Θέμα
Παρέμβαση, Πραγματογνωμοσύνη.
Περίληψη:
Συζήτηση αναιρέσεως. Πρέπει να καλείται ο προσθέτως παρεμβάς στο δικαστήριο της ουσίας. Συζήτηση χωρίς την παρουσία του κλητευθέντος, παραδεκτή. Αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Πότε ιδρύονται. Πραγματογνωμοσύνη. Το δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει την διενέργειά της μόνο αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει (το δικαστήριο) ότι απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης για την αντίληψη του αποδεικτέου κρίσιμου ζητήματος• στην αντίθετη περίπτωση δεν δημιουργείται λόγος αναιρέσεως από την άρνηση του δικαστηρίου να διατάξει πραγματογνωμοσύνη [Επικυρώνει ΕΑ 5717/2007].
Αριθμός 274/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ι. χας Β. Σ., κατοίκου ...., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Τιτίκα Νικέα.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Δ. Μ. του Β., 2)Ε. συζ. Β. Μ., 3)Σ. Χ. Γ., κατοίκων ... και 4)Μ. συζ. Π. Κ., το γένος Χ. Γ., κατοίκου .... Οι 1ος και 2η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φίλιππο Μακρυγιάννη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και οι 3ος και 4η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/9/2000 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και την από 27/2/2001 πρόσθετη παρέμβαση των ήδη 3ου και 4ης των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2056/2002 μη οριστική, 1042/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5717/2007 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10/4/2008 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 7/4/2010 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Λεωνίδα Ζερβομπεάκου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 80 του ΚΠολΔ αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν, κατά δε το άρθρο 81 παρ.3 του ίδιου ΚΠολΔ ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από τον διάδικο που επισπεύδει τη δίκη. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 568 και 576 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο προσθέτως παρεμβάς ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας και αυτός έχει κληθεί να παραστεί στη συζήτηση από τον επισπεύδοντα διάδικο, η συζήτηση προχωρεί παρά την απουσία του κλητευθέντος παρεμβάντος.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, οι εκ των διαδίκων Σ. Γ. και Μ. Κ., που είχαν ασκήσει ενώπιον του Εφετείου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των αναιρεσιβλήτων - εναγομένων Δ.Μ. και Ε. Β.Μ., δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, η οποία είχε ορισθεί μετ'αναβολήν εκ του πινακίου από την αρχικώς ορισθείσα της 21-4-2010 και την μεταγενέστερη, επίσης κατόπιν αναβολής εκ του πινακίου, ορισθείσα δικάσιμο της 5-10-2011, και οι οποίες ισχύουν ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ.226 παρ.4, 575 εδ.β'του ΚΠολΔ). Όπως δε προκύπτει από τις υπ'αριθμ..../18-2-2010 και .../19-2-2010 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Αθηνών … και …, αντίστοιχα, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσείουσα, η τελευταία είχε καλέσει τους απόντες ως άνω προσθέτως παρεμβαίνοντες στην αρχική δικάσιμο της 21-4-2010 που προαναφέρθηκε, με επίδοση στον καθένα από αυτούς αντιγράφου της από 20-10-2009 κλήσεώς της και της κάτω από αυτήν πράξης περί ορισμού της αρχικής ως άνω δικασίμου για τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, η συζήτηση είναι παραδεκτή, και θα προχωρήσει παρά την απουσία των προσθέτως παρεμβάντων.
ΙΙ. Ο κατά το άρθρο 559 αρ.1 εδ.α'του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (Ολομ.ΑΠ 4/2005, 36/1988), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολομ.ΑΠ 7/2006). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ.19 του ίδιου, ως άνω, κώδικα, η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως όταν στην ελάσσονα πρότασή της δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ζητήματος και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολομ.ΑΠ 1/1999). Τέλος, κατά το άρθρο 1033 του Α.Κ., για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά ότι μετατίθεται σ'αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Έτσι, για να επέλθει έγκυρη μεταβίβαση της κυριότητας πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθοι όροι: α)Κυριότητα του μεταβιβάζοντος, β) ικανότητα προς δικαιοπραξία και ειδικά για διάθεση ακινήτου, γ)ανυπαρξία απαγόρευσης για διάθεση, δ)συμφωνία ε)νόμιμη αιτία, στ) συμβολαιογραφικό έγγραφο, ζ)μεταγραφή.
Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου έγιναν ανελέγκτως δεκτά τα εξής : "Με το υπ'αριθμ. .../22.12.1998 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Μεγάρων Αττικής Θωμά Μπέη, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, ο Σ. Γ. του Χ. και η Μ. σύζυγος Π. Κ., το γένος Χ. Γ., προσθέτως υπέρ των εναγομένων παρεμβαίνοντες, καθώς και η μητέρα τους Κ. χήρα Χ. Γ., φέρονται ότι μεταβίβασαν κατά κυριότητα λόγω πώλησης στους εναγόμενους, κατ'ιδανικό μερίδιο 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, ένα οικόπεδο, έκτασης 171,40 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στα Μέγαρα, στη Θέση "..." (...) Στο ανωτέρω ακίνητο όπως και η ίδια η ενάγουσα ισχυρίζεται στην αγωγή της περιλαμβάνεται και το επίδικο τμήμα, έκτασης 150 τ.μ., το οποίο περιγράφεται στην αγωγή ως οριζόμενο ανατολικά επί πλευράς μήκους μέτρων 17 με την πλατεία Κύπρου, βόρεια επί προσώπου μήκους μέτρων 10 με την οδό ..., δυτικά επί πλευράς μήκους μέτρων 17,80 με ιδιοκτησία ενάγουσας και νότια επί πλευράς μήκους μέτρων 8 με ιδιοκτησία Γ. Το εν λόγω εδαφικό τμήμα συνορεύει κατά τη δυτική του πλευρά όπως προαναφέρθηκε με ακίνητο, αδιαμφισβήτητης κυριότητας της ενάγουσας, από το οποίο διαχωρίζεται από πολλών ετών με χαμηλό τοίχο από τσιμεντόλιθους. Ο διαχωριστικός αυτός μανδρότοιχος εμφαίνεται σε αεροφωτογραφία του έτους 1958 (...)ενώ η ίδια η ενάγουσα στην αγωγή της ισχυρίζεται ότι το επίδικο βρίσκεται από το 1951 "εκτός του περιμανδρωμένου χώρου της οικίας της". Οι εναγόμενοι από την αγορά του ανωτέρω ακινήτου το έτος 1988 επιλήφθηκαν της νομής του και έκτοτε ασκούσαν επ'αυτού διανοία κυρίων όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του υλικές, εμφανείς, διακατοχικές πράξεις, δηλωτικές εξουσίασης στο ακίνητο αυτό, ως περιλαμβανόμενο στον τίτλο τους, σε αντίθεση με την ενάγουσα που, όπως θα αναφερθεί στην συνέχεια,το επίδικο δεν περιλαμβανόταν στον τίτλο της ούτε άσκησε ποτέ επ'αυτού πράξη νομής. Ειδικότερα οι εναγόμενοι επέβλεπαν τα όρια του, το καθάριζαν, και το έτος 1991, προκειμένου να το οικοδομήσουν, προέβησαν στην έκδοση της υπ'αριθμ. 138/1991 άδειας ανέγερσης διώροφης οικοδομής του αρμόδιου πολεοδομικού γραφείου Ελευσίνας, σε εκτέλεση της οποίας κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 1991 συνεργείο με χωματουργικό μηχάνημα, ενεργώντας κατ'εντολή τους, ανέσκαψε σε βάθος 2 μέτρων περίπου όλο το ανωτέρω οικόπεδο για την κατασκευή των θεμελίων της οικοδομής (...). Ακολούθως το μήνα Ιανουάριο του έτους 1998, οι εναγόμενοι, δυνάμει της υπ'αριθμ.116/1995 αναθεώρησης της αρχικά εκδοθείσας οικοδομικής άδειας (...), προχώρησαν στην ανοικοδόμηση του επίδικου και μάλιστα προέβησαν στην κατασκευή στοιχείου αντιστήριξης επί του κοινού ορίου του οικοπέδου τους με αυτό της ενάγουσας, προκειμένου να προστατευθεί η οικία της και ο αύλειος χώρος αυτής από τον κίνδυνο υποχώρησης χωμάτων λόγω της εκσκαφής. Στη συνέχεια η ενάγουσα άσκησε κατά των εναγομένων την από 14.4.1998 αίτησή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Μεγάρων, ζητώντας τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την προστασία της νομής της, λόγω της διενέργειας, από τους ανωτέρω, εργασιών ανέγερσης οικοδομής επί εδαφικού τμήματος, το οποίο ταυτίζεται με το νυν επίδικο. Επί της ανωτέρω αίτησης εκδόθηκε καταρχήν η υπ'αριθμ. 36/1998 απόφαση, η οποία έκανε αυτήν δεκτή ως κατ'ουσίαν βάσιμη, αναγνώρισε την ενάγουσα προσωρινή νομέα του επιδίκου τμήματος και υποχρέωσε τους εναγομένους να της αποδώσουν την νομή του. Κατά της ανωτέρω απόφασης ασκήθηκε από τους εναγομένους έφεση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο με την υπ'αριθμ.2008/1999 απόφασή του δέχθηκε αυτήν (έφεση) τυπικά και κατ'ουσίαν, εξαφάνισε την εκκαλουμένη και απέρριψε την αίτηση, καθόσον δεν πιθανολογήθηκε άσκηση πράξεων νομής της ενάγουσας επί του επιδίκου τμήματος από το έτος 1946 , όπως τότε και νυν ισχυρίζεται, μέχρι το μήνα Απρίλιο του έτους 1998 (χρόνο της επικαλούμενης προσβολής). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι και προ του έτους 1988 το επίδικο ακίνητο νέμονταν οι δικαιοπάροχοι των εναγομένων Σ. Γ. και Μ. Κ., το γένος Χ. Γ. (προσθέτως παρεμβαίνοντες), καθώς και η μητέρα τους Κ. Γ., διανοία κυρίων, καθαρίζοντας και εν γένει επιβλέποντας και εποπτεύοντάς το, από το έτος 1969, όταν απεβίωσε ο σύζυγος της Κ. Γ. και πατέρας των λοιπών Χ. Γ. , τον οποίο κληρονόμησαν εξ αδιαθέτου κατ' ιδανικό μερίδιο 3/8 η σύζυγος και 2/8 και 2/8 καθένας από τα τέκνα, αντίστοιχα. Ο Χ. Γ. νεμήθηκε, διανοία κυρίου, το εν λόγω ακίνητο συνεχώς και αδιαλείπτως, τουλάχιστον από το έτος 1958 και μέχρι το θάνατό του το έτος 1969, ασκώντας τις αυτές ως άνω διακατοχικές πράξεις, δηλωτικές εξουσίασης, μετά δε το θάνατό του η νομή του επί του επιδίκου μεταβιβάσθηκε στους ανωτέρω κληρονόμους του και δικαιοπαρόχους των εναγομένων. Όπως προαναφέρθηκε, το επίδικο τμήμα δεν περιλαμβάνεται στο προς δυσμάς όμορο και περιφραγμένο τουλάχιστον από το έτος 1958 ακίνητο, έκτασης αρχικά, προ της ρυμοτόμησής του από την οδό ... (νυν ...), 450 τ.μ. (6 οργυιών), το οποίο περιήλθε κατά κυριότητα στην ενάγουσα με το υπ'αριθμ..../1946 προικοσύμφωνο του Συμβολαιογράφου Μεγάρων Θωμά Μαργέτη από τη μητέρα της Π. Μ., στην οποία είχε περιέλθει με αγορά από την Α. Β. με το υπ'αριθμ..../1946 συμβόλαιο του αυτού ώς άνω Συμβολαιογράφου. Στα ανωτέρω συμβόλαια το μεταβιβασθέν ως προικώο (στο εξ αυτών υπ'αριθμ…, αλλά και το πωληθέν (στο υπ'αριθμ..../1946), ακίνητο περιγράφεται ως συνορεύον ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Γ., απωτάτου δικαιοπαρόχου των εναγομένων, όπως και η ίδια η ενάγουσα οριοθετεί το μεγαλύτερο ακίνητό της. Περαιτέρω με το υπ' αριθμ. .../27.8.1963 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Μεγάρων Γεωργίου Σβολοπούλου, το οποίο αναφέρει ο υιός της ενάγουσας Μ. Σ. ως τίτλο κυριότητας της μητέρας του στην από 10.5.1992 (μη συζητηθείσα) διεκδικητική της κυριότητας αγωγή του κατά των εναγομένων, η μητέρα της ενάγουσας φέρεται να πωλεί και μεταβιβάζει εκ νέου κατά κυριότητα στην τελευταία ακίνητο, έκτασης 315 τ.μ., το οποίο ταυτίζεται με το δυτικά του διαχωριστικού μανδροτοίχου εκτεινόμενο ακίνητο, αδιαμφισβήτητης κυριότητας της ενάγουσας και στο οποίο δεν περιλαμβάνεται το επίδικο τμήμα, γεγονός που δεν αμφισβητεί και η ίδια η ενάγουσα, ισχυριζόμενη αβάσιμα ότι το επίδικο δεν περιελήφθη στο χρονικά μεταγενέστερο συμβόλαιο, προκειμένου κατά την εγγραφή επί του υπολοίπου ακινήτου της υποθήκης υπέρ της Εθνικής Τράπεζας να καταβάλει λιγότερους φόρους. Μάλιστα, όπως ρητά αναφέρεται στο ανωτέρω συμβόλαιο του έτους 1963, το πωλούμενο ακίνητο περιήλθε στη δικαιοπάροχο της ενάγουσας κατά μείζονα έκταση 450 τ.μ., ρυμοτομηθέν υπό της οδού ..., με αγορά από την Α. Β., δυνάμει του προαναφερομένου υπ'αριθμ..../1946 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Μεγάρων Θωμά Μαργέτη. Το ότι το επίδικο τμήμα δεν εμπίπτει στο ακίνητο που μεταβιβάζεται στην ενάγουσα με το προαναφερόμενο πωλητήριο συμβόλαιο ενισχύει σε κάθε περίπτωση την κρίση του Δικαστηρίου ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται ούτε στο ακίνητο που περιγράφεται στο προικοσύμφωνο του έτους 1946, γιατί διαφορετικά η μητέρα της θα της μεταβίβαζε εκ νέου και το τμήμα αυτό. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι στο πωλητήριο συμβόλαιο του έτους 1963 η διαφορά της έκτασης του ακινήτου, που πωλείται στην ενάγουσα (315 τ.μ.), και του ακινήτου, που περιγράφεται στον τίτλο της δικαιοπαρόχου της (450 τ.μ.), δικαιολογείται από τη ρυμοτόμηση του αρχικού μείζονος ακινήτου από την οδό ..., ενώ περαιτέρω στο αυτό ως άνω πωλητήριο συμβόλαιο το μεταβιβαζόμενο κατά κυριότητα στην ενάγουσα ακίνητο αναφέρεται ως οριζόμενο ανατολικά (όπου βρίσκεται το επίδικο) με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Γ. και όχι με υπόλοιπη ιδιοκτησία της ενάγουσας. Εξάλλου, κατά τα προαναφερόμενα ούτε διενέργεια πράξεων νομής επί του επιδίκου τμήματος από την ίδια την ενάγουσα αποδείχθηκε, σε αντίθεση με τις πράξεις νομής επί αυτού από τους εναγόμενους και τους δικαιοπαρόχους τους ως άνω, δεδομένου μάλιστα ότι αυτή είναι μόνιμος κάτοικος Η.Π.Α. ήδη από το έτος 1950 και επομένως αδυνατούσε εκ των πραγμάτων να ασκήσει αυτοπρόσωπη νομή, αλλά ούτε μέσω του υιού της Μ. Σ. αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα νεμήθηκε ποτέ το επίδικο, ενόψει του ότι ο υιός της ασκούσε νομή με διάνοια ίδιας κυριότητας μόνο στο όμορο του επιδίκου περιφραγμένο ακίνητο και στην εντός αυτού υπάρχουσα οικία. Το επίδικο εδαφικό τμήμα τουλάχιστον από το έτος 1958 διαχωρίζεται από το προς δυσμάς όμορο ακίνητο της ενάγουσας με μανδρότοιχο, κατασκευασμένο από την τελευταία, η οποία δε συμπεριέλαβε στην οριοθέτηση της ιδιοκτησίας της και το επίδικο. Επομένως, το ακίνητο της είναι από πολλών ετών περιφραγμένο και σαφώς οριοθετημένο στο έδαφος με σταθερά και απόλυτα υλοποιημένα σύνορα σε σχέση με τις γειτονικές ιδιοκτησίες. Η ενάγουσα ουδέποτε αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο τον ανωτέρω υιό της ή άλλο πρόσωπο, άσκησε επί του επιδίκου πράξεις νομής ως ελεύθερου και εκτός της υπάρχουσας περίφραξης χώρου της προς δυσμάς ιδιοκτησίας της. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι το επίδικο δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ, αρχικά από τον αποβιώσαντα το έτος 1952 σύζυγο της Β. Σ., ούτε στη συνέχεια από τον υιό της, ως χώρος στάθμευσης του τουριστικού τους λεωφορείου, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι περί το έτος1990 ο Δήμος Μεγάρων κατασκεύασε ρείθρο στο πεζοδρόμιο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή έκτοτε η είσοδος στο επίδικο του εν λόγω οχήματος. Ο δε ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το επίδικο αφέθηκε εκτός περίφραξης ακριβώς για να διευκολύνεται η είσοδος και στάθμευση σ'αυτό του τουριστικού λεωφορείου της οικογενείας της δε συνάδει ούτε με τα δίδαγμα της κοινής πείρας και λογικής, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, η στάθμευση του ανωτέρω οχήματος δε θα εμποδιζόταν εάν το επίδικο συμπεριλαμβανόταν στην περιμάνδρωση της λοιπής ιδιοκτησίας της και διανοιγόταν θύρα, προκειμένου να εισέρχεται απ'αυτήν το λεωφορείο στον περιφραγμένο αύλειο χώρο. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι η ενάγουσα δε νεμήθηκε το επίδικο ενισχύεται και από το ότι η τελευταία το έτος 1964 δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1964 συμβολαίου του αυτού ως άνω Συμβολαιογράφου, συνήψε με την Εθνική Τράπεζα της δανειακή σύμβαση και χορήγησε στην δανείστρια τράπεζα δικαίωμα εγγραφής υποθήκης επί ακινήτου, έκτασης 315,09 τ.μ., στο οποίο επίσης δεν περιλαμβάνεται το επίδικο εδαφικό τμήμα, καθόσον στο ανωτέρω συμβόλαιο το ενυπόθηκο περιγράφεται ως περιελθόν κατά κυριότητα στην ενάγουσα με το υπ'αριθμ..../27.8.1963 πωλητήριο συμβόλαιο, δηλ. η ενάγουσα παραχώρησε υποθήκη μόνο επί του περιφραγμένου οικοπέδου της. Εν συνεχεία, το έτος 1968, προκειμένου να νομιμοποιήσει αυθαίρετη οικοδομή στο ακίνητό της, η ενάγουσα υπέβαλε στην αρμόδια πολεοδομία τοπογραφικά διαγράμματα του αρχιτέκτονα μηχανικού Γ. Χ., στα οποία το επί της οδού ... πρόσωπο του ανωτέρω ακινήτου εμφαίνεται ως μήκους 16,56 μ. και 16,70 μ., ήτοι εμφαίνεται ως εκτεινόμενο μέχρι το διαχωριστικό μανδρότοιχο και όχι πέραν αυτού. Εξάλλου ως 16,60 τ.μ. αποτυπώνεται το μήκος τού επί της οδού ... προσώπου του ακινήτου της ενάγουσας και στο τοπογραφικό σκαρίφημα το οποίο επισυνάπτεται στην υπ'αριθμ. 19603/1968 πράξη νομιμοποίησης αυθαιρέτου της Πολεοδομίας, στην οποία το προς ανατολάς όμορο ακίνητο (νυν επίδικο) αναφέρεται ως ιδιοκτησία Χ. Γ., δικαιοπαρόχου των εναγομένων. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν αποδείχθηκε προεχόντως ότι το επίδικο περιλαμβανόταν στον τίτλο της ενάγουσας, ούτε ότι αυτή νεμήθηκε ποτέ το επίδικο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας- λόγος για τακτική δεν τίθεται αφού το επίδικο δεν περιελαμβανόταν στον τίτλο της- η ενάγουσα δεν κατέστη κυρία με παράγωγο τρόπο, ούτε με πρωτότυπο, τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία, ώστε η ένδικη αγωγή με τις προαναφερόμενες βάσεις κτήσης κυριότητας ήταν ουσιαστικά αβάσιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα χωρίς να ενδιαφέρει αν κύριοι ή συγκύριοι του επιδίκου έχουν καταστεί οι εναγόμενοι". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένδικη διεκδικητική αγωγή της. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την διάταξη του άρθρου 1033 Α.Κ., την οποία παρέλειψε να εφαρμόσει, αφού δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στον τίτλο κτήσεως της κυριότητας της ενάγουσας, ήτοι στο .../1946 προικοσύμφωνο του συμβολαιογράφου Μεγάρων Θωμά Μαργέτη, και ως εκ τούτου η σχετική αγωγική αξίωση, που στηριζόταν στην κτήση της κυριότητας επί του επιδίκου δυνάμει του προαναφερόμενου τίτλου, ήταν ουσιαστικά αβάσιμη, γι'αυτό και ο περί του αντιθέτου δεύτερος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ωσαύτως, το Εφετείο διέλαβε σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη κτήσεως της κυριότητας επί του επιδίκου από την ενάγουσα με παράγωγο τρόπο, δυνάμει του ως άνω προικοσύμφωνου, γι'αυτό και ο πρώτος από τον αριθ.19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι επίσης αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙΙΙ. Κατά μεν την παρ.1 του άρθρου 368 ΚΠολΔ "Τo δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης", κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου "Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης". Η χρησιμοποίηση στο μεταγλωττισμένο στη δημοτική κείμενο της τελευταίας διάταξης της λέξης "ειδικές" αντί της λέξης "ιδιάζουσες" οφείλεται σε εσφαλμένη μεταγλώττιση από το κείμενο της καθαρεύουσας, στο οποίο χρησιμοποιείται η λέξη "ιδιάζουσα". Έτσι ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ.3 εδαφ.τελευταίο του ν.1406/1983,λόγω της νοηματικής διαφοράς που προκύπτει, το αρχικό κείμενο της διάταξης που είναι διατυπωμένο στην καθαρεύουσα. Από τις αμέσως πιο πάνω παρατιθέμενες διατάξεις του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς "ειδικές" αλλά "ιδιάζουσες" γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Επομένως αν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματός του δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1960/2006).
Συνεπώς, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια της διατάξεως του άρθρου 559 αρ.10 ΚΠολΔ για το λόγο ότι απέρριψε ως αβάσιμο το αίτημα της αναιρεσείουσας προς διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να διακριβωθεί αν το επίδικο περιλαμβάνεται ή όχι στον τίτλο κτήσης της κυριότητάς της, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, ενόψει και του ότι δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ως παραδοχή ότι απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης για την αντίληψη του ανωτέρω ζητήματος.
IV. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (αρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-4-2008 αίτηση της Ι. Σ. για αναίρεση της υπ'αριθμ.5717/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ