Θέμα
Κοινωνία, Αυτοτελείς ισχυρισμοί.
Περίληψη:
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, που τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένταση ή αντέσταση, χωρίς να έχει προσκομιστεί καμία απόδειξη γι΄αυτά – πράγματα-. Ο συγκοινωνός λογίζεται νεμόμενος το κοινό πράγμα επ΄ ονόματι και των λοιπών, κατά των οποίων δεν μπορεί να αντιτάξει αποσβεστική προθεσμία ή χρησικτησία, πριν καταστήσει σε αυτούς γνωστή την απόφασή του ότι του λοιπού νέμεται το επί πλέον της μερίδας του ή ολόκληρο το κοινό αποκλειστικά και μόνο στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό ως κύριος.
Αριθμός 401/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη
υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Σ. Μ. χήρας Χ., το γένος Σ. Μ., 2) Ι. Μ. του Χ., 3) Χ. Μ. του Χ. και 4) Γ. Μ. του Χ., κατοίκων ..., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του Χ. Μ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Παπασπύρου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., χωρίς να καταθέσουν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Μ. του Χ., 2) Μ. Μ. χήρας Κ., το γένος Δ. Κ., 3) Χ. Μ. του Κ., 4) Ι. Μ. του Κ., 5) Δ. Μ. του Κ., 6) Γ. Μ. του Κ., 7) Λ. Μ. του Κ., 8) Ν. Μ. του Κ.. Ο μεν 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηρακλή Τσάγκα και οι δε 2η, 3ος, 4ος, 5ος, 6η, 7η και 8ος δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/12/2002 αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λιβαδειάς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 102/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 61/2009 του Εφετείου Λαμίας (Μεταβατική έδρα Λιβαδειάς). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18/2/2010 αίτηση και τους από 25/7/2011 προσθέτους λόγους τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 12/9/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων.
Ο πληρεξούσιος του παραστάντος αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων, καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 575, 226 παρ. 4 εδάφ. α' και γ', 568 παρ. 4 και 576 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι αν η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης αναβλήθηκε με επισημείωση στο πινάκιο, είναι δε απών, κατά τη νέα μετά την αναβολή δικάσιμο, κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απών διάδικος είχε επισπεύσει την αρχική συζήτηση ή είχε κλητευθεί σ' αυτή νόμιμα και εμπρόθεσμα ή είχε παρασταθεί νόμιμα κατ' αυτή, αν δε συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις αυτές, είναι περιττή νέα κλήτευση του απόντος, κατά τη νέα μετ' αναβολή, διαδίκου.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τις εκθέσεις επίδοσης, α) 7204Γ'/25.1.2011 της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Λιβαδειάς Πολυξένης Ζάντα και β) 11541Β', 11542Β', 11543Β', 11544Β', 11545Β', 11546Β' και 11547Β'/16-2-2011 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θηβών ..., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει ο παρών πρώτος αναιρεσίβλητος που επισπεύδει τη συζήτηση, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου της 21-9-2011 επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους λοιπούς αναιρεσιβλήτους και στο δικηγόρο Ταξιάρχη Γαλανό, ο οποίος υπογράφει την αίτηση αναίρεσης, ως πληρεξούσιο και αντίκλητο των αναιρεσειόντων, με κλήση για να παραστούν κατά την ορισθείσα πιο πάνω αρχική δικάσιμο. Κατ' αυτήν, όπως προκύπτει από το πινάκιο, είχαν παρασταθεί ο επισπεύδων τη συζήτηση πρώτος αναιρεσίβλητος με δήλωση, κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., και οι αναιρεσείοντες, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Παπασπύρου, δυνάμει του .../16-9-2011 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Λιβαδιάς Αναστασίας Σταύρου, ενώ δεν παραστάθηκαν οι λοιποί αναιρεσίβλητοι, και η υπόθεση αναβλήθηκε, με αίτηση των αναιρεσειόντων και σχετική επισημείωση στο οικείο πινάκιο, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 23-1-2013). Κατά τη νέα αυτή μετ' αναβολή δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, εμφανίσθηκε μόνο ο επισπεύδων τη συζήτηση πρώτος αναιρεσίβλητος, ενώ δεν εμφανίσθηκαν οι λοιποί αναιρεσίβλητοι και οι αναιρεσείοντες, ούτε εκπροσωπήθηκαν με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου τους, κατά τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Όμως, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν χρειαζόταν νέα κλήση και πρέπει γι' αυτό, παρά την απουσία τους να προχωρήσει η συζήτηση της αναίρεσης (άρθρο 576 παρ. 2 εδ. α' και γ' Κ.Πολ.Δ.).
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 εδ.α', 287, 291 και 292 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι επί διακοπής της δίκης λόγω θανάτου διαδίκου, ο αντίδικός του μπορεί να επισπεύσει και επαναλάβει τη δίκη με πρόσκληση προς τους κληρονόμους του μετά την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 1847 Α.Κ. -αφού η παρέλευση της προθεσμίας αυτής ενέχει σιωπηρή αποδοχή της κληρονομίας- χωρίς να είναι αναγκαίο να έχει προηγηθεί μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής. δεδομένου ότι οι κληρονόμοι συνεχίζουν τη δίκη που αφορά σε δικαίωμα του διαδίκου που πέθανε. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την ένσταση των τότε εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων περί αοριστίας της από 24-1-2006 κλήσης, με την οποία, μετά το θάνατο στις 13-1-2004 του αρχικού εναγομένου (Χ. Μ.) και την εξ αυτού βίαιη διακοπή της δίκης, ο τότε πρώτος εφεσίβλητος προσκάλεσε αυτούς ως μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του να επαναλάβουν και συνεχίσουν τη δίκη, δεν παρέλειψε, παρά το νόμο να κηρύξει την ακυρότητα της κλήσης εκ του γεγονότος ότι δεν αναφερόταν σ' αυτήν ότι οι άνω εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αποδέχτηκαν την κληρονομία και μετέγραψαν τη δήλωση περί αποδοχής της, γι' αυτό και ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΙΙΙ. Στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες, με την αναίρεση δε πλήττονται μεν όλες ή μία απ' αυτές, η προσβολή όμως μιας απ' αυτές δεν τελεσφορεί, οι λόγοι αναίρεσης που προσβάλλουν τις λοιπές είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς (Ολ. Α.Π. 25/2003). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Το έτος 1969, η Ε. συζ. Κ. Μ., όντας κυρία (όπως δεν αμφισβητείται) του διανεμητέου οικοπέδου, εμβαδού 810τ.μ. ... με το υπ' αριθμ. .../2-9-1968 προσύμφωνο του τότε συμβολαιογράφου Λιβαδειάς Νικολάου Μερτζάνη, ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει αυτό (το οικόπεδο) κατά κυριότητα, λόγω πωλήσεως, στον αρχικώς πρώτο εναγόμενο Χ. Μ. (δικαιοπάροχο των - ήδη αναιρεσειόντων εκκαλούντων), αντί τιμήματος 140.000 δραχμών. Κατά την υπογραφή του προσυμφώνου ο αγοραστής Χ. Μ. κατέβαλε το ποσό των 40.000 δρχ., ενώ συμφωνήθηκε το υπόλοιπο των 100.000 δρχ. να καταβληθεί σε δύο ισόποσες δόσεις (των 50.000 δρχ.) στις 30/8 και 30/12/1969, οπότε και θα ακολουθούσε και η κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου και διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή δεν καταβληθεί το υπόλοιπο τίμημα (των 100.000 δρχ.), θα κατέπιπτε η προκαταβολή των 40.000δρχ., ως αποζημίωση υπέρ της πωλήτριας. Ο ως άνω (αρχικός) πρώτος εναγόμενος ήταν τότε μηχανοτεχνίτης οχημάτων και κυρίως γεωργικών ελκυστήρων ... (και) με βάση το προσύμφωνο αυτό ζήτησε και πέτυχε την επ' ονόματί του έκδοση της υπ' αριθμ. .../18-10-1968 οικοδομικής άδειας για την κατασκευή ισόγειου γκαράζ (συνεργείου αυτοκινήτων) εμβαδού 251τ.μ., με πρόβλεψη ανέγερσης ορόφου... Όμως, δεν είχε την οικονομική δυνατότητα όχι μόνο να κατασκευάσει το συνεργείο αλλά και να αποπληρώσει το πιο πάνω τίμημα μέσα στις συμφωνημένες προθεσμίες. Τότε, για να μην απωλέσει και την προκαταβολή των 40.000 δρχ. συμφώνησε με τον ενάγοντα Α. Μ. και τον Κ. Μ. (αδέλφια του) να αγοράσουν από κοινού το οικόπεδο, κατ' ίσο μέρος ο καθένας (1/3 εξ αδιαιρέτου), καταβάλλοντας ο καθένας το ποσό που αντιστοιχεί στο μερίδιό του. Στα πλαίσια αυτής της συμφωνίας, η ως άνω πωλήτρια Ε. Μ., με το υπ' αριθμ. .../7-1-1970 συμβόλαιο του ίδιου, όπως παραπάνω, συμβολαιογράφου, που νόμιμα μεταγράφηκε, μεταβίβασε το οικόπεδο στους προαναφερόμενους Α. Μ. (ενάγοντα), Χ. Μ. (πρώτο-αρχικό-εναγόμενο) και Κ. Μ. (δικαιοπάροχο των υπόλοιπων - 2ης έως και 8ου - εναγομένων), κατά κυριότητα (κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου στον καθένα), λόγω πωλήσεως, αντί τιμήματος 140.000 δρχ. Το τίμημα καταβλήθηκε από τους αγοραστές με την υπογραφή του συμβολαίου (μέρος αυτού, ύψους 40.000 δρχ. ήδη είχε προκαταβάλει με το προσύμφωνο ο Χ. Μ.). Κατ' αυτό τον παράγωγο τρόπο (με αγορά απ' αληθή κύριο) και τα τρία πιο πάνω αδέλφια έγιναν συγκύριοι του οικοπέδου κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Ως συγκύριοι, πλέον, και οι τρεις, το έτος 1970, με δαπάνες τους, ολοκλήρωσαν την κατασκευή στο οικόπεδο ενός ισόγειου κτίσματος (κατά την παραπάνω, από το έτος 1968, άδεια), με δυνατότητα ανέγερσης και άλλων ορόφων". Οι αναιρεσείοντες, με το δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, όπως ορθά εκτιμάται, από τον αριθμό 14 (και όχι από τον αριθμό 1) του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και τον πρώτο πρόσθετο, από τον αριθμό 14, επίσης, του ίδιου άρθρου του Κ.Πολ.Δ., αιτιώνται το Εφετείο, γιατί με το να απορρίψει, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ως αόριστη την ένστασή τους περί εικονικότητας της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης με το πιο πάνω .../1970 συμβόλαιο του επίδικου οικοπέδου κατά το μέρος που εμφανίζονται ως αγοραστές και ο ενάγων (Α. Μ.ς) και ο, ως άνω, Κ. Μ., ενώ η ένστασή τους αυτή ήταν ορισμένη, διότι είχαν επικαλεστεί ότι κατά τη μεταξύ τους συμφωνία μόνος αγοραστής ήταν στην πραγματικότητα ο δικαιοπάροχός τους Χ. Μ., παρά το νόμο κήρυξε αυτήν - ένσταση εικονικότητας - απαράδεκτη λόγω αοριστίας και την απέρριψε. Οι λόγοι όμως αυτοί αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς, αφού η επάλληλη (πιο πάνω αιτιολογία, ότι "κατά τον παράγωγο (πιο πάνω) τρόπο (με αγορά από αληθή κύριο - με το πιο πάνω .../1970 συμβόλαιο-) και τα τρία πιο πάνω αδέλφια (Α., Κ. και Χ. Μ.) έγιναν συγκύριοι του οικοπέδου κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας", με την οποία, εντέλει, η ένσταση εικονικότητας απορρίπτεται και κατ' ουσίαν και δεν βάλλεται επιτυχώς με λόγο αναίρεσης, στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο δεύτερος, εξάλλου, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο οι αναιρεσείοντες αιτιώνται την προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί το Εφετείο, με το να απορρίψει την ένσταση εικονικότητας, δεν αξιολόγησε ορθώς, α) ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος και ήδη αποβιώσας Κ. Μ. κατοικούσαν μόνιμα στο ..., β) ότι ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων ήταν μηχανοτεχνίτης οχημάτων και κύρια αγροτικών ελκυστήρων αλλά και μηχανημάτων γενικά και χρησιμοποιούσε μόνος το συνεργείο στο μισό ισόγειο του επίδικου ακινήτου, γ) ότι στο .../2-9-1968 προσύμφωνο - πιο πάνω - συμβόλαιο φέρεται ως αγοραστής μόνον ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων, δ) ότι η .../18-10-1968 οικοδομική άδεια εκδόθηκε μόνο στο όνομα του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων, ε) ότι η ισόγεια επίδικη οικοδομή κατασκευάσθηκε με κολώνες από οπλισμένο σκυρόδεμα, τέτοιας αντοχής ώστε να στηρίζουν μελλοντικά 4 ορόφους και ουδείς των φερόμενων λοιπών συγκυρίων δεν μερίμνησε να αξιοποιήσει τα δήθεν δικαιώματά του στην κεντρική λεωφόρο Αλιάρτου όπου βρίσκεται το επίδικο, ενώ ο αποβιώσας δικαιοπάροχος των δεύτερης έως και όγδοου των αναιρεσιβλήτων είχε πέντε (5) τέκνα με άμεση στεγαστική ανάγκη, στ) ότι ουδέν στοιχείο προσκόμισε ο πρώτος αναιρεσίβλητος από το οποίο να αποδεικνύεται ότι συνέβαλε αυτός ή έτερος αδελφός στις δαπάνες ανέγερσης της οικοδομής, ζ) ότι το επίδικο ακίνητο χρησιμοποιούσε μόνο ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων και ακολούθως οι ίδιοι οι αναιρεσείοντες, το μεν μισό σαν συνεργείο και το υπόλοιπο μισό σαν οικογενειακή κατοικία, επί τόσα έτη, η) ότι ο πατέρας του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων είχε 26 αγροτεμάχια και το μερίδιο αυτού, παρά την προηγηθείσα προφορική διανομή εν ζωή του πατέρα τους, μέχρι και το θάνατο του πατέρα τους καρπώνονταν οι δύο αδελφοί, δηλαδή ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων δεν καλλιεργούσε και δεν ελάμβανε κανένα ποσό μέχρι το θάνατο του πατέρα τους και επί έτη μεταγενέστερα και για το λόγο αυτό εγέρθηκαν δύο αγωγές ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θηβών, μια για το μερίδιο των καρπών των κληρονομιαίων αγρών και μία διανομής, που εκκρεμούν και θ) ότι το επίδικο ακίνητο ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων είχε συμπεριλάβει στο Ε9 ως αποκλειστικής ιδιοκτησία του, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι, υπό την επίκληση της παραπάνω πλημμέλειας, πλήττεται αποκλειστικά η αναιρετικά ανέλεγκτη από το Δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 Κ.Πολ.Δ., όπως ήδη ισχύει από 1.1.2002 (άρθρο 15 του ν. 2943/2001), αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, που τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί καμία απόδειξη γι' αυτά - πράγματα - ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη για τα εν λόγω πράγματα. Ο τρίτος, επομένως, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο, κατ' ορθή εκτίμησή του, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 10 (και όχι και από τους αριθμούς 11 και 12) του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, γιατί το Δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε τον πραγματικό ισχυρισμό που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινό χωρίς απόδειξη, ότι "στις δαπάνες της οικοδομής συμμετείχαν οι άλλοι δύο φερόμενοι ως συγκύριοι (Α. και Κ. Μ.)", πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτος, διότι ο προεκτιθέμενος ισχυρισμός αποτελεί πραγματικό επιχείρημα αντλούμενο από τις αποδείξεις, δηλαδή δεν είναι αυτοτελής με την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 10 Κ.Πολ.Δ., που προπαρατέθηκε. Οι περιλαμβανόμενες στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτιάσεις, κατ' ορθή εκτίμησή τους από τον αριθμό 1 (και όχι και από τον αριθμό 11) του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τις οποίες οι αναιρεσείοντες ψέγουν την προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί το Εφετείο, με το να δεχθεί, ότι ο δικαιοπάροχός τους "δεν γνωστοποίησε την πρόθεσή του να νέμεται ιδίω ονόματι όλο το ακίνητο, όταν του όλου ακινήτου, επί 10ετίες, κάνει αποκλειστική χρήση ο δικαιοπάροχός τους μετά της οικογένειάς του, όταν δεν καταβάλλει κανένα αντάλλαγμα στους φερόμενους ως συγκυρίους, όταν προβαίνει (σε) επισκευές και κατασκευές και όταν δεν ενοχλείται από κανένα των φερόμενων συγκυρίων κ.λ.π. (που σημαίνει, ότι) είναι σαφής και επαρκής γνωστοποίηση (όλα τα ανωτέρω) προς τους φερόμενους ως συγκυρίους ότι νέμεται και κατέχει ιδίω ονόματι το όλο ακίνητο" παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 785 - 787, 982 και 1113 Α.Κ., πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι υπό την επίκληση της παραπάνω πλημμέλειας πλήττεται αποκλειστικά η αναιρετικά ανέλεγκτη από το Δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
V. Όπως προκύπτει από τα άρθρα 247 επ. Α.Κ., αποσβεστική παραγραφή είναι η απόσβεση της αξίωσης, η οποία επέρχεται όταν ο δικαιούχος αυτής αδράνησε να την ασκήσει για ορισμένο χρόνο, αρχίζει δε να τρέχει αφότου η αξίωση γεννηθεί. Γεννάται δε αυτή επί απόλυτων δικαιωμάτων, όπως είναι η κυριότητα, από τη στιγμή που η επέμβαση τρίτου θα δημιουργήσει πραγματική κατάσταση αντιτιθέμενη στο δικαίωμα αυτό και είναι δυνατή η δικαστική άσκηση της αξίωσης. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 785-787, 982 και 1113 Α.Κ. συνάγεται η αρχή ότι ο συγκοινωνός λογίζεται νεμόμενος το κοινό πράγμα επ' ονόματι και των λοιπών, κατά των οποίων δεν μπορεί να αντιτάξει αποσβεστική προθεσμία ή χρησικτησία, πριν καταστήσει σε αυτούς γνωστή την απόφασή του ότι του λοιπού νέμεται το επί πλέον της μερίδας του ή ολόκληρο το κοινό αποκλειστικά και μόνο στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό ως κύριος, αφού από τότε προσβάλλεται το δικαίωμα των λοιπών συγκοινωνών και δημιουργείται κατάσταση αντιτιθέμενη στο δικαίωμά τους αυτό (Α.Π. 1833/1999 Ελλ.Δνη 41.1023). Επομένως, το Εφετείο, με το να δεχθεί με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι δεν συμπληρώθηκε η εικοσαετής παραγραφή της ένδικης διεκδικητικής αγωγής, γιατί ουδέποτε γνωστοποιήθηκε από το δικαιοπάροχο των ήδη αναιρεσειόντων εναγομένων στους λοιπούς συγκοινωνούς - συγκυρίους πρόθεσή του να νέμεται ολόκληρο το επίδικο οικόπεδο, και να απορρίψει την ένστασή τους περί εικοσαετούς παραγραφής (άρθρο 249 Α.Κ.), δεν παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις του Α.Κ. που προαναφέρθηκαν, και, συνεπώς, ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, κατ' ορθή εκτίμησή του, από τον αριθμό 1 (και όχι και από τους αριθμούς 10 και 11) του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
VI. Κατά το άρθρο 281 Α.Κ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία, όπως προκύπτει από τα άρθρα 247επ., 785επ., 1000 και 1113 Α.Κ., έχει εφαρμογή και ως προς την άσκηση του δικαιώματος περί διανομής κοινού πράγματος (Α.Π. 473/2004 Ελλ.Δνη 45.1619), το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου και η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί κατ' αυτού, δεν αρκεί κατ' αρχήν να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις, που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς για τα συμφέροντα του υποχρέου επιπτώσεις, στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (Ολ.Α.Π. 7/2002 Ελλ.Δνη 43.681-682).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε, σχετικώς, τα εξής: "... δεν προκύπτει ότι ο ενάγων ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά του να ζητήσει τη δικαστική διανομή του ακινήτου. Αυτός ουδέποτε παραιτήθηκε ρητά ή σιωπηρά από το παραπάνω δικαίωμα συγκυριότητας επί του διανεμητέου ή από το δικαίωμα διανομής αυτού. Αυτός για την αγορά του ακινήτου και την ανέγερση της επ' αυτού οικοδομής, κατέβαλε το έτος 1970 μεγάλα (για την εποχή εκείνη) ποσά και ουδέποτε εκδήλωσε την πρόθεσή του με οποιοδήποτε τρόπο να παραιτηθεί από τα επ' αυτού (του ακινήτου) δικαιώματά του. Ο δικαιοπάροχος των εκκαλούντων είχε, κατά τα παραπάνω, μόνο τη χρήση του διανεμητέου ακινήτου, χωρίς, καθ' όλη τη μακρά διάρκεια της χρήσης του, να έχει πραγματοποιήσει τέτοιες δαπάνες, οι οποίες και να είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της αξίας του. Έτσι, ουδεμία πεποίθηση δημιούργησε η συμπεριφορά του ενάγοντος στους ως άνω εναγομένους (εκκαλούντες) ότι δεν πρόκειται να ασκήσει τα δικαιώματα κυριότητας και διανομής. Η απλή (δε) αδράνεια του ενάγοντος δεν μπορεί, κατά τα παραπάνω, να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του αγωγικού δικαιώματος". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την ένσταση των ήδη αναιρεσειόντων εναγομένων περί καταχρηστικής άσκησης από τον ενάγοντα του ένδικου δικαιώματος κυριότητας και διανομής του επίδικου ακινήτου. Έτσι που έκρινε - το Εφετείο - δεν παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις του Α.Κ. που προαναφέρθηκαν, και, συνεπώς, ο πέμπτος λόγος αναίρεσης, κατ' ορθή εκτίμησή του, από τον αριθμό 1 (και όχι και από τους αριθμούς 10,11 και 12) του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Οι περιλαμβανόμενες στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτιάσεις, κατ' ορθή εκτίμησή τους από τον αριθμό 1 (και όχι και από τους αριθμούς 8 και 11) του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., για παραβίαση του ουσιαστικού κανόνα του άρθρου 281 Α.Κ., εφόσον το Εφετείο εσφαλμένα απέρριψε την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος, γιατί "η πεποίθηση των ήδη αναιρεσειόντων εναγομένων και του αποβιώσαντος δικαιοπαρόχου τους, ότι ο πρώτος εφεσίβλητος (ενάγων) δεν πρόκειται να ασκήσει την ένδικη αξίωσή του, δεν δημιουργήθηκε μόνο από την επί μακρόν χρόνον αδράνειά του, αλλά στην προκείμενη περίπτωση η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, όπως: α) Η επί 10ετίας αποκλειστική χρήση του επίδικου ακινήτου, (και) β) η ανατροπή της παγιωμένης κατάστασης, αφού το μεν συνεργείο εκμεταλλεύεται τώρα ο δεύτερος από τους αναιρεσείοντες, στο δε άλλο μισό του ισογείου κατοικούν όλοι μαζί οι αναιρεσείοντες και επομένως η διανομή του ακινήτου αυτού δεν σημαίνει απλά ανατροπή των κανόνων και δυνατοτήτων ζωής των αναιρεσειόντων αλλά πραγματική καταστροφή, οι δε συνέπειες που προκαλούνται από την ανατροπή της υφιστάμενης κατάστασης, δυσβάστακτες και τραγικές, άλλως δυσμενείς", πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι από την επίκληση της παραπάνω πλημμέλειας πλήττεται αποκλειστικά η αναιρετικά ανέλεγκτη από το δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, ο έκτος λόγος της αναίρεσης, κατ' εκτίμησή του από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο προβάλλεται, ότι "η πληττόμενη απόφαση στερείται της κατά το Σύνταγμα ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας", έτσι γενικά που διατυπώνεται, χωρίς δηλαδή να εξειδικεύεται αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή για ανεπαρκή αιτιολογία και ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή για αντιφατική αιτιολογία και σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει, είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί.
VII. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 340 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει, ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά. Στην προκείμενη περίπτωση, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία, τα περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά από το Εφετείο, αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, αποδείχθηκαν, εκτός των άλλων, και "από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως", σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, προς συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων Κ. Μ. και Β. Μ. που περιέχονται στα προεκτιθέμενα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και συνεπώς ο δεύτερος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ.11 περ. γ' Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο υπό την επίκληση της αναιρετικής αυτής πλημμέλειας υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι της και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, οι οποίοι ηττώνται, στα δικαστικά έξοδα του παρασταθέντος πρώτου αναιρεσιβλήτου, κατά το βάσιμο σχετικό αίτημά του (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.). Στους λοιπούς αναιρεσιβλήτους, που δεν παραστάθηκαν, δεν επιδικάζονται δικαστικά έξοδα, προεχόντως, ελλείψει σχετικού αιτήματος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18-2-2010 αίτηση και τους από 25-7-2011 πρόσθετους λόγους των 1) Σ. χας Χ. Μ., το γένος Σ. Μ. κ.ά., για αναίρεση της 61/2009 απόφασης του Εφετείου Λαμίας (Μεταβατικής έδρας Λιβαδειάς).
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του πρώτου αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ