Θέμα
Ισχυρισμός αυτοτελής, Πρακτικά συνεδρίασης, Προφορική ανάπτυξη.
Περίληψη:
Αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρίστηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτά, εφόσον από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς του. Διαφορετικά, ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επ' αυτού. Από τις διατάξεις των άρθρων 331,141 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει με σαφήνεια ότι οι διάδικοι δικαιούνται να εγχειρίσουν σε αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση εγγράφως τις δηλώσεις τους, επομένως και τους ισχυρισμούς τους, πρέπει όμως να προβάλουν και να αναπτύξουν αυτούς και προφορικά κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς τους, ώστε να γίνουν αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση. Αυτό άλλωστε επιβάλλεται και από την αρχή της προφορικότητας της επ' ακροατηρίω κυρίας διαδικασίας, η οποία καθιερώνεται από το άρθρο 331 του ΚΠΔ και η οποία, όχι μόνο δεν περιστέλλεται με την προαναφερθείσα διάταξη, αλλά αντιθέτως ενισχύεται, αφού η καταχώριση των δηλώσεων αυτών στα πρακτικά τελεί, εκτός των άλλων, και υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης προφορικής ανάπτυξή τους(Ολομ. ΑΠ 2/2005 ΠοινΔικ.8.656. ΝοΒ 53.1321 και Ποιν. Χρον. ΝΕ. 783). (Επιμέλεια περίληψης: Ευριπίδης Αντωνίου, επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου)
Αριθμός 2/2005
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ - Β' ΣΥΝΘΕΣΗ(ΠΟΙΝΙΚΗ)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Κάπο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπρόεδρο, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Ιωάννη Βερέτσο, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Γεώργιο Ναυπλιώτη, Ανάργυρο Πλατή, Κωνσταντίνο Μουλαγιάννη, Γεώργιο Σαραντινό, Γεώργιο Αμελαδιώτη, Στέφανο Γαβρά, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Βούλγαρη, Ευάγγελο Σταυρουλάκη, Δημήτριο Λοβέρδο, Γεώργιο Φώσκολο, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Βασίλειο Ρήγα, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Φώτιο Καϋμενάκη – Εισηγητή, Γεώργιο Καράμπελα και Μιχαήλ Δέτση, Αρεοπαγίτες.Με την παρουσία και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του καταστήματός του, την 17 Φεβρουαρίου 2005, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος –κατηγορουμένου ……..., κατοίκου …….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Χαλιακόπουλο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 44734/2003 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αθανάσιος Γιαννόπουλος.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την υπ' αριθμ. 44734/2003 απόφασή του, διέταξε όσα αναφέρονται σ' αυτή.
Και ο αναιρεσείων ζητάει τώρα την αναίρεση της αποφάσεως αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Νοεμβρίου 2003 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2195/2003.
Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 2015/2004 απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού.
Αφού άκουσε τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε με την υπ' αριθμ. 2015/2004 απόφαση του ΣΤ' Τμήματος, λόγω λήψεως της απόφασης με πλειοψηφία μίας ψήφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988) και 3 παρ. 2 του ν. 3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 113 παρ. 1β' του ν. 1756/1988, ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προβληθέντος ενώπιον του Εφετείου αυτοτελούς ισχυρισμού για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 331 του ΚΠΔ, η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά. Για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά, και η απόφαση απαγγέλλεται προφορικά και διατυπώνεται εγγράφως σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 140-144. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 141 παρ. 1 εδάφιο πρώτο του ΚΠΔ, τα πρακτικά συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν με συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων και τις προσθήκες ή τις διαφορές των καταθέσεων που γίνονται στο ακροατήριο σε σχέση με εκείνες που έγιναν στην ανάκριση, όπως επίσης και τα συμπεράσματα των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων, τις απολογίες και τις δηλώσεις των κατηγορουμένων και των αστικώς υπευθύνων, τις προτάσεις και τις αιτήσεις του εισαγγελέα και των διαδίκων, τις αποφάσεις του δικαστηρίου και τις διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση και γενικά κάθε αξιόλογο γεγονός κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Στην παρ. 2 εδάφιο πρώτο του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώρηση κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στο νόμο, και να παραδίδουν γραπτώς σε αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση τις δηλώσεις τους που αναπτύχθηκαν προφορικά. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει με σαφήνεια ότι οι διάδικοι δικαιούνται να εγχειρίσουν σε αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση εγγράφως τις δηλώσεις τους, επομένως και τους ισχυρισμούς τους, πρέπει όμως να προβάλουν και να αναπτύξουν αυτούς και προφορικά κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς τους, ώστε να γίνουν αντικείμενο έρευνας Κατά τη συζήτηση. Αυτό άλλωστε επιβάλλεται και από την αρχή της προφορικότητας της επ' ακροατηρίου κυρίας διαδικασίας, η οποία καθιερώνεται από το άρθρο 331 του ΚΠΔ και η οποία, όχι μόνο δεν περιστέλλεται με την προαναφερθείσα διάταξη, αλλά αντιθέτως ενισχύεται, αφού η καταχώριση των δηλώσεων αυτών στα πρακτικά τελεί, εκτός των άλλων, και υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης προφορικής ανάπτυξής τους. Έτσι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στον διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, εφόσον από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελιώσεώς του. Διαφορετικά ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε αυτόν.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον μοναδικό λόγο της πρώτης από 21-11-2003 αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η πλημμέλεια ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε, χωρίς αιτιολογία, ο αυτοτελής ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. α' και β' ΠΚ. Ο λόγος όμως αυτός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια είναι αβάσιμος, γιατί, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν είχε προβληθεί παραδεκτώς, αφού ναι μεν είχε περιληφθεί σε υπόμνημα του αναιρεσείοντος που ενσωματώθηκε στα πρακτικά, πλην όμως δεν αναπτύχθηκε και προφορικά ούτε προκύπτει ότι το εν λόγω υπόμνημα αναγνώσθηκε στο ακροατήριο ή ότι έγινε προφορική αναφορά του αναιρεσείοντος ή του συνηγόρου του στο ουσιώδες περιεχόμενο αυτού. Επομένως το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να αιτιολογήσει τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό.
Μετά από αυτά, ενόψει του ότι με την παραπεμπτική απόφαση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος έχει ήδη απορριφθεί η δεύτερη από 24-11-2003 αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής από 17-9-2004 πρόσθετοι λόγοι, πρέπει να απορριφθεί και η κρινομένη πρώτη από 21-11-2003 αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 24-11-2003 και 21-11-2003 αιτήσεις του ……….. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 44734/2003 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και,
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια δέκα (210) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος που ορίζεται σε τετρακόσια σαράντα (440) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 21 Απριλίου 2005. Και,
Δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 12 Μαiου 2005.