Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δασικά αδικήματα.
Περίληψη:
Παράνομη κατάληψη δημόσιας εκτάσεως και παράνομη εκχέρσωση από κοινού. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων: α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και γ) απόλυτης ακυρότητας. Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Δεν επάγεται ακυρότητα από το γεγονός ότι δικαστήριο δεν ανέλαβε τη συζήτηση, χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος. Απορρίπτει την αναίρεση.
Αριθμός 1163/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την κοινή αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) ... και 2) .... αντίστοιχα, που εκπροσω-πήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Δεμουρτζίδη, για αναίρεση της με αριθμό 1.811/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαΐου 2008 κοινή αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1.031/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 1811/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλο-συμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, και ειδικότερα "από την κατάθεση του μάρτυρα της κατηγορίας που εξετάστηκε στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, και την απολογία των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στη δασική θέση "...." του Δημοτικού Διαμερίσματος ..., Δήμου ... κατά μήνα Δεκέμβριο 2001 οι κατηγορούμενοι από κοινού ενεργούντες και κατόπιν συναποφάσεως, με πρόθεση κατέλαβαν έκταση (συνολικού εμβαδού 17.361,51 τ.μ.) η οποία αναμφίβολα κατέχεται από το Ελληνικό Δημόσιο και συγκεκριμένα κατέλαβαν: α) δημόσια δασική έκταση 11.251,32 τ.μ. η οποία ανήκει και κατέχεται από το Ελληνικό Δημόσιο και συνορεύει βόρεια με δημόσιο δάσος, νότια με φερόμενη ιδιοκτησία ιδίων, ανατολικά με δημόσιο δάσος και δυτικά με φερόμενες ιδιοκτησίες κληρονόμων .... και ...., β) δημόσια δασική έκταση 4.411,45 τ.μ., η οποία ανήκει και κατέχεται από το Ελληνικό Δημόσιο και συνορεύει βόρεια με φερόμενη ιδιοκτησία ιδίων, νότια με φερόμενη ιδιοκτησία ιδίων, ανατολικά με ρέμα και δυτικά με φερόμενες ιδιοκτησίες κληρονόμων .... και .... και γ) δημόσια δασική έκταση 1.698,74 τ.μ. η οποία ανήκει και κατέχεται από το Ελληνικό Δημόσιο και συνορεύει βόρεια με φερόμενη ιδιοκτησία ιδίων, νότια με ρέμα, ανατολικά με ρέμα και δυτικά με δασική έκταση. Τις δασικές αυτές εκτάσεις αφού τις κατέλαβαν τις εκχέρσωσαν, καταστρέφοντας το δάσος αειφύλλων και πλατύφυλλων δένδρων που τις κάλυπταν και φύτευσαν ελαιόδενδρα προς άρδευση των οποίων έχουν εγκαταστήσει δίκτυο αρδεύσεως, προκειμένου να αποκτήσουν επ' αυτών δικαιώματα κυριότητας, νομής και κατοχής. Επομένως για τις πράξεις τους αυτές (κατάληψη δημοσίας εκτάσεως και εκχέρσωση δάσους) πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι". Στη συνέχεια το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε τους αναιρεσείοντες - κατηγορούμενους ενόχους των πράξεων α) της παράνομης κατάληψης δημόσιου κτήματος από κοινού, και β) της παράνομης εκχέρσωσης δημόσιου κτήματος από κοινού, και επέβαλε στον καθένα από αυτούς συνολική ποινή φυλακίσεως 16 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τη δεύτερη επί τριετία, ενώ την μετέτρεψε για τον πρώτο και επέβαλε επίσης συνολική χρηματική ποινή στον καθένα από 2.000 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κηρύχθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1, 27 παρ.1 εδ. α' και 2, 94 παρ.1 του Π.Κ, και 23 παρ. 1 του Α.Ν. 1539/1938 και άρθρο 71 παρ.1, 3, 4 του Ν. 998/1978. Ειδικότερα, αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την κρίση του δικαστηρίου, και συγκεκριμένα ότι οι αναιρεσείοντες από κοινού ενεργούντες και μετά από κοινή απόφασή τους με πρόθεση κατέλαβαν έκταση συνολικής επιφάνειας 17.361,51 τ.μ, η οποία αναμφίβολα κατέχεται από το ελληνικό Δημόσιο, την οποία στη συνέχεια την εκχέρσωσαν καταστρέφοντας τα αείφυλλα και πλατύφυλλα δένδρα που κάλυπταν την έκταση αυτή και φύτευσαν ελαιόδενδρα, για τον ποτισμό των οποίων εγκατέστησαν δίκτυο αρδεύσεως, αποβλέποντες με τον τρόπο αυτό να αποκτήσουν δικαιώματα κυριότητας, νομής και κατοχής επί της συνολικής αυτής εκτάσεως.
Συνεπώς, οι σχετικοί, κατ' εκτίμηση, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 364 παρ.1 του Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η ανάγνωση των εγγράφων που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Αν το δικαστήριο αρνηθεί την άσκηση του δικαιώματος αυτού στον κατηγορούμενο ή δεν απαντήσει, τότε ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ακροάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. β και 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. Η έλλειψη όμως της ακροάσεως προϋποθέτει την υποβολή γραπτού ή προφορικού αιτήματος ή προτάσεως, που να συνοδεύεται με την άσκηση του δικαιώματος αυτού, που παρέχεται στον κατηγορούμενο από το νόμο, η υποβολή δε πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως του δικαστηρίου, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακριβείας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 του Κ.Π.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση, με τους συναφείς δεύτερο και τρίτο λόγους της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλονται οι αιτιάσεις το μεν ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, στήριξε την περί ενοχής κρίση του σε έγγραφα τα οποία δεν αναγνώσθηκαν, το δε ότι ενώ υπέβαλαν αίτημα αναβολής της δίκης, προκειμένου να παραστεί ο συνήγορός τους, το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί του ως άνω αιτήματος τους. Οι σχετικές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες, γιατί, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, αμφότεροι οι αναιρεσείοντες δεν είχαν παραστεί στη μετ' αναβολή, από τη δικάσιμο της 11-12-2007, συνεδρίαση της 8-4-2008, ούτε είχαν εκπροσωπηθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους. Κατά την τελευταία αυτή συζήτηση της 8-4-2008, και μετά την ανάγνωση των εγγράφων της δικογραφίας, και επάνοδο του Δικαστηρίου περί ώρα 12 μεσημβρινή, από τη διακοπή που είχε μεσολαβήσει, εμφανίσθηκαν οι κατηγορούμενοι - εκκαλούντες, προς τους οποίους γνωστοποιήθηκε από τον διευθύνοντα τη διαδικασία, η μέχρι του σημείου εκείνου διεξαχθείσα διαδικασία, με την ανάγνωση από τα πρόχειρα πρακτικά της καταθέσεως του μάρτυρα κατηγορίας και των αναγνωσθέντων εγγράφων της δικογραφίας. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα ίδια πρακτικά μετά την απαγγελία της καταδικαστικής αποφάσεως, έτι δε και μετά την απαγγελία της, περί μετατροπής και αναστολής αντίστοιχα της ποινής για τον καθένα από αυτούς, απόφασής του, η, εκ των κατηγορουμένων, ...., αφού ζήτησε και έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο είπε "εγώ σήμερα θα ήθελα το δικηγόρο μου, ο οποίος δεν είναι εδώ", χωρίς, όμως, να προκύπτει ότι υπέβαλε αντίστοιχο αίτημα αναβολής της προόδου της δίκης, λόγω αδυναμίας του νομικού της παραστάτη, να προσέλθει για να τους εκπροσωπήσει κατά τη συζήτηση ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου, ώστε πλέον να μην υφίσταται υποχρέωση του δικαστηρίου, να διαλάβει οποιαδήποτε αιτιολογία περί τούτου.
Συνεπώς, οι συναφείς σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, τα οποία θα πρέπει να επιβληθούν χωριστά για τον καθένα από αυτούς (583 Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8 Μαΐου 2008 αίτηση των .... και .... αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ' αριθμό 1811/8-4-2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για τον καθένα από αυτούς.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 12 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ