Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 913 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης, Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων, Ακυρότητα μεταβίβασης, Παράβαση πολεοδομικών διατάξεων.




Περίληψη:
Η αναίρεση απευθύνεται κατά των νικησάντων και όχι κατά των ομοδίκων του ηττηθέντος. Άρθρ. 20 παρ. 1 του ΝΔ της 17.7.1923 "περί σχεδίων, πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους. Τα δικαστήρια (πολιτικά) δεν έχουν εξουσία να αποφανθούν για την ακυρότητα σύμβασης μεταβιβάσεως ακινήτου, στο οποίο ο μεταβιβάσας διαμόρφωσε δρόμους κατά παράβαση των πολεοδομικών διατάξεων, εάν προηγουμένως δεν έχει εκδοθεί διαπιστωτική πράξη του Νομάρχη (εε 26033/46/16.8.1977 απόφαση του Υπουργού Δημοσίων Έργων). Ο από το άρθρ. 559 αρ.8 λόγος δεν ιδρύεται, αν αφορά στα επιχειρήματα αντλούμενα από τις αποδείξεις. "Πράγματα" και οι λόγοι εφέσεως που δεν εξετάστηκαν, όχι που απορρίφθηκαν. Δικαστική και εξώδικη ομολογία. II περ. γ αφορά σε αποδεικτικά μέσα τα οποία αποδεικνύουν ισχυρισμούς και συνακόλουθα δεν είναι ισχυρισμοί υπό την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 εδ. β.




Αριθμός 913/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Γ. Σ. του Χ., κατοίκου ..., 2) Ν. Χ. Λ. του Κ., 3) Ε. Λ. Μ. συζ. Β. Σ., κατοίκων ... και 4) Φ. Φ. του Γ., κατοίκου .... Ο 1ος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Χατζοπούλου και οι 2η, 3η και 4ος εκπροσωπήθηκαν από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο τους.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Λ. Β. του Ι., 2) Ε. συζ. Λ. Β., το γένος Δ. Λ., 3) Ι. - Μ. Β. του Λ., 4) Δ. - Α. Β. του Λ., κατοίκων ..., 5) Ε. χήρας Ι. Φ., το γένος Μ. Ρ., κατοίκων ..., 6) Γ. Φ. του Ι., 7) εταιρείας με την επωνυμία "Ντάινερς Κλαμπ Ελλάδας" (DINERS CLUB OF GREECE S.A.) που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα και 8) εταιρείας με την επωνυμία "Σίτι Μπανκ ΑΕ" (CITIBANK NA), που εδρεύει στην …, είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα και εκπροσωπείται νόμιμα. Οι 1ος, 2η, 3ος και 4ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Απόστολο Γεωργιάδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και οι 5η, 6ος, 7η και 8η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/8/2007 αγωγή των 1ου, 2ης, 3ου και 4ου των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 111/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 269/2011 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 9/2/2012 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 2/10/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. .../29-5-2012, .../29-5-2012, .../28-5-2012 και .../28-5-2012 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικού επιμελήτριας Σύρου … οι δύο πρώτες και του δικαστικού επιμελητή Αθηνών … οι δύο άλλες, ακριβές αντίγραφο της από 9-2-2012 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 16-10-2013, κατά την οποία νόμιμα αναβλήθηκε η συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση τέσσερεις πρώτους αναιρεσίβλητους, προς τους λοιπούς πέμπτη, έκτο, έβδομη και όγδοη των αναιρεσίβλητων (Ε. χα Ι. Φ., Γ. Φ. του Ι., εταιρεία "Ντάινερς Κλαμπ Ελλάδας" και εταιρεία "Σίτυ Μπανκ ΑΕ"). Νέα κλήτευση των διαδίκων αυτών, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (μετ' αναβολή) δικάσιμο δεν χρειαζόταν, καθόσον η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ. 575 και 226 παρ. 4 ΚΠολΔικ.
Συνεπώς εφόσον οι διάδικοι αυτοί δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτών.
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 556 και 558 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι η αίτηση αναίρεσης απευθύνεται κατ' εκείνων που προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση ότι ήταν διάδικοι στη δίκη, όπου εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση και μάλιστα αντίδικοι του αναιρεσείοντος που νίκησαν, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ως διαδίκων στον πρώτο βαθμό, δεν στρέφεται δε αναγκαία εναντίον όλων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, εκτός από τις περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας. Ειδικότερα η αναίρεση πρέπει να απευθύνεται μόνον εναντίον εκείνων από τους αντιδίκους του αναιρεσείοντος από τους οποίους επιδιώκεται με αυτή και με βάση τις επικαλούμενες συνέπειές της, η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αν οι προτεινόμενοι λόγοι δεν αφορούν κάποιο διάδικο, η αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη ως προς αυτόν, αφού δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί η απόφαση ως προς αυτόν και αν ακόμη ευδοκιμήσουν οι προβληθέντες αναιρετικοί λόγοι. Στην προκειμένη περίπτωση η αναίρεση στρέφεται τόσο κατά των νικησάντων στην κατ' έφεση δίκη τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων, όσο και κατά των τεσσάρων λοιπών, ήτοι, των πέμπτης, έκτου, έβδομης και όγδοης των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι ήταν ομόδικοι των εκκαλούντων - αναιρεσειόντων στον πρώτο βαθμό και ως προς τους οποίους η έφεση απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως απαράδεκτη, γιατί δεν εδικαιολογείτο η εναντίον τους απεύθυνση, εφόσον δε οι προτεινόμενοι λόγοι αναίρεσης και οι περιεχόμενες σ' αυτούς πλημμέλειες δεν αφορούν τους εν λόγω αναιρεσίβλητους, ούτε περιέχεται ως προς αυτούς άλλη αιτίαση, με την οποία να επιδιώκεται και να είναι δυνατή, με βάση τις επικαλούμενες πλημμέλειες, η αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη ως προς αυτούς. Πρέπει λοιπόν η αναίρεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τους πέμπτη, έκτο, έβδομη και όγδοη των αναιρεσιβλήτων.
Επειδή κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του ν.δ. της 17-7-1923 "περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του κράτους" που αντιστοιχεί στη διάταξη του άρθρου 411 του Κώδικα βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε μεταβίβαση της κυριότητας μέρους ή του όλου γηπέδου, πάνω στο οποίο ο ιδιοκτήτης σχημάτισε ή αναγνώρισε σχηματισθέντες τυχόν χωρίς τη θέλησή του κοινόχρηστους χώρους (ιδιωτικές οδούς, πλατείες κ.λπ.) ή δεν σχημάτισε, ούτε αναγνώρισε μεν τέτοιους, αλλά επιδιώκει τον σχηματισμό ή την αναγνώρισή τους με μια τέτοια μεταβίβαση. Στην έννοια του σχηματισμού κοινόχρηστων χώρων περιλαμβάνεται ο περιορισμός ή παραίτηση δικαιωμάτων πάνω στα ειρημένα γήπεδα, που έγινε με οποιοδήποτε τρόπο με ιδιωτική πρωτοβουλία ή με συμφωνία για να σχηματισθούν άμεσα ή έμμεσα οι χώροι αυτοί. Κάθε μεταβίβαση της κυριότητας που έγινε, παρά τις ανωτέρω διατάξεις, είναι αυτοδικαίως άκυρη. Η διάταξη για την ακυρότητα αυτή ισχύει και αν ακόμη δεν έγινε σε κάποια επίσημη πράξη σαφής μνεία για τον σχηματισμό των ως άνω κοινόχρηστων χώρων, αλλά έμμεσα προκύπτει από τις γενόμενες μεταβιβάσεις ότι αυτές έγιναν για ένα τέτοιο σχηματισμό και γενικά για την εφαρμογή ιδιωτικού δικαίου ρυμοτομίας. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις της ανωτέρω παρ. 1 δεν ισχύουν προκειμένου για καλλιεργούμενα γήπεδα, που βρίσκονται έξω από τα εγκεκριμένα σχέδια των πόλεων, κωμών κ.λπ., πάνω στα οποία σχηματίζονται ιδιωτικοί δρόμοι για τη μεταφορά των προϊόντων, εφόσον από τα πράγματα προκύπτει, ότι ο σχηματισμός αυτών αποσκοπεί στη μεταφορά των πραγμάτων αυτών, όχι δε στην εφαρμογή ιδιωτικού σχεδίου ρυμοτομίας και τη με βάση αυτό κατάτμηση των γηπέδων σε μικρά τμήματα. Επίσης δεν ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 1 α)... και β)... Τέλος, κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, αρμόδιος να αποφανθεί για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, αν η μεταβίβαση της κυριότητας των γηπέδων έγινε για το σχηματισμό πάνω σ' αυτά κοινόχρηστων χώρων και γενικά για την εφαρμογή ιδιωτικού σχεδίου ρυμοτομίας ή για απλή μεταφορά προϊόντων, αν επήλθε ή όχι αύξηση της έκτασης των κοινόχρηστων αυτών χώρων και ποιά η θέση και η έκταση αυτών και ειδικότερα πότε υφίσταται περίπτωση εφαρμογής των εξαιρέσεων α' και β' της προηγούμενης παραγράφου, είναι ο της Συγκοινωνίας Υπουργός, ο οποίος αποφαίνεται για όλα τα ζητήματα αυτά, μετά από γνώμη του Συμβουλίου των Δημοσίων έργων. Σε περίπτωση ενστάσεων των ενδιαφερομένων κατά της απόφασης του Υπουργού δύναται αυτός να αναθεωρήσει την αρχική του απόφαση μόνο μια φορά (εφάπαξ). Περίληψη των άνω αποφάσεων του Υπουργού και της σχετικής γνωμοδότησης του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Από τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις, με την τελευταία των οποίων θεσπίζεται αρμοδιότητα του Υπουργού της Συγκοινωνίας πάνω σε αναφερόμενα σ' αυτή ζητήματα, προκύπτει ότι τα τακτικά δικαστήρια, καλούμενα να αποφανθούν σε σχετική ενώπιόν τους δίκη για το κύρος σύμβασης για μεταβίβαση κυριότητας γηπέδου, για την οποία προβάλλεται ότι συντρέχει λόγος ακυρότητας από τους αναφερόμενους στο άρθρο 20 παρ. 1 του ν.δ. 17-7-1923, δεν έχουν εξουσία να αποφανθούν για την ακυρότητα της σύμβασης, εφόσον προηγουμένως δεν έχει αποφανθεί ο αρμόδιος Υπουργός (τώρα Νομάρχης κατά την Ε 26033/46/16-8-1977 απόφαση του Υπουργού Δημοσίων Έργων) με διαπιστωτική πράξη, ότι συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση η συνδρομή του ως άνω λόγου, εκτός εάν στη δίκη συνομολογείται από τους ενδιαφερόμενους διαδίκους η συνδρομή τέτοιου λόγου ακυρότητας, οπότε τα δικαστήρια δικαιούνται και υποχρεούνται με βάση την ομολογία αυτή να αποφανθούν για την ακυρότητα της σύμβασης. Τέλος κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύθηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα.
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος, πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο, τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα (Ολ.ΑΠ 20/2005), ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Εξ ετέρου κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο. Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση και στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της. Εξάλλου ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί των εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς τον περί ακυρότητας του τίτλου κτήσεως των εναγόντων ισχυρισμό των εναγομένων - αναιρεσειόντων, λόγω δημιουργίας με αυτόν (τίτλο κτήσεως) ιδιωτικού ρυμοτομικού σχεδίου, κατά παραβίαση του άρθρου 20 παρ. 1 του Ν.Δ. της 17.7/6-8-1923: "...Περαιτέρω οι ίδιοι ως άνω εναγόμενοι, και ήδη αναιρεσείοντες, ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως και τον ίδιο ισχυρισμό επαναφέρουν με σχετικούς λόγους της έφεσης... ότι δηλαδή είναι άκυρο το υπ' αριθμ. …/1999 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, γιατί με αυτό... επιχειρείται με τη διάνοιξη των αναφερομένων στο ως άνω συμβόλαιο δύο οδών, να κατατμηθεί μία ενιαία έκταση σε τρία τμήματα και να καθιδρυθεί ιδιωτικό ρυμοτομικό σχέδιο, κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 1 του Ν.Δ. της 17-7-1923. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ' ουσίαν για το λόγο... ότι το Δικαστήριο αυτό δεν έχει την εξουσία να αποφανθεί ότι συντρέχει τέτοιος λόγος ακυρότητας της ανωτέρω μεταβιβαστικής σύμβασης, αφού δεν έχει αποφανθεί προηγουμένως το κατά νόμο αρμόδιο διοικητικό όργανο (ήτοι ο αρμόδιος Νομάρχης) με διαπιστωτική πράξη του ότι συνέτρεξε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ως άνω λόγος ακυρότητας, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη στην παράγραφο V της παρούσας. Ειδικότερα, από όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε (ούτε, άλλωστε, και οι ως άνω εναγόμενοι το επικαλούνται) ότι στην προκειμένη περίπτωση έχει ήδη εκδοθεί σχετική διαπιστωτική πράξη του αρμόδιου Νομάρχη, με την οποία αυτός να αποφαίνεται ότι συνέτρεξε ο επικαλούμενος λόγος ακυρότητας, προϋπόθεση αναγκαία ώστε το Δικαστήριο να έχει εξουσία να αποφανθεί περί της ακυρότητας της σύμβασης αυτής. Επίσης, στην προκειμένη δίκη δεν συνομολογείται από τους ενάγοντες (αγοραστές) η ύπαρξη του ανωτέρω λόγου ακυρότητας (αντιθέτως αυτοί τον αρνούνται ρητώς), ώστε το Δικαστήριο να έχει την ίδια ως άνω εξουσία (ήτοι να αποφανθεί περί της ακυρότητας της σύμβασης) ούτε, εξάλλου, συνάγεται τέτοια ομολογία τους από άλλες πράξεις αυτών (εναγόντων) ή ακόμη και από το περιεχόμενο της εν λόγω μεταβιβαστικής σύμβασης. Σημειώνεται, πάντως, ότι με την προαναφερόμενη υπ' αριθμ. 11/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, όπως προεκτέθηκε, διατάχθηκε ο μεταγραφοφύλακας Σύρου να προβεί στην μεταγραφή του υπ' αριθμ. …/1999 αγοραπωλητήριου συμβολαίου, κρίθηκε ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν τίθεται ζήτημα ακυρότητας του ως άνω συμβολαίου κατ' άρθρο 20 παρ. 1 του Ν.Δ. της 17-7-1923, αφενός γιατί το Τμήμα Πολεοδομίας Σύρου με την υπ' αριθμ. πρωτ. 1117/2002 βεβαίωσή της και ο Δήμαρχος Ποσειδωνίας Σύρου με το υπ' αριθμ. πρωτ. 927/2002 έγγραφό του βεβαιώνουν ότι η περιοχή, στην οποία βρίσκεται η εν λόγω έκταση, δεν υπάγεται στο ρυμοτομικό σχέδιο πόλεως ή οικισμού και αφετέρου γιατί το Κοινοτικό Συμβούλιο της τότε Κοινότητας Φοίνικα Σύρου με την υπ' αριθμ. 7/18-5-1995 απόφασή του δέχθηκε την αιτηθείσα διάνοιξη, ενώ η απόφαση αυτή εγκρίθηκε από την Περιφερειακή Διοίκηση της Νομαρχίας Κυκλάδων, με την υπ' αριθμ. πρωτ. 6453/26-5-1995 πράξη της, γεγονός που καταδεικνύει, σύμφωνα με το σκεπτικό της ως άνω απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, ότι ο αρμόδιος πλέον Νομάρχης Κυκλάδων με την εν λόγω διαπιστωτική του πράξη ενέκρινε τη διάνοιξη". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε τους αφορώντες το ζήτημα αυτό οικείους λόγους της εφέσεως (3ο και 6ο) και επικύρωσε κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1, 3 και 4 του Ν.Δ. της 17.7/23-8-1923, τις οποίες ορθά ερμήνευσε, καθόσον δέχθηκε ότι αναγκαία προϋπόθεση για τη δικαστική διάγνωση της συνδρομής του επικαλουμένου λόγου ακυρότητας της επίμαχης σύμβασης, είναι η προγενέστερη έκδοση από τη διοίκηση διαπιστωτικής πράξης, η οποία στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει εκδοθεί, ούτε προέκυψε ομολογία ως προς τη συνδρομή τέτοιας ακυρότητας, ενώ η αναφορά της προσβαλλομένης αποφάσεως στις πλεοναστικές, λόγω του αντικειμένου της, ως εκδοθείσας κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας υπ' αριθμ. 11/2007 αποφάσεως του Εφετείου, γίνεται διηγηματικά και με παραδοχές που δεν στηρίζουν το διατακτικό, ούτε δημιουργούν δεδικασμένο, αφού η επικύρωση από την Περιφερειακή Διοίκηση αποφάσεως του Κοινοτικού Συμβουλίου, ως προς τη διάνοιξη του ένδικου δρόμου, δεν είναι η απαιτούμενη για την ένδικη υπόθεση διαπιστωτική πράξη του Νομάρχη. Ενόψει τούτων ο εκ της διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως, κατά τον οποίο ως προς την ένδικη ακυρότητα, η κρίση της Διοικήσεως δεν είναι αναγκαία, αλλά παρεμπίπτουσα, και εκφέρεται εφόσον δεν είχαν αποφανθεί προς τούτο τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια, πρέπει ενόψει των αναφερομένων στη νομική σκέψη να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, έτσι, όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση αφού εξέθεσε σ' αυτήν, χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που ήταν αναγκαία για την απόρριψη του ερευνηθέντος ισχυρισμού και συνακόλουθα με την εφαρμογή των προδιαληφθεισών ουσιαστικών διατάξεων.
Συνεπώς ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, ως προς το ζήτημα της αρνήσεως, από τους ενάγοντες, του λόγου της ακυρότητας του ενδίκου τίτλου και της μη συναγωγής ομολογίας από τους ισχυρισμούς τους, ως προς την ακυρότητα αυτή, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος που, με αυτόν, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν αιτιάσεις για μη συναγωγή εξώδικης ομολογίας, ως προς την ακυρότητα του ενδίκου τίτλου πλήττουν, υπό την επίφαση των ανεπαρκών αιτιολογιών, την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που εξήχθει από το περιεχόμενο των αναφερομένων στον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο εγγράφων, τα οποία το Εφετείο έλαβε υπόψη, ενώ οι επικαλούμενες ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση και ανάλυση των αποδείξεων, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες, αφού μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα, ήτοι η απόρριψη του ερευνηθέντος ισχυρισμού, εκτίθεται πλήρως και σαφώς.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 352 και 335 ΚΠολΔικ, συνάγεται ότι δικαστική ομολογία, η οποία παρέχει πλήρη απόδειξη, είναι μόνον εκείνη που γίνεται από τον διάδικο, προφορικώς ή γραπτώς, ενώπιον του δικαστηρίου, που δικάζει την υπόθεση (ή του εντεταλμένου δικαστή), κάθε δε άλλη ομολογία θεωρείται εξώδικη. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του αν συνάγεται ή όχι εξώδικη ομολογία από έγγραφο το οποίο επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι και η οποία κατά το άρθρο 352 παρ. 2 ΚΠολΔικ εκτιμάται ελευθέρως, ανάγεται σε πράγματα και ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αν από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, έλαβε υπόψη το έγγραφο, από το οποίο συνάγεται, κατά το λόγο αναίρεσης εξώδικη ομολογία. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, που συμπληρώνεται με τα εκτιθέμενα στον δεύτερο αναιρετικό λόγο και κατ' εκτίμηση των σ' αυτόν αναφερομένων, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την εξώδικη ομολογία των τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων - αγοραστών περί ακυρότητας του ενδίκου συμβολαίου, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Ν.Δ. της 17.7?23-8-1923, η οποία προέκυπτε από το περιεχόμενο των από 14-8-1996 και 29-8-1996 ιδιωτικών συμφωνητικών και του εν συνεχεία και με βάση τα ιδιωτικά αυτά συμφωνητικά καταρτισθέντος ενδίκου πωλητηρίου συμβολαίου. Ότι το Εφετείο λόγω μη λήψεως υπόψη της εξώδικης αυτής ομολογίας, αλλά και της δικαστικής που περιεχόταν στους λοιπούς (μη προσδιορισμένους) ισχυρισμούς των εν λόγω αναιρεσιβλήτων στις ενώπιον του Εφετείου από 8-6-2011 προτάσεις τους, κατέληξε σε αντίθετη, ως προς την ομολογία αυτή, κρίση. Ο λόγος αυτός υπό το εκτεθέν περιεχόμενό του αφορά σε μη ληφθέν υπόψη αποδεικτικό μέσο και συνακόλουθα υπάγεται στην αναιρετική πλημμέλεια της διατάξεως του αριθμού 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ και όχι στην επικαλούμενη 8 εδ. β' του ίδιου άρθρου, είναι δε αυτός, κατά το πρώτο και αφορών στην εξώδικη ομολογία μέρος του απαράδεκτος, καθόσον αφορά σε μη συναγωγή τέτοιας ομολογίας από την εκτίμηση του περιεχομένου εγγράφων, η οποία κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη είναι ανέλεγκτη, καθ' όσον το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τα προαναφερόμενα έγγραφα, από τα οποία συνάγεται, κατά τους αναιρεσείοντες, εξώδικη ομολογία, ενώ κατά το δεύτερο μέρος του είναι αόριστος γιατί δεν προσδιορίζονται οι ισχυρισμοί που συνιστούσαν δικαστική ομολογία, ούτε από την επισκόπηση των επίμαχων προτάσεων προκύπτει ότι περιέχεται σ' αυτές ομολογία των αναιρεσιβλήτων. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 περ. β' ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που τείνουν στη θεμελίωση αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. Ως πράγματα νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, εφόσον σ' αυτούς περιέχεται ισχυρισμός παραδεκτός νόμιμος και ορισμένος και όχι αρνητικός της αγωγής ή αλυσιτελής, στον οποίο το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει. Για την στήριξη δηλαδή του λόγου πρέπει να αγνοήθηκαν λόγοι εφέσεως που αφορούν σε αυτοτελείς ισχυρισμούς και όχι σε επιχειρήματα που στηρίζουν τον ίδιο ή άλλο λόγο εφέσεως, ενώ αντίστοιχα δεν στοιχειοθετείται ο λόγος, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης, από τον αριθμό 8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα με πρόσθετο λόγο της εφέσεως ισχυρισμό, κατά τον οποίο, ως προς το ζήτημα της ακυρότητας του ένδικου υπ' αριθμ. …/1999 μεταβιβαστικού συμβολαίου, λόγω καθιδρύσεως με αυτό ιδιωτικού ρυμοτομικού σχεδίου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα παρέπεμψε στις κρίσεις της υπ' αριθμ. 11/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου, οι οποίες είναι λανθασμένες για τους λόγους που είχαν εκτεθεί στο εφετήριο και επαναλαμβάνονται στο αναιρετήριο και ότι λόγω μη λήψεως υπόψη των ισχυρισμών αυτών απέρριψε τον οικείο πρόσθετο λόγο εφέσεως. Ο λόγος αυτός προεχόντως είναι απαράδεκτος γιατί αφορά σε λόγο εφέσεως που απορρίφθηκε και όχι σε λόγο εφέσεως που δεν εξετάστηκε, ενώ οι αιτιάσεις περί εσφαλμένης παραδοχής των αφορωσών τον ένδικο τίτλο αιτιολογιών της επικαλούμενης 11/2007 αποφάσεως του Εφετείου, δεν αφορούν σε "πράγματα" υπό την εκτιθεμένη στη νομική σκέψη έννοια, αλλά σε επιχειρήματα του δικαστηρίου που προέκυψαν από την ανέλεγκτη εκτίμηση αποδεικτικού μέσου και δη από παραδοχές δικαστικής αποφάσεως, που ως προς το ερευνώμενο ζήτημα της εγκυρότητας του ένδικου τίτλου ήταν πλεοναστικές, αναφερόντουσαν διηγηματικά και δεν δημιουργούσαν δεδικασμένο, αφού εξέφευγαν του διαγνωστικού αντικειμένου της δίκης εκείνης, που ήταν η κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας επιβολή στον Υποθηκοφύλακα της υποχρεώσεώς του προς μεταγραφή του ένδικου τίτλου. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, ενώ η επίκληση στο αναιρετήριο, ως προς το λόγο αυτό και της διατάξεως του αριθμού 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ οφείλεται σε παραδρομή. Όμως για την περίπτωση που η επίκληση της διατάξεως αυτής αφορά στο ότι η προαναφερθείσα υπ' αριθμ. 11/2007 απόφαση του Εφετείου λήφθηκε υπόψη παρά το νόμο, η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη, γιατί η εν λόγω απόφαση ήταν επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο, του οποίου έγινε νόμιμη επίκληση και προσκομιδή στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Ενόψει τούτων η αναίρεση πρέπει ως προς όλους τους λόγους της και όσον αφορά τους τέσσερεις πρώτους αναιρεσίβλητους να απορριφθεί ως αβάσιμη, ενώ όσον αφορά τους λοιπούς αναιρεσίβλητους πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Οι αναιρεσείοντες ως ηττώμενοι διάδικοι πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176, 180 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔικ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ για τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους δεν επιδικάζονται έξοδα αφού αυτοί δεν παραστάθηκαν και ως εκ τούτου ούτε σε δαπάνες υποβλήθηκαν, ούτε οικείο αίτημα υπέβαλλαν.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-2-2012 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 269/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των τεσσάρων πρώτων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή