Θέμα
Δημόσιο , Χρησικτησία, Κυριότητα.
Περίληψη:
Μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου του ελληνικού δημοσίου στον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων (Ο.Σ.Κ.) βάσει του άρθρου 13 του ν.δ. 4247/1962. Απαιτείται μεταγραφή της πράξεως αποδοχής της δωρεάς από τον Ο.Σ.Κ. χωρίς την οποία δεν επέρχεται η μεταβίβαση. Προϋποθέσεις αποκτήσεως κυριότητας ακινήτου που ανήκει στο δημόσιο με χρησικτησία βάσει του άρθρου 4 του ν. 3127/2003. Πρέπει ο χρησιδεσπόζων να μην ευρίσκεται σε κακή πίστη κατά τον χρόνο απαιτήσεως της νομής. Αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 1,8 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., αβάσιμοι (Επικυρώνει Εφ. Θεσσ. 731/2012).
Αριθμός 918/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ν. Π. του Α., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κοκκονό.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ Α.Ε." που εκπροσωπείται νόμιμα από την οιονεί καθολική της διάδοχο ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΚΤΗΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ειρήνη Μπακράτση και 2) Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Γεώργιο Βαμβακίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με: α)την από 13/6/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, β)την από 13/12/2007 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση της 1ης ήδη αναιρεσίβλητης και 3)την από 18/3/2008 κύρια παρέμβαση του 2ου ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Έδεσσας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 137/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 73/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12/12/2012 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 5/12/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της 1ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. δ. 4247/1962 "Περί ιδρύσεως Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων" ορίζεται στην παρ. 1 ότι "Ιδρύεται αυτόνομος οργανισμός υπό την επωνυμίαν "Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων" (Ο.Σ.Κ.), έδραν έχων τας Αθήνας και αποτελών νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου", και στην παρ. 2 ότι "Ο Οργανισμός ούτος τελεί υπό την εποπτείαν του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων". Περαιτέρω, στις διατάξεις του άρθρου 13 του ίδιου ως άνω ν. δ/τος ορίζεται στην παρ. 1 ότι "ο Οργανισμός προβαίνει εις την ανοικοδόμησιν σχολικών κτιρίων, εφ' όσον έχουσι παραχωρηθή αυτώ δωρεάν παρά του Δημοσίου, των οικείων Δήμων ή Κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων οι κατάλληλοι χώροι. Δια την τοιαύτην παραχώρησιν ουδείς φόρος ή τέλος ή εισφορά τις καταβάλλεται. Η παραχώρησις των χώρων του μεν δημοσίου συντελείται δι' αποφάσεως του οικείου Υπουργού, αναγνωριζομένης απολύτου προτεραιότητος εις την κάλυψιν σχολικών αναγκών, των Νομικών Προσώπων δι' αποφάσεως των οικείων οργάνων Διοικήσεως, χωρίς να απαιτήται εις πάσαν περίπτωσιν προηγουμένη γνώμη οιουδήποτε ετέρου οργάνου ή εγκριτική των εν λόγω αποφάσεων πράξις, των δε Δήμων και Κοινοτήτων δι' αποφάσεως των Δημοτικών ή Κοινοτικών Συμβουλίων κυρουμένων δια πράξεως του οικείου Νομάρχου. Η πράξις αποδοχής εν η σημειούνται άπαντα τα γνωρίσματα του παραχωρουμένου κτήματος, αποτελεί νόμιμον τίτλον μεταγραπτέον υπέρ του Οργανισμού". Με το άρθρο 20 παρ. 1 του α.ν. 627/1968 καταργήθηκε το ν. δ. 4247/1962, πλην των προβλεπομένων απαλλαγών τελών και χαρτοσήμου, και μεταβλήθηκε η προαναφερθείσα διαδικασία του άρθρου 13, ενώ με τις διατάξεις του π.δ/τος 414/1998 ο Ο.Σ.Κ. μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Ο.Σ.Κ.". Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1033, 1192 και 1198 ΑΚ, οι εμπράγματες δικαιοπραξίες υποβάλλονται σε μεταγραφή, χωρίς την οποία δε συντελείται η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου (ΑΠ 643/03, ΑΠ 942/00). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι προκειμένου να γίνει μεταβίβαση της κυριότητας οικοπέδου λόγω παραχώρησης, με δωρεά, από το Ελληνικό Δημόσιο, με απόφαση του αρμοδίου υπουργού, ως δωρητή, ή ν. π.δ.δ., με απόφαση του οργάνου διοίκησής του ή με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου εγκεκριμένη από τη Νομαρχία, προς τον Ο.Σ.Κ. απαιτούνταν, υπό το καθεστώς ισχύος του ν.δ. 4247/1962, μεταγραφή της πράξης αποδοχής της δωρεάς από το ν. π.δ.δ. με την επωνυμία "Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων", χωρίς την οποία (μεταγραφή) δεν γινόταν η μεταβίβαση. Εξάλλου ο κατά το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας εφαρμόζει κανόνα, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ή (και) όταν δεν εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει των ίδιων παραδοχών, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι με το υπ' αριθμ. .../10-7-1958 συμβόλαιο διανομής ακινήτων του συμβολαιογράφου Εδέσσης Λουκά Κόκκαλη που μεταγράφηκε νόμιμα περιήλθε στην κυριότητα του δεύτερου αναιρεσιβλήτου Ελληνικού δημοσίου μεταξύ των άλλων και το αναφερόμενο οικόπεδο, εμβαδού 1168,50 τ.μ., που βρίσκεται στην πόλη της Έδεσσας και το οποίο καταγράφηκε στα βιβλία δημοσίων κτημάτων με αριθμό ΒΚ 1317, αποτελώντας έκτοτε το ταυτάριθμο δημόσιο κτήμα, ότι με την υπ' αριθμ. Ε/11219/2446/22-8-1963 απόφαση του Γενικού Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών, με εντολή του Υπουργού, εγκρίθηκε η παραχώρηση του ανωτέρω δημοσίου κτήματος, τμήμα του οποίου αποτελεί η επίδικη έκταση, εμβαδού 385,50 τ.μ., στον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων (Ο.Σ.Κ.), για την ανέγερση του 4ου Νηπιαγωγείου Εδέσσης, και παραγγέλθηκε η σύνταξη πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής και η καταχώρηση στο βιβλίο καταγραφής της δωρεάν παραχώρησης, ότι συντάχθηκε μετά ταύτα το από 7-10-1963 πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής του ακινήτου (Α.Β.Κ. 1317 οικόπεδο), μετά των επ' αυτού κτισμάτων, για την ανέγερση του ανωτέρω νηπιαγωγείου (η οποία ουδέποτε πραγματοποιήθηκε), ενώ καταχωρήθηκε η δωρεάν παραχώρηση στο βιβλίο καταγραφής του Ελληνικού δημοσίου, και ότι όμως, δέχεται το Εφετείο, η κυριότητα του παραχωρηθέντος παρέμεινε στο Ελληνικό δημόσιο, επειδή δεν μεταγράφηκε ποτέ, μέχρι σήμερα, πράξη αποδοχής της δωρεάς από τη διοίκηση του Ο.Σ.Κ., η οποία ήταν απαραίτητη κατά τον κρίσιμο χρόνο της παραχώρησης για τη μεταβίβαση της κυριότητας από το Ελληνικό δημόσιο προς τον Ο.Σ.Κ. σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 του ν. δ. 4247/1962. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο δέχθηκε την ένδικη κυρία παρέμβαση του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού δημοσίου κατά των αρχικών διαδίκων και ήδη αναιρεσείουσας και πρώτου αναιρεσιβλήτου Ο.Σ.Κ., ενάγουσας και εναγομένου, αντίστοιχα, και αναγνώρισε το αναιρεσίβλητο - κυρίως παρεμβαίνον κύριο του ανωτέρω ακινήτου, εμβαδού 385,50 τ.μ., ως τμήματος του προρρηθέντος υπ' αριθμ. Β.Κ. 1317 δημόσιου κτήματος, απορρίπτοντας και τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι το επίδικο ανήκε στην κυριότητα του Ο.Σ.Κ. (ένσταση εκ δικαιώματος τρίτου). Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο και σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, το δικαστήριο δεν παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, τις προμνησθείσες διατάξεις των άρθρων 13 του ν.δ. 4247/1962 και 1033, 1192 και 1198 του ΑΚ, κατά τις οποίες ήταν αναγκαία η μεταγραφή της σχετικής, ως ανωτέρω, αποδοχής της δωρεάς εκ μέρους των οργάνων του Ο.Σ.Κ. για τη συντέλεση της επικαλούμενης μεταβίβασης του δωρηθέντος ακινήτου στον Οργανισμό, όπως ορθώς δέχθηκε το Εφετείο, και τα αντίθετα που υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον πρώτο, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς της είναι αβάσιμα.
ΙΙ. Στο άρθρο 4 του ν. 3127/2003, που αφορά τροποποίηση και συμπλήρωση των ν. 2308/1995 και 2664/1998 για την κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο, ορίζονται τα εξής: "παρ. 1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέρα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στον χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α' και β' προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του Α.Κ. παρ. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000 τ.μ. μόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 32.12.2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος συντελεστή δόμησης την περιοχή". Έτσι, από τις άνω διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 1042 ΑΚ, προκύπτει ότι για να αποκτήσει κάποιος κυριότητα σε ακίνητο του δημοσίου με έκτακτη χρησικτησία απαιτούνται αδιατάρακτη νομή επί 30 έτη του πράγματος και καλή πίστη που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή. Ειδικότερα, ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει όταν ο χρησιδεσπόζων, έστω και αν γνωρίζει ότι το ακίνητο ανήκει στην κυριότητα τρίτου, όμως, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει, κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα (ΑΠ 863/11, ΑΠ 1267/10). Εξάλλου ο κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη προταθέντα ουσιώδη ισχυρισμό δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απορρίπτει για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, ο δε κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: "Στην ανωτέρω επίδικη έκταση, και σε παλαιό κτίσμα μέσα σ' αυτήν, περί το έτος 1947, εγκαταστάθηκε ο Α. Π.. Στο παλαιό κτίσμα αυτής κατοίκησε με την οικογένειά του, μέχρι το έτος 1985, οπότε παρέδωσε αυτό στην θυγατέρα του Μ. Π., καθ' ης η κύρια παρέμβαση και ήδη εκκαλούσα. Κατά το χρόνο της εγκατάστασης του Α. Π., η επίδικη έκταση ανήκε στη συγκυριότητα του Α. Τ. Ρ. και του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τον προαναφερθέντα τρόπο και κατά τα ανωτέρω για καθένα ιδανικά μερίδια (...). Ο προαναφερθείς Α. Π. γνωρίζοντας ότι η επίδικη έκταση και το κτίσμα αυτής ανήκε στη συγκυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και του Α. Τ. Ρ. κατέλαβε αυτήν, και τελούσε εν γνώσει του ότι δεν έγινε κύριος αυτής, έναντι του συγκυρίου Ελληνικού Δημοσίου, αλλά ούτε και μετά την από 10.7.1958 έναντι του κυρίου Ελληνικού Δημοσίου, δεδομένου ότι ούτε έναντι του προαναφερθέντος συγκυρίου Α. Ρ. μέχρι την από 10.7.1958 μεταγραφή της πράξης διανομής είχε αποκτήσει οποιοδήποτε δικαίωμα κυριότητας. Αντίθετα, ο Α. Π. γνώριζε ότι η επίδικη έκταση ανήκε στην συγκυριότητα του Α. Ρ. και του Ελληνικού Δημοσίου (...). Γνωρίζοντας ότι η επίδικη έκταση ανήκε στη συγκυριότητα του κυρίως παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου και του Α. Ρ., και, μετά την ως άνω μεταγραφή της πράξης διανομής, στην αποκλειστική κυριότητα του κυρίως παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου, ο Α. Π. προέβη κατά τη διάρκεια κατοχής αυτής σε επισκευή του παλαιού κτίσματος και συγκεκριμένα των τοίχων αυτού, της οροφής των δωματίων, και της στέγης, ενώ κατασκεύασε τουαλέτα και μπάνιο. Σε κάθε περίπτωση, ο Α. Π. από βαριά του αμέλεια πίστευε, κατά το χρόνο κτήσης της κατοχής, όπως αναλύεται παραπάνω, ότι είχε καταστεί συγκύριος με τον Α. Ρ. και, μετά την ανωτέρω μεταγραφή, αποκλειστικός κύριος της επίδικης έκτασης. Αβάσιμα, η καθ' ης η κύρια παρέμβαση ισχυρίστηκε ότι ο δικαιοπάροχός της, Α. Π., εγκαταστάθηκε από την Κοινωνική Πρόνοια στην ανωτέρω παλαιά κατοικία. Αυτή δε διαχειρίζονταν από την υπηρεσία της Κοινωνικής Πρόνοιας Έδεσσας ούτε από το Υπουργείο Γεωργίας. Η επίδικη έκταση, με την επ' αυτής οικία, ανήκε στη διαχείριση του Υπουργείου Οικονομικών. Με τη με αριθμ. Ε 14817/30.11.1951 Διαταγή της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών, παραχωρήθηκε, κατά χρήση, το όλο Β.Κ. 1317 οικόπεδο, έκτασης 1.168,50 τ.μ., για να χρησιμοποιηθεί ως φυλακές Έδεσσας από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, πλην όμως ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε απ' αυτό. Επειδή ο Α. Π. αυθαίρετα κατείχε την επίδικη έκταση με το επ' αυτού κτίσμα, μετά το με αριθμ. 45/7.4.1960 πρωτόκολλο γνωμοδότησης της αρμόδιας επιτροπής, εκδόθηκαν από το κυρίως παρεμβαίνον, και, ειδικότερα, από την αρμόδια Οικονομική Εφορία Έδεσσας, οι από 1.6.1960 δύο καταστάσεις βεβαίωσης μισθωμάτων αστικού κτήματος της Διεύθυνσης Δημοσίων Κτημάτων, για την επίδικη έκταση, συνολικού ποσού 3.240 δρχ., τέλος χαρτοσήμου (3%) 97,50 δρχ., για το χρονικό διάστημα από 1.1.1958 μέχρι 31.12.1958, και συνολικού ποσού 3.360 δρχ., τέλος χαρτοσήμου (3%) 101 δρχ., για το χρονικό διάστημα από 1.1.1959 μέχρι 31.12.1959. Ο Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων, με το με αριθμ. 2114/15.6.1963 έγγραφό του, ζήτησε την παραχώρηση του Β.Κ. 1317 για την ανέγερση του Νηπιαγωγείου Έδεσσας. Όπως προαναφέρθηκε, με τη με αριθμ. πρωτ. Ε/11219/2446/22.8.1963 απόφαση του Γενικού Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών, με εντολή Υπουργού, εγκρίθηκε η παραχώρηση του Β.Κ. 1317, τμήμα του οποίου αποτελεί η επίδικη έκταση, προς τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων, για την ανέγερση του 4ου Νηπιαγωγείου Έδεσσας, αφού ανακλήθηκε η προαναφερθείσα με αριθμ. Ε 14817/30.11.1951 Δ/γή για παραχώρηση της χρήσης στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, λόγω της παραπάνω μη χρησιμοποίησης απ' αυτό. Επίσης, παραγγέλθηκε η σύνταξη πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής και η καταχώρηση στο βιβλίο καταγραφής της σημείωσης της δωρεάν παραχώρησης. Συντάχθηκε το από 7.10.1963 πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής του με αριθμ. Β.Κ. 1317 οικοπέδου, εμβαδού 1.168,50 τ.μ., με τα επ' αυτού κτίσματα, για την ανέγερση του κτιρίου του 4ου Νηπιαγωγείου Έδεσσας, ενώ καταχωρήθηκε η δωρεάν παραχώρηση στο βιβλίο καταγραφής του Ελληνικού Δημοσίου. Όπως προαναφέρθηκε, η κυριότητα του ανωτέρω Β.Κ. 1317 παρέμεινε στο κυρίως παρεμβαίνον, Ελληνικό Δημόσιο, επειδή δε μεταγράφηκε στο βιβλίο μεταγραφών του οικείου Υποθηκοφυλακείου η πράξη αποδοχής από τη διοίκηση του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, η οποία, κατά τον κρίσιμο χρόνο παραχώρησης, απαιτούνταν από τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 1 του ν. 4247/1962, για τη μεταβίβαση της κυριότητας από το Ελληνικό Δημόσιο προς τον Ο.Σ.Κ., ούτε μέχρι σήμερα έλαβε χώρα οιαδήποτε μεταγραφή. Η επίδικη έκταση κατέχονταν αυθαίρετα από τον Α. Π.. Για το λόγο αυτό εκδόθηκε το με αριθμ. 95/21.11.1984 πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης του Οικονομικού Εφόρου Έδεσσας, με το οποίο καθορίστηκε σε βάρος του Α. Π. ως αποζημίωση αυθαίρετης χρήσης, για το χρονικό διάστημα από 1.1.1979 μέχρι 31.12.1983, το συνολικό ποσό των 72.000 δρχ.. Το παραπάνω πρωτόκολλο αποζημίωσης επιδόθηκε στις 22.11.1984 στον Α. Π.. Ο τελευταίος, αυθημερόν, προσήλθε προς συμβιβασμό και συντάχθηκε η από 22.11.1984 πράξη συμβιβασμού της αποζημίωσης στο ποσό των 60.000 δρχ. και βεβαιώθηκε, στις 20.2.1985, σε βάρος του Α. Π. το ποσό των 62.160 δρχ., από το οποίο το ποσό των 1.800 δρχ. αφορούσε το χαρτόσημο και το ποσό των 360 δρχ. αφορούσε κρατήσεις υπέρ ΟΓΑ (20% του χαρτοσήμου). Το έτος 1985 ο Α. Π. παραχώρησε την κατοχή της επίδικης έκτασης με το επ' αυτής κτίσμα στη θυγατέρα του, Μ. Π., η οποία εξακολούθησε να κατέχει αυτήν, να κατοικεί στο κτίσμα της οικίας, και να συντηρεί αυτό. Κατά το χρόνο κτήσης της φυσικής εξουσίας της επίδικης έκτασης, η κυρίως παρεμβαίνουσα, Μ. Π., γνώριζε ότι κύριος αυτής και του κτίσματος της οικίας ήταν το κυρίως παρεμβαίνον, στο οποίο ανήκε και το υπόλοιπο τμήμα του Β.Κ. 1317, και σε κάθε περίπτωση από βαριά της αμέλεια πίστευε ότι έγινε κυρία αυτή. Συγκεκριμένα, η καθ' ης η κύρια παρέμβαση γνώριζε ότι ο πατέρας της δεν ήταν κύριος και σε κάθε περίπτωση ότι από βαριά του αμέλεια πίστευε ότι έγινε κύριος, γνώριζε ότι αυθαίρετα κατείχε την επίδικη έκταση ο πατέρας της, ότι ο τελευταίος αναγνώρισε την κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ότι εκδόθηκαν σε βάρος του πατέρα της πρωτόκολλα αποζημίωσης και ότι αυτός συμβλήθηκε στην παραπάνω πράξη συμβιβασμού του ποσού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης. Ο ισχυρισμός της καθ' ης η κύρια παρέμβαση ότι ουδέποτε κατέβαλε ή ίδια ή ο δικαιοπάροχός της αποζημίωση αυθαίρετης χρήσης δεν αναιρούν αυτήν τούτη την αυθαίρετη χρήση της επίδικης έκτασης και την κακή πίστη τόσο της ίδιας όσο και του δικαιοπάροχου αυτής. Εξάλλου, η καθ' ης η κύρια παρέμβαση, με την από 7.3.2002 αίτησή της, προς την Κτηματική Υπηρεσία Ν. Πέλλας, με την οποία ζήτησε την άδεια κατεδάφισης, επειδή κρίθηκε επικίνδυνα ετοιμόρροπο, κτίσματος που εφάπτεται της κατοικίας στην οποία διέμενε, ανέφερε ότι η κατοικία ανήκε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Τόσο η Μ. Π., όσο και ο πατέρας της, Α. Π., κατά το χρόνο κτήσης της φυσικής εξουσίας της επίδικης έκτασης και του επ' αυτής κτίσματος οικίας, τελούσαν σε κακή πίστη, όπως λεπτομερώς αναλύεται παραπάνω. Σε κάθε περίπτωση, τόσο η Μ. Π. όσο και ο Α. Π., κατά τον αυτό παραπάνω χρόνο κτήσης της φυσικής εξουσίας, από βαριά αμέλεια είχε την πεποίθηση ότι είχαν αποκτήσει την κυριότητα.
Συνεπώς, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού του κυρίως παρεμβαίνοντος, που πρότεινε με τις προτάσεις του που κατέθεσε πριν από την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αποδείχθηκε κακή πίστη της τόσο της καθ' ης η κυρία παρέμβαση, Μ. Π., κατά το χρόνο κτήσης της φυσικής εξουσίας στην επίδικη έκταση και το επ' αυτής κτίσμα οικίας, όσο και του δικαιοπαρόχου αυτής, Α. Π., το χρόνο του οποίου προσμετρά για το συνυπολογισμό της τριακονταετούς, μέχρι την 19.3.2003, καλόπιστης νομής επί της επίδικης έκτασης της καθ' ης η κύρια παρέμβαση. Επομένως, δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις κτήσης κυριότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 β' και 2 του ν. 3127/2003 και πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη η ένσταση ιδίας κυριότητας, θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 β' και 2 του ν. 3127/2003 που πρότεινε η καθ' ης η κυρία παρέμβαση Μ. Π. και να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβαση". Τα αναφερόμενα ως ανωτέρω περιστατικά που συγκροτούν την κακή πίστη του δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας κατά την απόκτηση της νομής του επιδίκου, την οποία (κακή πίστη) δέχεται το Εφετείο, ως πράγματα που ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, τα είχε προτείνει σαφώς το αναιρεσίβλητο Ελληνικό δημόσιο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως τούτο προκύπτει από τις ενώπιον του δικαστηρίου εκείνου νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του δημοσίου, σε συνδυασμό με την επίσης νομίμως κατατεθείσα προσθήκη-αντίκρουση του ιδίου, ως αντένσταση στην προρρηθείσα ένσταση ιδίας κυριότητας που είχε προτείνει η αναιρεσείουσα-καθ' ης η κυρία παρέμβαση με τις προτάσεις της στο ίδιο δικαστήριο. Επομένως το Εφετείο, λαμβάνοντας υπ' όψη τα περιστατικά αυτά και την κακή πίστη του δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας που είχε επικαλεστεί το αναιρεσίβλητο, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ, της παρά τον νόμο λήψεως υπόψη ουσιωδών πραγμάτων που δεν προτάθηκαν, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον δεύτερο, από την ανωτέρω διάταξη, αλλά και με τον τρίτο, όπως εκτιμάται, από την ίδια διάταξη, λόγους της αιτήσεώς της. Τέλος, υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ανωτέρω κρίσιμο ζήτημα της κακής πίστης του δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας κατά τον χρόνο της απόκτησης της νομής του επιδίκου, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και το διατακτικό της απόφασής του (παραδοχή αντενστάσεως και εντεύθεν κύριας παρέμβασης αναιρεσιβλήτου) και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ρηθεισών ουσιαστικών διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του ν. 3127/2003, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της αιτήσεώς της.
ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 22 ν. 3693/57).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-12-2012 αίτηση της Ν. Π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 73/2012 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ για την πρώτη (Ο.Σ.Κ. ΑΕ) και τριακοσίων (300) ευρώ για το δεύτερο (Eλληνικό Δημόσιο).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 30η Απριλίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ