Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Πλαστογραφία, Πραγματογνωμοσύνη, Πολιτική αγωγή.
Περίληψη:
Χρήση πλαστού νοθευμένου εγγράφου. Αιτιολογημένη καταδίκη του κατηγορουμένου ο οποίος χρησιμοποίησε σε πολιτικό δικαστήριο, τιμολόγιο που είχε νοθεύσει πρόσωπο του περιβάλλοντός του, αναγράφοντας σ' αυτό τη λέξη "εξωφλήθη", με σκοπό να απορριφθεί η εναντίον του αγωγή για πληρωμή της αξίας του. Στη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής νομικού προσώπου δεν είναι απαραίτητο να διαλαμβάνεται ο ιδιαίτερος τρόπος προκλήσεως της ηθικής του βλάβης. Είναι αόριστο αίτημα διεξαγωγής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης χωρίς να προσδιορίζεται το αντικείμενο αυτής και δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο να απαντήσει. Επίσης αόριστος είναι και ο αυτοτελής ισχυρισμός για αναγνώριση ελαφρυντικού προτέρου εντίμου βίου αν δεν συνοδεύεται από τα αναγκαία για τη θεμελίωση του περιστατικά. Η ένορκη εξέταση στο ακροατήριο του πολιτικώς ενάγοντος δεν επάγεται ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Απορρίπτεται η αίτηση.
Αριθμός 1856/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη και Ιωάννη Παπαδόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαΐου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Αμπόνη, περί αναιρέσεως της 1414/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία με την επωνυμία Ψ1,Ψ2.. ΟΕ", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο ..., με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24.9.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1722/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της χρήσεως πλαστού εγγράφου από τρίτον απαιτείται η συνδρομή του κατά την πρώτη παράγραφο σκοπού του δράστη, που αποβλέπει στην παραπλάνηση άλλου σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, που αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτον, καθώς και η γνώση τούτου περί της πλαστότητας του εγγράφου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ως άνω αιτιολογία απαιτείται σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτό απαιτείται ειδικά από το νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ συνιστά η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, τέτοια δε ακυρότητα προκαλείται και αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στην διαδικασία του ακροατηρίου (άρθρο 171 παρ. 2 του ΚΠΔ). Τέλος, κατά το άρθρο 63 του ΚΠΔ, η πολιτική αγωγή για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του δικαστηρίου από τους δικαιούχους κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 932 του ΑΚ, που είναι εκείνοι οι οποίοι ζημιώθηκαν αμέσως από το έγκλημα. Μεταξύ τούτων, περιλαμβάνονται και τα νομικά πρόσωπα, τα οποία μπορούν να υποστούν ηθική βλάβη από τον αντίκτυπο που έχει στην πίστη τους και στο κύρος τους η άδικη πράξη που έγινε εις βάρος τους. Στη δήλωση του νομικού προσώπου, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων για την ηθική του βλάβη, δεν απαιτείται ιδιαίτερη εξειδίκευση του τρόπου με τον οποίο επήλθε αυτή, γιατί αναφέρεται προφανώς στον παραπάνω αντίκτυπο. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 1414/2007 απόφασή του δέχθηκε ως νόμιμη την παράσταση της Ομόρρυθμης Εταιρείας "Ψ1,Ψ2...ΟΕ", ως πολιτικώς ενάγουσας, για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που της προκάλεσε η πράξη του κατηγορουμένου και απέρριψε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί απαραδέκτου της παραστάσεως της πολιτικής αγωγής επειδή δεν εξειδικεύεται ο τρόπος προκλήσεως της ως άνω βλάβης, η οποία όμως εξειδίκευση δεν απαιτείτο κατά τα προαναφερόμενα για τη νομιμότητα της παραστάσεως. Επομένως, ο υπό στοιχείο Ι συναφής λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται, κατ' εκτίμηση του λόγου αυτού, ότι η πολιτικώς ενάγουσα παραστάθηκε παράνομα στην διαδικασία του ακροατηρίου επειδή δεν εξειδίκευσε τον τρόπο προκλήσεως της ηθικής βλάβης και ότι έτσι προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 2 του ΚΠΔ), είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, το Τριμελές Εφετείο προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια, δέχθηκε δε στο αιτιολογικό της αποφάσεώς του ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα παρακάτω περιστατικά: "Ο Ψ1 και ο Ψ2 διατηρούσαν επιχείρηση τυπογραφείου και ήσαν ομόρρυθμοι εταίροι της εγκαλούσας ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Ψ1,Ψ2 ΟΕ", της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο Ψ1. Στις αρχές καλοκαιριού 1999, ο κατηγορούμενος Χ ανέθεσε στην εγκαλούσα ομόρρυθμη εταιρεία να εκτυπώσει 6.000 διαφημιστικά φυλλάδια (προσπέκτους). Τα ως άνω 6.000 διαφημιστικά έντυπα εκτυπώθηκαν από την εγκαλούσα εταιρεία και παραδόθηκαν στον κατηγορούμενο την 6.8.1999. Η εγκαλούσα εταιρεία για τη συναλλαγή αυτή εξέδωσε το υπ' αριθ. ... τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής, αξίας 1.150.000 δρχ. και 207.010 δρχ. για ΦΠΑ, δηλαδή συνολικής αξίας 1.357.000 δρχ., με την συμφωνία να πιστωθεί η αμοιβή και να καταβληθεί μετά από ένα μήνα από την έκδοση του τιμολογίου, στο οποίο δεν γράφτηκε η λέξη "επί πιστώσει", ούτε, βέβαια, και η λέξη "εξοφλήθη", δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, το τιμολόγιο αυτό δεν είχε εξοφληθεί. Ο Ψ1 αξίωσε την καταβολή της αμοιβής από τον κατηγορούμενο μετά την παρέλευση της προθεσμίας πιστώσεως, ο τελευταίος όμως ανέβαλε συνέχεια την πληρωμή της αμοιβής και τελικά αρνήθηκε να την καταβάλει. Κατόπιν της αρνήσεώς του αυτής, η εγκαλούσα εταιρεία κατέθεσε στην υπ' αριθ. καταθ. 4552/2000 αγωγή εναντίον του κατηγορουμένου στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης. Κατά την συζήτηση της εν λόγω αγωγής στις 11.4.2002, ο κατηγορούμενος αντικρούοντας την αγωγή ισχυρίσθηκε ότι το επίδικο τιμολόγιο είχε εξοφληθεί και για απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού (περί εξοφλήσεως) προσκόμισε το άνω τιμολόγιο, στο σώμα του οποίου αναγραφόταν με στυλό η λέξη "εξοφλήθη", η οποία όμως δεν είχε τεθεί από την εγκαλούσα εταιρεία που εξέδωσε το τιμολόγιο αυτό, γι' αυτό και δεν υπήρχε η λέξη αυτή ("εξοφλήθη") στο στέλεχος που έμεινε στο μπλοκ των τιμολογίων. Και ναι μεν δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι την λέξη αυτή την έθεσε ο κατηγορούμενος, όπως δέχθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτός (κατηγορούμενος) γνώριζε ότι η λέξη αυτή ("εξοφλήθη") δεν τέθηκε από την εγκαλούσα, αλλά από πρόσωπο του δικού του περιβάλλοντος και παρά ταύτα, παρότι δηλαδή γνώριζε τη νόθευση του επίμαχου τιμολογίου με την αυθαίρετη προσθήκη της λέξης "εξοφλήθη", που εμφάνιζε την οφειλή του ως εξοφληθείσα, έκανε χρήση του τιμολογίου αυτού, προσκομίζοντας αυτό στον Ειρηνοδίκη που δίκασε την εναντίον του αγωγή της εγκαλούσας εταιρείας, με πρόθεση να επιτύχει την απόρριψη της αγωγής αυτής. Με βάση τα περιστατικά αυτά, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξης της χρήσεως πλαστού εγγράφου, όπως και πρωτοδίκως, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του υπ' αριθ. 1414/2007 την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την κρίση του για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδίκασε τον κατηγορούμενο, τις αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 και 2 του ΠΚ που εφάρμοσε. Ειδικότερα, αιτιολογεί την γνώση του κατηγορουμένου περί της νοθεύσεως του τιμολογίου, δεχόμενο ότι η νόθευση έγινε από πρόσωπο του δικού του περιβάλλοντος και εν γνώσει του και επίσης αιτιολογεί τον άμεσο δόλο του κατηγορουμένου, δεχόμενο ότι αυτός εν γνώσει της νόθευσης χρησιμοποίησε το τιμολόγιο στο Δικαστήριο με σκοπό να πετύχει την απόρριψη της εναντίον του αγωγής. Τέλος, προκύπτει ότι έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και την κατάθεση της απούσης μάρτυρος Β, η οποία κατάθεση αναγνώσθηκε κατά πρόταση του Εισαγγελέα, το ότι δε δεν έκανε στο αιτιολογικό ρητή αναφορά στην κατάθεση αυτή δεν σημαίνει ότι την αγνόησε. Επομένως, ο σχετικός υπό στοιχεία α, β και γ λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων προβάλλει έλλειψη ακροάσεως, συνιστάμενη στο ότι το Δικαστήριο δεν απάντησε αφενός στο αίτημα του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης λόγω της απουσίας της μάρτυρος Β και αφετέρου στο αίτημα για διεξαγωγή γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης στο φερόμενο ως νοθευθέν τιμολόγιο. Από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου δήλωσε ότι η ανωτέρω μάρτυρας είναι ασθενής και προσκόμισε και ιατρική βεβαίωση, η οποία αναγνώσθηκε, πλην όμως δεν υπέβαλε αίτημα αναβολής ώστε να έχει υποχρέωση το Δικαστήριο να απαντήσει. Επίσης προκύπτει από τα ίδια πρακτικά ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου "αφού ζήτησε και πήρε τον λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε να γίνει γραφολογική εξέταση". Το αίτημα αυτό, όπως διατυπώθηκε, ήταν αόριστο, γιατί δεν προσδιόριζε το αντικείμενο της εξέτασης και έτσι το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει. Επομένως, ο σχετικός, υπό στοιχεία δ και ε, λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος. Επίσης, προβάλλει ο αναιρεσείων ότι το Δικαστήριο απέρριψε σιγή τους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προέβαλε περί συγγνωστής νομικής πλάνης και περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου. Από τα ίδια πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι δεν προβλήθηκε στο Δικαστήριο αυτό ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης και περαιτέρω προκύπτει ότι "ο συνήγορος του κατηγορουμένου ζήτησε να αναγνωρισθούν στον κατηγορούμενο τα ελαφρυντικά του εντίμου προτέρου βίου", δηλαδή ο ισχυρισμός αυτός ήταν αόριστος, αφού δεν συνοδεύεται από τα περιστατικά που τον θεμελιώνουν, αλλά αναφέρεται μόνο με τον χαρακτηρισμό που είναι γνωστός στη νομική ορολογία. Επομένως, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σε μη προβληθέντα και σε αόριστο ισχυρισμό, αντίστοιχα, και έτσι ο σχετικός λόγος αναιρέσεως υπό στοιχεία στ και θ, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος. Τέλος, προβάλλει ο αναιρεσείων ότι προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα, επειδή εξετάστηκε με όρκο ο μάρτυρας Ψ2, ο οποίος είναι νόμιμος εκπρόσωπος της πολιτικώς ενάγουσας και έτσι έπρεπε να εξεταστεί χωρίς όρκο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως υπό στοιχείο η, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, είναι προεχόντως απαράδεκτος, γιατί η παραβίαση του άρθρου 221 του ΚΠΔ και συγκεκριμένα η ένορκη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος δεν απάγεται ακυρότητα, επειδή δεν απαγγέλλεται ρητώς τέτοια ακυρότητα, όπως απαγγέλλεται στο άρθρο 218 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή όταν δεν ορκιστεί ο μάρτυρας πριν εξεταστεί. Μετά από αυτά, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24.9.2007 αίτηση του Χ, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1414/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Σεπτεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ