Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 610 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Αποδεικτικά μέσα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης.




Περίληψη:
Μεταβίβαση ακινήτου με παράγωγο, όπως είναι και κληρονομική διαδοχή και πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία). Διεκδικητική αγωγή. Ένσταση ιδίας κυριότητας επί διεκδικητικής αγωγής. 559 αρ. 19. Δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις στην αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων. Τι θεωρείται «ζήτημα» του οποίου η μη αιτιολόγηση ιδρύει τον λόγο του αρ. 19, όχι τα επιχειρήματα. Το δικαστήριο ανέλεγκτα θεωρεί αξιόπιστες ή όχι τις μαρτυρικές καταθέσεις. 559 αρ. 8. Δεν συνιστούν «πράγματα» όσα προέκυψαν από τις αποδείξεις. 559 αρ. 20. Ανακύπτει ο λόγος και όταν αφορά έγγραφο που έχει προσκομίσει ο αντίδικος του αναιρεσείοντος και είχε καταστεί κοινό αποδεικτικό μέσο, εάν ο αναιρεσείων το είχε επικαλεστεί και είχε αναφερθεί στο περιεχόμενό του προς απόδειξη δικού του λυσιτελούς ισχυρισμού.




Αριθμός 610/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Χ. Κ. του Δ. και 2) Α. συζ. Χ. Κ., το γένος Δ. Χ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Καλαμούτσο.
Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Τ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Νικολάου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/6/2000 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 50/2001 μη οριστική, 12/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 412/2006 οριστική του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15/6/2009 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 16/10/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195 και 1198 ΑΚ προκύπτει ότι παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως επί ακινήτου αποτελεί και η καθολική διαδοχή από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά τον χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1045 και 1051 του ίδιου κώδικα συνάγεται ότι για την κτήση κυριότητας με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία με τη δυνατότητα, και στις δύο περιπτώσεις, του νομέα να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του χρησικτησίας και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του άσκηση νομής (η οποία χρειάζεται για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία) αποτελούν όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτά πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό τους, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομές να είναι το πράγμα δικό του. Τέτοιες πράξεις είναι, μεταξύ άλλων και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η δενδροφύτευση, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η ανοικοδόμησή του και εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο, η αποδοχή της κληρονομιάς και η μεταγραφή της, καθώς και η καταβολή του οικείου φόρου. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1041 επ, 1094 του ΑΚ και 262 παρ.1 του ΚΠολΔ, εφόσον ο ενάγων ισχυρίζεται ότι κατέστη κύριος του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, αποτελεί ένσταση ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η επικαλούμενη από τον ενάγοντα κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, απαραίτητη για να μεταχθεί σ' αυτόν το δικαίωμα, δεν υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής πράξεως, γιατί εν τω μεταξύ, ο εναγόμενος είχε αποκτήσει την κυριότητα με χρησικτησία, ο χρόνος της οποίας είχε συμπληρωθεί στο πρόσωπό του πριν από τη μεταβίβαση. Τούτο δε γιατί στην περίπτωση αυτή ο εναγόμενος, ισχυριζόμενος ότι ο ενάγων δεν απέκτησε κυριότητα παραγώγης, όπως ισχυρίζεται, επειδή ο φερόμενος ως δικαιοπάροχός του την είχε απωλέσει πριν από την επικαλουμένη μεταβιβαστική πράξη, προβάλλει γεγονός καταλυτικό του δικαιώματος της κυριότητας στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος. Τέλος ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία αποτελεί ένσταση μεν αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον όμως τα περιστατικά που προτείνονται από τον τελευταίο, με βάση τα οποία απέκτησε την κυριότητα είναι μεταγενέστερα εκείνων της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ' αυτά είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά αυτά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή. Περαιτέρω ο από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος για έλλειψη νομίμου βάσεως δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αξιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992, ΑΠ 197/2013, ΑΠ 567/2013). Τα επιχειρήματα δηλαδή αυτά δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε να επιδέχεται αυτή, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάζονται, με αυτά, κανόνας δικαίου ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε λόγος αναίρεσης από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1021/2013, ΑΠ 567/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ), η οποία εκδόθηκε επί διεκδικητικής αγωγής ακινήτου των αναιρεσειόντων κατά του αναιρεσιβλήτου, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ' αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, το Εφετείο δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο, ήτοι ένα οικόπεδο, εμβαδού 100 τετραγωνικών μέτρων περίπου, βρίσκεται στο κέντρο του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου Αγνάντων Άρτας και συνορεύει με ανώνυμη δημοτική οδό που οδηγεί προς την Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης Καταρράκτη Άρτας, την πλατεία του Ιερού Εφημεριακού Ναού Καταρράκτη "Η Κοίμηση της Θεοτόκου" και ιδιοκτησίες Γ. Π. και Κ. Τ.. Εντός αυτού υφίστατο από 70ετίας και πλέον λιθόκτιστο ισόγειο κτίσμα, εμβαδού 28 τετραγωνικών μέτρων περίπου. Με το υπ' αριθ. .../11-8-1939 συμβόλαιο δωρεάς αιτία θανάτου του συμβολαιογράφου Τζουμέρκων Δημοσθένη Σκάρλου, ο Ι. Κ. Τ. μεταβίβασε στον υιό του Π. Τ., απώτερο δικαιοπάροχο των εναγόντων, το προαναφερθέν κτίσμα με τον προς το δημοτικό σχολείο ... προαύλιο χώρο [επίδικο], ενώ στον άλλο υιό του Κωνσταντίνο, πατέρα του εναγομένου, μεταβίβασε με το ίδιο ως άνω συμβόλαιο και για τον ίδιο λόγο έναν κήπο, εκτάσεως εκατόν πενήντα τετραγωνικών μέτρων περίπου, συνεχόμενο με τη δωρηθείσα στον Π. Τ. έκταση. Ο Π. Τ., ο οποίος ήταν αστυνομικός και διέμενε μονίμως στο ..., το έτος 1961, μετά τον κατά τον ανωτέρω χρόνο επισυμβάντα θάνατο του πατέρα του, φρόντισε για την επισκευή και συντήρηση του κτίσματος με τη διενέργεια εργασιών σ' αυτό, ενώ με το από 15 Ιουνίου 1965 ιδιωτικό συμφωνητικό το εκμίσθωσε στον Γ. Τ., μίσθωση η οποία διήρκεσε μέχρι το έτος 1978. Έκτοτε ουδόλως ενδιαφέρθηκε για το εν λόγω ακίνητο και καμία πράξη νομής δεν ασκήθηκε επ' αυτού, είτε από τον ίδιο, είτε από άλλον για λογαριασμό του. Αντίθετα από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε ότι από το έτος 1978 ο Κ. Τ. μαζί με τον εναγόμενο υιό του κατέλαβαν το επίδικο ακίνητο και, δυνάμει της υπ' αριθ. 738/1978 αδείας κατεδαφίσεως του Τμήματος Πολεοδομίας και Π.Ε. της Νομαρχίας Άρτας, προέβησαν στην κατεδάφιση του υπάρχοντος παλαιού κτίσματος που βρισκόταν μέσα σ' αυτό. Ακολούθως ανήγειραν στο ακίνητο αυτό και στο συνεχόμενο που ήταν δικό τους, καινούργια διώροφη οικοδομή, δυνάμει της υπ' αριθ. .../1978 αδείας οικοδομής, περιέφραξαν το όλο ακίνητο, ενώ στον ακάλυπτο χώρο αυτού φύτευσαν διάφορα οπωροφόρα δέντρα. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι μετά την ανέγερση της άνω οικοδομής επί του ενιαίου πλέον ακινήτου, ο Κ. Τ., προέβη στη σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών επ' αυτής δυνάμει της υπ' αριθ. .../1982 πράξεως του συμβολαιογράφου Άρτας Θωμά Γόγαλη, ενώ ο εναγόμενος έλαβε από την τότε Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος δάνειο ποσού 4.500.000 δραχμών, συνάψας το υπ' αριθ. .../1982 συμφωνητικό, προκειμένου να αποπερατώσει τον πρώτο όροφο της οικοδομής αυτής. Επίσης ο εναγόμενος το έτος 1987 με την υπ' αριθ. .../1983 συμπληρωματική άδεια οικοδομής προέβη στην ανέγερση και νέου κτίσματος, εμβαδού 45,55 τετραγωνικών μέτρων, ανατολικά της υπάρχουσας νέας οικοδομής. Μετά το θάνατο του Κ. Τ. το έτος 1994 οι συγκληρονόμοι του, ήτοι η σύζυγος του και τα τρία τέκνα του, αφού αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ' αυτούς κληρονομιά, συνέστησαν νέα πράξη συστάσεως οροφοκτησίας, με την υπ' αριθ. .../1999 σχετική πράξη της συμβολαιογράφου Άρτας Ευαγγελίας Κιτσαντά. Κατόπιν αυτών συγκύριοι του όλου ακινήτου, δηλαδή και του επιδίκου, κατέστησαν ο εναγόμενος, ο αδελφός του Β., η αδελφή του Α. Τ. - Λ. και η μητέρα του Σ. Τ., αφού νέμονται αυτό με διάνοια κυρίου, με τη προσμέτρηση του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου τους, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας Όλα τα ανωτέρω περιστατικά αποδεικνύονται από τις σαφείς καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων ανταποδείξεως Λ. Ν. και Α. Τ., τις οποίες το Δικαστήριο θεωρεί πειστικές, καθόσον για όσα περιστατικά καταθέτουν, έχουν άμεση αντίληψη τούτων, δεδομένου είναι μόνιμοι κάτοικοι ... . Συγκεκριμένα αυτοί επιβεβαίωσαν κατηγορηματικώς ότι τουλάχιστον από το έτος 1978 ο Κ. Τ. και ο εναγόμενος ασκούσαν τις προαναφερθείσες πράξεις νομής στο επίδικο, χωρίς καμία αντίστοιχη πράξη νομής από τους ενάγοντες και τους δικαιοπαρόχους τους. Αντιθέτως, οι μάρτυρες αποδείξεως Α. Λ. και Κ. Κ. που είναι μόνιμοι κάτοικοι Μεσολογγίου δεν έχουν σαφή και άμεση αντίληψη της καταστάσεως που διαμορφώθηκε στο επίδικο. Ειδικότερα αυτοί κατέθεσαν ότι ο Π. Τ. εκμίσθωνε το κτίσμα που υπήρχε μέχρι το 1978 στο επίδικο, χωρίς όμως να αναφέρουν για τον μετέπειτα χρόνο άλλη πράξη νομής από τον τελευταίο, τη σύζυγο του ή τους ενάγοντες. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η δεύτερη μάρτυς ουδέποτε επισκέφθηκε το επίδικο, όσα δε περί αυτού κατέθεσε, τα γνώριζε από διηγήσεις της δικαιοπαρόχου των εναγόντων Κ. Τ., ενώ ο πρώτος τούτων που είχε επισκεφθεί τον ... για πρώτη φορά το έτος 1983-1984 και είδε το επίδικο μαζί με το συνεχόμενο ακίνητο του εναγομένου από απόσταση 50 μέτρων, έμαθε ότι το όλο ακίνητο είναι των "Τ.". Τέλος δε πρέπει να σημειωθεί ότι η προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους ενάγοντες απόδειξη ταχυδρομικής επιταγής, με την οποία φέρεται ότι τον Ιούνιο του 1984 ο εναγόμενος απέστειλε 15.000 δραχμές στον Π. Τ., δεν μπορεί από μόνη της να στηρίξει βασίμως τον επικαλούμενο από τους ενάγοντες ισχυρισμό τους ότι το ποσό αυτό αποτελούσε μίσθωμα που κατέβαλε ο τελευταίος στον πρώτο ως εκμισθωτή του κτίσματος που βρισκόταν εντός του επιδίκου ακινήτου, καθόσον το κτίσμα τούτο είχε ήδη κατεδαφιστεί από το έτος 1978". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την αγωγή των αναιρεσειόντων περί διεκδικήσεως του επιδίκου ακινήτου, κάνοντας δεκτή την από έκτακτη χρησικτησία ένσταση ιδίας κυριότητος του εναγομένου - αναιρεσιβλήτου και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης αποφάσεως που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού εξέθεσε σ'αυτήν χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που καθιστούν ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, αφού η από τακτική χρησικτησία κτηθείσα κυριότητα του επιδίκου από τον απώτερο δικαιοπάροχο των εναγόντων Π. Τ., καταλύθηκε από την αποκτηθείσα από τον δικαιοπάροχο του εναγομένου Κ. Τ. και τον ίδιο, καθώς και τους μετά το θάνατο του Κ. Τ. συγκληρονόμους του, με έκτακτη χρησικτησία κυριότητα του επιδίκου και συνεπώς δεν υφίστατο μεταβιβαστέο στους ενάγοντες, με κληρονομική διαδοχή, δικαίωμα κυριότητας. Συνακόλουθα η απόφαση περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία για την ορθή εφαρμογή των περί παραγώγου, με κληρονομική διαδοχή και περί τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας του ΑΚ προπαρατεθεισών ουσιαστικών διατάξεων, καθώς και της διατάξεως του άρθρου 981 ΑΚ η οποία ορίζει ότι η νομή χάνεται μόλις εκδηλωθεί αντίθετη διάνοια του νομέα, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Ενόψει τούτων οι δεύτερος και τρίτος λόγος, κατά το δεύτερο μέρος τους και οι πέμπτος και έκτος από τους λόγους της αναιρέσεως, που υποστηρίζουν τα αντίθετα και ενόψει του ότι οι αιτιολογίες κρίνονται στο σύνολό τους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω οι αιτιάσεις α) του δεύτερου λόγου, κατά τις οποίες η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε εσφαλμένα χρόνο καταλήψεως του επιδίκου διαφορετικό από εκείνο που ανέφερε ο αναιρεσίβλητος, καθώς και ότι επί του επιδίκου έχει ανεγερθεί οικοδομή, ενώ τούτο είναι ο προαύλιος χώρος της οικοδομής β) του τρίτου: ότι τα γενόμενα δεκτά ως κατατεθέντα από τις μάρτυρες αποδείξεως Α. Λ. και Κ. Κ. είναι διαφορετικά από όσα αυτές κατέθεσαν, γ) του πέμπτου: ότι η προσκομισθείσα από τους αναιρεσείοντες, από Ιουνίου 1984, ταχυδρομική επιταγή του αναιρεσίβλητου προς τον Π. Τ. δεν είναι καίριο αποδεικτικό στοιχείο καταβολής από τον τελευταίο οφειλομένου για το χρόνο αυτό (1984) μισθώματος είναι απαράδεκτες, γιατί αφορούν σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Η αιτίαση του έκτου λόγου κατά την οποία η απόφαση εσφαλμένα και με εκ πλαγίου παραβίαση των περί μισθώσεως και συστατικών διατάξεων των άρθρων 574 και 954 ΑΚ, δέχθηκε ότι η επικαλουμένη από τους ενάγοντες - αναιρεσείοντες μίσθωση, αφορούσε μόνο στο κτίσμα, που ήταν στο επίδικο και κατεδαφίστηκε και όχι στο όλο επίδικο, ως ακάλυπτο χώρο, πλήττει την επιχειρηματολογία του Δικαστηρίου, καθώς και την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, το οποίο έχει δεχθεί ότι η επίμαχη μίσθωση αφορούσε μόνο το επί του επιδίκου κτίσμα και όχι και τον ακάλυπτο χώρο του. Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι δεύτερος (2ο μέρος), τρίτος (2ο μέρος), πέμπτος και έκτος από τους λόγους της αναίρεσης πρέπει να απορριφθούν.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ' του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της (Ολ.ΑΠ 2/2008) οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφώς και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του (Ολ.ΑΠ 23/2008). Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις κ.λπ). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμα αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) η κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 13-14-15/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Εξάλλου ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο τη βαρύτητα του ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διάταξης του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη της τα αποδεικτικά μέσα που οι αναιρεσείοντες νόμιμα, μεταξύ άλλων, επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, από τα οποία προέκυπτε η τέλεση από τους ίδιους και τους δικαιοπαρόχους τους πράξεων νομής επί του επιδίκου και για το επέκεινα του 1978 διάστημα και ότι συνακόλουθα, δεν αποβλήθηκαν έκτοτε από αυτό από τον αναιρεσίβλητο και τον δικαιοπάροχό του, ώστε να καταλυθεί η κυριότητά τους, με έκτακτη χρησικτησία των τελευταίων ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα που δεν λήφθηκαν υπόψη είναι α) Ιδιόγραφο σημείωμα του Π. Τ. (δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων) για την απόδειξη επτά κατά χρονική σειρά μισθώσεων του επιδίκου προς τους Η. Ν., Κ. Ρ., Ε. Α., Κ. Μ. και Η. Τ. β) ιδιόχειρη κατάσταση του ίδιου με τίτλο "Έξοδα επισκευής στέγης μαγαζίου - Οκτώβριος 1962- γ) η από 5-5-1964 ιδιόγραφη διαθήκη του Π. Τ. που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθμ. 185/1995 απόφαση του Μονομ. Πρωτ. Μεσολογγίου δ) Ιδιόχειρη κατάσταση του Π. Τ. με τίτλο "1965: Έξοδα καφενείου έτους 1965" με τις προσαρτημένες σ' αυτήν αποδείξεις πληρωμής οικοδομικών υλικών και εργασιών, ε) η από 2.4.65 επιστολή του Α. Τ. στ) η από 2.6.1993 ιδιόγραφη διαθήκη της Κ. Τ., με την πράξη και το πρακτικό κατάθεσης της, που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθμ. 139/1995 απόφαση του Μονομ. Πρωτ. Μεσολογγίου και ζ) η υπ' αριθμ. .../1996 πράξη αποδοχής της κληρονομίας της Κ. Τ. ενώπιον της συμβ/φου Μεσολογγίου Μαρία Φιλιπποπούλου. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχόμενη σ' αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη "όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τα οποία λαμβάνονται όλα υπόψη, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά", σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν γεννιέται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος. Περαιτέρω με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, με την επίκληση της ίδιας διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ η πλημμέλεια ότι παρόλο που το Εφετείο αναφέρεται στις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως Α. Λ. και Κ. Κ., από το περιεχόμενο της προκύπτει ότι τις καταθέσεις αυτές δεν τις έλαβε υπόψη, αφού δέχεται ότι οι εν λόγω μάρτυρες καταθέτουν για πράξεις νομής επί του επιδίκου του δικαιοπαρόχου του αναιρεσιβλήτου μέχρι το 1978, ενώ αυτές καταθέτουν και για το επέκεινα και μάλιστα μέχρι του χρόνου του θανάτου του εν λόγω δικαιοπαρόχου (1987) Π. Τ., διάστημα. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι ως προς τις μαρτυρικές καταθέσεις το Εφετείο δέχεται "Όλα τα ανωτέρω περιστατικά αποδεικνύονται από τις σαφείς καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων ανταποδείξεως Λ. Ν. και Α. Τ., τις οποίες το Δικαστήριο θεωρεί πειστικές καθόσον για τα όσα καταθέτουν έχουν άμεση αντίληψη, ... . Αντιθέτως οι μάρτυρες αποδείξεως Α. Λ. και Κ. Κ., που είναι μόνιμοι κάτοικοι ..., δεν έχουν σαφή και άμεση αντίληψη της καταστάσεως που διαμορφώθηκε στο επίδικο ...". Από τις προεκτεθείσες παραδοχές της αποφάσεως, προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τις επίμαχες μαρτυρικές καταθέσεις και τις συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού ου πορίσματος, κατά δε την κυριαρχική και ανέλεγκτη εξουσία του και στα πλαίσια της καθιερωμένης με το άρθρο 340 ΚΠολΔ αρχής της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων, απέδωσε μεγαλύτερη αξιοπιστία στις καταθέσεις των μαρτύρων ανταποδείξεως. Οι αιτιάσεις και των δύο ερευνωμένων λόγων (πρώτου και τρίτου κατά το πρώτο μέρος του), ότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία συνάγεται πόρισμα αντίθετο από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, ως προς την κατάλυση της κυριότητας των αναιρεσειόντων επί του επιδίκου ακινήτου, είναι απαράδεκτες καθόσον πλήττωντων, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Ενόψει των προεκτεθέντων οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο, στη γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 25/2003), ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού. Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις, καθώς και τα επιχειρήματα των διαδίκων, νομικά ή πραγματικά, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Επίσης ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων ή την εκτίμηση των εγγράφων, ακόμη και μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της ούτε αν εκθέτει περιστατικά εκ περισσού και όχι προς στήριξη του διατακτικού του. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και κατά το πρώτο μέρος του με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη της "πράγματα" διαφορετικά από εκείνα που είχε προτείνει ο αναιρεσίβλητος, για τη στήριξη της υποβληθείσας από αυτόν ενστάσεως ιδίας κυριότητας και συγκεκριμένα ότι ενώ αυτός ισχυρίστηκε ότι κατέλαβε το επίδικο το 1980 και ότι έκτοτε τούτο αποτελεί τον προαύλιο χώρο του καφεπαντοπωλείου του, το Εφετείο δέχθηκε ότι το επίδικο καταλήφθηκε το 1978 από τον αναιρεσίβλητο και τον πατέρα του και ότι ανήγειραν πάνω σ' αυτό και στο συνεχόμενο του επιδίκου, που ήταν δικό τους, διώροφη οικοδομή και ότι στη συνέχεια μετά την ανέγερση της οικοδομής αυτής, επί του ενιαίου πλέον ακινήτου, έγινε σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών κ.λπ. Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι ο αναιρεσίβλητος αναφέρει ως χρόνο καταλήψεως του επιδίκου το 1980, ενώ τούτο δεν συμβαίνει, αφού αυτός στον επαναφερθέντα με τις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου οικείο ισχυρισμό του (αρθρ. 240 ΚΠολΔ) εκθέτει ότι ο πατέρας του Κ. Τ. κατείχε το επίδικο από το 1961 που πέθανε ο δικός του πατέρας (Ι. Τ.) και ότι εκείνος (Κ. Τ.) το 1978 κατεδάφισε το υπάρχον στο επίδικο κτίσμα και προέβη σ' αυτό και στο συνεχόμενο του επιδίκου ακίνητό του, σε ανέγερση διώροφης οικοδομής, στο ισόγειο της οποίας ο αναιρεσίβλητος διατηρεί από το 1980 κατάστημα κρεοπωλείου κ.λπ. Το Εφετείο, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε ως αποδειχθέντα σχετικά με τους ισχυρισμούς αυτούς ως προκύψαντα δηλαδή από τις αποδείξεις τα προαναφερθέντα ιστορούμενα, από τους αναιρεσείοντες περιστατικά, τα οποία διαλαμβανόντουσαν στη ιστορική βάση της επίμαχης ενστάσεως. Ενόψει τούτων δεν στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος λόγος, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο, όταν δηλαδή υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης"). Η παραμόρφωση πρέπει να είναι προφανής, ενώ για την ίδρυση του λόγου αυτού δεν αρκεί η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ εγγράφου, αλλά πρέπει επιπλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο των υπ' αριθμ. .../1978 και .../1983 οικοδομικών αδειών και των συνοδευτικών αυτών εγκεκριμένων σχεδιαγραμμάτων, από τα οποία προκύπτει ότι οικοδομήματα ανεγέρθηκαν στο παρακείμενο του επιδίκου συνεχόμενο ακίνητο του αναιρεσιβλήτου και των λοιπών δικαιοδόχων του Κ. Τ. και όχι μέσα στο επίδικο, όπως έγινε δεκτό. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο δεν στήριξε, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, το αποδεικτικό του πόρισμα περί καταλύσεως της επί του επιδίκου κυριότητας του δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων στα έγγραφα αυτά, αλλά τα συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (αρθρ. 176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15.6.2009 αίτηση των Χ. Δ. Κ. και Α. συζ. Χ. Κ., το γένος Δ. Χ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 412/2006 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή