Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1845 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αρμοδιότητα , Εκδίκαση υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο.




Περίληψη:
Λόγος από αριθ. 6 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Κρίνεται Βάσιμος. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση. Κρατεί και δικάζει την υπόθεση ο Άρειος Πάγος γιατί για δεύτερη φορά αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.




Αριθμός 1845/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Κ. του Π. , κατοίκου ... , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ελευθέριο Γκέλη.
Του αναιρεσίβλητου: Δ. Α. του Γ. , κατοίκου ... που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σφυρή.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/6/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3874/2006 του ιδίου Δικαστηρίου και 6499/2007 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο ήδη αναιρεσείων με την από 28/8/2008 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 2233/2009 του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την 6499/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Το Εφετείο Αθηνών εξέδωσε την 5850/2011 απόφαση, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24/9/2012 αίτηση του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 2/4/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά το άρθρο 581 παρ 2 ΚΠολΔ η υπόθεση στο δικαστήριο της παραπομπής συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Εξ άλλου κατά το άρθρο 524§1 ΚΠολΔ, στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται ο, διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 268, 270§2, 4, 6 κα, 7 και 271 έως 312. Ειδικώς στις περιπτώσεις που δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 528 η κατάθεση των προτάσεων γίνεται έως την έναρξη της συζητήσεως και η κατάθεση της προσθήκης σ' αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση (το εδ.β' προστέθηκε με το άρθρο 8 παρ.3 του ν. 3043/2002). Εξ' άλλου κατά το άρθρο 559 αριθ. 6 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παρά το νόμο και ιδίως παρά τις σχετικές με την επίδοση διατάξεις ο διάδικος δικάστηκε ερήμην. Προφανώς αναίρεση συγχωρείται κατ' άρθρο 559 αριθ. 6 ΚΠολΔ και όταν διάδικος δικάζεται ερήμην παρά το νόμο, λόγω μη προσήκουσας παράστασής του, ενώ αυτός έχει μετάσχει κανονικά στη διαδικασία, υποβάλλοντας εμπροθέσμως προτάσεις δηλ. ανεξαρτήτως του ζητήματος της επίδοσης. Στην προκειμένη περίπτωση με το μοναδικό λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 6 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Εφετείο παρά το νόμο δίκασε ερήμην του αναιρεσείοντα, ο οποίος είχε μετάσχει κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, μετά από παραπομπή της υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο, καταθέτοντας προτάσεις ως την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, στην οποία δεν εφαρμοζόταν η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ. Ο εξεταζόμενος λόγος είναι βάσιμος, αφού όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεων του αναιρεσείοντος ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση της έφεσης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση δηλ. στις 6.10.2011 μετά την αναίρεση της 6499/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών με την 2233/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και την παραπομπή της υπόθεσης στο ίδιο Εφετείο για να/δικάσει την έφεση κατά της 3874/2006 οριστικής απόφασης του Π.Πρ.Αθ. που είχε εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, ο αναιρεσείων κατέθεσε εμπρόθεσμα νέες προτάσεις στις 4.10.2011, όπως προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα και επομένως παρά το νόμο δικάστηκε ερήμην με την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω μη προσήκουσας παράστασής του, αξιώνοντας το Εφετείο παρά το νόμο την κατάθεση των προτάσεων αυτών πριν από 20 ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί. Επειδή κατά το άρθρο 580 παρ 3 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 ν.4139/2013, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση στο τμήμα που ορίζεται από τον κανονισμό και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1,2,3,6 έως 17,19 και 20 του άρθρου 559 μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο που εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο δικαστήριο αν είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές. Αν όμως αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου , δεν γίνεται παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρούμενη απόφαση εκδόθηκε μετά την αναίρεση της 6499/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών με την 2233/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και την παραπομπή της υπόθεσης στο ίδιο Εφετείο για να δικάσει την έφεση κατά της 3874/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και επομένως ο Άρειος Πάγος πρέπει να κρατήσει και να δικάσει την ουσία της υπόθεσης. Επειδή κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό παραχθεί. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει ταυτότητα νομικής αιτίας, δηλαδή διατάξεως νόμου η οποία αποτελεί τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του και ιστορικής αιτίας, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής, επί των οποίων θεμελιώνεται η αγωγή που συγκροτούν το πραγματικό της εφαρμοσθείσας κατά την προηγούμενη δίκη νομικής διατάξεως ήταν αναγκαία κατά νόμο για την κατάφαση ή άρνηση της διαγνωσθείσας έννομης συνέπειας, τα ίδια συγκροτούν το πραγματικό, όλο ή και μέρος της νομικής διάταξης που πρέπει να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη του δικαιώματος που κρίνεται στη νέα δίκη και εκείνης που είχε το δικαίωμα που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Δεδικασμένο παράγεται και από τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί αναγνωριστικής αγωγής, αφού και στην περίπτωση αυτή η απόφαση τέμνει τη διαφορά όπως και στην περίπτωση της καταψηφιστικής αγωγής, η έκταση δε αυτού προσδιορίζεται από το περιεχόμενο του αιτήματος που απευθύνθηκε προς το δικαστήριο. Περαιτέρω το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα, ανεξάρτητα από τη δικονομική θέση αυτών στη δίκη, δηλαδή αν στη μια περίπτωση παρίσταται ως ενάγων και στην άλλη ως εναγόμενος, καθόσον η έννοια της νομικής ταυτότητας των διαδίκων είναι η ύπαρξη και στις δύο δίκες της ιδιότητας του διαδίκου. Στην προκειμένη περίπτωση στην από 24-9-2003 ανταγωγή ο αντενάγων εξέθεσε ότι είναι κύριος του επίδικου τόσο με παράγωγο τρόπο, δυνάμει του νόμιμα μεταγραμμένου με. αριθμό ... /1997 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Μαραθώνα Σταύρου Παπαδογιωργή, αλλά και με πρωτότυπο τρόπο, δηλ. με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, αφού ασκεί επί του επιδίκου τόσο αυτός όσο και οι άμεσοι δικαιοπάροχοι γονείς του, πράξεις νομής με διάνοια κυρίου και με νόμιμο τίτλο πέραν της εικοσαετίας. Ότι κατόπιν πλειστηριασμού που διενεργήθηκε στις 4.11.1998 ενώπιον της, συμβ/φου Αθηνών, Αγγελικής Σούλη, ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, συντάχθηκε η με αριθμό ... /4.11.1998 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης της ως άνω συμβολαιογράφου και κατακυρώθηκε στον αντεναγόμενο το ακίνητο του, αφού αυτός αποδέχτηκε τη δήλωση της υπέρ αυτού πλειοδοτήσασας, ως αντιπροσώπου του και για λογαριασμό του. Β. Α. , με βάση την ... /5.11.1998 συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής και στη συνέχεια αυτός αντεναγόμενος ζήτησε και έλαβε την με αριθμό ... /1998 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, του συμβολαιογράφου Αθηνών Σταμάτη Καταπόδη, την οποία μετέγραφε νόμιμα στο υποθηκοφυλακείο. Ότι ο ως άνω πλειστηριασμός ακυρώθηκε με αμετάκλητη απόφαση και έτσι κατέστη άκυρη η μεταβίβαση του πλειστηριασθέντος ακινήτου του στον αντεναγόμενο. Ειδικότερα εκθέτει ότι ο ως άνω πλειστηριασμός ακυρώθηκε, για το λόγο ότι η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συμβολαιογράφος Αθηνών, Αγγελική Τ. Σούλη, δεν ζήτησε και δεν έλαβε την εγγύηση, όπως απαιτεί ο νόμος παρά των ενδιαφερομένων να πλειοδοτήσουν ως υποψηφίων πλειοδοτών. Και συγκεκριμένα ακυρώθηκε ο ως άνω πλειστηριασμός, επειδή η ως άνω συμβολαιογράφος δέχθηκε τη. συμμετοχή και την πλειοδοσία της Β. Α. , χωρίς, όμως, και την καταβολή της νομίμως προβλεπομένης εγγυήσεως. Ότι ο εναγόμενος, που πριν από τον πλειστηριασμό κατείχε το ακίνητο του, δυνάμει μισθωτικής σχέσης η οποία μετά τον πλειστηριασμό, αποσβέστηκε, λόγω της σύγχυσης στο πρόσωπο του της ιδιότητας του εκμισθωτού-μισθωτού, και αναβίωσε μετά την ακύρωση του πλειστηριασμού, δεν κατέβαλε τα μισθώματα και για το λόγο αυτό κατήγγειλε τη μίσθωση και ζήτησε με αγωγή την απόδοση του μισθίου ακινήτου. Αυτός όμως αντιποιείται τη νομή του και αρνείται να του το αποδώσει. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά ο αντενάγων ζητούσε ν' αναγνωριστεί κύριος του επιδίκου ακινήτου και να υποχρεωθεί ο αντεναγόμενος που στην παρούσα δίκη είναι αναιρεσίβλητος να του το αποδώσει. Περαιτέρω, στην από 15-7-2004 επικουρικά και παραδεκτά ασκούμενη δεύτερη ανταγωγή του (άρθρ. 219 ΚΠολΔ), ο αντενάγων, επικαλούμενος τα ίδια πραγματικά περιστατικά και επί. πλέον ότι ο αντεναγόμενος, μετά την ακύρωση του πλειστηριασμού κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος, αφού έληξε η αιτία, ζητούσε την αυτούσια απόδοση του επιδίκου ακινήτου με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με αυτό το ιστορικό και αιτήματα οι ανταγωγές, κρίθηκαν με την τελεσίδικη καταστάσα υπ' αριθμό 6833/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών νομικά αβάσιμες. Η μεν πρώτη- διεκδικητική- γιατί με τον πλειστηριασμό του ακινήτου του και τη μεταγραφή εκ μέρους του υπερθεματιστή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, απώλεσε την κυριότητα του ο αντενάγων επί του επιδίκου ακινήτου του και μόνη η ακύρωση του πλειστηριασμού δεν συνεπάγεται και την αυτοδίκαιη μεταβίβαση της κυριότητας στον καθού η εκτέλεση, αλλά απαιτείται η διεκδίκηση του με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η δε δεύτερη, διότι ο αντενάγων-καθού η εκτέλεση- δεν δικαιούται να αναζητήσει το ακίνητο το οποίο πρέπει να αποδοθεί στον μεσεγγυούχο, αφού για να περιέλθει στον καθού η εκτέλεση- αντενάγοντα, θα πρέπει να ακυρωθεί και η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, κάτι τέτοιο όμως δεν επικαλείται ο τελευταίος, αλλά αντίθετα επικαλείται ότι ακυρώθηκε μόνο ο πλειστηριασμός και η έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού. Εξάλλου στην από 27-6-2005 (αριθ. κατ. 5899/2005) αγωγή, ο ενάγων, Α. Κ. του Π. και ήδη αναιρεσείων εξέθετε, ότι η εταιρεία με την επωνυμία " …", δυνάμει της 9887/1998 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της …/1998 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή Πειραιώς .., επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του και επί του περιγραφόμενου ακινήτου, που περιήλθε στην κυριότητα του με το ... /1997 συμβόλαιο γονικής παροχής του Συμβολαιογράφου Μαραθώνα Σταύρου Παπαδογεωργή, που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Ότι ο πλειστηριασμός του κατασχεθέντος ακινήτου του διενεργήθηκε στις 4-11-1998 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγελικής Σούλη, ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου και κατακυρώθηκε στον εναγόμενο-αναιρεσίβλητο, κάτοχο του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου με βάση την από 15-6-1997 μεταξύ των διαδίκων σύμβαση μισθώσεως, αλλά και μεσεγγυούχο τούτου με την επιβληθείσα κατάσχεση. Ότι για τον πλειστηριασμό συντάχθηκε η ... / 4-11-1998 έκθεση διενέργειας αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου της άνω Συμβολαιογράφου. Ότι ο εναγόμενος υπερθεματιστής, αφού κατέβαλε το πλειστηρίασμα, ζήτησε και έλαβε από την υπάλληλο του πλειστηριασμού την ... / 24-11-1998 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, την οποία μετέγραφε στις 25-11-1998 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μαραθώνα-Καπανδριτίου. Ότι κατά της εν λόγω έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού αυτός (αναιρεσείων) άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 25-11 -1999 ανακοπή του, με την οποία ζήτησε την ακύρωση του πλειστηριασμού για το λόγο ότι η άνω Συμβολαιογράφος, παρά το νόμο, δεν ζήτησε και δεν έλαβε εγγύηση από όσους επιθυμούσαν να συμμετάσχουν σ1 αυτόν. Ότι επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η 9336/2001 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που την δέχτηκε στην ουσία και ακύρωσε τον πλειστηριασμό, έγινε δε η σχετική σημείωση στα βιβλία διεκδικήσεων του άνω Υποθηκοφυλακείου. Ότι με την πιο πάνω ανακοπή δεν προσβλήθηκε η ανωτέρω ... /24-11-1998 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, η οποία ουδέποτε του επιδόθηκε με επιταγή προς εκούσια συμμόρφωση. Ότι, εξαιτίας της αμετάκλητης ακύρωσης του πλειστηριασμού, η μεταγραφή της περίληψης αυτής ουδέν επήγαγε έννομο αποτέλεσμα ως προς τη μετάθεση της κυριότητας στον εναγόμενο, ο οποίος παρόλα αυτά ισχυρίζεται πως είναι κύριος του ακινήτου, αμφισβητώντας, έτσι, το αντίστοιχο δικαίωμα του.
Για τους λόγους αυτούς ζητούσε να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη η ως άνω ... /1998 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης και να αναγνωριστεί η κυριότητα του στο ακίνητο αυτό. Στην συνέχεια το Εφετείο Αθηνών με την 6499/2007 απόφαση έκρινε ότι η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη κατά το πρώτο αίτημα της και ως μη νόμιμη κατά το δεύτερο, με την αιτιολογία ότι η προσβολή περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης γίνεται μόνο με την ανακοπή του άρθρου 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, και, εφόσον, κατά τα ιστορούμενα στο δικόγραφο της αγωγής, δεν ασκήθηκε τέτοια ανακοπή κατά της ένδικης περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης με αίτημα την ακύρωση της, αυτή, παρόλο που έχει ακυρωθεί ο πλειστηριασμός του επιδίκου ακινήτου, έχει καταστεί απρόσβλητη με μόνη την άπρακτη πάροδο της 90ήμερης προθεσμίας από τη μεταγραφή της (ΚΠολΔ 934 παρ. 1γ) και συνακόλουθα, η προκειμένη περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, μεταγεγραμμένη, εξακολουθεί να παράγει τις έννομες συνέπειες της, δηλαδή τη σύννομη μετάθεση της κυριότητας του πλειστηριασθέντος ακινήτου στον εναγόμενο υπερθεματιστή. Με την 2237/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αναιρέθηκε η ως άνω απόφαση του Εφετείου Αθηνών διότι παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1003 και 1005 f ΚΠολΔ, 1033 και 1192 παρ. 2 ΑΚ. Τούτο διότι, με την τελεσίδικη ακύρωση της διαδικασίας του πλειστηριασμού και της κατακύρωσης έληξε η νόμιμη αιτία της μεταβιβάσεως του κατασχεθέντος ακινήτου και, συνεπώς, η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ως τίτλος μετάθεσης της κυριότητας αυτού, στερείται πλέον έννομων συνεπειών. Κατ' ακολουθίαν, μετά την (τελεσίδικη) ακύρωση του πλειστηριασμού, το πλειστηριασθέν πράγμα ανήκει πλέον στον καθ' ου η εκτέλεση και, συνεπώς, η κρινόμενη αναγνωριστική κυριότητας αγωγή του κατά του υπερθεματιστή, ο οποίος, κατά τα δεκτά γενόμενα από την προσβαλλόμενη απόφαση, αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητας του στο επίδικο ακίνητο, είναι νόμιμη.
Με την κρίση αυτή είναι σύμφωνο και πάλι το Δικαστήριο τούτο με τη νέα σύνθεση του και έτσι δεν παράγεται δεδικασμένο από την προηγούμενη τελεσίδικη 6833/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού δεν υφίσταται ταυτότητα νομικής αιτίας, δεδομένου ότι οι διατάξεις νόμου 904επ ΑΚ που αποτέλεσαν την μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της εκδοθείσας επί των ανταγωγών της άνω απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν ταυτίζονται με τις ως άνω διατάξεις, που στηρίζεται η κρινόμενη αγωγή και επομένως η ένσταση δεδικασμένου που προτείνεται από τον αναιρεσίβλητο είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Μετά ταύτα η ένδικη αναγνωριστική αγωγή της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου, που κατά τα προεκτεθέντα είναι νόμιμα, πρέπει να γίνει δεκτή και ως βάσιμη κατ' ουσίαν, εν όψει της σφοδρής αμφισβήτησης της κυριότητας του ενάγοντος από τον εναγόμενο-αναιρεσίβλητο, γι' αυτό και επιβάλλεται η παραδοχή της έφεσης του αναιρεσείοντος ως τακτικά και ουσιαστικά βάσιμης, η εξαφάνιση της επικαλουμένης απόφασης (3874/2006 Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ) και η παραδοχή της ένδικης αναγνωριστικής αγωγής, ως βάσιμης κατ' ουσίαν. Τέλος ο αναιρεσίβλητος πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, όλων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 5850/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση. Δέχεται την από 6-9-2006 έφεση κατά της 3874/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση. Δέχεται την αγωγή . Αναγνωρίζει τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα κύριο του επιδίκου ακινήτου και συγκεκριμένα ενός οικοπέδου εκτάσεως 33,08 τ. μ. με το ευρισκόμενο σ' αυτό ισόγειο κατάστημα εμβαδού 18 τ.μ. εντός του οικισμού ….που συνορεύει βόρεια, σε πλευρά 4,50 μ., με την παραλιακή οδό πλάτους 8 μ., νότια, σε πλευρά 4,50 μ., με ιδιοκτησία Σ. και Γ. Ρ. , ανατολικά, σε πλευρά 7,35 μ. με ιδιοκτησία Ε. Π. Κ. και δυτικά, σε πλευρά 7,35 μ., με ιδιοκτησία Χ. Γ. Χ.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος όλων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000)ευρώ
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2013
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2013

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή