Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 920 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Διαθήκη.




Αριθμός 920/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων-καθών η κλήση : 1) Ι. Ν. του Π., κατοίκου ..., 2) Π. Ν. του Ι., κατοίκου ..., και 3) Λ. Ν. του Ι., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Παραμυθιώτη.
Του αναιρεσιβλήτου-καλούντος: Ν. Ν. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Εμμανουήλ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/7/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6476/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 4504/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 19/4/2010 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 308/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρει ο καλών με την από 26/4/2013 κλήση του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. O Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 25/11/2011 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Χαράλαμπου Δημάδη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά την διάταξη του άρθρου 1763 περ.1 του ΑΚ "κάθε διαθήκη μπορεί να ανακληθεί με σχετική δήλωση σε μεταγενέστερη διαθήκη", κατά δε το άρθρο 1764 παρ.1 του ίδιου Κώδικα "μεταγενέστερη διαθήκη καταργεί με το περιεχόμενό της την προηγούμενη, μόνο κατά το μέρος που εναντιώνεται σ' αυτή". Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι κάθε διαθήκη μπορεί να ανακληθεί από τον διαθέτη, είτε με ρητή δήλωση της βουλήσεώς του στην νέα διαθήκη περί μερικής ή ολικής ανακλήσεώς της, είτε σιωπηρώς, εάν το περιεχόμενο της νεότερης διαθήκης εναντιώνεται προς το περιεχόμενο της προγενέστερης, δηλαδή είναι ασυμβίβαστο προς το περιεχόμενο εκείνης. Στις περιπτώσεις αυτές, χωρίς ρητή ανακλητική δήλωση, σιωπηρώς καταργείται το περιεχόμενο της προγενέστερης κατά το μέρος που είναι ασυμβίβαστο στο περιεχόμενο της νεότερης. Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας περί της ρητής ή σιωπηράς δηλώσεως βουλήσεως του διαθέτη για την ανάκληση προγενέστερης διαθήκης, ως αναγομένη στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο, μετ' ανέλεγκτη εκτίμηση του αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του υπ' αριθμ. .../20-10-1978 συμβολαίου της συμβολαιογράφου της Πολιτείας Καλιφόρνιας των ΗΠΑ Παναγιώτας Τασιοπούλου, που μεταγράφηκε νόμιμα (...), περιήλθαν στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του Ν. Λ. ή Λ. του Θ. και Π., απώτερου δικαιοπάροχου του ενάγοντος, εξ αγοράς από την αληθινή κυρία τους Π. χήρα Π. Ν., το γένος Ν. Σ., οι παρακάτω περιγραφόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες (διαμερίσματα), ήτοι Α) το υπό στοιχεία Α-3 διαμέρισμα του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου της ευρισκόμενης στην περιφέρεια του Δήμου ... και επί της οδού ... αριθμ. 111 πολυκατοικίας, το οποίο (...) έχει επιφάνεια 51 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας 49/1000 εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου (...), και Β) το υπό στοιχεία Β-1 διαμέρισμα του δευτέρου πάνω από το ισόγειο ορόφου της ίδιας παραπάνω πολυκατοικίας, το οποίο (...) έχει επιφάνεια 90 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας 85/1000 εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου (...). Ο παραπάνω δικαιοπάροχος του ενάγοντος Ν. Λ. ή Λ., ελληνικής και αμερικανικής ιθαγενείας, απεβίωσε στις 22-7-2000 στο Σικάγο Ιλλινόις των ΗΠΑ, όπου κατοικούσε όσο ζούσε, και κατέλιπε α) την από 19-9-1980 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ' αριθμ. 769/2000 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά τη συνεδρίαση της 29-9-2000, και β) την από 10-12-1981 διαθήκη του, η οποία συντάχθηκε στην αγγλική γλώσσα, στο Σικάγο Ιλλινόϊς των ΗΠΑ, κατά το δίκαιο της Πολιτείας αυτής, και δημοσιεύθηκε την 29-3-2001 από το Τμήμα Διαθηκών του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Επαρχίας Κουκ του Ιλλινόϊς των ΗΠΑ, και της οποίας επίσημο αντίγραφο από το πρωτότυπο, αλλά και σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, κατατέθηκε στις 26-10-2001 στο Πρωτοδικείο Αθηνών-Τμήμα Διαθηκών και καταχωρήθηκε στα βιβλία Διαθηκών στον τόμο 2447 και με αύξοντα αριθμό 241. Ειδικότερα, με την από 19-9-1980 ιδιόγραφη διαθήκη ο παραπάνω αποβιώσας εγκατέστησε τους εναγόμενους κληρονόμους του επί της ευρισκόμενης στην Ελλάδα περιουσίας του και δη τον μεν πρώτο από αυτούς, ετεροθαλή αδελφό του, στην επικαρπία, τους δε δεύτερη και τρίτο τούτων, τέκνα του παραπάνω αδελφού του, στην ψιλή κυριότητα κατ' ισομοιρίαν, ενώ με τη μεταγενέστερη από 10-12-1981 διαθήκη, το κύρος της οποίας από απόψεως τύπου, σύμφωνα το δίκαιο της παραπάνω Πολιτείας των ΗΠΑ, όπου συντάχθηκε, δεν αμφισβητείται ειδικώς από τους εναγόμενους, ο εν λόγω αποβιώσας όρισε, μεταξύ άλλων, κατά λέξη τα εξής: "Εγώ, ο Ν. Τ. Λ., εκ ..., δηλώ ότι αυτή είναι η τελευταία μου Διαθήκη και προς τούτο ακυρώνω όλες τις προηγούμενες Διαθήκες και Υποσχέσεις που έχουν γίνει από εμέ. ΠΡΩΤΟΝ: Δίδω οδηγίας στον Εκτελεστή της Διαθήκης μου, ονομασθέντος κατωτέρω, να πληρώσει όλα τα χρέη μου και έξοδα κηδείας από τα της περιουσίας μου προερχόμενα το συντομώτερον μετά τον θάνατόν μου ή όταν αυτό είναι πρακτικά δυνατόν. Προς τούτο δίδω οδηγίαν όπως όλες οι φορολογίες για την περιουσία μου και κληρονομικά, που ευρίσκεται μέσα στα όρια των Ηνωμένων Πολιτειών ή άλλες επακόλουθες φορολογίες που ήθελον συμβεί, λόγω του θανάτου μου, να πληρωθούν παρά του Εκτελεστή της Διαθήκης μου εκ της κυρίας απομείνασας περιουσίας μου, χωρίς συνεισφορές ή προσφορές από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. ΔΕΥΤΕΡΟΝ: Δίδω όλα τα υπόλοιπα υπάρχοντα και απομείναντα της περιουσίας μου οτιδήποτε είδους και οπουδήποτε ευρισκόμενα, τα οποία ήθελον ορίζει κατά το θάνατόν μου, να δοθούν στην πολυαγαπημένη μου σύζυγον E. L. (Ε. Λ.) (...). ΠΕΜΠΤΟΝ: Ως επί τούτου οναμάζω και διορίζω την πολυαγαπημένη μου σύζυγον, (Ε. Λ.) E. L., να είναι ο Εκτελεστής της Διαθήκης αυτής ...". Από τις διατάξεις αυτές της διαθήκης, οι οποίες είναι απολύτως σαφείς και δεν εμφανίζουν ασαφή και αμφίβολα σημεία, ώστε να χρειάζεται ερμηνεία αυτών με προσφυγή στις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 173 ΑΚ, προκύπτει σαφώς ότι ο ανωτέρω διαθέτης, με ρητή δήλωσή του, που περιέχεται στη μεταγενέστερη αυτή διαθήκη του, ανακάλεσε κάθε προηγούμενη διαθήκη του, επομένως και την επικαλούμενη από τους εναγόμενους από 19-9-1980 προηγούμενη ιδιόγραφη διαθήκη του, και εγκατέστησε μοναδική κληρονόμο του τη σύζυγό του και μητέρα του ενάγοντος Ε. Λ. ή Λ. σε όλη την περιουσία του, οπουδήποτε ευρισκόμενη και από οποιαδήποτε στοιχεία αποτελούμενη, η οποία θα απέμενε μετά από την πληρωμή από αυτήν, που ορίστηκε και ως εκτελεστής της διαθήκης, όλων των χρεών, φορολογιών κλπ. της περιουσίας του και των εξόδων κηδείας του. Η γενόμενη δε από τον παραπάνω διαθέτη ανάκληση της προηγούμενης πιο πάνω διαθήκης του είναι έγκυρη, κατά το άρθρο 1763 αριθμ. 1 του ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (άρθρ. 28 και 11 ΑΚ), βάσει του συνδετικού στοιχείου της ελληνικής ιθαγένειας του διαθέτη κατά το χρόνο του θανάτου του. Επομένως, μετά το θάνατο του ανωτέρω διαθέτη, τα επίδικα πιο πάνω διαμερίσματα περιήλθαν, συνεπεία κληρονομικής διαδοχής εκ της παραπάνω διαθήκης, στη μητέρα του ενάγοντος Ε. Λ. ή Λ., ελληνικής και αμερικανικής ιθαγενείας. Η τελευταία απεβίωσε στις 12-7-2002 στο Σικάγο των ΗΠΑ, όπου κατοικούσε όσο ζούσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου σε όλη την περιουσία της, σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού κληρονομικού δικαίου, που εφαρμόζονται ως εκ της ελληνικής ιθαγενείας της κληρονομουμένης κατά το χρόνο του θανάτου της (άρθρα 28 και 31 ΑΚ), από τον ενάγοντα Ν. Ν., που ήταν το μοναδικό τέκνο της από τον πρώτο γάμο της με το Δ. Ν.. Ο ενάγων, με την υπ' αριθμ. .../10-7-2006 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Γιαννοπούλου-Μπάκα, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλλιθέας στον τόμο ... και με αύξ. αριθμό 115, αποδέχθηκε αφενός μεν για λογαριασμό της μητέρας του την καταληφθείσα σ' αυτήν με την προαναφερθείσα διαθήκη κληρονομία του συζύγου της Ν. Λ. ή Λ., αφετέρου δε για τον εαυτό του την επαχθείσα σ' αυτόν εξ αδιαθέτου πιο πάνω κληρονομία της μητέρας του, αποτελούμενη και από τα επίδικα πιο πάνω διαμερίσματα, και έτσι κύριοι των διαμερισμάτων αυτών κατέστησαν αρχικά η μητέρα του ενάγοντος από το χρόνο του θανάτου του συζύγου της και στη συνέχεια ο ενάγων από το χρόνο του θανάτου της μητέρας του. Αντίθετα οι εναγόμενοι δεν απέκτησαν εκ της προαναφερθείσας από 19-9-1980 ιδιόγραφης διαθήκης, που ανακλήθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, τα επικαλούμενα κληρονομικά δικαιώματα και γι' αυτό η γενόμενη από αυτούς, με την υπ' αριθμ. .../20-9-2001 πράξη της συμβολαιογράφου Καλλιθέας Χριστίνας-Γραμματικής Μενέγα, που μεταγράφηκε νόμιμα, αποδοχή της κληρονομίας του διαθέτη Ν. Λ. ή Λ., δεν προσπόρισε σ' αυτούς ουδέν δικαίωμα, άρα ούτε δικαίωμα κυριότητας επί των επιδίκων διαμερισμάτων, τα οποία μετά το θάνατο της παραπάνω κληρονόμου περιήλθαν, συνεπεία εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, στην αποκλειστική κυριότητα του ενάγοντος, κατά τα προαναφερόμενα, οι δε αντίθετοι ισχυρισμοί των εναγομένων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Παρόλα αυτά οι εναγόμενοι μετά το θάνατο του διαθέτη Ν. Λ. ή Λ. εγκαταστάθηκαν στα επίδικα διαμερίσματα και έκτοτε νέμονται και κατέχουν τα διαμερίσματα αυτά, αρνούμενοι να τα αποδώσουν στον ενάγοντα, αν και οχλήθηκαν από τον τελευταίο, αλλά και από την κληρονομηθείσα από αυτόν μητέρα του, με τις από 17-1-2002 και 26-7-2005 εξώδικες προσκλήσεις που τους κοινοποίησαν στις 11-2-2002 και 28-7-2005 αντίστοιχα, και έτσι απέβαλαν τον ενάγοντα από την κυριότητά του σ' αυτά". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο δέχθηκε την έφεση και την από 19-7-2006 ένδική αγωγή του αναιρεσιβλήτου και αναγνώρισε τον τελευταίο κύριο των επίδικων ως άνω δύο διαμερισμάτων, περιελθόντων σ' αυτόν από την κατά τα προεκτεθέντα κληρονομία της μητέρας του, και αφού δέχθηκε (το Εφετείο) ότι η από 19-9-2980 ιδιόγραφη διαθήκη του συζύγου εκείνης Ν. Λ. ή Λ., με την οποία ο διαθέτης είχε εγκαταστήσει κληρονόμους του τους αναιρεσείοντες, είχε ανακληθεί με την από 10-12-1981 μεταγενέστερη διαθήκη του αποβιώσαντος. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις δέχεται ότι με την από 10/12/1981 δεύτερη διαθήκη του ο Ν. Λ. ανακάλεσε ολικώς την πρώτη από 19/9/1980 διαθήκη του, δια της οποίας εγκατέστησε ως κληρονόμους του τους αναιρεσείοντες επί των επιδίκων ακινήτων, καθώς και ότι δια της ιδίας (δεύτερης ανακλητικής) διαθήκης εγκατέστησε ως κληρονόμο του την σύζυγό του και μητέρα του ενάγοντος E. L., εφ' ολοκλήρου της περιουσίας του, οπουδήποτε ευρισκομένη. Δεν ήταν δε απαραίτητο να αναφέρονται και άλλα στοιχεία περί της ανακλήσεως της προηγούμενης διαθήκης, αφού η ανάκληση δεν συνιστά αόριστη νομική έννοια, χρήζουσα περαιτέρω εξειδικεύσεως δια της αναφοράς και άλλων πραγματικών περιστατικών που την συγκροτούν, αλλ' απλό βιοτικό συμβάν, στο οποίο ο νομοθέτης προσδίδει έννομες συνέπειες, συνιστάμενες στο ανίσχυρο της προηγουμένης, ανακληθείσης, διαθήκης. Περαιτέρω η προβαλλόμενη προς θεμελίωση του εκ του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεως αιτίαση ότι αν και το Εφετείο δέχθηκε ότι η μεταγενεστέρη ως άνω διαθήκη αφορούσε αποκλειστικώς την διάθεση των ευρισκομένων στις ΗΠΑ περιουσιακών στοιχείων του ως άνω διαθέτη, όχι όμως και των επιδίκων, ευρισκομένων στην Ελλάδα και καταλειφθέντων στους αναιρεσείοντες διά της προηγουμένης ως άνω διαθήκης, ωστόσο έκρινε καταφατικώς περί της ολικής ανακλήσεως της πρώτης διαθήκης, ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού το Εφετείο, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με σαφήνεια δέχθηκε ότι ο διαθέτης με την δεύτερη διαθήκη όχι μόνο ανακάλεσε κάθε προηγούμενη, αλλά και ότι όρισε ότι κάθε περιουσιακό στοιχείο, οπουδήποτε ευρισκόμενο (και όχι μόνο τα ευρισκόμενα στις ΗΠΑ), θα περιέλθει στη μητέρα τού αναιρεσιβλήτου. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙΙ. Ως "πράγματα" κατά την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, των οποίων η λήψη ή μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον υπό της διατάξεως αυτής προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης προτάσεώς τους θεμελιώνουν κατά νόμον το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, κυρίας παρεμβάσεως, ενστάσεως ή αντενστάσεως, ή άλλη αυτοτελή αίτηση ή ανταίτηση των διαδίκων προς παροχή εννόμου προστασίας (ΟλΑΠ 11/1996). Ως "πράγματα" νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, εφόσον θεμελιώνονται σε ισχυρισμό που ασκεί επιρροή στην έκβαση της δίκης. Αν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι ο ισχυρισμός εξετάσθηκε και απορρίφθηκε (ως απαράδεκτος ή κατ' ουσίαν) ο παρών αναιρετικός λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος (Ολ.ΑΠ 12/1991). Στην προκειμένη περίπτωση με τον ίδιο λόγο αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος τους, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον αυτοτελή, κατά τον λόγο αυτό, ισχυρισμό των αναιρεσειόντων περί μερικής ανακλήσεως της πρώτης διαθήκης δια της δευτέρας, η οποία ανάκληση δεν αφορούσε και τα επίδικα διαμερίσματα. Ο ισχυρισμός όμως αυτός συνιστά άρνηση του προταθέντος με την αγωγή του αναιρεσιβλήτου ισχυρισμού ότι με τη δεύτερη διαθήκη ανακλήθηκε ολικώς η πρώτη, εντεύθεν δε δεν συνιστά "πράγμα" κατά την ανωτέρω έννοια, και τούτο πέραν του ότι το Εφετείο απήντησε στον αρνητικό αυτό ισχυρισμό δια της παραδοχής ότι με τη δεύτερη διαθήκη ανακλήθηκε η πρώτη ως προς όλες τις διατάξεις της και ότι επομένως οι αναιρεσείοντες εναγόμενοι δεν κατέστησαν κληρονόμοι επί των επιδίκων. Επομένως ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, εν πάση δε περιπτώσει αβάσιμος, και απορριπτέος.
ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ).-

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-4-2010 αίτηση των Ι. Ν. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4504/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.-
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2014. Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή