Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2341 / 2007    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Ισχυρισμός αυτοτελής, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.




Περίληψη:
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Στοιχεία του εγκλήματος. Αυτός που έθεσε υπογραφή ως εκδότης σε επιταγή ως αντιπρόσωπος προσώπου για το οποίο δεν είχε την εξουσία να ενεργήσει υποχρεούται αυτός ο ίδιος από την επιταγή. Απορρίπτεται ως αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος κατά της προσβαλλόμενης απόφασης ότι απέρριψε με ελλιπή αιτιολογία τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του που κατατέθηκαν εγγράφως από τον συνήγορό του, αφού όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης οι ισχυρισμοί του αυτοί περιελήφθησαν μεν σε υπόμνημά του που ενσωματώθηκε στα πρακτικά, πλην όμως δεν αναπτύχθηκαν προφορικά και συνεπώς το δικάσαν δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και μάλιστα να διαλάβει ειδική αιτιολογία ως προς την απόρριψή της. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος του δικάσαντος δικαστηρίου, διότι λήφθηκαν υπόψη δύο τραπεζικές επιταγές που δεν αναγνώσθηκαν, αφού οι επιταγές αποτελούσαν βάση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και μπορούσε αυτός να εκθέσει προς αντίκρουσή τους τις απόψεις του και να προβεί στις περί αυτών αναγκαίες δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις του. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως






Αριθμός 2341/2007

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ -----

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιορδάνη Προυσανίδη, για αναίρεση της με αριθμό 35471/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Ιουλίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1396/2006.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του ν.5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.1325/1972, όποιος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ΄αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται : α) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής που συντελείται με τη συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, β) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος της εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού της εταιρίας, γ) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, δ) έλλειψη αντίστοιχου διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή και ε) γνώση του εκδότη της ελλείψεως αυτής (ανυπαρξίας διαθέσιμων κεφαλαίων). Περαιτέρω κατά το άρθρο 11 του ν.5960/1933, αυτός που έθεσε υπογραφή σε επιταγή ως αντιπρόσωπος προσώπου, για το οποίο δεν είχε την εξουσία να ενεργήσει, υποχρεούται αυτός ο ίδιος από την επιταγή και αν πλήρωσε, έχει τα ίδια δικαιώματα τα οποία θα είχε εκείνος που φέρεται ότι εκπροσωπήθηκε. Η ως άνω διάταξη η οποία θεσπίζει τη βαριά ευθύνη αυτού που υπέγραψε με τη δική του υπογραφή ως δήθεν αντιπρόσωπος και η οποία (ευθύνη) γεννάται είτε ελλείπει παντελώς η εξουσιοδότητη είτε έγινε υπέρβαση αυτής, χωρίς να παραβλέπεται έτσι η εγκυρότητα του τίτλου, εφόσον στην επιταγή εμφανίζεται η υπογραφή του, αποτελεί παρέκκλιση των οριζομένων στο άρθρο 231 του ΑΚ, κατά την παρ. 3 του οποίου ο αντιπρόσωπος απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση, αν ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν υπήρχε εξουσία αντιπροσώπευσης. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ΄ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ε΄ του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφάρμοσε. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 35471/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως απ΄ αυτή προκύπτει, καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος σε δεύτερο βαθμό, εκπροσωπηθείς στη δίκη από συνήγορο, για την πράξη της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, κατ΄ εξακολούθηση, σε ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή 500,00 ευρώ. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρονται ότι από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του τα εξής: "Ο κατηγορούμενος ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία "FAMILY CENTER A.E.", εξέδωσε με πρόθεση στη Νέα Φιλαδέλφεια Αττικής, στις 5.12.1999 και 15.12.1999 τις με αριθμ. ..... και ..... τραπεζικές επιταγές ποσού 540.000 δρχ. και 400.000 δρχ., πληρωτέες στην Τράπεζα EUROBANK, εις διαταγήν του εγκαλούντος ...., ο οποίος τις εμφάνισε ως νόμιμος κομιστής τους για πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα στις 15.12.1999 και 10.12.1999, αντιστοίχως, αλλά δεν πληρώθηκαν, ελλείψει αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων και σφραγίστηκαν καθόσον ο λογαριασμός ήταν κλειστός. Την μη ύπαρξη διαθέσιμων κεφαλαίων για πληρωμή τους έχοντας την ιδιότητα του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της παραπάνω εταιρείας γνώριζε όταν εξέδωσε τις επιταγές...". Με βάση δε τα αποδειχθέντα αυτά περιστατικά, κατέληξε το δικαστήριο, σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση και του επέβαλε τις αναφερόμενες ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, αφού προηγουμένως απέρριψε τους παρακάτω αναφερόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, για ακυρότητα των ένδικων επιταγών και περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ΄ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκομένου εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών κατ΄ εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς, επίσης, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 του ν.5960/19333 "περί επιταγής), την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι δεν έχει τελέσει το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, διότι οι ένδικες επιταγές δεν συνυπογράφηκαν για λογαριασμό της αναφερόμενης εταιρία και από τον ... αντιπρόεδρο και εντεταλμένο σύμβουλο αυτής, όπως ορίζεται στο από 17.8.1999 Πρακτικό του Δ.Σ. της εν λόγω εταιρίας, είναι απορριπτέα ως αλυσιτελής, καθόσον το έγκυρο ή άκυρο των επιταγών κρίνεται βάσει των διατάξεων του ν.5960/1933 και όχι βάσει των διατάξεων του καταστατικού της εταιρίας την οποία εκπροσωπούν οι εκδότες τους, ενώ η τυχόν παραβίαση από τους τελευταίους (εκδότες των επιταγών) των διατάξεων του καταστατικού της εταιρίας για λογαριασμό της οποία τις εκδίδουν δεν επάγεται την απαλλαγή τους από τις ευθύνες που παράγονται από την έκδοση αυτών χωρίς αντίστοιχο αντίκρυσμα, αλλά ενδεχομένως την απαλλαγή της εταιρίας από τις αστικές απαιτήσεις των τρίτων, που απέκτησαν δικαιώματα απ΄ αυτές. Περαιτέρω, εφόσον κατά τα προαναφερόμενα, οι ένδικες ακάλυπτες επιταγές που ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος εξέδωσε (υπέγραψε ως εκδότης) είναι έγκυρες και κατά την εμφάνισή ους προς πληρωμή δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων, ο αναιρεσείων έχει πραγματώσει το έγκλημα του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 (έκδοση ακάλυπτης επιταγής). Εξάλλου η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι ο εγκαλέσας αυτόν για την προαναφερόμενη πράξη ....., δεν νομιμοποιούνταν να υποβάλει την έγκληση, γιατί δεν ήταν ο τελευταίος νόμιμος κομιστής που τις εμφάνισε προς πληρωμή, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, διότι από την παραδεκτή επισκόπηση των ένδικων επιταγών προκύπτει ότι επί της όπισθεν πλευράς τούτων στη θέση των οπισθογράφων, φέρεται ως τελευταίος νόμιμος κομιστής αυτών που τις εμφάνισε στην πληρώτρια τράπεζα ο ως άνω εγκαλέσας δικαιούμενος ως εκ τούτου στην υποβολή εγκλήσεως κατά του αναιρεσείοντος. Κατ΄ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, κατ΄ εκτίμηση, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
ΙΙ. Η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνο στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία επίσης πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Β΄ του ΚΠοινΔ. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφασή του ιδιαίτερη αιτιολόγηση, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ή αόριστο ισχυρισμό, ενώ η αιτιολογία για τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς, εμπεριέχεται από τα πράγματα, στην κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 331 του ΚΠοινΔ, κατά την οποία "η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά και για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά" επιβάλλει την αρχή της "προφορικότητας" της διαδικασίας της ποινικής δίκης, η οποία όχι μόνο δεν κάμπτεται, αλλά αντίθετα ενισχύεται, από τη διάταξη του άρθρου 141 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία "ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώρηση (στα πρακτικά) κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στο νόμο και να παραδίδουν γραπτώς σ΄ αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση, τις δηλώσεις τους, που αναπτύχθηκαν προφορικά", αφού η παράδοση γραπτώς των δηλώσεων, προϋποθέτει προφορική ανάπτυξή τους. Οι γραπτές δε αυτές δηλώσεις, έστω και αν έχουν ενσωματωθεί στα πρακτικά, δεν είναι βέβαια πρακτικά. Έτσι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, οι οποίοι διαλαμβάνονται σε έγγραφο υπόμνημά του, που δόθηκε στον διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε (ενσωματώθηκε) στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχουν προβληθεί νομίμως, μόνον εφόσον από τα ίδια πρακτικά προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή τους. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν γίνει και προφορική ανάπτυξη, ο αυτοτελής ισχυρισμός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί νομίμως. Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου προέβαλε με έγγραφο σημείωμα, το οποίο ενσωματώθηκε στα πρακτικά τους αυτοτελείς ισχυρισμούς α) ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει πραγματώσει το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, διότι κατηγορείται ότι εξέδωσε αυτές ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας με την επωνυμία "FAMILY CENTER A.E.", για την έγκυρη ανάληψη υποχρέωση και από την οποία απαιτείτο και δεύτερη υπογραφή του αντιπροέδρου και εντεταλμένου συμβούλου ....., όπως ορίζεται στο από 17.8.1999 Πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρίας που ζήτησε να αναγνωστεί, η οποία δεν τέθηκε και β) ότι η ποινική δίωξη είναι απαράδεκτη, διότι ο εγκαλών, όπως ομολογεί στην έγκληση, δεν είναι τελευταίος κομιστής. Δεν προκύπτει, όμως από τα ίδια πρακτικά, ότι αναπτύχθηκαν προφορικά οι πιο πάνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου. Με τον τρόπο όμως αυτός που υποβλήθηκαν οι ως άνω αυτοτελείς του κατηγορουμένου ισχυρισμοί, δηλαδή με έγγραφο σημείωμα, χωρίς την ανάπτυξή τους και προφορικά, προβλήθηκαν απαραδέκτως και το δικαστήριο δεν είχε όπως αναφέρθηκε υποχρέωση να απαντήσει σε απαράδεκτους ισχυρισμούς. Παρά ταύτα το δικαστήριο της ουσίας με ορθή και επαρκή αιτιολογία απέρριψε τους παραπάνω ισχυρισμούς διαλαμβάνοντας στην απόφασή του αναφορικά με τον υπό στοιχ. α΄ ισχυρισμό ότι αυτός είναι απορριπτέος κυρίως ως μη νόμιμος "διότι ανεξαρτήτως της δέσμευσης ή μη της εταιρίας από την έκδοση των ένδικων επιταγών αν απαιτείτο και δεύτερη υπογραφή, η δική του ευθύνη υφίσταται, όπως συνάγεται σαφώς από το άρθρο 79 παρ. 1 ν.5960/1933 που θεωρεί ποινικά υπεύθυνο τον εκδίδοντα ακάλυπτη επιταγή, και αρκεί, για την τέλεση του εγκλήματος τυπικά έγκυρη επιταγή και παράδοση αυτής στον λήπτη" και με τον υπό στοιχ. β΄ ισχυρισμό ότι αυτός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι "από τα σώματα των ένδικων επιταγών προκύπτει ότι ο εγκαλών είναι τελευταίος κομιστής". Η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι δεν αναγνώσθηκε παρά το ότι ζητήθηκε με το ως άνω υπόμνημά του το από 17.8.1999 Πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρίας "FAMILY CENTER A.E." είναι απορριπτέα ως αλυσιτελής, αφού, όπως αναφέρθηκε ο άνω υπό στοιχ. α΄ ισχυρισμός του αναιρεσείοντος που υποβλήθηκε απαραδέκτως, απορρίφθηκε ως μη νόμιμος. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, κατ΄ εκτίμησης, για μη ορθή και για ελλιπή αιτιολόγηση απόρριψη των αυτοτελών του κατηγορουμένου ισχυρισμών, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1 στοιχ. σ΄. 329, 331, 364 και 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι τότε μόνο επέρχεται η συνιστώσα λόγο αναιρέσεως απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όταν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, έλαβε υπόψη του μη δημοσίως αναγνωσθέντα έγγραφα, πλην όμως τέτοια ακυρότητα δεν συνεπάγεται η μη ανάγνωση στο ακροατήριο εγγράφων και η λήψη αυτών υπόψη από το δικαστήριο για την αναγκαία κρίση του, τα οποία συνιστούν στοιχεία του κατηγορητηρίου και συνεπώς αναπόσπαστο μέρος της εις βάρος του κατηγορουμένου ποινικής διώξεως για κάποιο έγκλημα, αφού αυτός προς αντίκρουση των εγγράφων τούτων μπορεί κατ΄ άρθρο 358 του ΚΠοινΔ να εκθέσει τις απόψεις του και να δώσει τις περί αυτών αναγκαίες εξηγήσεις. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως, περί ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία επήλθε από το ότι το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του επί της ενοχής του κατηγορουμένου, έλαβε υπόψη του τις υπ΄ αριθμ. ....... και ..... της Τράπεζας EUROBANK τραπεζικές επιταγές, αν και αυτές δεν αναγνώσθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί οι ως άνω επιταγές αποτελούν τη βάση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, από δε την ανάγνωση αυτών στο ακροατήριο δεν προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, αφού ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος μπορούσε να επιφέρει σχετικά με τα έγγραφα αυτά τις αναγκαίες δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις του. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24 Ιουλίου 2006 αίτηση του ....., για αναίρεση της υπ΄αριθμ. 35471/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουλίου 2007.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 20 Δεκεμβρίου 2007.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ





<< Επιστροφή