Θέμα
Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση. Συκοφαντική δυσφήμιση. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Κατάθεση ψευδούς καταγγελίας- αναφοράς στο Δ.Σ.Α. περί δήθεν τέλεσης από τον εγκαλούντα δικηγόρο της πράξης της απιστίας. Ποινική Δικονομία. Λόγοι αναίρεσης: α) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης απολογίας, β) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικών ουσιαστικών διατάξεων. Ορθή και απολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
ΑΡΙΘΜΟΣ 665/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Ε. Ν. χήρας Χ. θυγ.Α. Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φώτιο Γιαννούλη, περί αναιρέσεως της 8441/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Σ. Α. του Γ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα -κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Νοεμβρίου 2012 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1238/12.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Υπαίτιος της πράξεως που προβλέπεται, από το άρθρο 229 παρ. 1 του ΠΚ, δηλαδή της ψευδούς καταμήνυσης, είναι εκείνος, που εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν. Έτσι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 362 του Π.Κ, "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Και κατά το άρθρο 361 ίδιου Κώδικα (εξύβριση) "όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμοί οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Εξάλλου, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικά, όμως, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικώς με το δόλο, να εκτίθενται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η συμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας, αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την υπ' αρ. 8441/2012 απόφαση του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, που αλληλοσυμπληρώνονται, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, και ειδικότερα "από την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, την κατάθεση του μάρτυρα της υπεράσπισης που εξετάσθηκε ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά (η κατηγορουμένη δεν απολογήθηκε διότι εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο συνήγορο της) και όλη την αποδεικτική διαδικασία, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν - κατά πιστή μεταφορά -τα εξής: ... Η κατηγορουμένη υπέβαλε προς τον Πρόεδρο του Δ.Σ.Α. την από 9-12-2004 καταγγελία-αναφορά της εναντίον του εγκαλούντος, δικηγόρου Αθηνών, με σκοπό να προκαλέσει την πειθαρχική του δίωξη, ζητώντας ταυτοχρόνως να του αφαιρεθεί η άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του. Η κατηγορουμένη ως μόνη εκ διαθήκης κληρονόμος της Σ. Π. που αποβίωσε την 13-7-1995, ανέθεσε στον εγκαλούντα να τακτοποιήσει, με την ιδιότητα του δικηγόρου οποιοδήποτε θέμα σχετικό με την κληρονομία αυτή. Συμφώνησαν να πληρωθεί η αμοιβή του τελευταίου από την πώληση οποιουδήποτε κληρονομιαίου ακινήτου, υπολογιζομένη σε ποσοστό 10% επί του τιμήματος. Αφού αμφισβητήθηκε το εν λόγω κληρονομικό της δικαίωμα από συγγενείς της ανωτέρω θανούσης ο εγκαλών ανέλαβε τις προκύψασες δίκες, τις οποίες διεκπεραίωσε επιτυχώς και αυτή κατέστη με δικαστική απόφαση αδιαμφισβήτητη κληρονόμος μεγάλης ακίνητης περιουσίας (βλ. υπ' αρ. 10088/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών). Το Δεκέμβριο του 1999 η Δ.Ο.Υ. Ν. Σμύρνης προέβη σε κατασχέσεις των ακινήτων για την είσπραξη ληξιπροθέσμων χρεών της προς το Δημόσιο που ανέρχονταν εκείνο το χρόνο στο υπέρογκο ποσό των 193.536.658 δρχ. Ο εγκαλών ανέλαβε να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή και προέβη στις ενδεδειγμένες ενέργειες αποτέλεσμα των οποίων ήταν να μειωθεί καταφανώς το χρέος των φόρων από το προαναφερόμενο ποσό σε αυτό των 160.000.000 δρχ κατά τον Ιούλιο του 2004. Η ενέργεια του εγκαλούντος να υποβάλλει δήλωση φόρου μεγάλης περιουσίας δεν απέβη σε βάρος της, εφ' όσον η κληρονομιαία περιουσία υπερβαίνει κατά πολύ το όριο απαλλαγής από τέτοια υποχρέωση (βλ. διάταξη Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών από 23-10-2005) Όσα συνεπώς η κατηγορουμένη ανέφερε και κατήγγειλε με την αναφορά της προς το Δ.Σ.Α. δεν ήταν αλήθεια, είναι ψευδή και αυτή τα ανέφερε, ενώ γνώριζε την αναλήθεια τους, εφόσον αυτή παρακολουθούσε την μακροχρόνια πορεία των υποθέσεων της, πάντοτε ήλεγχε τον εγκαλούντα στις νομικές κινήσεις του και παρότι χρησιμοποιούσε και άλλους δικηγόρους στα δύσκολα κατέφευγε στον εγκαλούντα. Ο ισχυρισμός που διατυπώνεται δια του μάρτυρα υπερασπίσεως της ότι ο έφορος της είπε ότι φταίει ο δικηγόρος για το δυσμενές αποτέλεσμα, δεν αναιρεί το δόλο της, διότι ακόμη και αν αυτό συνέβη, αυτή ηθελημένα περιέλαβε στην καταγγελία της ψευδή περιστατικά με σκοπό να προκαλέσει την πειθαρχική δίωξη του εγκαλούντος, με τον οποίο τελούσε σε οικονομική εκκρεμότητα εφόσον δεν του είχε καταβάλει ακόμα τη συμφωνηθείσα αμοιβή του, όπως ο ίδιος κατέθεσε ανωμοτί στο ακροατήριο. Υπόψη ότι η παραπάνω αναφορά δεν προχώρησε στο Δ.Σ.Α. και τέθηκε στο αρχείο, ανεξαρτήτως του ότι η έκβαση αυτή δεν έχει επιρροή για τη στοιχειοθέτηση της υπόστασης των ελεγχομένων αδικημάτων του. Η κατηγορουμένη με την ίδια ως άνω συμπεριφορά της έβλαψε την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος ισχυριζόμενη τα ψεύδη στο περιβάλλον του Δ.Σ.Α., όπου έχει την ιδιότητα του μέλους ...". Στη συνέχεια το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε την αναιρεσείουσα -κατηγορούμενη, ένοχη των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του εγκαλούντος. Ειδικότερα του ότι: α) Στην Αθήνα, την 9-12-04 εν γνώσει κατεμήνυσεν άλλον ψευδώς και ανέφερε γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν. Συγκεκριμένα, με σκοπό να προκαλέσει την πειθαρχική δίωξη του Δικηγόρου Αθηνών Σ. Α. απέστειλε αναφορά προς τον Πρόεδρο του Δ.Σ.Α., το περιεχόμενο της οποίας έχει ως ακολούθως: ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΤΑ Σ. Α. ΔΙΚΗΓΟΡΟ Οδός ... τηλ. 210-... Συνέχεια της καταγγελίας αναφοράς μου κατά του Σ. Α. από 27/7/2004 με αριθ. Πρωτοκόλλου 6385. Επανέρχομαι να προσκομίσω τα απαραίτητα έγγραφα και να σας παρακαλέσω να εξετάσετε τον δικηγόρο προσεχτικά, γιατί είναι επικίνδυνος και αδίστακτο για οτιδήποτε κακό. Όπως σας έχω γνωστοποιήσει στην προηγούμενη καταγγελία αναφορά μου, η αείμνηστη μητέρα μου Σ. Π. πέθανε στις 13/Ιουλίου/1995. Έκανα, αποδοχή και δήλωση κληρονομιάς που η αξία των ακινήτων μου ανέρχεται στα 114.000.000 δρχ. Από αυτά προκύπτει ο φόρος. Όμως, ο Σ. Α. σκοπίμως έκανε λανθασμένες κινήσεις (δείτε έγγραφο προς το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά. Ζητάει αναβολή φορολογίας λάθος, ενώ έπρεπε να ζητήσει αναστολή των πανωτοκίων, προσαυξήσεων κ.τ.λ. μέχρι να τελειώσουν τα δικαστήρια). Ο δικηγόρος ευθύνεται για τις κατασχέσεις των ακινήτων, για τον πλειστηριασμό του σπιτιού μου στη ... (δείτε έγγραφο για τις δεκάδες εκατομμύρια προσαύξησες, δείτε έγγραφο Δ.Ο.Υ.). Αυτά τα δεινά που βιώσαμε και εξακολουθούμε, περιμένοντας την απόφαση της Επιτροπής του Δημοσίου Ταμείου για παραγραφή προσαυξήσεων, τα δημιούργησε ο Α. σκοπίμως για να μου ζητάει χρήματα. Ήθελε όλο και περισσότερα, αν και ήξερε τη δύσκολη οικονομική μου κατάσταση. Δεν θα ερχόταν η καταστροφή αν είχε κάνει ΑΝΑΣΤΟΛΗ. Καταγγέλλω τον Σ. Α. ακόμα γιατί με πίεζε να κάνω δήλωση μεγάλης ακίνητης περιουσίας στο Δ.Ο.Υ. ενώ εγώ δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Καταγγέλλω τον δικηγόρο ξανά γιατί έχει ακόμα και τώρα που τον πήρα χαμπάρι την αναίδεια να με εκβιάζει (δείτε την Επιστολή του). Καταγγέλλω τον Σ. Α. γιατί όλα, οι κατασχέσεις, πρόγραμμα πλειστηριασμού, προσαυξήσεις έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια των χρονών που εγώ ήμουν έξω από την κληρονομιά. Αμφισβητείται το κληρονομικό μου δικαίωμα. Παρόλα αυτά, η Δ.Ο.Υ. βρήκε ευκαιρία με τον απαθή δικηγόρο και μας πήρε αμπάριζα, δεν άφησε τίποτα όρθιο. Σας παρακαλώ θερμά να τον καλέσετε να μας δώσει απαντήσεις για την καταστροφή που μας έφερε και ασφαλώς θα υπάρξει συνέχεια. Ζητώ την παραδειγματική του τιμωρία που είναι η αφαίρεση της άδειας ασκήσεως Επαγγέλματός του. Ενώ η κατ/νη εγνώριζε ότι τα ανωτέρω ήσαν ψευδή και αποσκοπούσε στην πειθαρχική δίωξη του μηνυτού Σ.Α. (Δικηγόρου Αθηνών). β) Στην Αθήνα την 9-12-04 ενώπιον τρίτου ισχυρίσθηκε για κάποιον άλλο γεγονός το οποίο μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη αυτού αν και εγνώριζεν ότι αυτό ήταν ψευδές. Συγκεκριμένα σχετικά με τον εγκαλούντα Α. Σ., Δικηγόρο, κάτοικο ... ισχυρίσθηκε με την από 9-12-04 αναφορά της ενώπιον του Προέδρου του Δ.Σ.Α. τα υπό τα στοιχεία Α ανωτέρω γεγονότα, ενώ η κατηγορουμένη γνώριζε ότι τα ανωτέρω ήσαν ψευδή και απολύτως ικανά να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος Σ. Α., δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών. Ακολούθως, της επέβαλε τη συνολική ποινή των 8 μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία και την υποχρέωσε να καταβάλει στον εγκαλούντα το ποσό των 44 Ευρώ, ως χρηματική του ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τη σε βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.2, 229 παρ.1, 362, 363. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως, τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα τη συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων των πράξεων για τις οποίες κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα. Τούτο διότι, αιτιολογείται η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, σύμφωνα με την οποία όσα γεγονότα η κατηγορουμένη διέλαβε, στην κατά του εγκαλούντος υποβληθείσα αναφορά -καταγγελία της, απευθυνομένη στο Δ.Σ.Α., αλλά και διαδίδοντας αυτά μέσω της αναφοράς της σε τρίτους που έλαβαν γνώση αυτής, ήσαν ψευδή, με τη παραδοχή ότι η ίδια του ανέθεσε και τις κληρονομικές δίκες που είχαν ανοιχθεί μεταξύ της ιδίας και των συγγενών της διαθέτιδος της, οι οποίες είχαν επιτυχή έκβαση, γεγονός που σημαίνει ότι τον εμπιστευόταν και ότι αυτός ενεργούσε σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, ότι είχε υποχρέωση υποβολής φόρου ακίνητης περιουσίας, την οποία υπέβαλε πράγματι ο εγκαλών, ενέργεια που ήταν επιβεβλημένη από το νόμο και άρα δεν ενήργησε προς βλάβη των συμφερόντων της και ότι από τις ενέργειες του τελευταίου, το χρέος της προς την Εφορία μειώθηκε κατά το ποσό των 33.536.658 δρχ. Απέβλεπε δε αυτή με την ως άνω καταγγελία της, όχι μόνο να προκαλέσει την πειθαρχική του δίωξη από την αρμόδια αρχή στην οποία ο εγκαλών ως δικηγόρος υπάγεται πειθαρχικά, και να επιτύχει τη τιμωρία του με αφαίρεση της αδείας του δικηγορικού λειτουργήματος, αλλά ταυτόχρονα με τη διάδοση των όσων ψευδών γεγονότων διαλάμβανε στην καταγγελία αυτή να βλάψει τη τιμή και την υπόληψη του, αφού τον σκιαγραφούσε ως επικίνδυνο και αδίστακτο επαγγελματία ο οποίος σκοπίμως προσέφευγε σε αντίθετες με τα συμφέροντα της (εντολέως του), ενέργειες προκειμένου να της αποσπά χρήματα, παρότι γνώριζε τη δύσκολη οικονομική της κατάσταση. Αιτιολογείται επίσης ο άμεσος δόλος της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης και για τα δύο αδικήματα, με την παραδοχή του Δικαστηρίου της ουσίας, ότι : "Όσα συνεπώς, η κατηγορουμένη ανέφερε και κατήγγειλε με την αναφορά της στο Δ.Σ.Α. ήσαν ψευδή, ενώ γνώριζε την αναλήθεια τους εφόσον αυτή παρακολουθούσε τη μακροχρόνια πορεία των υποθέσεων της, πάντοτε ήλεγχε τον εγκαλούντα στις νομικές κινήσεις του και παρότι χρησιμοποιούσε και άλλους δικηγόρους στα δύσκολα κατέφευγε στον εγκαλούντα .Ο ισχυρισμός της, που διατυπώνεται δια του μάρτυρα υπερασπίσεως της, ότι ο έφορος της είπε ότι φταίει ο δικηγόρος για το δυσμενές αποτέλεσμα, δεν αναιρεί το δόλο της διότι ακόμη και αν αυτό συνέβη, αυτή ηθελημένα περιέλαβε στην καταγγελία της ψευδή περιστατικά με σκοπό να προκαλέσει την πειθαρχική δίωξη του εγκαλούντα με τον οποίο τελούσε σε οικονομική εκκρεμότητα εφόσον δεν του είχε καταβάλει την συμφωνηθείσα αμοιβή του όπως ο ίδιος κατέθεσε ανωμοτί". Με τη παραδοχή αυτή, σημειωτέον το Δικαστήριο της ουσίας, δέχεται με επικουρική σκέψη ότι και στη περίπτωση που ήταν αληθές το κατατεθέν από το μάρτυρα υπεράσπισης της, ότι ο έφορος την πληροφόρησε ότι έφταιγε ο εγκαλών για τη μη επιτυχή έκβαση φορολογικής της υπόθεσης και πάλι δεν αναιρείται ο δόλος της για τα όσα ψευδή κατήγγειλε για τον εγκαλούντα, δεχόμενο εμμέσως πλην σαφώς ότι σκοπίμως υπέβαλε την καταγγελία αυτή, ενόψει του ότι τελούσε σε οικονομική εκκρεμότητα μαζί του αφού ακόμα δεν του είχε καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή του, εννοώντας ότι ήθελε να διαπραγματευθεί εκ νέου αυτήν. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί, ότι η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης, ότι η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι πληροφορήθηκε την ανεπιτυχή έκβαση της φορολογικής ενέργειας του εγκαλούντος από τον Έφορο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., τελεί σε αντίφαση με τη παραδοχή του άμεσου δόλου της, για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως των αδικημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε, στηρίζεται επί αναληθούς προϋποθέσεως, διότι ως προαναφέρθηκε η παραδοχή αυτή του Δικαστηρίου της ουσίας, τέθηκε εντελώς επικουρικά με κατάληξη ότι και στην περίπτωση αυτή δεν αναιρείται ο άμεσος δόλος της . Περαιτέρω η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για τον άμεσο δόλο της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης, προκύπτει και από τη παραδοχή της προσβαλλόμενης, ότι με ενέργειες του εγκαλούντος μειώθηκε το χρέος της αναιρεσείουσας στην αρμόδια Δ.Ο.Υ από το ποσό των 193.536.658 δρχ. στο ποσό των 160.000.000δρχ.- γεγονός που γνώριζε η αναιρεσείουσα -όπως επίσης γνώριζε ότι είχε υποχρέωση να υποβάλει δήλωση φόρου ακίνητης περιουσίας. H ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι στην καταγγελία - αναφορά της διέλαβε μόνο απλές κρίσεις και εκτιμήσεις περί του ορθού ή μη των ενεργειών του εγκαλούντος είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, διότι σ' αυτήν ισχυρίζεται γεγονότα, αντικειμενικά πρόσφορα να κινήσουν σε περίπτωση που ήταν βάσιμα την πειθαρχική δίωξη του εγκαλούντος για το αδίκημα της απιστίας δικηγόρου. Τέλος, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι συντρέχουν στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας, οι προϋποθέσεις του άρθρου 367ΠΚ,σε σχέση με το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης για το οποίο καταδικάσθηκε, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι δεν προτάθηκε στο Δικαστήριο της ουσίας, πλέον του ότι η ως άνω διάταξη δεν εφαρμόζεται για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Κατά τα λοιπά, υπό την επίφαση του λόγου της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, πλήττεται απαραδέκτως, αυτή για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον ως προς αυτή η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας είναι ανέλεγκτη.
Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ! και Ε! του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι της αιτήσεως αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν.
Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.
Απορρίπτει την από 15-11-2012 αίτηση της Ε. Ν. χήρα Χ. θυγ. Α. Σ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αρ. 8441/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ