Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1857 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, Ακροάσεως έλλειψη, Πρακτικά συνεδρίασης.




Περίληψη:
Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος. Στοιχεία του εγκλήματος. Αιτιολογημένη καταδίκη του κατηγορουμένου που διατηρεί μάντρα πωλήσεως παλαιών σιδήρων για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, ο οποίος αγόρασε χωρίς νόμιμα παραστατικά σωλήνες και εξαρτήματα αυτών αξίας 3.500.000 δρχ., εν γνώσει του ότι προέρχονταν από κλοπή. Δεν θεμελιώνεται έλλειψη ακροάσεως για μη ανάγνωση προσκομισθέντων από τον κατηγορούμενο εγγράφων, εφόσον δεν προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης ότι προσκομίστηκαν τέτοια έγγραφα και ζητήθηκε η ανάγνωσή τους. Απορρίπτεται η αίτηση.




Αριθμός 1857/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη και Ιωάννη Παπαδόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαΐου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Τσιμικλή, περί αναιρέσεως της 1814/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24.10.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1777/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 394 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με πρόθεση αποκρύπτει, αγοράζει, λαμβάνει ως ενέχυρο ή με άλλον τρόπο δέχεται στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη ή μεταβιβάζει σε άλλον την κατοχή τέτοιου πράγματος ή συνεργεί σε μεταβίβαση ή με οποιονδήποτε τρόπο ασφαλίζει την κατοχή του σε άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση, ανεξάρτητα αν είναι τιμωρητέος ή όχι ο υπαίτιος του εγκλήματος από τον οποίο προέρχεται το πράγμα. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι στοιχείο του εγκλήματος της αποδοχής προϊόντος εγκλήματος που είναι υπαλλακτικώς μικτό, δυνάμενο να τελεστεί με έναν από τους ως άνω αναφερομένους τρόπους και προϋποθέτει προηγούμενη τέλεση αξιόποινης πράξεως, από την οποία προήλθε το πράγμα που μεταβιβάστηκε σε τρίτον, είναι, εκτός άλλων, και ο δόλος του αποδεχομένου το προϊόν του εγκλήματος, δηλαδή η γνώση του τρίτου ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη και η θέληση αποδοχής του πράγματος αυτού. Ο δόλος αυτός διακριβώνεται από συγκεκριμένα περιστατικά που καταδεικνύουν αμέσως ή και εμμέσως και οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο αποδεχόμενο έχει γνώση ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη και βούληση αποδοχής αυτού, μολονότι γνωρίζει την προέλευσή του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε.
Η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για την βεβαιότητα δε αυτή, αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας .
Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καλαμάτας που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 1814/2008 απόφασή του δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει (ένορκη κατάθεση μάρτυρα και αναγνωσθέντα έγγραφα) αποδείχθηκαν τα εξής: Στο ..., την 28/31-3-2003, ο κατηγορούμενος, ο οποίος διατηρεί μάντρα πωλήσεως παλαιώνσιδήρων, ενεργώντας από πρόθεση, αγόρασε από άγνωστους δράστες τριάντα δύο (32) κεφαλές σύνδεσης σωλήνων (αρσενικές - θηλυκές), με αντίστοιχα κομμάτια σωλήνων, και ειδικότερα 3 αρσενικές κεφαλές συνδέσεων των 5 ιντσών, 7 θηλυκές κεφαλές συνδέσεων 3 και κεφαλές 1/2 ιντσών και 3 δακτυλίδια συνδέσεων σωλήνων, που βρέθηκαν στις 31.3.03 στην ανωτέρω μάντρα που διατηρεί, των οποίων δεν δικαιολόγησε την αγορά με νόμιμα παραστατικά, γνωρίζοντας ότι τα ως άνω προέρχονται από κλοπή, που διαπράχθηκε από άγνωστους δράστες την 28-3-2003, οι οποίοι αφαίρεσαν τους παραπάνω σωλήνες από το αγρόκτημα του ..., που βρίσκεται στην θέση ... . Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Μετά από αυτά, το Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τρία χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την κρίση του για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδίκασε τον κατηγορούμενο, τις αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 του ΠΚ, την οποία ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι έλαβε χώρα η αξιόποινη πράξη της κλοπής και τα προϊόντα αυτής τα αγόρασε ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας ότι προέρχονται από αξιόποινη πράξη, την γνώση του δε αυτή και τον δόλο του τον στηρίζει κυρίως στο ότι δεν κατείχε για την αγορά αυτή νόμιμα παραστατικά και ότι αγόρασε τα παραπάνω εμπορεύματα από αγνώστους δράστες. Επίσης, προκύπτει από την απόφαση ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και εκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που τέθηκαν υπόψη του και όχι μερικά από αυτά. Επομένως, οι δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΠΚ, είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων προβάλλει έλλειψη ακροάσεως, συνισταμένη στο ότι δεν αναγνώσθηκαν προσκομισθέντα από αυτόν έγγραφα και συγκεκριμένα τα υπ' αριθ. ...-... και ...-... τιμολόγια αγοράς. Όμως, από τα πρακτικά δεν προκύπτει ότι προσκομίστηκαν από πλευράς κατηγορουμένου έγγραφα και ζητήθηκε η ανάγνωσή τους και επομένως ο λόγος αυτός αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β σε συνδυασμό με 170 παρ. 2 του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 24.10.2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθ. 1814/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καλαμάτας. Και

Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Σεπτεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή