Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία.
Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία. Απάτη επί Δικαστηρίου. Στοιχεία θεμελίωση των δύο αυτών εγκλημάτων. Αίτηση αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου. Απόρριψη των λόγων αυτών ως αβασίμων. Μη υποχρέωση Δικαστηρίου να απαντήσει σε ερωτήματα του κατηγορουμένου κατά την απολογία του και όχι σε αυτοτελείς ισχυρισμούς του.
ΑΡΙΘΜΟΣ 658/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κασιούμη, περί αναιρέσεως της 71/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1442/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 1-10-2009 αίτηση του Χ, κατοίκου..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 7/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων, ασκήθηκε νομότυπα (με δήλωσή του που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και εμπρόθεσμα (άρθρο 473 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ). Επομένως είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ απάτη διαπράττει όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται δε με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. 'Ενεκα της μη αναγκαίας ταύτισης του προσώπου που απατήθηκε και εκείνου που υπέστη τη βλάβη, η απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, που αποτελεί ειδικότερη μορφή της από της του άρθρου 386 ΠΚ και στοιχειοθετείται όταν ο διάδικος σε πολιτική δίκη, όχι μόνο προβάλλει ψευδή πραγματικό ισχυρισμό, αλλά ταυτόχρονα προσκομίζει προς υποστήριξή του ψευδή αποδεικτικά μέσα, όπως η εν γνώσει του προσαγωγή και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν ανακριβών όμως κατά το περιεχόμενό τους, με τα οποία παραπλανεί το δικαστήριο και εκδίδει δυσμενή για την περιουσία του αντιδίκου του δικαστική απόφαση. Θεωρείται ως τετελεσμένη η απάτη αυτή όταν το δικαστήριο που παραπλανάται από τον διάδικο με την υποβολή - προσαγωγή των ψευδών αποδεικτικών μέσων εκδίδει οριστική απόφαση δυσμενή για τον αντίδικό του, εν αποπείρα δε όταν το δικαστήριο δεν πείθεται απ' αυτόν και απορρίπτει τον ψευδή ισχυρισμό του. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περ. α' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και "όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, υποκειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση και παραγωγή της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέλευση μέσου, κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού (ηθικού) ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινείται ο φυσικός αυτουργός, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεση ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αρ. 71/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Ο πολιτικώς ενάγων, κάτοικος ..., είναι μελισσοκόμος. Για την άσκηση της δραστηριότητάς του αυτής χρησιμοποιούσε το ... αυτοκίνητο, το οποίο οδηγούσε ο υπάλληλος του ... υπήκοος. Στις 28-11-2001 ο ανωτέρω υπάλληλος του πολιτικώς ενάγοντος οδηγούσε το αυτοκίνητο στην ΕΟ .... Στη διασταύρωση ... σταμάτησε αυτόν ο κατηγορούμενος ο οποίος λειτουργεί εταιρία με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΟΡΦΩΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ Τ και εμπορεύεται βιβλία, με τη μέθοδο των διαφημιστικών προσφορών. Έτσι, ανέφερε σαυτόν ότι αν απαντήσει σε ερώτηση που θα του απηύθυνε θα αποκτούσε την Εγκυκλοπαίδεια Έγχρωμη Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια ΕΛΛΑΔΙΚΗ μαζί με το συμπλήρωμα Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ, 24 τόμων, αντί της πολύ συμφέρουσας τιμής ποσού των 249.000 δραχμών, αντί της αξίας της που ανέρχεται σε 450.000 δραχμές και επιπλέον θα συμμετέχει σε κλήρωση για την απόκτηση ενός δώρου από τις τέσσερις προσφορές. Μετά την απάντηση στην ερώτηση, που θεωρήθηκε σωστή, του ανέφερε ότι κερδίζει την εγκυκλοπαίδεια στη συμφέρουσα τιμή και του παρέδωσε τους τόμους αυτής. Επειδή εκείνος ήταν ... υπήκοος και για την εξασφάλιση ότι θα πληρωθεί το τίμημα της εγκυκλοπαίδειας, στο σχετικό συμφωνητικό ως στοιχεία συνδρομητή συμπλήρωσε τα στοιχεία του εργοδότη αυτού, δηλαδή του πολιτικώς ενάγοντος, Ψ, κάτοικος στην οδό ..., επάγγελμα μελισσοκόμος, καθώς και ο αριθμός κυκλοφορίας του αυτοκινήτου του .... Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι τα ανωτέρω συμφώνησε με τον ίδιο τον πολιτικώς ενάγοντα, όμως τούτο δεν είναι αληθές. Με την πραγματικότητα ανταποκρίνεται ότι τα στοιχεία αυτά λήφθηκαν από την άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου του τελευταίου που οδηγούσε ο υπάλληλός του, όσα δηλωτικά του επαγγέλματος αναγραφόταν σαυτό και από όσα προφορικά δήλωσε ο οδηγός του αυτοκινήτου του. Για το λόγο αυτό και δεν αναγράφετε στο συμφωνητικό ο αριθμός δελτίου ταυτότητας στην αντίστοιχη ένδειξη του συμφωνητικού. Εάν ήταν ο πολιτικώς ενάγων θα αναφέρονταν και ο αριθμός αυτός, αφού θα τον ζητούσε για μεγαλύτερη εξασφάλιση ο κατηγορούμενος, ενώ ο οδηγός του δεν γνώριζε τον αριθμό αυτής για να τον αποκαλύψει. Ο υπάλληλος του πολιτικώς ενάγοντος τις συσκευασίες με τους τόμους της εγκυκλοπαίδειας μετέφερε στην αποθήκη του εργοδότη του και εναπόθεσε σαυτήν. Ο κατηγορούμενος, στη συνέχεια συμπλήρωσε το ποσό του τιμήματος της εγκυκλοπαίδειας σε συναλλαγματικές και συγκεκριμένα σε οκτώ συναλλαγματικές ποσού 31.000 δραχμών οι δύο πρώτες, 32.000 δραχμών η τρίτη, 31.000 δραχμών οι πέντε επόμενες, στις οποίες ανέγραψε ως τόπο έκδοσης τα ..., με ημερομηνίες λήξης 20.12.2001, 20.2.2002, 20.3.2002, 20.4.2002, 20.6.2002, 20.8.2002, 20.10.2002 και 20.12.2002, αντίστοιχα, ως εκδότρια τούτων εφέρετο η εταιρία του κατηγορουμένου και ως αποδέκτης των συναλλαγματικών ο μηνυτής. Και ο μεν κατηγορούμενος υπέγραψε για την εκδότρια εταιρία, με προτροπές δε και παραινέσεις, ενδεχομένως με υπόσχεση ανταλλάγματος ή επειδή και εκείνος είχε οικονομικό συμφέρον από την τυχόν είσπραξη του ποσού που αντιπροσώπευαν οι συναλλαγματικές, έπεισε τρίτο άγνωστο άτομο και έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του πολιτικώς ενάγοντος στη θέση του αποδέκτη των συναλλαγματικών, εμφανίζοντας ότι δήθεν ο τελευταίος υπέγραψε πραγματικά αυτές και ανέλαβε τη σχετική με την αποδοχή τους ευθύνη, καθώς επίσης να υπογράψει και το συνταχθέν από τον ίδιο από 28.11.2001 "συμφωνητικό" με το οποίο φέρεται ότι ο πολιτικώς ενάγων συμφώνησε με όλα τα ανωτέρω. Οι συναλλαγματικές και το συμφωνητικό καταρτίστηκαν με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση των συναλλαγματικών αυτών και το συμφωνητικό τους τρίτους περί της συνάψεως της συμβάσεως και της αναλήψεως της ευθύνης καταβολής του χρέους από το τίμημα της εγκυκλοπαίδειας ή και τις αρχές στις οποίες θα προσέφευγε σε περίπτωση που ο πολιτικώς ενάγων δεν θα κατέβαλε το ποσό των συναλλαγματικών. Ο πραγματογνώμων ... που διενήργησε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη ύστερα από την 1095/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων στην από 18.10.2006 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, με σαφήνεια καταλήγει στο πόρισμά του ότι τις υπογραφές στο ανωτέρω συμφωνητικό και τις συναλλαγματικές δεν έθεσε ούτε ο πολιτικώς ενάγων, αλλά ούτε και ο κατηγορούμενος. Είναι βέβαιο ότι ο τελευταίος, γνωρίζοντας ότι δεν υπογράφει ο φερόμενος ως συμβαλλόμενος και ως αποδέκτης των συναλλαγματικών, οπωσδήποτε δεν θα έθετε ο ίδιος την υπογραφή του στις ενδείξεις που αφορούν εκείνον, αλλά έπεισε τρίτον να υπογράψει αυτά τα έγγραφα, ώστε σε περίπτωση που διατάσσονταν γραφολογική εξέταση να μην μπορεί να του αποδοθεί η πλαστογραφία και να γίνει πιστευτός ο ισχυρισμός του. Αλλά ο κατηγορούμενος είχε λάβει τα στοιχεία του πολιτικώς ενάγοντος, όπως αναλυτικά αναφέρθηκε ανωτέρω και αυτός θα είχε το οικονομικό όφελος από την εκτέλεση αυτής της σύμβασης. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος, όταν παρήλθε η ημερομηνία λήξης των συναλλαγματικών και ο πολιτικώς ενάγων τον οποίο ενόχλησε για την καταβολή του ποσού αυτών αρνήθηκε να πληρώσει, υπέβαλε ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρίας του στο Ειρηνοδικείο Ιωαννίνων την από 28.6.2004 αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής με βάση τις ανωτέρω οκτώ πλαστές συναλλαγματικές και παρέστησε στον Ειρηνοδίκη Ιωαννίνων ότι αυτές είναι γνήσιες συναλλαγματικές και έχουν υπογραφεί στη θέση του αποδέκτη από τον ήδη πολιτικώς ενάγοντα κατά του οποίου απευθύνονταν η αίτηση, γεγονός ψευδές, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, του ψεύδους του οποίου τελούσε εν γνώσει αυτός, και έτσι έπεισε το Δικαστή να εκδώσει την 329/2004 διαταγή πληρωμής με την οποία, με παραδοχή της αίτησης, υποχρέωσε τον πολιτικώς ενάγοντα να καταβάλει το ποσό των συναλλαγματικών με το νόμιμο τόκο. Την απάτη μετήλθε με σκοπό να αποκομίσει η εταιρία του και κατ' επέκταση ο ίδιος περιουσιακό όφελος, αντίστοιχο με το ενσωματωμένο στις συναλλαγματικές ποσό, βλάπτοντας την περιουσία του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος αν και δεν είχε συμβληθεί στην αγορά της εγκυκλοπαίδειας και δεν είχε αποδεχθεί την ευθύνη πληρωμής των συναλλαγματικών, υποχρεώνονταν σε καταβολή του ποσού αυτών. Σύμφωνα με όσα ανωτέρω έγιναν δεκτά ο κατηγορούμενος διέπραξε τις ' αξιόποινες πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως και της απάτης και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών
Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για τις αποδιδόμενες σ'αυτόν αξιόποινες πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία και της απάτης επί Δικαστηρίου και του επέβαλε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών για καθεμιά πράξη και συνολικά ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία χρόνια.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση τα άνω εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1α, 94 παρ. 1, 2 περ. 1α και 386 περ. 19 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ και τη μαρτυρική κατάθεση του .... Εξάλλου η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ των αιτιολογιών και του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον από την επισκόπηση αυτών σαφώς προκύπτει ότι αυτός τέλεσε : α) το έγκλημα της ηθικής αναγγελίας σε πλαστογραφία των σ' αυτή αναφερομένων οκτώ (8) συναλλαγματικών, επιδόσεως της απ' αυτόν εκπροσωπουμένης εταιρίας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΟΡΦΩΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ και ΣΙΑ ΟΕ Τ" και αποδοχής του πολιτικώς ενάγοντος, υπογράφοντας όμως γι' αυτόν χωρίς εντολή του τρίτος άγνωστο άτομο σ' αυτόν αλλά γνωστό στον αναιρεσείοντα (συνεργάτης ή υπάλληλός του) που με πρόθεσή του, πειθώ και φορτικότητα έπεισε ο τελευταίος να θέσει, κατ' απομίμησή της, την υπογραφή του πολιτικώς ενάγοντος. Στην συνέχεια ο αναιρεσείων χρησιμοποίησε αυτές τις πλαστές ως προς την αποδοχή συναλλαγματικές και παραπλάνησε τον Ειρηνοδίκη Ιωαννίνων να εκδώσει με βάση τις συναλλαγματικές αυτές σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος την υπ' αριθμ. 329/2004 διαταγή πληρωμής. Ακόμα η αιτίαση του αναιρεσείοντος περί μη απάντησης του Δικαστηρίου της ουσίας επί του αιτήματός του της αναβολής της δίκης για να κληθεί και προσέλθει να καταθέσει ως μάρτυρας ο .... υπήκοος, τότε υπάλληλος του πολιτικώς ενάγοντος, που αναμείχθηκε στην εμπορική συναλλαγή (πώληση της 24τομης εγκυκλοπαίδειας "'Εγχρωμη Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια ΕΛΛΑΔΙΚΗ" μαζί με το συμπλήρωμα "Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ") είναι απορριπτέα ως στηριζόμενη σε ανύπαρκτη προϋπόθεση, δηλονότι προβολής σχετικού τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού, αφού, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, ουδόλως υποβλήθηκε αίτημα περί αναβολής της δίκης για τον ανωτέρω λόγο και εντεύθεν δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και μάλιστα με ειδική αιτιολογία για το ζήτημα αυτό. Συγκεκριμένα το μόνο που πρόβαλε, υπό μορφή εγκλήματος, ο αναιρεσείων κατά την απολογία του στο δικαστήριο της ουσίας, η οποία συνεκτιμήθηκε και συναξιολογήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα για το σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του, ήταν κατά λέξη " ...Γιατί δεν φέρνει τον ... υπάλληλό του ως μάρτυρα να τελειώνει αυτή η ιστορία;" χωρίς να ζητήσει την αναβολή της δίκης από το δικαστήριο, οπότε θα είχε υποχρέωση τούτο να απαντήσει ειδικά και αιτιολογημένα. Επίσης και η αιτίαση του αναιρεσείοντος περί εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ (περί της τέλεσης της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία) είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον ναι μεν δεν προσδιορίσθηκε ποίος είναι ο φυσικός αυτουργός της πλαστογραφίας των οκτώ (8) συναλλαγματικών για τις οποίες έγινε παραπάνω αναφορά, όμως διευκρινίζεται επαρκώς ποία η αξιόποινη συμπεριφορά αυτού (αναιρεσείοντος) ως ηθικού αυτουργού αναφέροντας κατά λέξη "με προτροπές δε και παραινέσεις, ενδεχομένως μ επίσχεση ανταλλάγματος ή επειδή και εκείνος είχε οικονομικό συμφέρον από την τυχόν είσπραξη του ποσού που αντιπροσώπευαν οι συναλλαγματικές έπεισε τρίτο άγνωστο άτομο και έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του πολιτικώς ενάγοντος....". Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά το μέρος δε που με τον πρώτο των ως άνω λόγων πλήττεται η ως άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών, αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7 Οκτωβρίου 2009 αίτηση του ..., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 71/2009 απόφασης του Τριμελούς (Ποινικού) Εφετείου Ιωαννίνων.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Μαρτίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ