Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1265 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Οργάνωση εγκληματική.




Περίληψη:
Εγκληματική Οργάνωση κλπ. Δεκτοί ως βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄, Δ΄, Η΄ ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως για αναιτιολόγητη απόρριψη ενστάσεως μη εξετάσεως ως μαρτύρων τριών αστυνομικών που είχαν ασκήσει προανακριτικά καθήκοντα στην υπόθεση (211 εδ. Α΄ ΚΠΔ), για απόλυτη ακυρότητα, λόγω λήψης υπόψη εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν και διότι περαιτέρω προχώρησε σε καταδίκη με χρήση και των παραπάνω μαρτυρικών καταθέσεων, καθ' υπέρβαση εξουσίας (358, 369 ΚΠΔ) - (ΑΠ 965/2008). Αναιρεί και παραπέμπει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1265/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων:
1. .... ήδη κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ρίζο,
2. Χ2, κρατούμενου στις Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Κεχαγιόγλου,
3. Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαρκουλάκο και
4. ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φραγκίσκο Ραγκούση, περί αναιρέσεως της 1364, 1411, 1645/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με συγκατηγορούμενους τους: ... και 2. ...
Με πολιτικώς ενάγουσα την ..., που δεν παραστάθηκε.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 30 Οκτωβρίου 2008, 11 Νοεμβρίου 2008, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 27 Φεβρουαρίου 2009 πρόσθετους λόγους, 7 Νοεμβρίου 2008 και 11 Νοεμβρίου 2008 τέσσερις χωριστές αιτήσεις αναιρέσεώς τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2008/2008.

Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά πρέπει να επεκτείνεται και στις παρεμπίπτουσες αποφάσεις, όπως είναι και η περί απορρίψεως αιτήματος αναβολής ή οποιασδήποτε ενστάσεως του κατηγορουμένου. Επίσης, ιδιαίτερα πρέπει να αιτιολογείται όπως πιο πάνω και η απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών που προβάλλει ο κατηγορούμενος. Τέτοιοι ισχυρισμοί, είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή στην άρση ή στη μείωση της ικανότητος καταλογισμού ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, , όταν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο ορισμένο, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 211 εδ. α' του ΚΠοινΔ, με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο κατά την αποδεικτική διαδικασία, όσοι άσκησαν και ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση. Η ακυρότητα που επέρχεται από την παράβαση αυτή είναι σχετική, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 171 παρ.1 του ΚΠοινΔ, καλυπτόμενη, επομένως, αν δεν προταθεί ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας. Αν όμως προταθεί με αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, η τυχόν απόρριψή του πρέπει να αιτιολογείται ειδικά όπως παραπάνω.
Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου εγγράφου το οποίο δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα δικαίωμα του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ο εκ των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων Χ1, πρόβαλε στο ακροατήριο, παραδεκτά κατά την έναρξη της διαδικασίας, τον αυτοτελή ισχυρισμό να μην επιτραπεί να καταθέσουν στο ακροατήριο ως μάρτυρες κατηγορίας οι αστυνομικοί Μ1, Μ2 και Μ3 ούτε να αναγνωσθούν οι προανακριτικές καταθέσεις αυτών, για το λόγο ότι όλοι είχαν εκτελέσει προανακριτικά καθήκοντα στην υπόθεση αυτή, όπως συμμετοχή, ως προανακριτικοί υπάλληλοι, σε καταθέσεις άλλων μαρτύρων, σε έρευνες, κατασχέσεις και συλλήψεις, όπως οι ίδιοι συνομολογούν στις προανακριτικές καταθέσεις τους και προκύπτει, ιδία για τον Μ1 , από τις από αναφερόμενες στον καταχωρηθέντα στα πρακτικά έγγραφο ισχυρισμό πέντε συγκεκριμένες εκθέσεις ένορκης εξετάσεως συγκεκριμένων μαρτύρων, που αυτός συμμετέσχε ως δεύτερος προανακριτικός υπάλληλος και αφορούν την ίδια δικαζόμενη υπόθεση. Το Δικαστήριο, με τη με αριθ. 1364/2008 παρεμπίπτουσα απόφασή του, μετά απορριπτική πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας και χωρίς να αναγνώσει κανένα έγγραφο, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά αυτού, απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό και προχώρησε στην εξέταση των παραπάνω μαρτύρων κατηγορίας, με την εξής αιτιολογία:
"Επειδή, η ένσταση των συνηγόρων υπεράσπισης του δεύτερου και έκτου των κατηγορουμένων, να μην επιτραπεί να καταθέσουν οι μάρτυρες αστυνομικοί Μ1, Μ2 και Μ3 ή να μην διαβαστούν οι καταθέσεις τους που είχαν δώσει κατά την προδικασία, γιατί είχαν εκτελέσει προανακριτικά καθήκοντα στην υπόθεση αυτή, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον ναι μεν κατά την διάταξη του άρθρου 211 Κ.Π.Δ., με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο εκείνοι οι οποίοι στην ίδια υπόθεση άσκησαν ανακριτικά (και προανακριτικά) καθήκοντα, πλην όμως από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και τις προανακριτικές καταθέσεις που φέρονται να λήφθηκαν, με την συμμετοχή των ως άνω μαρτύρων αστυνομικών, προκύπτει ότι η συμμετοχή τους κατά την προδικασία είχε σχέση κυρίως με την έρευνα της δολοφονίας του Θ1, πράξη για την οποία είχε παύσει προσωρινά η ποινική δίωξη".
Όμως, η παραπάνω αιτιολογία δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, καθόσον υφίσταται ασάφεια ως προς τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε και δη αν η συμμετοχή των άνω τριών μαρτύρων αστυνομικών σε προανακριτικές πράξεις ερευνών και εξετάσεων μαρτύρων στην προδικασία, αφορούν άλλη συναφή υπόθεση, της δολοφονίας του Θ1, με τη χρησιμοποίηση στο αιτιολογικό της λέξεως "κυρίως" ή αφορούν και την εκδικαζόμενη υπόθεση, αφού η λέξη κυρίως σημαίνει ότι αφορούν και σε άλλη υπόθεση. Επίσης αναφέρεται ότι για το σχηματισμό της απορριπτικής κρίσεώς του το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του "τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν", ενώ από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει ότι ουδέν έγγραφο αναγνώσθηκε και έτσι δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα και ιδρύεται και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο.
Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Δ του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ1.
Περαιτέρω, αφού το Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση των άνω αστυνομικών μαρτύρων κατηγορίας και στην καταδίκη των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, με χρήση και των καταθέσεων των μαρτύρων αυτών, υπερέβη την εξουσία του και υπέπεσε στην προβλεπόμενη από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η ΚΠοινΔ πλημμέλεια, κατά παραδοχή ως βασίμου του σχετικού λόγου αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ2. Οι άνω λόγοι αναιρέσεως, που γίνονται δεκτοί ως παραπάνω, πρέπει, κατά αυτεπάγγελτη έρευνα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 511 του ΚΠοινΔ, να γίνουν δεκτοί και ως προς τους λοιπούς συγκατηγορουμένους αναιρεσείοντες, αφού οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως αυτών, είναι παραδεκτές και περιέχουν ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο αναιρέσεως, εκείνον της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ.
Μετά ταύτα, παρελκούσης ως αλυσιτελούς, της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο εκδόσαν την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αριθ. 1364,1411,1645/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Μαΐου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή