Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Εξύβριση, Απείθεια.
Περίληψη:
Απείθεια (άρθρ. 169 ΠΚ) - στοιχειοθέτηση αυτής. Εξύβριση (άρθρο 361 ΠΚ) - στοιχειοθέτηση αυτής. Αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως. Πότε υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Ποιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί πρέπει να προτείνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο για να υπάρχει υποχρέωση του Δικαστηρίου να απαντήσει αιτιολογημένα. Άρθρα 308 § 3 και 361 § 3 ΠΚ. Δεν προκύπτει ότι προβλήθησαν σαφώς και ορισμένως. Άρθρο 79 ΠΚ. Το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να δικαιολογήσει γιατί δεν επέβαλε εφέσιμο ποινή. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 418/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μαούνη, για αναίρεση της με αριθμό 329/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Νάξου.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Νάξου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Μαΐου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1085/2009.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως, άλλως, εάν κριθεί παραδεκτή, να απορριφθεί ως αβάσιμη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατ' άρθρο 169 Π.Κ. "Με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών τιμωρείται όποιος, ύστερα από νόμιμη πρόσκληση, αρνείται σε κάποιον από τους υπαλλήλους του άρθρου 13 παρ. α', χωρίς αντίσταση, την υπηρεσία ή συνδρομή που οφείλεται κατά το νόμο ή την είσοδο σε οποιοδήποτε μέρος για να επιχειρηθεί κάποια νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια". Ούτω για την στοιχειοθέτηση της αξιοποίνου πράξεως της απειθείας απαιτείται: α) ύπαρξη υποχρεώσεως σε παροχή υπηρεσίας, ως υπηρεσίας νοουμένης θετικής ενεργείας του προσκαλουμένου σε θετική πράξη του υπαλλήλου, β) νόμιμη πρόσκληση υπαλλήλου, ως τοιούτου νοουμένου εκείνου του άρθρου 13 στοιχ. α' (και δεν περιλαμβάνονται και οι του άρθρου 363α), γ) άρνηση του προσκληθέντος χωρίς αντίσταση, η οποία (άρνηση) μπορεί να είναι είτε παθητική, είτε ενεργός λ.χ. με χειρονομίες και δ) δόλος, αρκεί και ενδεχόμενος που περιλαμβάνει την γνώση της ιδιότητος του προσώπου που απευθύνει την πρόσκληση και προς το οποίο απευθύνεται η άρνηση, καθώς και τη θέληση μη συμμορφώσεως.
Περαιτέρω κατ' άρθρον 361 ΠΚ "'Οποιος εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363) προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή...". Ούτω για την στοιχειοθέτηση της εξυβρίσεως απαιτείται: α) προσβολή της τιμής, δηλαδή αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του παθόντος, είτε περιφρόνηση γι' αυτόν από το δράστη, εκτιμωμένων των σχετικών εκφράσεων "κατά την κοινή αντίληψη", β) η προσβολή να αφορά ζώντα φυσικά πρόσωπα ασχέτως με την κατάστασή των ή την ηλικία των, γ) εξωτερίκευση της προθέσεως εξυβρίσεως γραπτώς ή προφορικώς με λέξεις ή φράσεις ή με άλλο τρόπο που κατ' αντικειμενική κρίση περιέχουν προσβολή της τιμής, δ) δόλος του δράστη εγκείμενος στην πρόθεση αυτού για την τελευταία αυτή και γνώση ότι με τοιαύτη οικειοθελή ενέργεια προσβάλλεται η τιμή του άλλου. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ιδίου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να ορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβεν υπ' όψη του και συνεξετίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνον μερικά εξ αυτών κατ' επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Π.Δ. (Ολ.ΑΠ 1/2005). Επίσης η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 Π.Κ. για την θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός εάν ο νόμος απαιτεί η πράξη να έχει τελεστεί "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού (ότε δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος) ή με σκοπό την πρόκληση ορισμένου αποτελέσματος, οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και σ'αυτά.
Περαιτέρω λόγον αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως αποτελεί κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή του, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ.329/2009 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Νάξου, τούτο εδέχθη, μετ' αναφορά κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων που έλαβεν υπ' όψη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του περί τα πράγματα, και δή "από την κατάθεση των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος στις 3-8-2008 περί ώρα 13.00 βρισκόταν στο λιμένα της Ίου σε χώρο που απαγορεύεται βάσει του κανονισμού κίνησης του λιμένος να παραμένουν οι ταξιδιώτες κατά το χρόνο που δε λαμβάνει χώρα επιβίβαση και αποβίβαση σε πλοίο, για λόγους ασφαλείας. Για το λόγο αυτό τον πλησίασε ο μηνυτής Θ, ο οποίος είναι λιμενικός και εκείνη την ώρα βρισκόταν ένστολος σε υπηρεσία και του ζήτησε να αποχωρήσει από το συγκεκριμένο σημείο και να κατευθυνθεί προς τον ειδικό χώρο συγκέντρωσης των ταξιδιωτών. Ο κατηγορούμενος, καίτοι αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για νόμιμη πρόσκληση ενέργειας από υπάλληλο στον οποίο έχει ανατεθεί η άσκηση δημόσιας υπηρεσίας, αρνήθηκε να υπακούσει, παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις του λιμενικού, χωρίς όμως να προβάλει αντίσταση. Επίσης, παρά το ότι του ζητήθηκε να δώσει τα στοιχεία του, αυτός δεν το έκανε. Τα ως άνω επιβεβαιώνονται από τις καταθέσεις των μαρτύρων και ομολογούνται και από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο μηνυτής, προκειμένου να απομακρύνει τον κατηγορούμενο από το λιμένα και να οδηγήσει τον κατηγορούμενο στο λιμεναρχείο, χρειάστηκε να ζητήσει τη συνδρομή έτερου συναδέλφου του, ενώ κατά τη διάρκεια του περιστατικού αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος με σκοπό καταφρονήσεως προς το πρόσωπο του εγκαλούντα απηύθυνε σε αυτόν τη φράση "είσαι άρρωστος" υπονοώντας ότι είναι υπερβολικός και παράλογος, με αποτέλεσμα να προσβληθεί η τιμή του εγκαλούντος, ο οποίος εκείνη την ώρα ασκούσε τα νόμιμα καθήκοντα του. Ενόψει των ως άνω αποδειχθέντων ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τις πράξεις που κατηγορείται, πρέπει, όμως, να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α ΠΚ, καθώς, όπως αποδείχθηκε, έως την τέλεση των ανωτέρω αδικημάτων, αυτός διήγε έντιμο οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό βίο". Μετά ταύτα το άνω δικαστήριο εκήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 περ'α' του Π.Κ. του ότι: Στην Ίο Κυκλάδων στις 3-8-2008 τέλεσε τα κάτωθι :Α) Αρνήθηκε σε κάποιον από τους υπαλλήλους του άρθρου 13 εδ. α' ΠΚ χωρίς αντίσταση την συνδρομή που όφειλε κατά το νόμο και συγκεκριμένα αν και κλήθηκε νόμιμα από τον Λιμενικό του Λιμεναρχείου ?ου Θ να απομακρυνθεί από τον χώρο της προβλήτας στο περίφρακτο λιμάνι της ?ου αρνήθηκε να απομακρυνθεί, καίτοι διέπραξε το αδίκημα της εξύβρισης επ' αυτοφώρω κατά του εγκαλούντα Θ, παρά τις επανειλημμένες κλήσεις των Λιμενικών οργάνων με σκοπό να αποφύγει την διαδικασία του αυτοφώρου. Β) Πρόσβαλε την τιμή άλλου με λόγο και συγκεκριμένα προς εκδήλωση καταφρονήσεως στο πρόσωπο του εγκαλούντα Θ, του απηύθυνε τη φράση "είσαι άρρωστος", με αποτέλεσμα να προσβληθεί η τιμή του ανωτέρω εγκαλούντα. Με τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο Νάξου διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του, την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της απειθείας και της εξυβρίσεως για τα οποία και κατεδικάσθη ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 169 και 361 παρ. 1 Π.Κ. που εφήρμοσε, χωρίς ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου να τις παραβιάσει. Ειδικότερα εκθέτει την νόμιμη υποχρέωση του κατηγορουμένου να παράσχει υπηρεσία στον εγκαλούντα λιμενικό υπάλληλο, την νόμιμη πρόσκληση του τελευταίου προς τον αναιρεσείοντα να απομακρυνθεί από τον χώρο, όπου ευρίσκετο, βάσει του κανονισμού κινήσεως του λιμένος, και την άρνηση αυτού να το πράξει ως και τον δόλον του αναιρεσείοντος συνιστάμενο στη γνώση της ιδιότητος του ανωτέρω προσκαλούντος, ο οποίος ήτο ένστολος και την εξυβριστική έκφραση με την οποίαν προσεβλήθη η τιμή αυτού. Μετά ταύτα οι σχετικοί λόγοι της αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην απόφαση και (περί) εσφαλμένης εφαρμογής των ανωτέρω ουσιαστικών διατάξεων και ιδία της του άρθρου 169 Π.Κ. από αυτή, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Καθ' ό μέρος δε με αυτούς επιχειρείται, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, διάφορος εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, ούτοι είναι απαράδεκτοι, διότι πλήττουν την ουσία της υποθέσεως και, εντεύθεν, απορριπτέοι. Η κατά τις αναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στην απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, οίος είναι, μεταξύ άλλων, και αυτός της δικαιολογημένης αγανακτήσεως των άρθρων 308 παρ. 3 και 361 παρ. 3 Π.Κ. και αν προβληθεί κατά τρόπο παραδεκτό και ορισμένο από τον κατηγορούμενο, πρέπει να απαντηθεί με επαρκή αιτιολογία από το δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ουδείς τοιούτος ισχυρισμός προεβλήθη, είτε από τον κατηγορούμενο είτε από τον συνήγορό του, ο οποίος ιδία κατά λέξη απλώς " ανέπτυξε την υπεράσπιση και ζήτησε την απαλλαγή του κατηγορουμένου" και "ο κατηγορούμενος ρωτήθηκε από την Πλημμελειοδίκη εάν έχει να προσθέσει οτιδήποτε για την υπεράσπισή του και απάντησε αρνητικά".
Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, στα πλαίσια της ελλείψεως αιτιολογίας ότι δεν απαντήθη ο εκ του άρθρου 308 παρ. 3 ισχυρισμός (προφανώς εννοεί 361 παρ.3), αλυσιτελώς προβάλλεται, ερειδόμενος επί αναληθούς προϋποθέσεως, και είναι, εντεύθεν, αβάσιμος και απορριπτέος. Εκ του άρθρου 79 Π.Κ. προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής μέσα στα όρια που ο νόμος ορίζει ανήκει στην κυριαρχική εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας που λαμβάνει υπ' όψη του τη βαρύτητα της πράξεως και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τις οδηγίες των παραγράφων 2 και 3 του ιδίου άρθρου. Επιβολή ποινής υψηλοτέρας εκείνης που προσήκει κατά την κρίση του δικαστηρίου απλώς και μόνο για να μπορεί να εκκληθεί η απόφαση, είναι αντίθετη με την προαναφερθείσα διάταξη.
Συνεπώς δεν είναι παραδεκτή η υποβολή αιτήματος του κηρυχθέντος ενόχου κατηγορουμένου για την επιβολή σ' αυτόν εφεσίμου ποινής, ούτε, οφείλει το δικαστήριο επιβάλλον την προσήκουσα κατά την κρίση του ποινή να αιτιολογήσει ιδιαιτέρως την μη αποδοχή του σχετικού αιτήματος. Κατ' ακολουθίαν ο σχετικός τελευταίος λόγος αναιρέσεως για αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος περί επιβολής εις τον κατηγορούμενο ποινής εφεσίμου, είναι απαράδεκτος και εξ αυτού απορριπτέος.
Μετά πάντα ταύτα η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28/5/2009 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 329/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Νάξου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 25 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ