Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Παράβαση καθήκοντος, Ψευδής βεβαίωση.
Περίληψη:
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για ψευδή βεβαίωση και παράβαση καθήκοντος, με την επίκληση των λόγων: α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της απόλυτης ακυρότητας. Αναιρεί για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για αντιφατικές παραδοχές μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού. Παρέλκει η έρευνα του άλλου λόγου. Παραπέμπει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2056/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σιδέρη, Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Νικόλαο Λεοντή και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπύρο Αποστολόπουλο, περί αναιρέσεως της 4058/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Ιουνίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, καθώς και στους από 31 Ιουλίου 2008 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1164/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 τουΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς, και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα, που γενικώς κατ' είδος αναφέρει και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "ότι η πρώτη κατηγορούμενη Χ1 είναι υπάλληλος της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής και υπηρετούσε στη Δνση Μεταφορών και επικοινωνιών. Αυτή ήταν προϊσταμένη του τμήματος αδειών οδήγηση, με το βαθμό τμηματάρχη και ήταν επιφορτισμένη, στα πλαίσια των υπηρεσιακών καθηκόντων που της είχαν ανατεθεί, με την μετατροπή των αδειών οδήγησης, οι οποίες είχαν εκδοθεί στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης σε Ελληνικές, σύμφωνα με την με αριθμό 70041/820/1325-1998 και 58930/480/3-5-1999 αποφάσεις του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών. Κατά το χρονικό διάστημα από 23-3-2000 μέχρι 29-12-2000 η κατηγορουμένη, κατά τον έλεγχο των δικαιολογητικών που είχαν υποβάλλει οι κατηγορούμενοι Χ2, Χ3, Χ4, Χ5, Χ6, Χ7, Χ8, Χ9, Χ10, Χ11, Χ12, Χ13, Χ14 και Χ15, βεβαίωσε ότι τα δικαιολογητικά των εν λόγω συγκατηγορουμένων της ήταν νόμιμα. Στη συνέχεια υπέγραψε και έθεσε την σφραγίδα της στις 15 αιτήσεις των συγκατηγορουμένων της για τη χορήγηση άδειας οδήγησης και προέβη στην έκδοση 15 Ελληνικών αδειών οδήγησης στο όνομα αυτών και μάλιστα της με αριθμ. ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ...και ... άδειες της Δνσης Μεταφορών και επικοινωνιών της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής κατά μετατροπή των αντίστοιχων αδειών από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης. Επίσης αποδείχθηκε ότι οι άδειες που αφορούσαν τους συγκατηγορουμένους της Χ8, Χ11, Χ12, Χ14 και Χ15, έφεραν θεώρηση από το διπλωματικό υπάλληλο Α, ο οποίος είχε μετατεθεί από την πρεσβεία της Μόσχας πριν από τον αναγραφόμενο σε κάθε θεώρηση χρόνο και μάλιστα από το έτος 1991, γεγονός που συνάδει στην πλαστότητα αυτών. Οι άδειες που αφορούσαν τους συγκατηγορουμένους Χ2, Χ16 και Χ13 έφεραν θεώρηση από το Γενικό Πρόξενο Β σε ημερομηνίες που ο εν λόγω Πρόξενος δεν υπηρετούσε στο Νοβοροσίσκ, δηλαδή 20-10-1999, 28-9-1999 και 21-9-1999, αντίστοιχα, ο δε ως άνω Πρόξενος υπηρέτησε εκεί από 20-12-1996 μέχρι 2-9-1999, ενώ των λοιπών συγκατηγορουμένων έφεραν θεώρηση από τον Γενικό Πρόξενο Β στο Νοβοροσίσκ και όχι από το Προξενικό Γραφείο της Τιφλίδας, αφού χρησιμοποιήθηκε έντυπο της Δημοκρατίας της Γεωργίας και ως εκ τούτου ήταν αρμόδιο το εν λόγω Προξενικό Γραφείο (Τιφλίδας). Επομένως όλες οι προαναφερόμενες άδειες ήταν πλαστές. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το Υπουργείο Μεταφορών είχε κοινοποιηθεί στις αρμόδιες υπηρεσίες την με αριθμό .../1001/98 εγκύκλιο, με την οποία γνωστοποιούσε ποια προξενεία ήταν αρμόδια για τη θεώρηση των αδειών. Η κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι δεν έλαβαν την εγκύκλιο αυτή και προσκομίζει το με αριθμό πρωτ. .../17-1-02 έγγραφο της Νομαρχιακής αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής. Όμως όπως κατέθεσε στο ακροατήριο ο προϊστάμενος της Γ η κατηγορουμένη μπορούσε να αναζητήσει την εγκύκλιο, αφού ακολούθησε και έγγραφο του Υπ. Μεταφορών, που γινόταν αναφορά στην εν λόγω εγκύκλιο. Ακόμη προέκυψε ότι οι μεταφράσεις των θεωρήσεων των αδειών ήταν πλαστές, διότι οι φερόμενες ως υπογραφές των μεταφραστριών Δ και Ε, δεν είναι γνήσιες η δε μετάφραση για την άδεια του Χ11 είναι ανυπόγραφη από την μεταφράστρια (βλ. και την από 14-5-2002 έκθεση των ελεγκτών του Υπουργείου Μεταφορών). Εξάλλου αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη Χ1 γνώριζε ότι τα προσκομιζόμενα πιστοποιητικά είναι πλαστά και παρόλα αυτά, με πρόθεση βεβαίωσε ψευδώς ότι πληρούσαν τις νόμιμες προϋποθέσεις η δε ψευδής αυτή βεβαίωση είχε ως συνέπεια την έκδοση των προαναφερόμενων Ελληνικών αδειών οδήγησης, αλλά και τουλάχιστον άλλων 2.500 αδειών. Η γνώση της πλαστότητας εκ μέρους της κατηγορουμένης προκύπτει, από το γεγονός ότι δεν προέβαινε σε κανένα έλεγχο των προσκομιζόμενων δικαιολογητικών, αν και είχε ως εκ της ιδιότητάς της τέτοιας υποχρέωση, με αποτέλεσμα να εκδίδει τις άδειες αυθημερόν. Αν προέβαινε στον απαιτούμενο έλεγχο θα διαπίστωνε ότι η θεώρηση των ξένων αδειών οδήγησης δεν γινόταν από τον αρμόδιο υπάλληλο της συγκεκριμένης πρεσβείας, σύμφωνα με τα παραπάνω, ότι η άδεια οδήγησης του Χ11 (με αριθμό ...) φερόταν να έχει εκδοθεί στην αλλοδαπή στις 12-12-1999, ενώ η ημερομηνία εισόδου του στην Ελλάδα είναι στις 2-5-1996, ότι η άδεια του Χ8 (με αριθμό ... φερόταν να έχει εκδοθεί στις 25-6-1998, ενώ η θεώρηση από τον Α στις 11-3-1998, δηλαδή τρεις μήνες πριν την έκδοση τους, ότι η άδεια του Χ14 (με αριθμό ... φερόταν να έχει εκδοθεί στις 15-8-1998, ενώ η θεώρηση αυτής από τον Α στις 11-3-1998, δηλαδή πέντε μήνες πριν από την έκδοσή της και ότι η διεύθυνση κατοικίας (...) που δήλωναν οι ενδιαφερόμενοι ήταν ψευδής, αφού στη βεβαίωση απόδοσης Φ.Π.Α. που προσκόμιζαν είχαν δηλώσει άλλη διεύθυνση κατοικίας. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η δήλωση ψευδούς κατοικίας γινόταν σκόπιμα, ώστε να έχει αρμοδιότητα για την μετατροπή της ξένης άδειας σε Ελληνική η υπηρεσία, στην οποία ήταν διευθύντρια η κατηγορουμένη, γεγονός που δείχνει ότι αυτή γνώριζε για την μη γνησιότητα των προσκομιζόμενων δικαιολογητικών και παρόλα αυτά προέβαινε στην μετατροπή των αδειών. Αλλωστε όπως κατέθεσαν οι μάρτυρες στο ακροατήριο 800 περίπου άδειες, μεταξύ των οποίων και οι συγκεκριμένες έχουν ήδη ανακληθεί βλ. και το από 3-5-2005 πόρισμα (Ε.Δ.Ε.) και κανένας από τους ενδιαφερόμενους δεν υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση νέας άδειας. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά η κατηγορουμένη με πρόθεση παρέβη το υπηρεσιακό της καθήκον που της επέβαλε να προβαίνει στην έκδοση Ελληνικών αδειών οδήγησης, εφόσον, μετά από έλεγχο, συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις με βάση γνήσια πιστοποιητικά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις Υπουργικές αποφάσεις του Υπουργείου Μεταφορών. Επομένως συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση των αδικημάτων της ψευδούς βεβαίωσης και παράβασης καθήκοντος, κατ' εξακολούθηση και πρέπει να κηρυχθεί κατ' εξακολούθηση και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη αυτών. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν μπορεί να ανατραπεί από τις προσκομιζόμενες αθωωτικές αποφάσεις και το απαλλακτικό βούλευμα του Πλημ. Αθηνών, διότι έρχονται σε αντίθεση με τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν. Στη συνέχεια το Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε την ήδη αναιρεσείουσα ένοχη των πράξεων της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση και της παραβάσεως καθήκοντος και της επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης 18 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές, όμως, αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, δε διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, παράλληλα δε διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες, εξαιτίας των οποίων επέρχεται σύγχυση και ασάφεια μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της, που καθιστούν ανέφικτό τον έλεγχο από τον Αρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου. Τούτο, γιατί, όσον αφορά το αδίκημα της ψευδούς βεβαιώσεως, το οποίο αληθώς συρρέει με το έτερο αδίκημα της παραβάσεως καθήκοντος, εφόσον προσβάλλεται διαφορετικό έννομο αγαθό, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι όλα τα προσκομιζόμενα πιστοποιητικά ήσαν πλαστά, δεν διευκρινίζεται σ' αυτήν σε τι συνίσταται η πλαστότητα ενός εκάστου, ούτε προσδιορίζονται ποια στοιχεία από τα αναφερόμενα στα οικεία πιστοποιητικά ήσαν αληθινά ή όχι. Παράλληλα, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται με αντιφατικές αιτιολογίες ότι ενώ, το σύνολο των δικαιολογητικών που υποβλήθηκαν ήσαν πλαστά, στο διατακτικό της αντίθετα διαλαμβάνεται ότι ορισμένα μόνο απ' αυτά ήσαν πλαστά, χωρίς, όμως, και στην περίπτωση αυτή να διευκρινίζονται ποία από τα συγκεκριμένα και επίμαχα έγγραφα, ήσαν πλαστά ή όχι. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ασάφειες και ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, που στοιχειοθετούν το υποκειμενικό στοιχείο των πράξεων για τις οποίες η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη και ειδικότερα δεν αιτιολογείται, αν αυτή τελούσε σε γνώση των ανακριβών στοιχείων που περιέχονται στα σχετικά έγγραφα και παρόλα αυτά, όχι μόνο να βεβαιώσει ψευδώς με την ως άνω ιδιότητά της, αυτή της προϊσταμένης του τμήματος αδειών της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, αλλά να εμφανίσει στις αντίστοιχες άδειες οδήγησης ως αληθινά τα στοιχεία αυτών, επιπρόσθετα δε χωρίς να εξειδικεύεται ο άμεσος δόλος αυτής, προκειμένου να αιτιολογηθεί η από μέρους της τέλεση και του ετέρου αδικήματος, αυτού της παραβάσεως του υπηρεσιακού της καθήκοντος. Με βάση, όμως, τις αντιφατικές αυτές παραδοχές, μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, που καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο από τον Αρειο Πάγο, και συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Π.Δ., πρώτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, και ο αντίστοιχος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσία βάσιμοι. Μετά από αυτά, και, ενώ παρέλκει η έρευνα για τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η αναίρεση, να αναιρεθεί η απόφαση και να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση η υπόθεση, στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του Κ.Π.Δ.). Σημειώνεται, ότι όσες μερικότερες πράξεις, για τις οποίες κρίθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα, περιλαμβάνονται στο χρονικό διάστημα από 27-5-2000 μέχρι και της διασκέψεως (19-9-2008), πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, σύμφωνα με τα άρθρα 111 παρ. 3, 112, 113 παρ. 3 του Π.Κ. και 370 περ. β του Κ.Π.Δ., λόγω παρελεύσεως οκταετίας από του χρόνου τελέσεώς τους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμό 4058/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων Αθηνών).
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως. Και
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη των μερικότερων πράξεων που έχουν τελεστεί από 27-5-2008 έως 19-9-2008.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Σεπτεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ