Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδής καταμήνυση. Αίτηση αναίρεσης καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Δεν απαιτείται να γίνεται ιδιαίτερη μνεία κάθε αποδεικτικού μέσου (μαρτυρικής κατάθεσης σχετικής απόφασης δικαστηρίου της ουσίας) που αναγνώσθηκαν και συνομολογήθηκαν για το σχηματισμό της κρίσης του Δικαστηρίου. Απόρριψη αμφοτέρων των ως άνω λόγων ως αβασίμων και συνακόλουθα της αίτησης αναίρεσης συνολικά.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1939/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21.7.10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης, Ν. Ν. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Φυτράκη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 804/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ι. Ν. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Τρίγκα.
Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαΐου 2010 αίτησή της περί αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αύξοντα αριθμό 679/2010.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής, ότι τέλεση αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της εννοίας του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, απαιτείται, αντικειμενικώς, η καταμηνυόμενη ή αναφερόμενη στην αρχή πράξη να συνιστά έγκλημα ή πειθαρχική παράβαση, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας (εντελούς γνώσης-επίγνωσης) ότι η ανωτέρω πράξη είναι ψευδής και τη θέληση αυτού να καταμηνύσει τον παθόντα ή να τον αναφέρει στην αρχή, με σκοπό να προκαλέσει την άσκηση εναντίον ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως ανεξαρτήτως της επιτεύξεως του σκοπού αυτού. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 362 του ΠΚ "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δυο ετών ή με χρηματική ποινή". Κατά το άρθρο 363 ΠΚ "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από το συνδυασμό της αμέσως παραπάνω διατάξεως, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Αν δεν αποδεικνύεται ότι το δυσφημιστικό γεγονός είναι ψευδές, καταλειπομένων αμφιβολιών περί της αληθείας ή αναληθείας αυτού, δεν θεμελιώνεται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως. Κατά την διάταξη αυτή, ως γεγονός θεωρείται κάθε συγκεκριμένο συμβάν του εξωτερικού κόσμου, παρελθόν ή παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συμπεριφορά ή συγκεκριμένη σχέση που αναφέρεται στο παρελθόν ή το παρόν και υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Τέλος δε και ο χαρακτηρισμός και η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως, είναι αξιόποινος, μόνον όταν συνδέονται ή σχετίζονται με γεγονότα, ώστε, με την σύνδεση και σχέση τους με αυτά, ουσιαστικά να προσδιορίζουν την έκταση της ποσοτικής και ποιοτικής βαρύτητας τους. Εξάλλου, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη της ως άνω αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται, η εν γνώσει τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος), όπως στην ψευδή καταμήνυση, στη συκοφαντική δυσφήμηση και στην ψευδορκία μάρτυρα, ή υπερχειλής δόλος, όπως στην ψευδή καταμήνυση και στη συκοφαντική δυσφήμηση απαιτείται για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικά με τις ανωτέρω μορφές δόλου, να εκτίθενται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ή καταμήνυσε ή κατέθεσε στην Αρχή, και επί πλέον, όταν απαιτείται υπερχειλής δόλος (εγκληματικός σκοπός), να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο δράστης επιδίωκε την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, για να αποκλειστεί και στις δύο περιπτώσεις, ότι ο δράστης ενήργησε από ενδεχόμενο δόλο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν θα θεμελιωνόταν η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αρ. 804/2010 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Πατρών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Στις 23-3-2002 ο εγκαλών Ι. Ν., αστυνομικός και οδηγός του υπ' αριθμ. ... περιπολικού της αστυνομίας, εκτελώντας διατεταγμένη υπηρεσία μετέβη με τον συνάδελφο του Ν. Λ. στην πλατεία ..., προκειμένου να προσαγάγουν την κατηγορουμένη στο οικείο Αστυνομικό Τμήμα ενόψει αυτοφώρου αδικήματος που είχε τελέσει και συγκεκριμένα για τις πράξεις της αντίστασης και εξύβρισης έναντι των δικυκλιστών αστυνομικών της ομάδας "Ζ", Δ. Λ. και Α. Α., οι οποίοι είχαν μεταβεί προηγουμένως εκεί για διευθέτηση άλλου περιστατικού (παράνομη στάθμευση ΙΧΕ αυτοκινήτου στην οδό ... από τον Α. Λ. και παρεμπόδιση διέλευσης άλλων οχημάτων). Πράγματι ο μηνυτής, οδηγώντας το ως άνω όχημα, μετέβη επί τόπου μαζί με τον συνάδελφο του Ν. Λ., και, ενώ κάλεσαν την κατηγορουμένη να επιβιβαστεί στο περιπολικό προκειμένου να την οδηγήσουν στο Γ' Α.Τ. των Πατρών, η τελευταία αρνιόταν επίμονα να επιβιβαστεί, σταμάτησε μάλιστα και ταξί αξιώνοντας να μεταβεί μόνη της με αυτό στο τμήμα. Τελικά, μετά από επίπονη προσπάθεια, οι αστυνομικοί επιβίβασαν την κατηγορουμένη στο πίσω.) κάθισμα του περιπολικού, στην θέση δε του οδηγού κάθισε ο μηνυτής Ι. Ν. και στην θέση του συνοδηγού ο Ν. Λ.. Σημειώνεται δε ότι του περιπολικού προπορευόταν ο Α. Α. και ακολουθούσε ο Δ. Λ., οδηγώντας τις μοτοσικλέτες τους, δηλαδή οι αστυνομικοί που είχαν επιληφθεί προηγουμένους του περιστατικού. Από το πλήρωμα του περιπολικού η κατηγορουμένη οδηγήθηκε κατ' ευθείαν στο Γ' Α.Τ. των Πατρών (Γούναρη και Αλεξάνδρου Υφηλάντου) με υποδειγματικό και άκρως υπηρεσιακό τρόπο. Και ενώ το επεισόδιο που συνέβη στον ως άνω τόπο και χρόνο καθώς και η μεταφορά της κατηγορουμένης στο Α.Τ. έγινε όπως αναφέρθηκε παραπάνω, όπως πολύ καλά γνώριζε η κατηγορουμένη, εν τούτοις αυτή, δύο μήνες αργότερα, ήτοι στις 22-5-2002 υπέβαλε κατά των Δ. Λ., Ν. Λ. και Ι. Ν. (εγκαλούντος) την από 20-5-2002 μήνυση της, στην οποία ισχυρίστηκε για τον εγκαλούντα (Ι. Ν.) ότι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και ενώ την μετήγαγε με το ως άνω περιπολικό της αμέσου δράσεως στο Γ' Α.Τ. Πατρών, της απηύθυνε τις φράσεις "..... άλλο θα σου βάλουμε ...." και στη συνέχεια απευθυνόμενος στον συνοδηγό Ν. Λ. του είπε ".... το δικό σου ρε είναι πιο μεγάλο γιατί αυτή έχει μεγάλα πόδια..". Επί πλέον διέλαβε στην μήνυση της ότι ο ίδιος εγκαλών συνέχισε να της απευθύνεται με προσβλητικό τρόπο λέγοντας της τις φράσεις "...έχεις και μαγαζί ξεκωλιάρα, θα σου το κλείσουμε...", "... μωρή καριόλα έχεις ξαναπάει βόλτα με περιπολικό...". Όλα τα παραπάνω που ανέφερε στην μήνυση της η κατηγορουμένη είναι ψευδή καθόσον ο μηνυτής ουδέποτε της συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο ανάρμοστο και παράνομο, πράγμα που γνώριζε πολύ καλά η κατηγορουμένη, ωστόσο εν γνώσει της αναληθείας των υπέβαλε την πιο πάνω μήνυση της με μοναδικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική καταδίωξη του και για να αποφύγει την καταδίκη της για τις άδικες πράξεις που διέπραξε. Η υποβολή της παραπάνω μηνύσεως ήταν όψιμο εφεύρημα της, δεδομένου ότι ούτε κατά την μεταγωγή της στο ΑΤ όπου συνάντησε τον δικηγόρο της, ούτε κατά την απολογία της στο πλαίσιο της προανακριτικής καταθέσεως της, ούτε και ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών, όπου οδηγήθηκε την επομένη ημέρα, ανέφερε ότι της συνέβη οτιδήποτε σχετικό με τις ως άνω καταγγελίες της κατά την μεταγωγή της στο ΑΤ, καταδεικνύει δε και την ύπαρξη σκοπού ψευδούς καταμηνύσεως, πράγμα το οποίο επέτυχε εν μέρει, καθόσον διετάχθη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών προκαταρκτική εξέταση προς διερεύνηση των καταγγελιών της κατηγορούμενης, αλλά και την ενορχήστρωση υπερασπιστικού της σχεδίου προκειμένου να αποφύγει την καταδίκη της για τις άδικες πράξεις που τέλεσε. Σημειώνεται δε ότι η ως άνω μήνυση της απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με την 54/ 2003 διάταξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πατρών, η οποία επικυρώθηκε με την 21/2003 διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών. Και ενώ πολύ καλά γνώριζε ότι όλα τα παράπονο) ήσαν ψευδή και ενώ προηγουμένως είχε απορριφθεί αμετάκλητα η με το προαναφερθέν περιεχόμενο από 22-5-2002 μήνυση της κατά του εγκαλούντος ως αβάσιμη στην ουσία της, όπως αναφέρθηκε αμέσως παραπάνω, εν τούτοις η κατηγορουμένη στις 30-7-2004 κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών την από 22-7-2004 με αριθμό 3066-1213/2004 αγωγή αποζημιώσεως κατά του εγκαλούντος Ι. Ν., στην οποία διέλαβε όλα τα ψευδή περιστατικά που αναφέρθηκαν παραπάνω και είχε διαλάβει στην από 22-5-2002 μήνυση της. Τα γεγονότα αυτά που περιέλαβε στο δικόγραφο της αγωγής της και ισχυρίστηκε σε βάρος του εγκαλούντος, ήσαν εν γνώσει της ψευδή και έλαβε γνώση αυτών απροσδιόριστος αριθμός προσώπων, αφού με την κατάθεσή της η αγωγή της κατέστη δημόσιο έγγραφο, επιπλέον δε ήσαν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή, την υπόληψη και την κοινωνική παράσταση του εγκαλούντος ως προσώπου και μάλιστα αστυνομικού. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως που τέλεσε σε βάρος του εγκαλούντος Ι. Ν.". Ακολούθως το ίδιο Δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη για τις πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ψευδούς καταμήνυσης και επέβαλε σ' αυτήν συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση τα άνω εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1 και 2, 94 παρ. 1 και 2, 229 παρ. 1 και 3, 363 και 362 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα δικαστικές αποφάσεις, απολογία κατηγορουμένης) από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος ως και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης. Επομένως η σχετική αιτίαση που προβάλλεται από την αναιρεσείουσα ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και δεν αξιολογήθηκαν ορθά από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο α) οι καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων Α. Α., Φ., Μ. Π.. Α. Τ.. Α. Τ., Α. Τ.. Α. Β., Α. Κ., Μ. Λ. και Α. Α., οι οποίες περιέχονται στα υπ' αρ. 1442-1443 και 1444/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών, β) οι υπ'αριθμ. 1432/2008, 1442-1443 και 1444/2008 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών, γ) η υπ'αριθμ. 655/2006 απόφαση του Β' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών και δ) το υπ' αριθμ. πρωτ. 14612.07.2.5/25-7-2008 έγγραφο του Συνηγόρου του Πολίτη, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, γιατί απ' τη μνεία στο προοίμιο του σκεπτικού της δευτεροβάθμιας δίκης ότι εκτιμήθηκαν, προκύπτει με βεβαιότητα ότι και τα έγγραφα αυτά που περιέχονται στα πρακτικά της δίκης εκείνης και στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκε, λήφθηκαν υπόψη και συναξιολογήθηκαν προκειμένου το Δικαστήριο να καταλήξει στην περί ενοχής της κατηγορουμένης κρίση του και δεν ήταν αναγκαίο να γίνει ειδικότερη μνεία αυτών και εντεύθεν είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, κατ' εκτίμηση του δικογράφου δεύτερος λόγος αναιρέσεως. Πρέπει να σημειωθεί ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και δεν συναξιολόγησε τη σχετική ΕΔΕ που διενεργήθηκε, την οποία και δεν ανέγνωσε ως έγγραφο, και όσα αναφέρει η αναιρεσείουσα λόγω παραδοχής από το δικαστήριο της ουσίας των αυτών περιστατικών που δέχθηκε και η ΕΔΕ, χωρίς οιαδήποτε αναφορά σ' αυτήν και τον τρόπο διενέργειάς της, προβάλλονται αλυσιτελώς και είναι απορριπτέα. Επίσης παρατίθενται στην απόφαση τα γεγονότα τα οποία είναι ψευδή και συκοφαντικά και ποια είναι τα αληθή, αιτιολογεί δε το Δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο της κατηγορουμένης, με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως του των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας της κατηγορουμένης για την αναλήθεια των ως άνω γεγονότων τα οποία διέδωσε ενώπιον τρίτων, για τα οποία ψευδώς καταμήνυσε τον εγκαλούντα με την από 22-5-2002 έγκλησή της και τα διέλαβε στην από 22-7-2004 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, αφού η ίδια γνώριζε ότι κατά το επεισόδιο της 22-3-2002 που συνέβη εξαιτίας της στο κατάστημα στην πλατεία ..., οι προστρέξαντες αστυνομικοί, μεταξύ των οποίων και ο εγκαλών Ι. Ν., τόσο κατά την προσέλευση τους στον τόπο του επεισοδίου όσο και κατά τη μεταγωγή της με περιπολικό στο Γ' Α.Τ. Πατρών της συμπεριφέρθηκαν με υποδειγματικό και κυρίως υπηρεσιακό τρόπο, χωρίς να απευθύνουν οιαδήποτε υβριστική φράση προς αυτήν.
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, κατ' εκτίμηση του αναιρετηρίου, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προσδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 229 και 3636 του ΠΚ με την ειδικότερη αιτίαση ότι δεν εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η γνώση του ψευδούς της κατηγορουμένης για τα εγκλήματα της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η ως άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμησή των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών και είναι απορριπτέος. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από14 Μαΐου 2010 αίτηση της Ν. Ν. του Κ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 804/2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ