Θέμα
Εργατικό ατύχημα.
Περίληψη:
Το Εφετείο, με το να κρίνει ότι ο ενάγων δεν δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, διότι το ατύχημα α) δεν οφείλεται στη μη τήρηση διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, β) δεν τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη μη τήρηση αυτών, γ) δεν οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων απ αυτόν προσώπων και δ) δεν βαρύνει την εργοδότριά του, αλλά και τους εκπροσώπους αντιπροσώπους αυτής ή τους από αυτήν προστηθέντες οποιοδήποτε πταίσμα αλλ ούτε και ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ οποιασδήποτε αμελούς συμπεριφοράς των και του αποτελέσματος, δεν παραβίασε τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ ή τα άρθρα 1 και 16 του κ.ν. 551/1915. Οι διατάξεις των άρθρων 167 και 168 του Κώδικα των Δικηγόρων, εφαρμόζονται όταν πρόκειται για εντολή, που αφορά την ίδια κοινή υπόθεση των εντολέων και δεν έχουν εφαρμογή όταν πρόκειται για υποθέσεις της αυτής φύσης αλλά ενδιαφέρουν ιδιαίτερα πολλούς και εκτελέστηκαν από το δικηγόρο με την εντολή καθενός.
Αριθμός 959/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ι. Θ. Φ., χας Χ. Λ., 2) Σ. Λ. του Χ. και 3) Ε. Λ. του Χ., κατοίκων όλων
, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Αλιβιζάτο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "AEOLIS NAVIGATION LTD" (ΑΙΟΛΙΣ ΝΑΒΙΓΚΕΪΣΙΟΝ ΕΛΤΙΝΤΙ), που εδρεύει στα νησιά
και αντιπροσωπεύεται νόμιμα στην Ελλάδα από την Λιβεριανή εταιρεία με την επωνυμία "MARMARAS NAVIGATION LTD" (ΜΑΡΜΑΡΑΣ ΝΑΒΙΓΚΕΪΣΙΟΝ ΕΛΤΙΝΤΙ), η οποία έχει γραφεία στο
και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Λιβεριανής εταιρείας με την επωνυμία "MARMARAS NAVIGATION LTD" (ΜΑΡΜΑΡΑΣ ΝΑΒΙΓΚΕΪΣΙΟΝ ΕΛΤΙΝΤΙ), που εδρεύει στην
, έχει γραφεία στο
και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) Κ. Μ., κατοίκου ... και 4) Μ. - Α. Ζ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Λεβέντη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-5-2010 αγωγή του ήδη αποβιώσαντος (στις 13-3-2011) Χ. Λ. του Σ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3517/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 476/2012 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20-12-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 18-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και να απορριφθούν οι υπόλοιποι.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 36 εδ. α' Εισ.Ν.ΑΚ), ισχύει δε και επί ναυτικής εργασίας, κατά το άρθρο 2 του νόμου αυτού και 66 εδ. Β' του κυρωθέντος με το ν. 3816/1958 Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης θεωρείται κάθε βλάβη, που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της κάτω από τις δεδομένες περιστάσεις. Ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την παροχή εργασίας, είναι και η νόσος του εργαζομένου, συνεπεία της οποίας επήλθε ο θάνατος αυτού, εφόσον προήλθε ή επιδεινώθηκε, όχι από τη βαθμιαία εξασθένιση και φθορά του οργανισμού του, εξαιτίας του είδους και της φύσης της συμφωνημένης εργασίας, αλλά από την παροχή αυτής κάτω από ιδιαίτερα εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς και ανώμαλες συνθήκες ή από την εξακολούθηση της απασχόλησής του, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, μετά την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της, αφού στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης, που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας κατά τρόπο που να προστατεύεται η ζωή και η υγεία των εργαζομένων (άρθρο 662 ΑΚ), δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχόλησης του ασθενούντος εργαζομένου και αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, παρότι γνωρίζει την εκδήλωση της νόσου, οι συνθήκες παροχής της εργασίας του καθίστανται εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι τον χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος. Αντίθετα, δεν συνιστά ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, η εκδήλωση προϋπάρχουσας και σε λανθάνουσα έστω κατάσταση πάθησης του εργαζομένου ή η επιδείνωση αυτής και όταν αυτή είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας αυτού, που αναλήφθηκε με τη σύμβαση και επέρχεται κάτω από κανονικές, έστω και δυσμενείς, σύμφυτες όμως προς αυτή, συνθήκες εργασίας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος, ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 16 του ν. 551/ 1915 προκύπτει, ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα (και σε περίπτωση θανάτου του οι κατά το άρθρο 6 του ιδίου νόμου συγγενείς του), έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ, πλήρη αποζημίωση, μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, για του όρους ασφαλείας των εργαζο΅ένων και βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια ΅ε τη ΅η τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, ΅πορεί να ασκήσει ΅όνο την αγωγή από το ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφάλειας των εργαζο΅ένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, ΅νη΅ονεύοντας συγκεκρι΅ένα ΅έτρα, ΅έσα και τρόπους, προς επίτευξη της ασφάλειάς των. Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχη΅α επήλθε από τη ΅η τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επι΅έλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νό΅ου (Ολ.ΑΠ 26/1995). Σε κάθε, ό΅ως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακό΅η ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζη΅ίωση, ο παθών από εργατικό ατύχη΅α διατηρεί την αξίωση για χρη΅ατική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχη΅α οφείλεται σε πταίσ΅α (δόλο ή α΅έλεια οποιασδήποτε ΅ορφής) αυτού ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), ΅η απαιτουμένης της συνδρο΅ής του ειδικού πταίσματος της ΅η τήρησης επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (Ολ.ΑΠ 1117/1986), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρη΅ατική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι' αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα. Εξάλλου, σε περίπτωση ναυτεργατικού ατυχή΅ατος, ο παθών έχει το επιλεκτικό δικαίω΅α να αξιώσει έναντι του κυρίου της επιχείρησης είτε την περιορισμένη, κατ' αποκοπήν, αποζη΅ίωση του άρθρου 3 του ν. 551/1915, είτε την πλήρη αποζη΅ίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928 έως 932 ΑΚ, εφόσον ό΅ως στη δεύτερη περίπτωση το ατύχη΅α οφείλεται στη ΅η τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νό΅ων, διαταγμάτων και κανονισ΅ών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζο΅ένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του, εφόσον δηλαδή το βίαιο συ΅βάν είναι συγχρόνως και αδικοπραξία. Ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίω΅α να ασκήσει την ΅ία από την άλλη αξίωση, δηλαδή οι αξιώσεις αυτές συρρέουν διαζευκτικά, ΅ε την έννοια ότι, σε περίπτωση επιλογής της ΅ιας από αυτές, αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ' ανάλογη εφαρ΅ογή του άρθρου 306 ΑΚ, χωρίς ό΅ως να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της ΅ιας, σε σχέση ΅ε την άλλη, που ασκείται κυρίως και όχι ότι ο δικαιούχος ΅πορεί να ασκήσει και τις δυο σωρευτικά, αλλά απλώς η ικανοποίηση της ΅ιας επιφέρει την απόσβεση της άλλης, εφόσον βέβαια δεν έχει γίνει η επιλογή αυτή, που είναι α΅ετάκλητη. Ακόμη, ο παθών από εργατικό ατύχη΅α ή σε περίπτωση θανάτου οι, κατά το άρθρο 6 του Ν. 551/ 1915, δικαιούμενοι συγγενείς, ασκώντας τις απορρέουσες από τον ανωτέρω νό΅ο αξιώσεις τους, δικαιούνται ΅όνο την καθοριζόμενη από το άρθρο 3 του ν. 551/1915, κατ' αποκοπήν, αποζη΅ίωση, όπως ισχύει ήδη και επί πλέον ό,τι δαπάνησαν για ιατροφαρμακευτικά έξοδα ΅ε τους περιορισ΅ούς ό΅ως του άρθρου 7 του ν. 551/1915, όπως αυτό τροποποιήθηκε ΅ε το ν. 4705/1930. Τέλος, κατά το άρθρο 66 ΚΙΝΔ, ο ναυτικός που ασθένησε, χωρίς υπαιτιότητα αυτού, δικαιούται το ΅ισθό του και νοσηλεύεται ΅ε δαπάνες του πλοίου, αν δε η σύ΅βαση ναυτολόγησης λυθεί, λόγω της ασθένειας και ο ναυτικός νοσηλεύεται έξω από το πλοίο, δικαιούται τα νοσήλια και το ΅ισθό, όσο διαρκεί η ασθένεια, όχι ό΅ως περισσότερο από τέσσερις ΅ήνες. Οι διατάξεις αυτές εφαρ΅όζονται και στη περίπτωση εργατικού ατυχή΅ατος, ΅ε την παραπάνω έννοια του άρθρου, ενώ αν ο ναυτικός έχει υποστεί από το ατύχη΅α ανικανότητα προς εργασία διαρκή ή πρόσκαιρη, εφαρ΅όζονται παράλληλα και οι διατάξεις του ν. 551/1915 ή ανάλογα του ΑΚ σε περίπτωση επιλογής. Εξάλλου, α) o λόγος αναίρεσης, από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 KΠολΔ, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται όταν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, και β) ο λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της διάταξης του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε, εκτός άλλων, και τα ακόλουθα, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 14-6-2009 σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος και του τρίτου εναγομένου, ως εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης διαχειρίστριας του υπό ελληνική σημαία Φ/Γ πλοίου μεταφοράς χύδην στερών φορτίων "ΠΙΤΣΑ Δ" πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε, ως πλοίαρχος, για χρονικό διάστημα 7 μηνών, αντί μηνιαίων αποδοχών, ύψους 9.550 ευρώ, κλειστά, συμπεριλαμβανομένης αδείας και τροφοδοσίας και σύμφωνα με τους όρους της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΕ για τους πλοιάρχους φορτηγών πλοίων από 4500 TDW. Το παραπάνω πλοίο ανήκει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στην εταιρία, που εδρεύει στα νησιά MARSHAL "AEOLIS NAVIGATION LTD" και περιήλθε σε αυτήν από την Κυπριακή Εταιρία "HARK SHIPPING COMPANY LIMITED". Με την από 20-6-2008 αίτηση του εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας εταιρίας, την από 26-6-2008 Υπεύθυνη Δήλωση παραίτησης παλαιού αντικλήτου, το από 26-6-2008 πρακτικό της εταιρίας, διορίστηκε αντίκλητος της "AEOLIS NAVIGATION LTD, η εταιρία "ΜΑRMARAS NAVIGATION LTD", ενώ με την 1241-1983/62/22243/24-10-1997 κοινή Απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας εγκρίθηκε η εγκατάσταση στην Ελλάδα γραφείων της εταιρίας MARMARAS NAVIGATION LIMITED, που εδρεύει στη Λιβερία. Όσον αφορά την τέταρτη εναγομένη η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν επικαλείται εξουσία εκπροσώπησης της δεύτερης εναγομένης από την τέταρτη εναγομένη, κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης, αλλά ούτε και μεταγενεστέρως, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης. Επίσης θα πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος έφεσης των εκκαλούντων - εναγόντων, που αφορά την επιδίκαση δικαστικής δαπάνης υπέρ της τέταρτης των εναγομένων - εφεσίβλητης, σε βάρος του ενάγοντος, ύψους 29.482 ευρώ, διότι την εδικαιούτο, νομίμως, ως νικήσασα διάδικος. Περαιτέρω, δέχθηκε το Εφετείο, ότι ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο λιμάνι Dαmpier της Αυστραλίας και ανέλαβε την πλοιαρχία του πλοίου, το οποίο, κατά το χρόνο της ναυτολόγησης, ήταν εφοδιασμένο με τα προβλεπόμενα από το Διεθνή Κανονισμό Ραδιοεπικοινωνιών όργανα ραδιοεπικοινωνίας και δορυφορικού εντοπισμού. Το πλοίο "ΠΙΤΣΑ Δ" ήταν εφοδιασμένο με δυο συσκευές ραντάρ με καθοδικές λυχνίες, συσκευές ραδιοεπικοινωνίας VHF, δέκτη GPS, τρεις επαναλήπτες γυροπυξίδες, ραδιοτηλεφωνική συσκευή τύπου INMARSAT-C MES+EGC RECVR, τα οποία βρισκόντουσαν στη γέφυρα, αλλά με τις προβλεπόμενες κεραίες, (μανιταρόμορφη κεραία εκπομπής και λήψης, κεραία RADAR και VHF), που βρισκόντουσαν τοποθετημένες σε μικρό ιστό πάνω από τη γέφυρα, ενώ από το Πιστοποιητικό Ασφάλειας Ραδιεπικοινωνιών Φορτηγού Πλοίου προκύπτει ότι το πλοίο είχε επιθεωρηθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Κανονισμού 1/9 της Σύμβασης. Πριν τη ναυτολόγησή του, ο ενάγων είχε εφοδιαστεί με την, από 9-4-2008, κάρτα υγείας, σύμφωνα με την οποία εκρίθη ικανός και κατάλληλος προς ναυτολόγηση και άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος από τους ιατρούς που τον εξέτασαν. Στις 22-7-2009, κατά τη διάρκεια απόπλου από τη Σιγκαπούρη προς τη Βραζιλία, ο ενάγων αισθάνθηκε για πρώτη φορά έντονο πόνο στο στήθος και στην ωμοπλάτη. Με τον κατάπλου στο λιμένα Pontα Dα Mαdeirα της Βραζιλίας, μετέβη σε ιατρό που του υπέδειξε ναυτικός πράκτορας της δεύτερης εναγομένης, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Πραγματοποίησε ακτινογραφία και διαπιστώθηκε μυοαυχενικό πρόβλημα, χορηγήθηκε δε σχετική φαρμακευτική αγωγή. Κατά την ναυτολόγησή του έχαιρε άκρας υγείας, αλλά αργότερα και γύρω στις 10-8-2009, παραπονέθηκε για πόνους στην ωμοπλάτη του και μετά την επίσκεψή του στον ιατρό και τη φαρμακευτική αγωγή την οποία ακολούθησε, ύστερα από υπόδειξη του γιατρού στη Μαντέιρα, οι πόνοι στην ωμοπλάτη και στο στήθος του εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Περί τα μέσα του μηνός Σεπτεμβρίου 2009, όταν το πλοίο έφθασε στο Νταλιάν, στην Κίνα, ο ενάγων επισκέφθηκε και πάλι ιατρούς σε ένα τοπικό Νοσοκομείο, που του είχε συστήσει ο τοπικός ναυτικός πράκτορας του πλοίου, όπου υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία και ακτινογραφία αυχένος και διαγνώστηκε από τον θεράποντα ιατρό η ύπαρξη αυχενικού συνδρόμου (πρόπτωση του μεσοσπονδυλίου δίσκου στον 5ο και στον 6ο αυχενικό σπόνδυλο - εκφυλιστική αλλαγή αυχενικού σπονδύλου), χορηγήθηκε σχετική φαρμακευτική αγωγή και συνεστήθη σε αυτόν ανάπαυση αλλά και η πραγματοποίηση χειρουργικής επέμβασης το συντομότερο δυνατό, προς αποφυγή επιδείνωσης της κατάστασής του. Αν και ζήτησε τότε την αντικατάστασή του από τη διαχειρίστρια εταιρία του πλοίου, τελικά συγκατατέθηκε να πάει το καράβι μέχρι το Port Hedlαnd της Αυστραλίας, όπου και αποναυτολογήθηκε. Ακολούθως, επαναπατρίστηκε και υποβλήθηκε σε σειρά εξετάσεων σε δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία και τελικά περί τα τέλη Νοεμβρίου στο νοσοκομείο "Ερρίκος Ντυνάν" διαγνώστηκε ότι δεν πάσχει από πρόβλημα στον αυχένα, αλλά από καρκίνο στους πνεύμονες. Ειδικότερα, στις 20-11-2009 πραγματοποίησε στο νοσοκομείο "Ερρίκος Ντυνάν" μαγνητική τομογραφία ΑΜΣΣ, αξονική τομογραφία θώρακος και αξονική τομογραφία άνω κοιλίας. Εξ αιτίας των ευρημάτων (μάζα εκ μαλακών μορίων αναπτυσσόμενη στο ύψος της δεξιάς πνευμονικής κορυφής, διογκωμένοι λεμφαδένες) πραγματοποίησε στο νοσοκομείο "Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ" νέες εξετάσεις για διερεύνηση μάζας ΔΑΛ, στις 21-11-2009 όπου και διαγνώστηκε η ύπαρξη μη μικροκυτταρικού καρκίνου (Cα) πνεύμονα πιθανόν αδενικού τύπου. Διενεργήθηκε επίσης σπινθηρογράφημα οστών, όπου διαπιστώθηκε διήθηση κατά συνέχεια ιστού 1ης πλευράς ΔΕ. Η CT κοιλίας ήταν αρνητική για 2παθείς εvτoπίσεις. Η κατάσταση αντιμετωπίστηκε συντηρητικά με αναλγητική θεραπεία και LMWH. Λόγω προχωρημένου σταδίου νόσου IIIV ή IV (Τ3, Ν3,Μ) παραπέμφθηκε σε ογκολόγους για περαιτέρω αντιμετώπιση μετά την ολοκλήρωση της σταδιοποίησης με CT εγκεφάλου. Από την έκθεση κυτταρολογικής εξέτασης του ΓΝΑ "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ" προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά την κυτταρολογική εξέταση των επιχρισμάτων από το υλικό διαβρογχικής παρακέντησης από την Α) Ομάδα 4R: παρατηρήθηκαν αρκετά κακοήθη κύτταρα μεμονωμένα ή σε αθροίσεις με διογκωμένους ανωμάλου σχήματος πυρήνες κατά πυρήνιο. Στο υπόστρωμα παρατηρήθηκαν αραιά φλεγμονώδη κύτταρα, αραιά πλακώδη κύτταρα, καθώς και αραιά κροσσωτά κύτταρα βρογχικού επιθήλιου, με τελικό συμπέρασμα ότι πρόκειται για υλικό θετικό για κακοήθεια, το οποίο παρουσίασε εικόνα συμβατή με μη μικροκυτταρικό καρκίνωμα πιθανόν αδενικού τύπου. Β) Από την Ομάδα 7R παρατηρήθηκαν αρκετά κροσσωτά κύτταρα του βρογχικού επιθηλίου, μεμονωμένα ή σε αθροίσεις, με αραιά φλεγμονώδη κύτταρα στο υπόστρωμα, με τελικό συμπέρασμα αρνητικό για κακοήθεια σ' αυτή την ομάδα. Ο ενάγων ισχυρίστηκε, ότι η ως άνω πάθησή του προήλθε από την έκθεσή του σε ακτινοβολία, την οποία εξέπεμπαν οι συσκευές, οι οποίες λειτουργούσαν στη γέφυρα του πλοίου και άνωθεν αυτής. Όμως, δεν προέκυψε ότι η ασθένεια του ενάγοντος, ο οποίος, να σημειωθεί, κατά το χρόνο εκδήλωσης αυτής, ήταν καπνιστής, με κατανάλωση μεγάλου αριθμού τσιγάρων ημερησίως, συνδέεται αιτιωδώς με την ακτινοβολία που εκπέμπουν οι συσκευές της γέφυρας και του ιστού του πλοίου στο οποίο απασχολήθηκε, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Αλλά ούτε και ο βαθμός της ακτινοβολίας των ανωτέρω οργάνων και συσκευών καθώς και η επίδραση της λειτουργίας αυτών στη σωματική ακεραιότητα του ενάγοντος κατέστη δυνατόν να προσδιοριστούν με ακρίβεια. Και αν ακόμη ήθελε κριθεί ότι η εκπεμπόμενη ακτινοβολία από τα όργανα της γέφυρας του πλοίου και των κεραιών αυτού, κατά το χρονικό διάστημα απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο, έβλαψε καθ' οιονδήποτε τρόπο την υγεία του τελευταίου, δεν μπορεί να προσδιοριστεί ο βαθμός της δυσμενούς επίδρασης σε αυτή, συνυπολογιζομένου του γεγονότος ότι ο ενάγων (ο οποίος διήγε το 49ο έτος της ηλικίας του, όταν ναυτολογήθηκε), είχε, κατά το χρόνο της ναυτολόγησής του, πολυετή ναυτική προϋπηρεσία σε γέφυρες άλλων πλοίων, στις οποίες βεβαίως υπάρχουν πανομοιότυπες συσκευές ραδιοεπικοινωνίας δορυφορικής επικοινωνίας. Πέραν δε των ανωτέρω, το πλοίο "ΠΙΤΣΑ Δ" διέθετε όλα τα προβλεπόμενα πιστοποιητικά για την ασφάλεια ραδιοεπικοινωνιών και εξαρτισμού, τα οποία εκδόθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, σύμφωνα και με τις επιθεωρήσεις του Αγγλικού Νηογνώμονα. Ο ισχυρισμός του, περί έλλειψης μέτρων ασφάλειας των μελών του πληρώματος, αναφορικά με την εκπεμπόμενη από τα όργανα της γέφυρας ακτινοβολία, είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι από καμία διάταξη του νόμου ή διεθνούς σύμβασης δεν προβλέπεται και μάλιστα δεν προβλέπεται ειδικώς για το πλήρω΅α που απασχολείται στη γέφυρα και χειρίζεται ή έρχεται σε επαφή ΅ε τις προαναφερθείσες συσκευές, η χρήση προστατευτικών ΅έσων ή προστατευτικού ι΅ατισ΅ού. Η πάθηση του ενάγοντος (καρκίνος του πνεύμονα) δεν συνδέεται αιτιωδώς ΅ε την εκπε΅πό΅ενη ακτινοβολία από τις συσκευές που λειτουργούσαν στη γέφυρα του πλοίου. Αντιθέτως, σύ΅φωνα ΅ε τα διδάγ΅ατα της κοινής πείρας, αλλά και των δεδο΅ένων της ιατρικής επιστή΅ης, η πάθηση του ενάγοντος οφείλεται σε απροσδιόριστα και ιατρικώς ΅η εξακριβωμένα αίτια, προϋπήρχε σε ασυ΅πτω΅ατικό στάδιο της ναυτολόγησής του στο πλοίο "ΠΙΤΣΑ Δ" και βρισκόταν σε εξέλιξη καθόλη τη διάρκεια αυτής, χωρίς ό΅ως να καταστεί δυνατόν να προσδιοριστεί, παρά την ύπαρξη των όποιων συ΅πτω΅άτων. Καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστη΅α, η δεύτερη εναγο΅ένη συνήνεσε, χωρίς καθυστέρηση, στην πραγματοποίηση ιατρικών εξετάσεων στη Βραζιλία και στη Κίνα, στο πλαίσιο των οποίων δεν υπήρξε διάγνωση καρκίνου του πνεύ΅ονα του ενάγοντος. Οι πόνοι στο στήθος, στην ωμοπλάτη και τον αυχένα εκτιμήθηκαν από τους θεράποντες ιατρούς ως συ΅πτώ΅ατα αυχενικού συνδρό΅ου και ως εκ τούτου πραγματοποιήθηκαν οι εξετάσεις ΅όνο στην αυχενική χώρα, χωρίς να γίνει περαιτέρω διερεύνηση για ενδεχόμενη άλλη πάθηση. Επίσης, όταν συνεστήθη από τους Κινέζους ιατρούς η πραγματοποίηση χειρουργικής επέ΅βασης για την αντιμετώπιση του αυχενικού συνδρό΅ου, εφόσον η κατάσταση έβαινε επιδεινούμενη, τότε η δεύτερη εναγο΅ένη προέβη στην αποναυτολόγηση του ενάγοντος, λόγω ασθένειας, ο οποίος επαναπατρίστηκε, όταν αυτό κατέστη εφικτό. Ενόψει της νέας αυτής ιατρικής γνωμάτευσης, ο ενάγων ζήτησε από τη δεύτερη εναγομένη την ά΅εση αντικατάσταση και παλιννόστησή του, προκει΅ένου να τύχει της ενδεδειγμένης ιατρικής φροντίδας, πράγ΅α το οποίο έγινε στις 25-10-2009, ενώ το πλοίο βρισκόταν στο Port Hedland της Αυστραλίας. Η δεύτερη εναγο΅ένη δέχθηκε, πριν την κατάρτιση της επίδικης σύ΅βασης ναυτολόγησης, την κάρτα υγείας του ενάγοντος, χωρίς να τίθεται ζήτη΅α διενέργειας περαιτέρω ιατρικών εξετάσεων, εφόσον οι γιατροί που τον είχαν εξετάσει διαβεβαίωσαν ότι η κατάσταση της υγείας του ήταν καλή και ότι ήταν σε θέση να ναυτολογηθεί, ενώ δεν υπήρχαν συ΅πτώ΅ατα ή ακό΅η ενδείξεις περί ύπαρξης άλλης πάθησης, οι οποίες θα δικαιολογούσαν την πραγματοποίηση περαιτέρω εξειδικευμένων εξετάσεων, για τη διαπίστωση της κατάστασης της υγείας του. Επο΅ένως, ο ισχυρισ΅ός περί παραβίασης, εκ ΅έρους της δεύτερης εναγο΅ένης των διατάξεων των άρθρων 3 και 4 της ΅ε αριθ΅ό 73 Διεθνούς Συ΅βάσεως του 1946 "περί ιατρικής εξετάσεως των ναυτικών", η οποία κυρώθηκε ΅ε το ν. 1131/1981, είναι αβάσι΅ος, ΅ε συνέπεια η δεύτερη εναγο΅ένη να ΅ην βαρύνεται ΅ε την όποια υπαιτιότητα, ως προς την γένεση ή την εκδήλωση της πάθησης του ενάγοντος, αλλά ούτε και ΅ε το χειρισ΅ό του ζητή΅ατος της ήδη υπάρχουσας ασθένειάς του και την ενδεδειγμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, οπότε η κυρία βάση της αγωγής (εξ αδικοπραξίας), θα πρέπει να απορριφθεί, ως κατ' ουσίαν αβάσι΅η. Δέχθηκε, ακόμη, ότι ο ενάγων αντιμετώπιζε πράγματι προβλήματα στην αυχενική χώρα, σύμφωνα με τις σχετικές γνωματεύσεις των ιατρών του νοσοκομείου "Ερρίκος Ντυνάν". Η ύπαρξη όμως της ανωτέρω αυχενικής πάθησης δεν αναιρούσε τη δυνατότητα ιατρικής διάγνωσης από τους ιατρούς περί ύπαρξης καρκίνου του πνεύμονα, ενόψει των έντονων πόνων στο στήθος, που αντιμετώπιζε ο ενάγων, καθόλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του. Σύμφωνα με τα δεδομένα της ιατρικής επιστήμης, ο επίμονος θωρακικός πόνος είναι ένα σύμπτωμα, που οδηγεί συχνά στη διάγνωση της νόσου. Παρά το γεγονός ότι ο πόνος στο στήθος και στην ωμοπλάτη επέμενε και μετά την πρώτη διάγνωση στο λιμάνι Ponte De Mαdeirα της Βραζιλίας, ο ενάγων υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία και ακτινογραφία στην περιοχή του αυχένα αποκλειστικά, χωρίς όμως να λάβει χώρα εξέταση και στη θωρακική χώρα, μέσω ακτινογραφίας ή αξονικής/μαγνητικής τομογραφίας θώρακος, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η διακρίβωση της νόσου, ενώ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η πάθηση του καρκίνου του πνεύμονα έχει, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας αλλά και της ιατρικής επιστήμης, εξελικτική πορεία με δυνατότητα μετάστασης, σε διάφορα ζωτικά όργανα του ασθενούς, καθισταμένης αναγκαίας της έγκαιρης διάγνωσης και αντιμετώπισης αυτής, ενώ η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο πλοίο της πρώτης εναγομένης. Η ως άνω επιδείνωση οφείλεται στις αντικειμενικές εγγενείς στο ναυτικό επάγγελμα συνθήκες, αλλά και στην πλημμελή εξέτασή του ενάγοντος από τους ιατρούς στα λιμάνια Pontα de Mαdeirα της Βραζιλίας και Dαliαn της Κίνας, οι οποίοι αρκέστηκαν στην εξέτασή του στην αυχενική χώρα, χωρίς την εξέταση, δι' ακτινογραφίας και αξονικής/μαγνητικής τομογραφίας θώρακος (η οποία θα οδηγούσε στη διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα), διαγιγνώσκοντας μόνο το αυχενικό σύνδρομο, με αποτέλεσμα τη μη σωστή αντιμετώπιση της κατάστασης της υγείας του. Οι συνθήκες αυτές κατέστησαν αδύνατη την έγκαιρη διάγνωση της νόσου, η οποία άλλως με την παροχή της προσήκουσας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, θα ήταν δυνατόν ενόψει των σύγχρονων ιατρικών μεθόδων και μέσων να διαγνωσθεί και να περιορισθεί η εξέλιξή της. Κατόπιν αυτών η ασθένεια του ενάγοντος φέρει τη μορφή του βιαίου συμβάντος και εφόσον το υπό την πιο πάνω έννοια βίαιο γεγονός είναι εκείνο που επέφερε την επιδείνωση της ασθένειας του αρχικώς ενάγοντος, εξ αιτίας της οποίας πληρούνται οι όροι του πραγματικού του κανόνα δικαίου του άρθρου 1 του ν. 551/1915 και η νόσος του ενάγοντος συνιστά εργατικό ατύχημα, κατά την έννοια του άρθρου αυτού. Περαιτέρω δέχθηκε ότι 1) δεν πρέπει να επιδικαστούν οι δαπάνες μετακίνησης του ενάγοντος, με μισθωμένο όχημα, διότι δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια των ιατροφαρμακευτικών εξόδων του άρθρου 7 του ν. 551/1915 και 2) πρέπει να απορριφθεί το αίτημα για καταβολή ποσού των αεροπορικών εισιτηρίων, διότι δεν αποδείχθηκε ότι η μετάβαση αυτή συνδέεται με την επίσκεψη σε ιατρούς. Ακολούθως, το Εφετείο, δέχθηκε ότι το ένδικο ατύχημα α) δεν επήλθε λόγω μη τήρησης των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που μνημονεύουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας των εργαζομένων στο παραπάνω πλοίο, β) δεν τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη μη τήρηση αυτών, και γ) δεν οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων απ' αυτόν προσώπων. Με βάση τις παραδοχές αυτές κατέληξε, ότι η αγωγή του ενάγοντος, κατά την κύρια αυτής βάση, με την οποία διωκόταν η καταβολή πλήρους αποζημίωσης κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, ήταν πράγματι απορριπτέα, και ακολούθως απέρριψε τους σχετικούς λόγους της έφεσης των αναιρεσειόντων, κατά της 3517/2011 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Όπως προαναφέρθηκε, για να δικαιούνται ο παθών σε εργατικό ατύχημα και σε περίπτωση θανάτου αυτού τα εκεί αναφερόμενα πρόσωπα (επιζών σύζυγος και συγγενικά πρόσωπα τούτου) χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, αντίστοιχα, αρκεί (και απαιτείται όμως) να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα (δόλος η αμέλεια) του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ. Επομένως, το Εφετείο με το να κρίνει ότι ο ενάγων δεν δικαιούται την, από αυτόν, αιτηθείσα με την ένδικη αγωγή του χρηματική ικανοποίηση, με την κύρια αιτιολογία, που στηρίζει, αυτοτελώς, το αποδεικτικό πόρισμά του, ότι το ένδικο ατύχημα α) δεν οφείλεται στη μη τήρηση διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που μνημονεύουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας των εργαζομένων στο παραπάνω πλοίο, β) δεν τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη μη τήρηση αυτών, γ) δεν οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων απ' αυτόν προσώπων και δ) δεν βαρύνει την εργοδότριά του (πλοιοκτήτρια εταιρεία), αλλά και τους εκπροσώπους - αντιπροσώπους αυτής ή τους από αυτήν προστηθέντες οποιοδήποτε πταίσμα αλλ' ούτε και ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ οποιασδήποτε αμελούς συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων και του επελθόντος αποτελέσματος, δεν παραβίασε τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ ή τα άρθρα 1 και 16 του κ.ν. 551/1915. Γι' αυτό ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος του, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης και κατά το μέρος του, από τον αρ. 19 του ΚΠολΔ, με το οποίο προβάλλονται πλημμέλειες για έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμος, αφού οι αιτιολογίες που έχει διαλάβει στην απόφασή του και πλήρεις και σαφείς είναι και δεν εμφανίζουν οποιαδήποτε αντιφατικότητα, καθιστούν δε εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Περαιτέρω, κατά το μέρος του, από τον αρ. 11 του ίδιου άρθρου, με το οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της μη λήψης υπόψη των εκθέσεων επίδοσης της αγωγής, που οι αναιρεσείοντες προσκόμισαν για την απόδειξη της μεταβίβασης σ' αυτούς της αξίωσης, για χρηματική ικανοποίηση, του μετέπειτα θανόντος δικαιοπαρόχου των, είναι αλυσιτελής, ενόψει της παραπάνω κύριας αιτιολογίας της απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της αυτό. Τέλος, κατά το μέρος του, από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου, με το οποίο προβάλλεται, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, ότι οι ιατροί που εξέτασαν τον παθόντα τελούσαν σε σχέση πρόστησης με τους αναιρεσίβλητους, είναι απαράδεκτος, διότι με την αίτηση αναίρεσης δεν γίνεται επίκληση ότι ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας προβλήθηκε παραδεκτά ο ισχυρισμός αυτός, ούτε εκτίθενται σ' αυτήν πραγματικά περιστατικά, που να τον θεμελιώνουν. Εξάλλου, με το να μην επιδικάσει το Εφετείο, τις δαπάνες μετακίνησης του ενάγοντος με μισθωμένο όχημα, διότι δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια των ιατροφαρμακευτικών εξόδων του άρθρου 7 του ν. 551/1915 και να απορρίψει το αίτημα για καταβολή ποσού των αεροπορικών εισιτηρίων, με την επαρκή αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε ότι η μετάβαση αυτή συνδέεται με την επίσκεψη σε ιατρούς, δεν παραβίασε την παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, διέλαβε δε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και δίχως αντιφάσεις, αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον έλεγχό της, ως προς την ορθή εφαρμογή της διάταξης αυτής. Επομένως, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της αναίρεσης, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Ο προβλεπόμενος στο άρθρο 559 αριθ. 11γ' ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης παρέχεται και αν το δικαστήριο της ουσίας σχημάτισε την αποδεικτική του κρίση χωρίς να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι προς άμεση ή έμμεση απόδειξη πραγματικών γεγονότων, ασκούντων ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή παραδεκτών και νομίμων. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος κατ' ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή ότι έλαβε υπόψη του όλα τα με επίκληση προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα, έστω και χωρίς στην απόφασή του να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός από αυτά, εκτός, αν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της απόφασης και ιδίως από τις αιτιολογίες καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων αποδεικτικών μέσων, οπότε είναι ουσιαστικά βάσιμος ο κρίσιμος λόγος αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο, από το άρθρο 559 αριθ. 11γ' ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, προβάλλεται ότι το Εφετείο κατέληξε στην κρίση, ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη, ως προς την τέταρτη εναγομένη, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, δίχως να λάβει υπόψη το φωτοτυπικό αντίγραφο από τη "μερίδα" του πλοίου ΠΙΤΣΑ Δ του Νηολογίου Πειραιώς. Από τη ρητή όμως αναφορά στην απόφασή του, ότι έλαβε υπόψη του και όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με τις λοιπές αιτιολογίες της, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και το έγγραφο αυτό και ο παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου, είναι αβάσιμος διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, το Εφετείο έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, ότι η τέταρτη εναγομένη ήταν εκπρόσωπος του πλοίου στην Ελλάδα και τον απέρριψε. Οι διατάξεις των άρθρων 167 και 168 του Κώδικα των Δικηγόρων, οι οποίες προβλέπουν την αμοιβή του δικηγόρου, όταν οι πράξεις ή εργασίες έγιναν ύστερα από εντολή περισσοτέρων του ενός εντολέων και με την πρώτη ορίζεται, ότι αυξάνεται η αμοιβή κατά 5% για κάθε ένα πέραν του ενός εντολέα και όχι πέραν του διπλασίου, ενώ με τη δεύτερη καθιερώνεται η, εις ολόκληρον, υποχρέωση των εντολέων για την πληρωμή της αμοιβής, εφαρμόζονται όταν πρόκειται για εντολή, που αφορά την ίδια κοινή υπόθεση των εντολέων και δεν έχουν εφαρμογή όταν πρόκειται για υποθέσεις της αυτής φύσης αλλά ενδιαφέρουν ιδιαίτερα πολλούς και εκτελέστηκαν από το δικηγόρο με την εντολή καθενός. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τις αιτιάσεις, ότι το Εφετείο, με το να απορρίψει, δίχως αιτιολογία, το λόγο της έφεσής των, που αναφέρεται στην επιδίκαση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στην τέταρτη εναγομένη, ως προς την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, ως δικηγορικής αμοιβής, ποσού 2% επί του αντικειμένου της αγωγής, α) παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 100, 107, 167 και 168 του Κώδικα δικηγόρων, αφού όλοι οι εναγόμενοι είχαν κοινή εκπροσώπηση από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο, στον οποίο έδωσαν κοινή εντολή, πρόκειται δε για υπόθεση της αυτής φύσης και με κοινό ενδιαφέρον, για όλους και για την οποία δεν υποβλήθηκε καθένας στην ελάχιστη δαπάνη δικηγορικής αμοιβής και 2) στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο, δίχως ειδικότερη αιτιολογία και με τη μοναδική παραδοχή ότι η εναγομένη είναι νικήσασα διάδικος, δέχθηκε ότι αυτή δικαιούται την αμοιβή εκείνη και στη συνέχεια απέρριψε, πράγματι, τον αντίστοιχο λόγο έφεσης, αν και συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις να τον δεχθεί, αφού, αν τα επικαλούμενα από τους αναιρεσείοντες πραγματικά περιστατικά είναι αληθινά, έπρεπε να προσδιορίσει τη δικηγορική αμοιβή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 167 του Κώδικα δικηγόρων. Επομένως, είναι βάσιμος ο παραπάνω λόγος αναίρεσης. Αντίθετα, κατά το τρίτο μέρος του, από τον αρ. 9 του ίδιου άρθρου, είναι αβάσιμος διότι το δικαστήριο επιδίκασε δικαστική δαπάνη στην τέταρτη εναγομένη, δεχόμενο σχετικό αίτημά της. Η ειδικότερη αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έπρεπε να επιδικάσει δικαστική δαπάνη στους αναιρεσίβλητους - εκκαλούντες - εφεσίβλητους, είναι απαράδεκτη, λόγω αοριστίας.
Μετά από αυτά, πρέπει, 1) Να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, στο σύνολό της, ως προς τους αναιρεσίβλητους, πρώτη, δεύτερη και τρίτο και 2) Να γίνει δεκτή, κατά ένα μέρος, η ίδια αίτηση, ως προς την τέταρτη αναιρεσίβλητη, να αναιρεθεί δε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της, που αφορά την απόρριψη του λόγου έφεσης των αναιρεσειόντων, ως προς την επιδίκαση, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικαστικής δαπάνης υπέρ αυτής, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστή άλλον από εκείνον που την εξέδωσε (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Οι αναιρεσείοντες, πρέπει να καταδικαστούν, ως ηττώμενοι, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, πλην της τέταρτης και η αναιρεσίβλητη αυτή, ως εν μέρει ηττώμενη, πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 και 191 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 20-12-2012, αίτηση, για την αναίρεση της 476/2012 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, ως προς τους αναιρεσίβλητους πρώτη, δεύτερη και τρίτο. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των παραπάνω αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Δέχεται την ίδια αίτηση, ως προς την τέταρτη αναιρεσίβλητη.
Αναιρεί την παραπάνω απόφαση, ως προς αυτήν και κατά το μέρος της, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή. Και
Καταδικάζει την ίδια αναιρεσίβλητη σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2014. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ