Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Φοροδιαφυγή, Μάρτυρες.
Περίληψη:
Αποδοχή πλαστών ή εικονικών τιμολογίων. Επί αναιρέσεως στρεφόμενης κατά αποφάσεως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, λόγοι που αναφέρονται σε πλημμέλειες του πρωτοβάθμιου, μη προβληθείσες στο εφετείο, είναι απαράδεκτοι. Δεν καθιστά απαράδεκτη την ποινική δίωξη η τυχόν υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς του αρμοδίου οικονομικού υπαλλήλου πριν από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας προς διοικητική επίλυση της φορολογικής διαφοράς. Ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από την ημερομηνία θεώρησης του πορίσματος του φορολογικού ελέγχου. Επιτρεπτή η εξέταση των υπαλλήλων ΣΔΟΕ ως μαρτύρων στο ακροατήριο, ακόμη και αν εκτέλεσαν ανακριτικά καθήκοντα στην προδικασία. Απορρίπτει αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2135/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη,Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Σεπτεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη, περί αναιρέσεως της 2027/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Ρόδου. Το Τριμελές Πλημ/κείο Ρόδου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 81/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 ΚΠοινΔ, όπου ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά αποφάσεως, η οποία, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση ή κατά αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι εάν συγκεκριμένη ποινική υπόθεση εκδικάσθηκε και στους δύο βαθμούς ουσιαστικής κρίσεως, με το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην οποία έχει ενσωματωθεί εκείνη που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, που είχε ασκηθεί. Ως εκ τούτου, κάθε λόγος αναιρέσεως που πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση είναι απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου α) κατά τη δικάσιμο της 5-7-2005, όταν για πρώτη φορά είχε εισαχθεί η υπόθεση ενώπιον εκείνου και αναβληθεί η εκδίκαση της, παρέλειψε να απαντήσει στον προβληθέντα ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί μη εμπροθέσμου κλητεύσεως αυτού (1ος λόγος αναιρέσεως), β) κατά τη δικάσιμο της 26-1-2007, όταν έγινε η εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον εκείνου, ανακάλεσε κατόπιν εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 19 παρ.1 και 21 παρ. 10 [ορθόν: παρ.3] του ν. 2523/1997 ή, άλλως, χωρίς αιτιολογία τις προεκδοθείσες, μη οριστικές αποφάσεις του ιδίου, με τις οποίες είχε διαταχθεί, κατ' επανάληψη, η αναβολή της εκδικάσεως της υποθέσεως μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής, την οποία ο κατηγορούμενος είχε ασκήσει κατά της ειδικής εκθέσεως ελέγχου και προχώρησε στην ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως (7ος λόγος αναιρέσεως), γ) κατά την ιδία δικάσιμο, εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις του άρθρου 340 παρ.2 ΚΠοινΔ, με το να θεωρήσει τον μη αυτοπροσώπως εμφανισθέντα κατηγορούμενο ως εκπροσωπούμενο νομίμως από συνήγορο, παρά το γεγονός ότι ο τότε εμφανισθείς δικηγόρος είχε εντολή και πληρεξουσιότητα μόνο για να ζητήσει την εκ νέου αναβολή της εκδικάσεως της υποθέσεως και όχι για να τον εκπροσωπήσει κατά την ουσιαστική εκδίκαση αυτής (2ος λόγος αναιρέσεως) και δ) κατά την ιδία δικάσιμο, παρέλειψε να κηρύξει την ακυρότητα της δι' απ' ευθείας κλήσεως του κατηγορουμένου εισαγωγής της υποθέσεως στο ακροατήριο για το λόγο ότι στην προδικασία, κατά παράβαση του δικαιώματος ακροάσεως αυτού, δεν είχαν εξετασθεί οι εκ μέρους του προταθέντες μάρτυρες υπερασπίσεως (4ος λόγος αναιρέσεως). Οι αιτιάσεις αυτές πλήττουν τις αντιστοίχως εκδοθείσες αποφάσεις του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, με δεδομένο το ότι η υπόθεση του αναιρεσείοντος εκδικάσθηκε στη συνέχεια κατ' έφεση από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου, κατά της αποφάσεως του οποίου στρέφεται κατά τα λοιπά η αίτηση αναιρέσεως και ενώπιον του οποίου δεν είχε διατυπωθεί σχετικώς λόγος έφεσης, οι ήδη ερευνώμενοι πρώτος, δεύτερος, τέταρτος και έβδομος λόγοι αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι.
2. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, υπέρβαση εξουσίας που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει κάτι, για το οποίο έχει υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 ΚΠοινΔ, αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του νέα δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός, ενώ αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Για την ύπαρξη του δεδικασμένου απαιτείται, μεταξύ των άλλων, ταυτότητα του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η συγκεκριμένη πράξη, για την οποία προηγήθηκε η προς σύγκριση αμετάκλητη δικαστική κρίση. Δεν υπάρχει ταυτότητα προσώπου, όταν η προηγούμενη δικαστική κρίση αναφέρεται σε διαφορετικό πρόσωπο, το οποίο συνέβη να έχει κατηγορηθεί υπό τις αυτές ή παρόμοιες περιστάσεις. Εξ άλλου, στο άρθρο 19 παρ. 1 και 2 του ν. 2523/1997 "περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία", ορίζεται ότι "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών" και ότι "το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου". Ακόμη, στο άρθρο 21 παρ. 2 του ίδιου νόμου, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 12 παρ.3 του ν. 2753/1999 ορίζεται ότι "η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα [και] δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής", αλλ' ότι "κατ' εξαίρεση, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) ή των Ελεγκτικών Κέντρων του άρθρου 3 του ν. 2343/1995" και ότι "στις περιπτώσεις του προηγουμένου εδαφίου η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε ένα μήνα από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας προς διοικητική επίλυση της διαφοράς επί της οικείας απόφασης επιβολής προστίμου του κώδικα βιβλίων και στοιχείων, ανεξάρτητα αν κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού πρωτοδικείου". Η προθεσμία προς διοικητική επίλυση της φορολογικής διαφοράς συμπίπτει με την προθεσμία προς άσκηση προσφυγής κατά του πορίσματος ελέγχου ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου (άρθρο 70 παρ.3 του ν. 2238/1994). Η προσφυγή, πλην εξαιρέσεων περί των οποίων δεν πρόκειται στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να ασκείται μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την επομένη της ημέρας που επιδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη. Η άσκηση της προσφυγής, όμως, δεν αποκλείεται να γίνει και πριν από την επίδοση της πράξης (άρθρο 66 παρ.1 και 3 του ν. 2717/1999 "κώδικας διοικητικής δικονομίας"). Η προσθήκη του ως άνω εδαφίου ["η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε ένα μήνα από κλπ"] τέθηκε στο άρθρο 21 παρ.2 του ν. 2523/1997, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του 2753/1999, προκειμένου να αρθούν οι αμφισβητήσεις ως προς το αν η διοικητική περαίωση της φορολογικής διαφοράς στο σύνολο της θα αποτελούσε και στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 λόγο μη εφαρμογής των ποινικών διατάξεων αυτού, όπως ορίζεται στο άρθρο 24 παρ.2 του ίδιου νόμου. Η αληθινή έννοια της προσθήκης, κατά συνέπεια, είναι ότι μόνο σε περίπτωση επιτεύξεως συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς η φορολογική παράβαση καθίσταται ανέγκλητη και εκλείπει ο λόγος υποβολής μηνυτήριας αναφοράς, ενώ, σε κάθε άλλη περίπτωση, το αρμόδιο όργανο της οικονομικής υπηρεσίας έχει την υποχρέωση υποβολής μηνυτήριας αναφοράς, ενεργώντας μέσα στο χρονικό πλαίσιο του ενός μηνός από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας προς διοικητική επίλυση της διαφοράς. Ο καθορισμός του εν λόγω χρονικού πλαισίου έχει τεθεί εκ λόγων υπηρεσιακών, γι' αυτό και η καθυστέρηση υποβολής της μηνυτήριας αναφοράς δεν έχει τεθεί επί ποινή απαραδέκτου της ποινικής διώξεως (ΑΠ 1587/2008). Ως εκ τούτου, και η τυχόν υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς πριν από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας προς διοικητική επίλυση της φορολογικής διαφοράς δεν καθιστά απαράδεκτη την βάσει αυτής ασκηθείσα ποινική δίωξη, χωρίς την επίκληση και απόδειξη του περιστατικού ότι μεσολάβησε επιτυχής συμβιβαστική επίλυση. Στην ερμηνεία αυτή συνηγορούν και οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 21 παρ.2 του ν. 2523/1997, σύμφωνα με τις οποίες σε κάθε περίπτωση ποινικώς αξιόλογης παράβασης του νόμου αυτού η ποινική δίωξη ασκείται "αυτεπαγγέλτως" και ειδικώς στην περίπτωση της αποδοχής πλαστών ή εικονικών τιμολογίων ασκείται "άμεσα" (ΑΠ 1355/2007), πράγμα το οποίο δεν καταλύεται από τον εκ μέρους του νομοθέτη καθορισμό χρονικού πλαισίου ενεργείας των οργάνων της διοίκησης. Τέλος, με νεότερη προσθήκη στο άρθρο 21 παρ.2 του ν. 2523/1997, ορίσθηκε ότι "ειδικά, όταν η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων που αφορούν ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της ή για μέρος αυτής υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, δεν ακολουθείται η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, αλλά η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου" (άρθρο 40 παρ.2 του ν. 3220/2004, που ισχύει από 28-1-2004). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 2027/2008 απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου, που δίκασε ως εφετείο, απέρριψε ως μη νόμιμη την, εκ μέρους του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, προταθείσα ένσταση απαραδέκτου της ασκηθείσας ποινικής δίωξης για το έγκλημα της αποδοχής πλαστών και εικονικών τιμολογίων, με την αιτιολογία ότι, εφ' όσον επρόκειτο για παράβαση του άρθρου 19 του ν. 2523/1997, δεν ήταν αναγκαία δικονομική προϋπόθεση για την κίνηση της ούτε η προηγούμενη, τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής, που είχε ασκήσει ο κατηγορούμενος κατά της συναφούς ειδικής εκθέσεως ελέγχου, ούτε η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας προς διοικητική επίλυση της διαφοράς. Με ζήτημα δεδικασμένου δεν ασχολήθηκε, διότι δεν προέκυψε η προβολή σχετικού ισχυρισμού υπό την κρίση του. Με τον τρόπο αυτό, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις προαναφερθείσες διατάξεις και ενήργησε μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Επομένως, ο πέμπτος και οι συναφείς προς αυτόν ένατος και δέκατος λόγοι αναιρέσεως για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, λόγω του ότι το ως άνω Δικαστήριο δεν κήρυξε απαράδεκτη την κατά του αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική δίωξη εξ αιτίας του ότι α) η από 24-2-2004 μηνυτήρια αναφορά είχε υποβληθεί πριν από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας προς διοικητική επίλυση της φορολογικής διαφοράς (5ος λόγος αναιρέσεως), β) το εκ του γεγονότος αυτού απαράδεκτο είχε γίνει δεκτό με δύναμη δεδικασμένου υπέρ του ..., υιού και συνεταίρου του κατηγορουμένου, που είχε δικασθεί προηγουμένως για την ίδια πράξη (9ος λόγος αναιρέσεως) και γ) η ποινική δίωξη έλαβε μορφή βαρύτερη από εκείνη, η οποία περιγραφόταν στη μηνυτήρια αναφορά (10ος λόγος αναιρέσεως), αλλά προχώρησε [το κατ' έφεση δίκασαν Δικαστήριο] στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και τον καταδίκασε για αποδοχή άλλοτε πλαστών και άλλοτε εικονικών τιμολογίων, κατά περίπτωση και κατ' εξακολούθηση, για ανύπαρκτες συναλλαγές συνολικού ύψους περίπου 700 εκατομμυρίων δραχμών (ήτοι άνω των 2 εκατομμυρίων ευρώ) επιβάλλοντας σ' αυτόν ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, ανασταλείσα επί τριετία, είναι αβάσιμοι.
3. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που δημιουργεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχεται, στη διάταξη που εφαρμόζει. Ακόμη, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που διατυπώνεται σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδ. α' του ν. 2523/1997 "περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία", ορίζεται ότι η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκηση της. Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 εδ. α' για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση, ισχύει και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του ίδιου νόμου [αποδοχή πλαστών ή εικονικών τιμολογίων κλπ], έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. γ' του ν. 2523/1997, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν έχει ως προϋπόθεση, όπως συμβαίνει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του ίδιου νόμου, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής ή, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. β' του ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδ. α' ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσης προσφυγής ή την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκηση της και κατά τούτο εναρμονίζεται με την τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ.2 εδ. β' δικονομική προϋπόθεση της άσκησης ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19, ως προς το οποίο δεν ισχύει η εν λόγω προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο νόμος με ηθελημένο κενό άφησε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής, ώστε επ' αυτού [του αδικήματος του άρθρου 19] να ισχύουν ως προς την έναρξη του χρόνου παραγραφής οι γενικές περί αυτής διατάξεις του ΠΚ. Με το άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 "περί φορολογικών ρυθμίσεων κλπ", στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο) κατά την οποία, "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που ενήργησε τον έλεγχο". Η ρύθμιση αυτή, που δεν ήρθε να καλύψει, κατά τα προεκτεθέντα, νομικό κενό, είναι ευμενέστερη για τον δράστη της αξιόποινης πράξης του άρθρου 19 από εκείνη του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά ή, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής. Ως εκ τούτου, θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της την 2α Νοεμβρίου 2001 (ΑΠ 1587/2008, 1560/2007). Εξ άλλου, η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του ΠΚ, πενταετής, αρχίζει, κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997) και αναστέλλεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του ΠΚ στη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβανόμενη υπ' όψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 2027/2008 απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου, που δίκασε ως εφετείο, απέρριψε ως αβάσιμη την, εκ μέρους του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, προταθείσα ένσταση παραγραφής του εις αυτόν αποδιδόμενου εγκλήματος της αποδοχής πλαστών και εικονικών τιμολογίων κατ' εξακολούθηση, αφού δέχθηκε ότι οι μερικότερες πράξεις, των οποίων ο απώτερος χρόνος τέλεσης είναι η 1-11-1999, διαπιστώθηκαν την 6-8-2003, ημέρα κατά την οποία ολοκληρώθηκε, υπογράφηκε και θεωρήθηκε αρμοδίως η σχετική έκθεση ελέγχου, η οποία έγινε από όργανα του ΣΔΟΕ Περιφερειακής Διεύθυνσης Νοτίου Αιγαίου και φέρει τους αριθμούς ΥΣΕ 841/02, 862/02, 431/03 και 443/03. Ότι από το εν λόγω χρονικό σημείο (6-8-2003), κατά το οποίο άρχισε να τρέχει ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής, μέχρι τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία διεξήχθη την 26-1-2007 και κατά την οποία ο κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, δυνάμει της από 23-1-2007 εξουσιοδοτήσεως, οπότε και κηρύχθηκε ένοχος, δεν είχε συμπληρωθεί πενταετία. Και ότι ήτο μεν αληθές το ότι δεν υπήρχε δυνατότητα διαπιστώσεως του ακριβούς χρόνου επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος προς τον κατηγορούμενο, διότι το σχετικό αποδεικτικό έγγραφο αναζητηθέν δεν βρέθηκε στη δικογραφία, πλην, όμως, η επίδοση αυτή εκ των πραγμάτων είχε προηγηθεί. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με τη χρονική αφετηρία της πενταετούς παραγραφής για την αξιόποινη πράξη της αποδοχής πλαστών και εικονικών τιμολογίων, που είναι εκείνη της ημερομηνίας θεώρησης της εκθέσεως [πορίσματος] του φορολογικού ελέγχου και με την παραδοχή της ότι κατά την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο [περί της οποίας αυτός ουδεμία αμφισβήτηση προέβαλε ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της ενώπιον αυτού διαδικασίας, παρά μόνον ενώπιον του Αρείου Πάγου, οψίμως και απαραδέκτως όπως προαναφέρθηκε], δεν είχε παρέλθει πενταετία, ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις ως άνω διατάξεις και δεν τις παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, με ασαφή ή αντιφατική αιτιολογία. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚποινΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
4. Σύμφωνα με το άρθρο 211 εδ. α' ΚΠοινΔ, με ποινή ακυρότητας της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες κατά την αποδεικτική διαδικασία και όσοι άσκησαν ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση. Η ακυρότητα που επέρχεται από την παράβαση αυτή είναι σχετική (ΚΠοινΔ 170 παρ.2 και 171 παρ.1), καλυπτόμενη, επομένως, αν δεν προταθεί ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 ΚΠοινΔ, διαφορετικά, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Λόγω της γενικότητας της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 211 ΚΠοινΔ, αυτή συμπεριλαμβάνει όλους όσους άσκησαν ανακριτικά καθήκοντα, στα οποία υπονοούνται και τα προανακριτικά. Η ανεπιτηδειότητα των προσώπων αυτών ως μαρτύρων οφείλεται στην προκατάληψη, την οποία ο νομοθέτης θεωρεί ότι ενδέχεται να έχουν υπέρ ή κατά του κατηγορουμένου, ως εκ της προηγουμένης ασκήσεως των καθηκόντων τους. Ο λόγος για τον οποίο έχει επιβληθεί η απαγόρευση εκτείνεται και στους ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, κατά το άρθρο 34 ΚΠοινΔ, εφόσον ενήργησαν προς βεβαίωση πράξεων από εκείνες που είναι αρμόδιοι. Κατ' εξαίρεση, όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 174 του ν. 2960/2001 "περί Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα", οποιοσδήποτε οικονομικός υπάλληλος (Οικονομικός Επιθεωρητής, Υπάλληλος Τελωνείου, Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών, Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος), όταν ενεργεί ανακριτικές πράξεις για λαθρεμπορία ή συμμετέχει σε αυτές, δεν αποκλείεται να εξεταστεί ως μάρτυρας, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 23 του ν. 3296/2004, η προαναφερθείσα εξαίρεση εφαρμόζεται ανάλογα και για το σύνολο των υποθέσεων και του προσωπικού της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΕΕ), η οποία αντικατέστησε το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ), ανεξάρτητα από τον κλάδο στον οποίο ανήκουν. Αυτή η τελευταία διάταξη έχει δικονομικό περιεχόμενο και, κατά συνέπεια, έχει εφαρμογή σε διαδικασίες που εξελίσσονται μετά την έναρξη της ισχύος της (14-12-2004), ανεξάρτητα από το χρόνο τέλεσης των πράξεων στις οποίες αυτές αναφέρονται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 2027/2008 απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου, που δίκασε ως εφετείο, απέρριψε ως μη νόμιμη την εναντίωση του κατηγορουμένου ως προς την ενώπιον αυτού εξέταση ως μαρτύρων των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ ... και ..., οι οποίοι είχαν διενεργήσει προανακριτικά καθήκοντα στην υπόθεση, με το να επιληφθούν του γενομένου οικονομικού ελέγχου και να υπογράψουν τη σχετική έκθεση. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και με δεδομένο το ότι επρόκειτο για φορολογική υπόθεση αρμοδιότητας του ΣΔΟΕ και οι ως άνω ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι υπηρετούσαν στην υπηρεσία αυτή, η εξέταση τους ως μαρτύρων στο ακροατήριο μετά την 14-12-2004 (ήτοι την 9-7-2008, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση) ήταν κατά νόμο επιτρεπτή. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου, με το να απορρίψει την εναντίωση του κατηγορουμένου και να επιτρέψει την εξέταση των ως άνω υπαλλήλων ως μαρτύρων ενώπιον του, εφάρμοσε ορθώς τις ως άνω διατάξεις και ουδεμία ακυρότητα επήγαγε. Επομένως, ο έκτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
5. Τέλος, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης2027/2008 απόφασης, προκύπτει ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου, προς διαμόρφωση της ουσιαστικής του κρίσης, έλαβε υπ' όψη όλα τα αναγνωσθέντα επ' ακροατηρίου έγγραφα, μεταξύ των οποίων, στην οικεία θέση, συγκαταλέγεται και η 32/2004 έκθεση ελέγχου του 54ου ΤΕΚ, της οποίας το περιεχόμενο ρητώς αξιολογείται στην επί της ενοχής αιτιολογία της απόφασης με τη φράση: "Η δε έκθεση ελέγχου του 54ου ΤΕΚ, που επικαλείται ο εκκαλών κατηγορούμενος, αφορά τη χρήση του 2002, αναφέρεται σε έλεγχο άλλης επιχείρησης (της Κυπριώτης ΑΕ) και, συνεπώς, δεν ασκεί καμιά επιρροή στην κρινόμενη υπόθεση". Επομένως, ο όγδοος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος, πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία η από 9 Δεκεμβρίου 2008 αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο583 § 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9 Δεκεμβρίου 2008 αίτηση του ..., για αναίρεση της 2027/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, που δίκασε κατ' έφεση.- Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Οκτωβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Νοεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ