Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 621 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Βεβαίωση ένορκη.




Περίληψη:
Οι ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες έχουν ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης, πριν την άσκηση της αγωγής και προσκομίζονται με επίκληση κατά τη συζήτησή της, δεν αποτελούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, ώστε να απαιτείται ειδική μνεία αυτών στην απόφαση, αλλά αποτελούν απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον βέβαια δεν λήφθηκαν για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη δίκη.




Αριθμός 621/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Κ. Π. του Ε. και 2)Γ. Π. του Κ., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Περράκη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Ψ. του Δ., συζ. Δ. Τ., 2)Ε. Τ. του Δ., 3)Μ. Τ. του Δ. και 4)Γ. Τ. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κουτσουράκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/6/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 62/1279/ΜΤ/76/2005, 47/1690/ΜΤ/108/2007 μη οριστικές, 59/2420/ΜΤ/127/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 42/2012 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12/10/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 18/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσείοντες ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ.α'και β'ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου, ειδικότερα, περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, πλην άλλων, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερώς, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις και ο καθ'όρια προσανατολισμός του, ούτε να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων. Η ακριβής, εξάλλου, περιγραφή του ακινήτου, η οποία μπορεί να γίνει και με αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, είναι αναγκαία, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει ο εναγόμενος να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, ο περιγραφόμενο σ'αυτήν ακίνητο, δηλαδή ένα αγροτεμάχιο, που περιήλθε στους ενάγοντες και ήδη αναιρεσιβλήτους με βάση το ...18.2.2004 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ρεθύμνης Αναστασίας Δρανδάκη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, κατά ποσοστό 3/6 εξ αδιαιρέτου στην πρώτη και από 1/6 εξ αδιαιρέτου σε καθένα από τους λοιπούς, βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Γεροποτάμου του Νομού Ρεθύμνου και συνορεύει βόρεια σε πλευρά 1-2-3-4-5-6-7 συνολικού μήκους 33,21μ. με ιδιοκτησία Σ. Δ. και εν μέρει σε τεθλασμένη πλευρά 9-10-11-12-13-14 συνολικού μήκους 104,26μ. με ιδιοκτησία Ε. Τ., Π. Κ., Δ. Τ. και Δ. Δ., νοτιοανατολικά σε πλευρά 14-15 μήκους 66,06 μ. εν μέρει με αγροτικό δρόμο και εν μέρει με ιδιοκτησία Ε.Τ., Π. Κ., Δ. Τ. και Δ. Δ. και σε πλευρά 15-16 μήκους 98,83 μ. με ιδιοκτησία Ε.Τ., Π. Κ., Δ. Τ. και Δ. Δ., νοτιοδυτικά σε τεθλασμένη πλευρά 16-17-18-19-20-21-23-24-25-26 συνολικού μήκους 161,45 μ. με ιδιοκτησία Ε.Χ. και δυτικά εν μέρει σε τεθλασμένη πλευρά 26-27-28-29-30-31 συνολικού μήκους 122,34 μ. με ιδιοκτησία Α. Π., εν μέρει σε πλευρά 31-32 μήκους 25,62 μ. με ιδιοκτησία Θ. Ρ. και εν μέρει σε πλευρά 32-33-1 συνολικού μήκους 42,79μ. με ιδιοκτησία Σ. Δ., όπως απεικονίζεται στο τοπογραφικό διάγραμμα (με χρονολογία Νοέμβριος 2002) του αρχιτέκτονα μηχανικού Α. Γ., που είναι προσαρτημένο στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, με τα στοιχεία 1-2-3-4....33-1. Εξαιτίας της ανώμαλης μορφολογίας του ανωτέρω ακινήτου εμβαδομετρήθηκε με τη μέθοδο της οριζόντιας επιφάνειας, δηλαδή η οριζόντια κάτοψή του, η οποία έχει εμβαδό 32,983,57 τ.μ., και όχι η ανώμαλη επιφάνειά του (βραχώδης σε μεγάλη έκταση με εδαφικές κλίσεις και ανώμαλες πτυχές), η οποία έχει υπερδιπλάσιο εμβαδό (75 στρέμματα περίπου), προσδιορίζεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, πλήρως από τις όμορες ιδιοκτησίες, οι οποίες περιγράφονται παραπάνω και από τις οποίες διακρίνεται με απόλυτη σαφήνεια καθώς είναι οριοθετημένο με πασσάλους. Το εν λόγω ακίνητο - επίδικο-, όπως περιγράφεται στο αγωγικό δικόγραφο, κατά είδος, θέση, έκταση, όρια και πλευρικές διαστάσεις ορίων, κατονομάζονται δε στο ίδιο δικόγραφο και οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων, εξατομικεύεται πλήρως, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Το Εφετείο, επομένως, που, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε πλήρως ορισμένη την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή και ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου, απορρίπτοντας μετά ταύτα την ένσταση αοριστίας της εν λόγω αγωγής λόγω μη ακριβούς περιγραφής του σ'αυτήν, που είχε προταθεί από τους αναιρεσείοντες με τις προτάσεις τους στο Δικαστήριο της ουσίας - πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο -, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτο, γι'αυτό και ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια (που αφορά την ποσοτική αοριστία της αγωγής), από την ίδια πιο πάνω αιτία, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος (έκτακτη χρησικτησία). Και κατά το άρθρο 1046 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του το πράγμα κατά την έναρξη και τη λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου, τεκμαίρεται ότι το νέμεται και κατά τον ενδιάμεσο χρόνο. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφασις η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια γιατί το Εφετείο διέλαβε ασαφείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης του επίδικου ακινήτου από τη δικαιοπάροχο των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγόντων με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, σύμφωνα με τα άρθρα 1045 και 1046 ΑΚ και, έτσι, στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, κατά τα κρίσιμα σημεία της, τα ακόλουθα: "Δυνάμει του υπ'αριθ....18.2.2004 συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Αναστασίας Δρανδάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα....οι εκκαλούντες ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι), σύμφωνα με τον παραπάνω τίτλο, φέρονται ότι απέκτησαν με παράγωγο τρόπο τη συγκυριότητα, κατά ποσοστό 3\6 εξ αδιαιρέτου η πρώτη εξ αυτών, και από 1/6 εξ αδιαιρέτου οι λοιποί εκκαλούντες, ενός ακινήτου, που κατώτερω περιγράφεται αναλυτικά, από την Ε. συζ. Κ. Λ. φυσικό τέκνο του Α. και της Χ. Π., και θετό τέκνο του ιερέα Α. Ψ.. Η παραπάνω δικαιοπάροχος των εκκαλούντων κατά την αγωγή και τον παραπάνω τίτλο, φέρεται ότι είχε αποκτήσει την κυριότητα νομή και κατοχή του εν λόγω ακινήτου με παράγωγο τρόπο, λόγω κληρονομικής διαδοχής, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του θετού πατρός της Α. Ψ., ο οποίος απεβίωσε στις 21.10.1978, στον οποίο ανήκε μέχρι τότε το παραπάνω ακίνητο κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή και ότι από το θάνατο του θετού πατρός της υπεισήλθε αμέσως αυτή στην κληρονομιά του και συγκεκριμένα στη νομή και κατοχή του παραπάνω ακινήτου, το οποίο αποδέχθηκε δυνάμει της υπ' αριθ. ...\18.2.2004 συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Αναστασίας Δρανδάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Μυλοποτάμου, στον τόμο …με αριθ. …. Το εν λόγω ακίνητο, σύμφωνα με τον παραπάνω τίτλο κυριότητας των εκκαλούντων-εναγόντων, είναι ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 32.983,57 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του οικισμού Σκεπαστής του Δήμου Γεροποτάμου του Νομού Ρεθύμνου και συνορεύει, (όπως αυτό αποτυπώνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα από Νοέμβριο 2002 του αρχιτέκτονα μηχανικού Α. Γ., που έχει προσαρτηθεί στο παραπάνω συμβόλαιο αγοραπωλησίας), βόρεια....". Ακολουθεί περιγραφή των ορίων του, όπως αυτά αναφέρονται στην προηγούμενη με το στοιχείο Ι σκέψη της παρούσας και αμέσως μετά το Εφετείο δέχτηκε - και - τα εξής: "Δυνάμει του υπ'αριθ..../2003 συμβολαίου αγοράς της συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Στυλιανής Κουμάντου-Σκουλούδη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Μυλοποτάμου, στον τόμο … με αριθμό …, ο δεύτερος εναγόμενος-εφεσίβλητος (και ήδη δεύτερος αναιρεσείων), σύμφωνα με τον παραπάνω τίτλο, φέρεται ότι απέκτησε με παράγωγο τρόπο την κυριότητα, νομή και κατοχή δύο συνεχόμενων αγροτεμαχίων 22 και 3 στρεμμάτων αντίστοιχα, που κατωτέρω περιγράφονται αναλυτικά, από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη τους Σ. Δ., ο οποίος είχε αποκτήσει την κυριότητα των εν λόγω ακινήτων, δυνάμει των υπ' αριθ. …/13.12.1976 και …./13.12.1976 συμβολαίων αγοράς του συμβολαιογράφου Μυλοποτάμου Μιχαήλ Κωνσταντινίδη, που μεταγράφηκαν νόμιμα στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Μυλοποτάμου, στον τόμο 43 με αντίστοιχους αριθμούς 38.303 και 38.304, το μεν ακίνητο των 22 στρεμμάτων από τον Α. Ψ., (απώτερο δικαιοπάροχο και των εναγόντων - εκκαλούντων), το δε ακίνητο των τριών στρεμμάτων από τον Κ. Λ.. Ο τελευταίος είχε αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου των τριών στρεμμάτων από την Ε. Π. δυνάμει του υπ' αριθ. …/1976 συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογράφου Μυλοποτάμου Μιχαήλ Κωνσταντινίδη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Μυλοποτάμου στον τόμο …με αριθμό …. Τα εν λόγω ακίνητα, σύμφωνα με τον παραπάνω τίτλο κυριότητας του 2ου εναγομένου-εφεσιβλήτου, (το υπ' αριθ. ...... συμβόλαιο), είναι συνεχόμενα και αποτελούν ένα αγροτεμάχιο εμβαδού 32.983,57 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του οικισμού Σκεπαστής του δήμου Γεροποτάμου του νομού Ρεθύμνου και συνορεύει, (όπως αυτό αποτυπώνεται στο από Δεκεμβρίου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Τ.), βόρεια με γραμμή αιγιαλού, νότια με κληρονόμους Ν. Γ., δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Π. και κληρονόμους Ν. Γ. και ανατολικά με ιδιοκτησία Ε. Τ.". Στη συνέχεια, το Εφετείο δέχτηκε, ότι "οι εκτάσεις αυτές δεν είναι άλλες από το επίδικο και ότι στην πραγματικότητα ο Α. Ψ. κατά τη μεταβίβαση των 22 στρεμμάτων στο Σ.Δ. δεν διατήρησε άλλη όμορη ιδιοκτησία στην περιοχή.....
Συνεπώς, η θετή του θυγατέρα δεν υπεισήλθε στη νομή του ακινήτου, αφού ο αποβιώσας το έτος 1978 θετός πατέρας της είχε απολέσει τη νομή αυτού. Κατά συνέπεια, η Ε. Λ. δεν απέκτησε με παράγωγο τρόπο τη νομή του επιδίκου των 22 στρεμμάτων από το θετό πατέρα της. Επίσης δεν αμφισβητείται η κυριότητα του Κ. Λ. στο επίδικο των τριών στρεμμάτων, ο οποίος το 1976 μεταβίβασε την κυριότητα του αυτή στο Σ. Δ., επομένως διέφυγε της εξουσίας του και της νομής του, την οποία παρέδωσε στον παραπάνω αγοραστή, ο οποίος έγινε κύριος και νομέας του εν λόγω επιδίκου. Εν τούτοις η Ε. Λ. ενεργώντας αυτοπροσώπως και μέσω αντιπροσώπων και ιδίως του συζύγου της Κ. Λ., ο οποίος διαχειριζόταν την περιουσία της συζύγου του, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι ο Σ. Δ.ς, μετά την αγορά των εν λόγω ακινήτων δεν ασχολήθηκε με την ιδιοκτησία του, παρά μόνο υποθήκευσε αυτήν, προκειμένου να λάβει δάνειο για τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, (αυτός, άλλωστε, ήταν και ο κύριος λόγος που προέβη στην αγορά των εν λόγω ιδιοκτησιών), άρχισε να ασκεί, με διάνοια κυρίας, πράξεις νομής επί των επιδίκων ακινήτων, αντιμετωπίζοντας τα ως ένα ενιαίο ακίνητο, και να εμφανίζεται ως κυρία του ενιαίου αυτού ακινήτου. Συγκεκριμένα εκμεταλλευόταν το εν λόγω ακίνητο εκμισθώνοντάς το, δια του συζύγου της, σε βοσκούς της περιοχής, το είχε μισθώσει μάλιστα και στον 2° εναγόμενο-εφεσίβλητο, (πατέρα του πρώτου εναγομένου -εφεσιβλήτου), και τον αδελφό του Α. Π., το επέβλεπε, απέκρουε διεκδικήσεις τρίτων, προέβη σε τοπογράφηση του, διάνοιξε δρόμο στο ακίνητο κλπ, όπως προκύπτει α) από το με ημερομηνία 28.3.1981 μισθωτήριο που καταρτίστηκε μεταξύ του Κ. Λ., ενεργώντας για λογαριασμό της συζύγου του, και του δεύτερου εναγομένου-εφεσιβλήτου, με το οποίο ο πρώτος εκμίσθωσε στο δεύτερο και τον αδελφό του Α. Π. ένα ακίνητο στη θέση ..., β) από την με ημερομηνία 22.3.1981 βεβαίωση αγροτικού πταίσματος σε βάρος του δεύτερου εναγομένου - εφεσιβλήτου για αγροτική φθορά που είχε προκαλέσει αυτός με τα ζώα του σε ακίνητο στη θέση "...", πράξη, για την οποία αυτός καταδικάστηκε, γ) από το με ημερομηνία 5.1.1989 μισθωτήριο που καταρτίστηκε μεταξύ των παραπάνω προσώπων, με το οποίο ο πρώτος εκμίσθωσε στο δεύτερο εφεσίβλητο ακίνητα στις θέσεις Βρούλα, Καλόγερο και ... συνολικής έκτασης 50 στρεμμάτων, δ) Στις 1.10.1997 υποβλήθηκε μήνυση από τον Κ. Λ. σε βάρος του δεύτερου εναγομένου - εφεσιβλήτου, για αγροτική φθορά σε ακίνητο στη θέση ..., πράξη για την οποία αυτός επίσης καταδικάστηκε. Οι παραπάνω πράξεις νομής αφορούσαν το επίδικο, δοθέντος ότι δεν αποδείχθηκε ότι η Ε. Λ. ή ο σύζυγος της διέθεταν ή νέμονταν άλλη ιδιοκτησία, πλην του επιδίκου, στη θέση ... και του ότι οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι, οι οποίοι αν και αρνούνται ότι οι παραπάνω πράξεις νομής αφορούσαν το επίδικο, δεν προσδιορίζουν συγχρόνως το ακίνητο που αφορούσαν αυτές, ενώ, αν ο ισχυρισμός τους αυτός ήταν αληθινός, ευχερώς θα μπορούσαν να προσδιορίσουν το ακίνητο το οποίο μίσθωνε ο δεύτερος εφεσίβλητος από τον Κ. Λ. ή στο οποίο εισερχόταν αυτογνομώνως για τη βοσκή των ζώων του. Η αναφορά εξάλλου στα παραπάνω μισθωτήρια, μηνύσεις κλπ διαφορετικής, υπερδιπλάσιας, έκτασης από αυτήν του επιδίκου, δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου, διότι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Κ. Λ. μετρούσε την ανώμαλη επιφάνεια του επιδίκου, ήτοι τις εδαφικές κλίσεις και πτυχές του εδάφους, αντί της προβλεπόμενης, από τον Πολεοδομικό κανονισμό, μεθόδου εμβαδομέτρησης, που απαιτεί απόλυτη ευθεία με μηδενική υψομετρική απόκλιση. Στις δίκες, εξάλλου, που έγιναν με κατηγορούμενο το δεύτερο εναγόμενο-εφεσίβλητο για αγροτική φθορά, (μετά τις προαναφερθείσες μηνύσεις), αυτός δεν ισχυρίστηκε ότι το επίδικο ανήκε στον υιό του, (πράγμα φυσικό, αφού ακόμη τότε ο πρώτος εναγόμενος-εφεσίβλητος δεν είχε προβεί στην αγορά του επιδίκου), αλλά ούτε επικαλέστηκε ότι μίσθωνε το επίδικο από το Σ. Δ., όπως ασφαλώς θα έπραττε, αν ο ισχυρισμός αυτός των εφεσιβλήτων-εναγομένων ήταν αληθινός, αλλά ούτε καν επικαλέστηκε ότι αυτό δεν ανήκε στον Κ. Λ. ή τη σύζυγό του και ότι ανήκε σε τρίτο πρόσωπο το Σ. Δ., προφανώς διότι η παραπάνω αγοραπωλησία δεν του ήταν τότε γνωστή, δεδομένου και του ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο Σ. Δ.ς δεν ήταν πρόσωπο που είχε καταστήσει εμφανή την παρουσία του στην περιοχή και πρώτη φορά το 2003 ο δεύτερος εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι το επίδικο ανήκει στον υιό του σε δίκη στην οποία αυτός ήταν κατηγορούμενος για αγροτική φθορά, που προκάλεσε με τα ζώα του σε ακίνητο στη θέση ... κατόπιν της με ΑΒΜ55\2003 μήνυσης που Δ. Τ., ο οποίος είχε προσυμφωνήσει με την Ε. Λ. να αγοράσει το επίδικο και ενεργούσε ως αντιπρόσωπος στη νομή της. Στη δίκη αυτή ο αδελφός του πρώτου εναγομένου-εφεσιβλήτου Α. Π. κατέθεσε, (η κατάθεσή του αυτή περιλαμβάνεται στην υπ' αριθ. 3303/2003 απόφαση του Πταισματοδικείου Ρεθύμνου), "ότι το 1997 μας κατήγγειλε ο Τ. για το χωράφι του Δ." από την παραπάνω κατάθεση επιβεβαιώνεται η κρίση του δικαστηρίου ότι οι παραπάνω αναφερόμενες πράξεις νομής αφορούσαν το επίδικο, στ) Το 1985 ο Κ. Λ. διάνοιξε δρόμο μέσα στο επίδικο, ο οποίος, δρόμος, το 2003 επεκτάθηκε μέχρι το κτήμα του όμορου Ρ., η διάνοιξη του δρόμου κατά την επέκταση του έγινε με αλυσιδοφόρο μηχάνημα κατόπιν εντολής της πρώτης ενάγουσας-εκκαλούσας, που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της δικαιοπαρόχου της Ε. Λ., ενόψει της μεταξύ τους προσυμφωνημένης αγοράς του επιδίκου, ζ) το 1995 και το 2001 η δικαιοπάροχος των εκκαλούντων προέβη σε τοπογράφησή του, στην τοπογράφηση μάλιστα του 2001 ο τοπογράφος Α. Γ. πραγματοποίησε τέσσερις επισκέψεις στο επίδικο για τις απαραίτητες μετρήσεις, η) Στις 28.4.1994 υπέβαλε στη Δ\νση Δασών της Νομαρχίας Ρεθύμνης αίτηση αποχαρακτηρισμού του επιδίκου, το 2003 έγινε αυτοψία στο επίδικο, ακολούθησε ο αποχαρακτηρισμός, που δημοσιεύτηκε σε δύο τοπικές εφημερίδες στις 19.9.2003 και αναρτήθηκε για δύο μήνες στον πίνακα ανακοινώσεων του Δήμου Μυλοποτάμου, χωρίς να υποβληθεί ένσταση από κανένα. Πολλές από τις παραπάνω πράξεις νομής έγιναν από τον Κ. Λ. για λογαριασμό όμως της συζύγου του, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι στη δήλωση Ε9 του έτους 1997, στην οποία αυτός περιέλαβε το επίδικο, αναφέρει ότι αυτό είναι ιδιοκτησία της συζύγου του, όπερ δεν θα έπραττε αν το νεμόταν για τον εαυτό του, και από το έτος 2001 πράξεις νομής επί του επιδίκου, διενεργεί και ο Δ. Τ., σύζυγος της πρώτης εκκαλούσας και πατέρας των λοιπών, με τη συναίνεση της Ε. Λ., ενόψει της προηγηθείσης συμφωνίας τους για μεταβίβαση του επιδίκου σε αυτόν ή σε μέλη της οικογένειας του, όπως και έγινε στη συνέχεια. Αντίθετα δεν αποδείχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος των εναγομένων-εφεσιβλήτων Σ. Δ. άσκησε οποιαδήποτε πράξη νομής επί του επιδίκου, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, αγόρασε τα δύο όμορα ακίνητα προκειμένου να τα υποθηκεύσει, όπως και έπραξε, για να λάβει δάνεια από τράπεζες και να χρηματοδοτήσει τις επιχειρήσεις του. Η σύσταση όμως υποθηκών δεν συνιστά πράξεις νομής. Ο ισχυρισμός εξάλλου των εναγομένων-εφεσιβλήτων ότι μίσθωναν τα επίδικα από το δικαιοπάροχο τους είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού, αποδείχθηκε ότι αυτοί είτε το μίσθωναν από τον Κ. Λ., είτε εισέρχονταν αυθαίρετα σε αυτό για να βοσκήσουν τα ζώα τους. Έτσι, λοιπόν, από το 1981 η δικαιοπάροχος των εναγόντων-εκκαλούντων ασκούσε τη φυσική εξουσία του επιδίκου με διάνοια κυρίας και συνέχισε να έχει τη νομή του επιδίκου αδιατάρακτα μέχρι το 2004, έτσι έγινε κυρία του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, ήδη από το 2001 (1981-2001). Επομένως οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι δεν έγιναν κύριοι του επιδίκου με τα προαναφερθέντα συμβόλαια, αφού απέκτησαν από μη κύριο, το Σ. Δ., του οποίου η κυριότητα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, καταλύθηκε από το 2001 με έκτακτη χρησικτησία από τη δικαιοπάροχο των εκκαλούντων. Στις 18.2.2004 η Ε. Λ. μεταβίβασε το επίδικο στους εκκαλούντες δυνάμει του παραπάνω αναφερόμενου υπ' αριθ. ...\18.2.2004 συμβολαίου κατά ποσοστό 3\6 εξ αδιαιρέτου στην πρώτη εξ αυτών, και από 1\6 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο των λοιπών εκκαλούντων και επομένως αυτοί έγιναν με παράγωγο τρόπο συγκύριοι του επιδίκου κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι η ένδικη - από 30.6.2004 - αναγνωριστική συγκυριότητας ακινήτου αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγόντων είναι βάσιμη κατ'ουσίαν και πρέπει να γίνει δεκτή. Ακολούθως, δέχτηκε την έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, και, αφού εξαφάνισε την εν λόγω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και κράτησε και δίκασε την υπόθεση, δέχτηκε, εν τέλει, ως βάσιμη και κατ'ουσίαν την αγωγή και αναγνώρισε τους ήδη αναιρεσιβλήτους ενάγοντες συγκυρίους, κατά ποσοστό 3/6 εξ αδιαιρέτου την πρώτη απ'αυτούς και κατά ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου καθένα των λοιπών του επίδικου ακινήτου. Με εκείνα που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς την άσκηση νομής στο επίδικο ακίνητο από μέρους της δικαιοπαρόχου των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγόντων κατά το χρονικό διάστημα 1981 - 2004 και την απόκτηση, έτσι, από αυτή κυριότητας στο επίδικο με έκτακτη χρησικτησία - και εν τέλει από τους ήδη αναιρεσιβλήτους ενάγοντες συγκυριότητας σ'αυτό (επίδικο) με τον προεκτεθέντα νόμιμο παράγωγο τρόπο, ο οποίος και αποτελούσε τη βάση της ένδικης αγωγής- που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου πιο πάνω διατάξεων - των άρθρων 1045 και 1046 ΑΚ - που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, γι'αυτό και ο ερευνώμενος αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Η περιλαμβανόμενη στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση, επίσης από το άρθρο 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, ότι "οι ισχυρισμοί των αντιδίκων (ήδη αναιρεσιβλήτων εναγόντων) ως προς το αντικείμενο της αγωγής (ταυτότητα - προσδιορισμός του επιδίκου εκτός της μείζονος εκτάσεως - όρια κ.λπ) είναι αόριστοι και κατά ταύτα ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως και παρά ταυτά - το Εφετείο - όλως αντιφατικώς δεν κηρύσσει απαράδεκτο της ενδίκου αγωγής", είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον ο από το άρθρο 559 αριθ.19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης παρέχεται όταν η αντιφατικότητα των αιτιολογιών αποδίδεται στην επί της ουσίας κρίση του και όχι - όπως εδώ συμβαίνει - στο δικονομικό ζήτημα αοριστίας της αγωγής.
ΙΙΙ). Από τα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη απόδειξης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τ' αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων τα έγγραφα και οι ένορκες βεβαιώσεις που προσάγονται είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Δεν είναι πάντως αναγκαίο να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από τ' αποδεικτικά μέσα. Η παράβαση της ανωτέρω υποχρέωσης του δικαστηρίου της ουσίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Ειδικότερα για τις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες κατά το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, πρέπει να γίνεται μνεία στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, χωρίς να είναι αναγκαία η χωριστή μνημόνευση της κάθε μιας από αυτές, πλην του ότι γι' αυτές τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Όσον αφορά τις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες έχουν ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης, πριν από την άσκηση της αγωγής και προσκομίζονται με επίκληση κατά τη συζήτηση της, δεν αποτελούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, ώστε να απαιτείται ειδική μνεία αυτών στην απόφαση, αλλά αποτελούν απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον βέβαια, δεν λήφθηκαν για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα στη συγκεκριμένη δίκη. Στην περίπτωση αυτή αρκεί να βεβαιώνεται από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, ώστε να μη καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το έγγραφο αυτό της ένορκης βεβαίωσης (Α.Π 338/2007, Α.Π. 1379/2006, Α.Π. 75/2007). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αίτησης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του αριθμού 11 περ.γ'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα περί ουσιαστικής βασιμότητας της ένδικης αγωγής, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, α)την από 17.10.2003 και με αριθμό κατάθεσης 1983 ΠΤ/163/2003 αγωγή των αναιρεσιβλήτων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκαν, ενόψει της συζήτησης της ένδικης νέας αγωγής τους, στην οποία - σε αντίθεση με τη νέα αγωγή τους - "ομολογούν" ότι το επίδικο ακίνητο "συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία Σ. Δ....", και β)την υπ'αριθ./21.1.2004 ένορκη βεβαίωση του Ε. Δ./υιού του δικαιοπαρόχου του β'των αναιρεσειόντων Σ. Δ., η οποία δόθηκε μετά από προηγούμενη κλήτευση των εναγόντων της άνω υπ'αριθμ.πρωτ.1983/ΠΤ/163/2003 αγωγής για να χρησιμεύσει, επομένως, σε άλλη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων, ήτοι έγγραφα που οι αναιρεσείοντες επικαλέστηκαν με τις προτάσεις τους της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την επισκόπηση του όλου περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασις, όπου μάλιστα υπάρχει η ρητή διαβεβαίωση σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο έλαβε υπόψη και "όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, ειδικώς μνημονευόμενα κατωτέρω ή μη, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι", μεταξύ των οποίων και η άνω υπό στοιχ.β'ένορκη βεβαίωση που είχε ληφθεί νομότυπα, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος και τα παραπάνω έγγραφα που διαλαμβάνονται στον κρινόμενο λόγο της αναίρεσης.
IV. Ο από τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν ελαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, την ένσταση ή την αντέσταση, όχι δε και οι ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική τους βάση και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση αυτής, αποκρουόμενοι με την παραδοχή των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν την αγωγή, την ένσταση ή την αντέσταση (Ολ.ΑΠ 469/1984). Ο λόγος δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο (Ολ.ΑΠ 12/1991). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περ.β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον αυτοτελή ισχυρισμό των αναιρεσειόντων τον οποίο είχαν προβάλει ως υπεράσπιση κατά της έφεσης των αντιδίκων τους αναιρεσιβλήτων, ότι "η εμπράγματι αξίωση που ζητείται η αναγνώρισή της με την ένδικη αγωγή έχει υποπέσει σε εικοσαετή παραγραφή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 247 και 249 ΑΚ", και επομένως, ότι οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν χωρίς να έχουν έννομο συμφέρον την ένδικη αγωγή, η οποία πρέπει γι'αυτό να απορριφθεί. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη τον εν λόγω ισχυρισμό και τον απέρριψε εκ του πράγματος ως ουσιαστικά αβάσιμο, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν.
V. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια κρίση για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί, στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των εξής εγγράφων: α)του με ημερομηνία 28.3.1981 μισθωτηρίου που καταρτίσθηκε μεταξύ του Κ. Λ. και του πρώτου αναιρεσείοντος, β)της με ημερομηνία 22.3.1981 βεβαίωσης αγροτικού πταίσματος σε βάρος του πρώτου αναιρεσείοντος και γ)του με ημερομηνία 5.11.1989 ενοικιαστηρίου που φέρεται να καταρτίσθηκε μεταξύ του Κ. Λ. και του πρώτου αναιρεσείοντος, με το να δεχθεί 1)ως προς το υπό στοιχείο (α) έγγραφο (μισθωτήριο) ότι συνεβλήθη ο Κ. Λ. για λογαριασμό της συζύγου του Ε. Λ., ενώ από το περιεχόμενό του και μάλιστα τη γραμματική διατύπωσή του προκύπτει, ότι συνεβλήθει για λογαριασμό του και δη ως κύριος του αναφερόμενου ακινήτου και, επίσης, ότι με το ίδιο - υπό στοιχείο (α) - έγγραφο εκμισθώθηκε στον πρώτο αναιρεσείοντα το επίδικο ακίνητο, ενώ από το περιεχόμενό του δεν προκύπτει η ταυτότητά του, και ζ)ως προς το υπό στοιχείο (γ) έγγραφο, ότι συνεβλήθη ο Κ. Λ. για λογαριασμό της συζύγου του Ε. Μ., ενώ από το περιεχόμενό του δεν προκύπτει ότι ενήργησε για λογαριασμό του και δη ως κύριος του αναφερόμενου ακινήτου και, επίσης, ότι με το ίδιο - υπο στοιχείο (γ)- έγγραφο εκμισθώθηκε στον πρώτο αναιρεσείοντα το επίδικο, ενώ από το περιεχόμενό του δεν προκύπτει η μίσθωση αυτή να αφορά το επίδικο ακίνητο. Ο αναιρετικός αυτός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφόσον το Εφετείο στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή στις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, στην υπ'αριθ.11/14.6.2006 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα πολιτικού μηχανικού Μ. Κ., που διορίστηκε με την υπ' αριθμ.62/05 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με τις διασαφήσεις του ορισθέντος πραγματογνώμονος και των διαδίκων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά, στην υπ'αριθμ.7663/19.9.2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Αναστασίας Δρανδάκη και σε όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκόμισαν νόμιμα με επίκληση - μεταξύ των οποίων είναι και η δήλωση Ε9 του έτους 1997 του Κ. Λ., για την οποία υπάρχει στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδική μνεία, ότι από αυτήν προκύπτει, ότι "πολλές από τις παραπάνω πράξεις νομής έγιναν από τον ίδιο τον Κ. Λ. για λογαριασμό, όμως, της συζύγου του (Ε. Λ.) - και όχι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στα προμνημονευόμενα έγγραφα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12.10.2012 αίτηση των 1)Κ. Π. του Ε. και της Χ. κ.α. για αναίρεση της 42/2012 απόφαση του Εφετείου Κρήτης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή