Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 814 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Εταιρεία ομόρρυθμη, Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο.




Περίληψη:
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Ποινική ευθύνη οφειλέτη. Πραγματικά
περιστατικά. Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο από ομόρρυθμο εταίρο Ο.Ε.
Παραβίαση δεδικασμένου (εκκρεμοδικίας). Αβάσιμος ο λόγος γιατί δεν υπάρχει ταυτότητα
πράξεων. Απόλυτη ακυρότητα γιατί δε δόθηκε ο λόγος στον εισαγγελέα να προτείνει επί
ενστάσεων που υποβλήθηκαν κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Αβάσιμος ο
λόγος καθόσον η πρόταση επί της ενοχής ενέχει και πρόταση απόρριψης των παραπάνω
ενστάσεων. Απόλυτη ακυρότητα λόγω παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας. Ορθή και
αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης.




Αριθμός 814/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Κ. του Χ., ... Αθηνών, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κρανιώτη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 570/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Τριπόλεως.

Το Τριμελές Πλημ/κείο Τριπόλεως με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Οκτωβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1123/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, και καταλαμβάνει και την παρούσα περίπτωση, αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 και ορίζεται πλέον με αυτό ότι: "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ".
Με το ανωτέρω άρθρο 34 του ν. 3220/2004, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου, επέρχονται ορισμένες τροποποιήσεις και βελτιώσεις, όσον αφορά την ποινική δίωξη των οφειλετών. 1) Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, μεταξύ άλλων, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξής του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, από το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές στα δέκα χιλιάδες (10.000) Ευρώ. Επομένως, με το άρθρο 34 § 1 του Ν. 3220/2004 μεταβλήθηκε ο χρόνος τελέσεως, ο τρόπος υπολογισμού της παραγραφής και εισήχθη η ενιαία αντιμετώπιση των χρεών όσον αφορά το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα τελωνεία ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ και στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη υπολογίζονται μαζί με τη βάσιμη οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις (τόκοι, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ενώ οι ποινές υπολογίζονται με βάση το κατώτερο ποσό συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους παρακρατούμενοι ή εισπραττόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λ.π.), ενώ αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Το έγκλημα της παραβάσεως του άρθρου 25 Ν. 1882/1990 που είναι πλημμέλημα, αφού τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως (άρθρο 18 Π.Κ.), προϋποθέτει δόλο (πρόθεση), αφού δεν καθορίζεται υπό του άνω άρθρου το είδος της υπαιτιότητας. Εντεύθεν και δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία του δόλου ούτε και στην περίπτωση που κάποιος καταδικάσθηκε για την παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 Ν. 1882/1990 αφού και στην περίπτωση αυτή, ο δόλος εξυπακούεται ότι ενυπάρχει, στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης αυτής πράξεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 570/2012 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Τριπόλεως, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, της πράξης, μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν ομόρρυθμος εταίρος στην εταιρεία με την επωνυμία "Ν.Χ. - Κ. Κ. Ο.Ε." καθυστέρησε ηθελημένα την καταβολή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 4 μηνών, βεβαιωμένο σε βάρος του χρηματικό ποσό, συνολικού ύψους 86.922,93 ευρώ, τα οποία έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα από 28.4.2006, με την πράξη βεβαίωσης Δ.Ο.Υ. Τρίπολης 1394/2006, από 30.6.2004 (ποσού 64.641,30 ευρώ) με την πράξη βεβαίωσης 2762/2004 για πρόστιμο Φ.Π.Α. έτους 1991, και από 30.9.2004 (ποσού 22.268,67 ευρώ) με την πράξη βεβαίωσης 4058/2004 για εισόδημα έτους 1992, και δεν έχει καταβάλει (ούτε έχει ρυθμίσει) μέχρι σήμερα. Πρέπει, συνεπώς, ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος, όπως κατηγορείται, απορριπτομένης της ένστασης περί εκκρεμοδικίας, καθόσον δεν προέκυψε με βεβαιότητα ότι η υπ' αριθμ. 1414/1999 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, δυνάμει της οποίας ο κατηγορούμενος αθωώθηκε για την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, αφορούσε τα αυτά χρέη, καθόσον μάλιστα προέκυψε ότι δυνάμει των υπ' αριθμ. 290, 291 και 322/2009 αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Τρίπολης απορρίφθηκαν τελεσίδικα οι προσφυγές του για τα επίδικα χρέη του προς το Δημόσιο, των οποίων τελικά (αν και δεν απαιτείται για την άσκηση της ποινικής δίωξης) οριστικοποιήθηκε η εγγραφή τους.". Ακολούθως, η προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: "Στην Τρίπολη, στις 9 Απριλίου 2008, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 1882/1990, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα του δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημοσίου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών, το δε συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και συγκεκριμένα ενώ είχε βεβαιωθεί σε βάρος του το χρηματικό ποσό των ογδόντα έξι χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι δύο ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (86.922,93 €) δεν κατέβαλε τα παρακάτω ποσά:
όπως ακριβώς αναφέρονται στον συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αριθμ. 5/2009 ειδ. Βιβλίου) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος την από 9/4/2009 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ογδόντα έξι χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι δύο ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (86.922,93 €).
Πλην όμως το Δικαστήριο δέχεται ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην πράξη του αυτή από μη ταπεινά αίτια (αρθρ. 84 παρ. 2β' Π.Κ.)." Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικαστήριο στο σκεπτικό, όπως αυτό αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τις νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 25 § 1, 2 Ν. 1882/1990, όπως η παράγραφος 1 ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 34 § 1 Ν. 3220/2004, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικότερα, προσδιορίζεται στην απόφαση, η Αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών (ΔΟΥ Τρίπολης), το είδος αυτών, (Φ.Π.Α. 1991 και εισόδημα μη παρακρ. 1992, βάσει δικαστικής απόφασης) το ύψος τους, ο τρόπος πληρωμής τους (εφάπαξ) το πρώτο και σε δύο μηνιαίες δόσεις το δεύτερο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι και οι δύο περιπτώσεις (εφάπαξ ή σε δόσεις) αντιμετωπίζονται πλέον ενιαία, από τον ως άνω νεότερο νόμο, ο χρόνος καταβολής τους, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο αυτά, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαιώσεώς τους, μπορούσαν και έπρεπε να καταβληθούν και η καθυστέρηση καταβολής τους, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών, ενώ εξειδικεύεται περαιτέρω, το ύψος των εν λόγω επί μέρους χρεών για τα οποία καταδικάστηκε, ο αναιρεσείων. Περαιτέρω αιτιολογείται η νομιμοποίησή του, αφού διαλαμβάνεται στο σκεπτικό της ως άνω απόφασης, η ιδιότητά του, ως ομορρύθμου εταίρου, της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Ν.Χ.-Κ. Κ. Ο.Ε." σε βάρος της οποίας βεβαιώθηκαν τα ως άνω χρέη ενώ στο διατακτικό το οποίο αλληλοσυμπληρώνει το σκεπτικό παρατίθεται αυτούσιος ο πίνακας χρεών από τον οποίο προκύπτει ότι στα με Α/Α, 2 και 3 χρέη (Πρόστιμο Φ.Π.Α. 1991 και μη παρακρατηθέν εισόδημα 1992 δικαστική απόφαση), αντίστοιχα, για τα οποία καταδικάσθηκε, στη στήλη Α.Φ.Μ. αναφέρεται ο αριθμός ..., που αντιστοιχεί στο Α.Φ.Μ της παραπάνω ομόρρυθμης εταιρείας, όπως συνομολογεί ο αναιρεσείων με το δικόγραφο της αναίρεσης και με το υπόμνημα του, ενώ στην ίδια στήλη αναφέρεται η ένδειξη ΟΜ (δηλαδή ομόρρυθμο μέλος). Η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντα ότι δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση από το ότι ως χρόνος τελέσεως της κατ' εξακολούθηση πράξεως αναφέρεται στο διατακτικό η ημερομηνία 9- 4-2008 και συντρέχει εκ πλαγίου παράβαση των περί παραγραφής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμη, γιατί από τις υπόλοιπες παραδοχές της απόφασης, σαφώς συνάγεται, ότι ο πραγματικός χρόνος τελέσεως της κατ' εξακολούθηση αξιοποίνου πράξεως καθυστερήσεως δύο χρεών με Α/Α, 2 και 3, για τα οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, είναι το χρονικό διάστημα που ορίζεται μεταξύ των τεσσάρων μηνών από την καθυστέρηση καταβολής του πρώτου χρέους και του τετραμήνου από την καταβολή της τελευταίας δόσης του δεύτερου χρέους, δηλαδή το χρονικό διάστημα μεταξύ 30-10-2004 έως 30-1- 2005 (30-6-2004 ημερομηνία καταβολής του πρώτου χρέους, 30-9-2004 ημερομηνία καταβολής της δεύτερης δόσης του δεύτερου χρέους), από παραδρομή δε, αναφέρεται στο διατακτικό, ως χρόνος τέλεσης η ημερομηνία υποβολής της μηνυτήριας αναφοράς, δηλαδή η 9-4-2008. Προσθέτως, από την αναφορά στο διατακτικό, ως χρόνου τελέσεως του διωκόμενου κατ' εξακολούθηση ως άνω εγκλήματος της μη καταβολής χρεών, της 9-4-2008, δε δημιουργείται ασάφεια, από την επιμήκυνση δε του χρόνου τελέσεως, δεν επηρεάζεται ο χρόνος παραγραφής του ενδίκου πλημμελήματος που είναι οκτώ (8) έτη, συνυπολογιζομένου και του χρόνου αναστολής της παραγραφής (5 + 3), σε βάρος του κατηγορούμενου, αφού αυτός δεν επικαλείται επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος μετά την πενταετία, η δε υπόθεση εκδικάστηκε στο άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο στις 24-5-2012, οπότε και υπό την εκδοχή του άνω πραγματικού χρόνου τελέσεως, (30-10-2004 έως 30-1-2005) και πάλιν, δεν είχε συμπληρωθεί οκταετία και δεν είχε παραγραφεί η ανωτέρω πράξη (ΑΠ 292/2012).
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, 4ος λόγος αναιρέσεως, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, και εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, κατ' εκτίμηση, που υποστηρίζουν αντίθετα από τα παραπάνω.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ' του ΚΠΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για παραβίαση του δεδικασμένου, ώστε με τον αναιρετικό αυτό λόγο να διασφαλίζεται η εφαρμογή από τα δικαστήρια της ουσίας του άρθρου 57 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο, αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου "αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου". Για την περίπτωση που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για ορισμένο έγκλημα και ακολουθήσει άσκηση για το ίδιο νέας ποινικής διώξεως, ο ΚΠΔ δεν περιέχει ρητή ρύθμιση για την εντεύθεν εκκρεμοδικία και την τύχη της δεύτερης ποινικής διώξεως. Όμως, με ανάλογη εφαρμογή των όσων ορίζει το άρθρο 57 παρ. 3 ΚΠΔ για το δεδικασμένο, πρέπει, αν η προηγηθείσα ποινική δίωξη έχει κριθεί οριστικά, όχι όμως και αμετάκλητα, η δεύτερη να κηρύσσεται απαράδεκτη, άλλως, ιδρύεται (με την εκδίκαση και της δεύτερης κατηγορίας) ο αναιρετικός λόγος της υπερβάσεως εξουσίας με την αρνητική της μορφή. Η αρχή της εκκρεμοδικίας, για την οποία όπως προαναφέρθηκε δεν υπάρχει ρητή ρύθμιση στον ΚΠΔ, προκύπτει έμμεσα και από τις διατάξεις των άρθρων 125 και 132 Κ.Π.Δ., οι οποίες αποκλείουν τη σύγχρονη εκδίκαση του ιδίου εγκλήματος από περισσότερα αρμόδια δικαστήρια. Επομένως, για να υπάρχει δεδικασμένο ή εκκρεμοδικία απαιτείται, εκτός των άλλων, και ταυτότητα της πράξεως, η οποία υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία απαρτίζεται, κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία της και η προηγούμενη, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, που δόθηκε σε καθεμία απ' αυτές. Η ένσταση περί εκκρεμοδικίας, εφόσον είναι ορισμένη και προσδιορίζεται η εκκρεμής κατηγορία και προσκομίζεται η σχετική απόφαση από την οποία προκύπτει η εκκρεμοδικία, αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό από αυτούς που προτείνονται και στο δικαστήριο της ουσίας είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από το συνήγορο υπερασπίσεως του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου. Για να είναι πλήρης και ορισμένος τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι αναγκαία η αναφορά των πραγματικών περιστατικών που είναι απαραίτητα για τη θεμελίωσή του, χωρίς να αρκεί μόνο η επίκληση της νομικής διατάξεως που τον προβλέπει ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι γνωστός στη νομική ορολογία και να αποδεικνύεται η πρότασή του και η περαιτέρω προφορική ανάπτυξή του κατά την ακροαματική διαδικασία από τα οικεία πρακτικά. Η απόρριψη τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού απαιτείται να αιτιολογείται ιδιαιτέρως κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ., γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η παράλειψη απάντησης σε τέτοιο ισχυρισμό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. β' Κ.Π..Δ.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι ο συνήγορος που εκπροσώπησε τον ήδη αναιρεσείοντα, προέβαλε γραπτώς, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και ανέπτυξε προφορικά, ενώπιον του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου ένσταση, περί κηρύξεως απαραδέκτου της ποινικής διώξεως για την πράξη της μη καταβολής χρεών στο δημόσιο, από εκκρεμοδικία, που δημιουργήθηκε από το ότι για την ίδια πράξη, δηλαδή για τα ίδια χρέη, είχε ασκηθεί σε βάρος του κατηγορουμένου αυτού άλλη ποινική δίωξη και είχε παραπεμφθεί για να δικασθεί στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Τριπόλεως, το οποίο επί εκείνης της κατηγορίας εξέδωσε την υπ' αριθ. 1414/1999 αθωωτική του απόφαση. Επί λέξει η παραπάνω ένσταση διατυπώθηκε εγγράφως, ως ακολούθως: "Ένσταση εκκρεμοδικίας. Με την με αριθμό 1414/1999 απόφαση του τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τρίπολης, αθωώθηκα για τις ίδιες πράξεις για τις οποίες και είχα παραπεμφθεί. Με την από 20-1-2004 αίτηση του ίδιου Προϊσταμένου υποβλήθηκε όμοια αίτηση ποινικής δίωξης και εκκρεμεί". Την ένσταση αυτή την απέρριψε το δικαστήριο με την παρακάτω αιτιολογία: "Πρέπει συνεπώς να κηρυχθεί ένοχος, όπως κατηγορείται, απορριπτομένης της ένστασης εκκρεμοδικίας, καθόσον δεν προέκυψε με βεβαιότητα ότι η υπ' αριθ. 1414/1999 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, δυνάμει της οποίας ο κατηγορούμενος αθωώθηκε για την πράξη της μη καταβολής χρεών στο δημόσιο, αφορούσε τα αυτά χρέη, καθόσον μάλιστα προέκυψε ότι δυνάμει των υπ' αριθ. 290, 291 και 322/2009 αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Τρίπολης, απορρίφθηκαν τελεσίδικα οι προσφυγές του για τα επίδικα χρέη προς το Δημόσιο, των οποίων τελικά (αν και δεν απαιτείται για την άσκηση της ποινικής δίωξης), οριστικοποιήθηκε η εγγραφή τους". Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, για να κριθεί το βάσιμο ή μη του σχετικού λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι με την υπ' αριθ. 1414/1999 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Τριπόλεως, επί της οποίας ο κατηγορούμενος στήριξε την περί εκκρεμοδικίας ένστασή του, το αμετάκλητο της οποίας δεν βεβαιώνεται από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτει ότι αυτός κηρύχθηκε αθώος του ότι "στην Τρίπολη Αρκαδίας στις 24-1-1994 παρέβηκε τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν 1882/1990 "περί μέτρων για την είσπραξη των Δημοσίων Εσόδων". Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου συνολικού ποσού 37.402.678 δραχμών, τα οποία σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις καταβάλλονται εφάπαξ, παραβίασε την προθεσμία καταβολής αυτών πέραν των δύο μηνών από την λήξη του χρόνου καταβολής τους", ενώ με την προσβαλλόμενη απόφαση κηρύχθηκε ένοχος του ότι "στην Τρίπολη, στις 9 Απριλίου 2008, με περισσότερες της μιας πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα υπό την ισχύ του Ν. 1882/1990, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή των βεβαιωμένων στο δημόσιο χρεών για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ και συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του το χρηματικό ποσό των ογδόντα έξι χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι δύο ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (86.922,93, δεν κατέβαλε τα κατωτέρω ποσά ...", παραθέτοντας στη συνέχεια των πίνακα χρεών που αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της μηνυτήριας αναφοράς. Από την αντιπαραβολή των διατακτικών των δύο αυτών αποφάσεων σε συνδυασμό και με το σκεπτικό τους, προκύπτει ότι δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεως στις δύο περιπτώσεις, κατά τον χρόνο και τον τόπο τελέσεως αυτής, αφού αυτές αφορούν διαφορετικά χρέη και διαφορετικές αιτίες βεβαίωσης τους, δοθέντος ότι τα χρέη για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων βεβαιώθηκαν με τις μεταγενέστερες της αθωωτικής απόφασης από 8-3-2000 εκθέσεις ελέγχου της Δ.ΟΎ Τρίπολης, μετά την απόρριψη των προσφυγών που ασκήθηκαν κατ' αυτών με τις υπ' αριθ. 360/2003 και 50/2004 αποφάσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Τρίπολης, οι οποίες επικυρώθηκαν με τις μνημονευόμενος στο σκεπτικό αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Τρίπολης, ενώ οι αρχικές βεβαιώσεις των επίδικων χρεών, ακυρώθηκαν με την υπ' αριθ. 2/1998 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Τρίπολης για τυπικούς λόγους και όχι με την αιτιολογία ότι δεν οφείλονταν αυτά. Ελλείπει λοιπόν το βασικό στοιχείο της ταυτότητας της πράξεως στις δύο περιπτώσεις επί των οποίων έκριναν οι ανωτέρω δύο αποφάσεις, με αποτέλεσμα, όπως προαναφέρθηκε, να μη συντρέχει περίπτωση εκκρεμοδικίας. Ορθά λοιπόν και με την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίφθηκε η κατά τα άνω, ένσταση εκκρεμοδικίας του κατηγορουμένου, ανεξάρτητα από το απαράδεκτο της, λόγω αοριστίας, αφού δεν εξειδικεύονται οι πράξεις για τις οποίες είχε αθωωθεί ο κατηγορούμενος μη αρκούσης της απλής αναφοράς στην απόφαση με την οποία αυτός αθωώθηκε. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', ΣΤ' και Η' ΚΠΔ, λόγοι της αίτησης 1ος και 3ος, κατά το σκέλος αυτό, (περί έλλειψης αιτιολογίας της παραπάνω απόφασης), παραβίασης δεδικασμένου (εκκρεμοδικίας) και υπέρβασης εξουσίας αντίστοιχα, είναι αβάσιμοι. Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται: 1. αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: α) ... δ) την εμφάνιση την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και πολιτικά Δικαιώματα, όπως η περίπτωση δ' αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν 3904/2010. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, και έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, "Παν πρόσωπον κατηγορούμενος επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι νομίμου αποδείξεως της ενοχής του". Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.) που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2462/1997 " Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο". Από τις ως άνω διατάξεις, προκύπτει ότι, όταν πρόκειται για ποινικές υποθέσεις, στην έννοια της δίκαιης δίκης κατοχυρώνεται επί πλέον και το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου, να θεωρείται (τεκμαίρεται) αθώος εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί νομίμως. Η παραβίαση του ανωτέρω δικαιώματος δημιουργεί την ακυρότητα που αναφέρθηκε, η οποία είναι απόλυτη και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ Α' ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον 3ο λόγο αναίρεσης, προβάλλει την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ του λόγου ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του τεκμηρίου αθωότητάς του, από τις παραδοχές στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, για την απόρριψη της ένστασης εκκρεμοδικίας που κατά τα άνω προέβαλε, ότι "δεν προέκυψε με βεβαιότητα ότι η υπ' αριθ. 1414/1999 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, δυνάμει της οποίας ο κατηγορούμενος αθωώθηκε για την πράξη της μη καταβολής χρεών στο δημόσιο, αφορούσε τα αυτά χρέη".
Ο λόγος αυτός, είναι αβάσιμος, καθόσον η προσθήκη των λέξεων "δεν προέκυψε με βεβαιότητα...." στο σκεπτικό της απόφασης, δεν καθιστά την αιτιολογία ενδοιαστική ενόψει και των παραδοχών που ακολουθούν στο σκεπτικό και δε συνιστούν αντιστροφή της υποχρέωσης του δικαστηρίου προς απόδειξη της ενοχής και μετακύλυση στον κατηγορούμενο του βάρους απόδειξης της αθωότητάς του, εντεύθεν δε, παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς του. Εξάλλου από το σύνολο των παραδοχών του σκεπτικού, όπως αυτό προαναφέρθηκε, προκύπτει, ότι το δικαστήριο κατέληξε στην περί απόρριψης της παραπάνω ένστασης κρίση, γιατί από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, δεν αποδείχθηκε ταυτότητα των πράξεων. Επομένως, ο 3ος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 εδ. και δ του ΚΠΔ, περί απόλυτης ακυρότητας, η οποία επήλθε λόγω παραβιάσεως του από το άρθρο 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 13/1974) και 14 παρ.2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.) τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και κατά το σκέλος του αυτό.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 32 παρ.1 του ΚΠΔ καμιά απόφαση του Δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο δεν έχουν κύρος, αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο εισαγγελέας. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 138 παρ. 2 ΚΠΔ, πριν από κάθε απόφαση ή διάταξη του δικαστή που εκδίδεται κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο παίρνουν το λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμος ο εισαγγελέας καθώς και οι παρόντες διάδικοι. Τέλος κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου 138, η παράβαση της παραγράφου 2 συνεπάγεται την ακυρότητα της απόφασης. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του ΚΠΔ όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα που πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά στις απαιτήσεις του και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές πρέπει να δίνεται ο λόγος στον Εισαγγελέα της έδρας για να προτείνει επί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου και επί των αιτημάτων του για να μη δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της επ' ακροατηρίου διαδικασίας κατά τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ.1 στοιχ. β' και 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τα αιτήματα αυτά ή οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προβλήθηκαν κατά τρόπο ορισμένο συγκεκριμένο και νόμιμο κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας (άρθρα 350-368 ΚΠΔ) και όχι μετά τη λήξη αυτής, οπότε δεν είναι αναγκαίο να δοθεί ο λόγος στον εισαγγελέα εάν αυτός δεν τον ζητήσει. (Α.Π. 739/2012, Α.Π. 679/2009). Από τις ίδιες αυτές διατάξεις προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας της έδρας, όταν λαμβάνει το λόγο και αναπτύσσει την κατηγορία και προτείνει την ενοχή ή την αθώωση του κατηγορουμένου, σιωπηρώς, προτείνει και την απόρριψη των υποβληθέντων αυτοτελών ισχυρισμών και αιτημάτων του κατηγορουμένου, επί των οποίων είχε επιφυλαχθεί προηγουμένως και κατά συνέπεια δεν δημιουργείται καμιά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (Α.Π. 1154/2011, 1242/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου υπέβαλε ενστάσεις - αυτοτελείς ισχυρισμούς: α) ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος β) απαραδέκτου την ποινικής δίωξης, λόγω μη οριστικοποίησης των χρεών και γ) εκκρεμοδικίας. Μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και αφού είχαν υποβληθεί οι παραπάνω ενστάσεις, η Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο πρότεινε την αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις. Στη συνέχεια το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα απόφασή του απέρριψε τις δύο πρώτες από τις παραπάνω ενστάσεις, ήτοι, α) ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και β) απαραδέκτου την ποινικής δίωξης, λόγω μη οριστικοποίησης των χρεών. Αμέσως μετά η Εισαγγελέας αφού πήρε το λόγο, πρότεινε την ενοχή του κατηγορουμένου με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 β' Π.Κ. και αφού δόθηκε ο λόγος στο συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου το δικαστήριο με την κύρια επί τη ενοχής απόφαση απέρριψε και την τρίτη από τις παραπάνω ενστάσεις περί εκκρεμοδικίας.
Συνεπώς, η πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας, επί της κατηγορίας περί ενοχής (σελ.12) εμπεριέχει οπωσδήποτε και πρόταση του για την απόρριψη όλων των παραπάνω ενστάσεων, σύμφωνα με όσα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη αναφέρθηκαν. Τα παραπάνω ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εισαγγελέας μετά την υποβολή των παραπάνω ενστάσεων και πριν, από την επί της ενοχής πρότασή της, είχε προτείνει την αναβολή της δίκης για κρείσσονες και συνεπώς της δόθηκε ο λόγος και είχε ακουσθεί. Κατ' ακολουθία, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ 3ος λόγος αναιρέσεως, και κατά το σκέλος αυτό, με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, από το ότι το Τριμελές Πλημ/κείο απέρριψε τις παραπάνω ενστάσεις της κατηγορουμένης, χωρίς να έχει προηγουμένως προτείνει επ' αυτών ο Εισαγγελέας.
Με τον 2ο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 του Ν 1882/1990 καταδικάζοντάς τον, μεταξύ των άλλων και για το με αριθμό 1 του σχετικού πίνακα χρέος ύψους 12,96 ευρώ, δηλαδή για ποσό το οποίο είναι κατώτερο του ελάχιστου ορίου των 10.000 ευρώ που προβλεπόταν από το άρθρο 25 παρ.1 του Ν 1882/1990, πέραν του οποίου η πράξη καθίστατο αξιόποινη. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε για τα υπ' αριθ. 2 και 3 του πίνακα χρέη που αντιστοιχούσαν σε ποσά 64.641,30 και 22.268,67 ευρώ αντιστοίχως, η μη διαγραφή δε του ποσού των 12,96 Ευρώ και ο συνυπολογισμός του στο συνολικό οφειλόμενο ποσό, στο διατακτικό, οφείλεται σε πρόδηλη παραδρομή και δη στην αυτούσια ενσωμάτωση στο διατακτικό (για λόγους πρακτικής διευκόλυνσης) του σχετικού πίνακα χρεών. Συνεπώς και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. παραπάνω 2ος λόγος είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 4-10-2012, υπ' αριθμό πρωτ. 6587/5-10-2012, αίτηση, του Κ. Κ. του Χ., ... ..., για αναίρεση της με αριθμό 570/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τριπόλεως . Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Μαΐου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή