσι (220 €) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008 Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ