Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1405 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ηθική αυτουργία, Δεδικασμένο.




Περίληψη:
Έφεση Εισαγγελέα Εφετών ειδικά αιτιολογημένη κατά αθωωτικής αποφάσεως Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών. Απορρίπτεται ως αβάσιμος 1ος λόγος αιτήσεως (Η΄). Καταδικάστηκαν η μεν 1η αναιρεσείουσα για κακουργηματική απάτη, ο δε 2ος για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή. Το Δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του ειδική αιτιολογία. Όχι έλλειψη νόμιμης βάσης. Αυτοτελής ισχυρισμός (για ελαφρυντικό 84 § 2 ε ΠΚ) αόριστος και εντεύθεν απαράδεκτος. Όχι υποχρέωση απαντήσεως. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι 2ος, 3ος, 4ος πρόσθετοι λόγοι (Δ΄ και Ε΄). Όχι αιτιολογία συνηγόρου. Απορρίπτεται 1ος πρόσθετος λόγος (Α΄). Όχι δεδικασμένο από τις 408/2001 Τριμελές Εφετείο Λάρισας και 822/1999 Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας, γιατί δεν υφίσταται ταυτότητα αξιόποινης πράξης (άλλος παθών). Απορρίπτεται 3ος λόγος αίτησης. Νόμιμη παράσταση πολιτικής αγωγής. Απορρίπτεται 2ος λόγος αίτησης. Απορρίπτει.





Αριθμός 1405/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1 , που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Βλαχογιάννη και 2)Χ2 , που εκπροσωπήθηκε από τον αυτό ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, κατοίκων αμφοτέρων ....... Αττικής, για αναίρεση της 336α και 394/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Τεχνική Εταιρία με την επωνυμία "ΑΚΤΩΡ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε.", που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεόδωρο Παναγιώτου. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Οκτωβρίου 2006 αίτησή τους αναιρέσεως, ως και στο από 5 Φεβρουαρίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1710/2006.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 1 και 498 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η έκθεση, που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ένδικου μέσου της εφέσεως, πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠοινΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και ισχύει από 4-6-1996, "η άσκηση έφεσης από τον Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αξιούμενη αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του ένδικου αυτού μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από τον Εισαγγελέα των λόγων της εφέσεως, στην οποία πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Όταν δε η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως έχει την πιο πάνω απαιτούμενη αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τη δέχεται τυπικά και προβαίνει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως, δεν υπερβαίνει την εξουσία του και δεν ιδρύεται στην περίπτωση αυτή ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη336α-394/2006 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, το εν λόγω Δικαστήριο δέχθηκε τυπικά την από Ί8-12-2003 έφεση Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Παναγιώτη Ματζούνη κατά της 3256/2003 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών και στη συνέχεια, αφού εξέτασε την ουσία της υποθέσεως, κήρυξε ενόχους, κατά πλειοψηφία του κατηγορουμένους, και ήδη αναιρεσείοντες, Χ1 , και Χ2 για τις αξιόποινες πράξεις της κακουργηματικής απάτης και της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή, αντίστοιχα, και επέβαλε στην πρώτη απ' αυτούς ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως, και στο δεύτερο ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών. Στην ανωτέρω έφεση του άνω Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών, στην οποία παραδεκτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για τον αναιρετικό έλεγχο, αναφέρεται ότι ο εκκαλών Εισαγγελέας ασκεί έφεση κατά της προδιαληφθείσας αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκαν αθώοι οι αναιρεσείοντες για τις πράξεις, ενώ έπρεπε να κηρυχθούν ένοχοι, γιατί "η τέλεσή τους προέκυπτε σαφώς και πέρας πάσης αμφιβολίας από το αποδεικτικό υλικό, ήτοι από τους μάρτυρες και τα έγγραφα. Ειδικότερα, η Χ1 κατά το χρονικό διάστημα από 30-11-94 έως 15-12-94, ενώ ήτο υπεύθυνη λογιστηρίου του ΕΡΓΟΤΑΞΙΟΥ της κοινοπραξίας με την επωνυμία "ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ Α.Ε ΚΑΙ ΣΙΑ" που είχε αναλάβει την εκτέλεση του 1/2 περίπου του έργου συμφερόντων της ΔΕΗ "Εκσκαφή - φόρτωση - μεταφορά και απόθεση 5,5 Χ 106 FM3 υπερκειμένων άγονων υλικών από την περιοχή της προτομής του Ορυχείου Χωρεμίου του Λιγνιτικού Κέντρου Μεγαλόπολης" (από την ανάδοχο αυτού κοινοπραξία με την επωνυμία "ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ Α.Ε"), αφού κατάρτισε τα πλαστά υπ' αριθμ. ....., ......, ...... και ....... τιμολόγια παροχής υπηρεσιών με δήθεν εκδότη τον υπεργολάβο του ΕΡΓΟΤΑΞΙΟΥ Γ1, ποσού εκάστου, μαζί με τον Φ.Π.Α, 11.800.000, 11.800.000, 9.145.000 και 9.711.400 δρχ., συνολικά 42.456.400 δρχ., τα υπέβαλε στην άνω κοινοπραξία παριστάνουσα ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους του κεντρικού λογιστηρίου της, που λειτουργούσε στην έδρα της στο Χαλάνδρι Αττικής, ότι δήθεν ο εκδότης τούτων Γ1 εξετέλεσε προς εξυπηρέτηση του αναληφθέντος έργου της κοινοπραξίας διάφορες χωματουργικές εργασίες (φόρτωση, μεταφορά, χωμάτων κ.λ.π) στις θέσεις ..... και ..... Χωρεμίου, αξίας 42.456.400 δρχ., και έτσι τους παρέπεισε να εγκρίνουν την εξόφληση των άνω τιμολογίων από τον λογαριασμό όψεως του εργοταξίου, της άνω κοινοπραξίας που ετηρείτο στην Εμπορική Τράπεζα της Μεγαλοπόλεως, που εκινείτο από τον Χ2, ο οποίος και ανέλαβε το άνω χρηματικό ποσό, το οποίο ωφελήθη ούτος παρανόμως με αντίστοιχη ζημία της άνω κοινοπραξίας, ενώ η αλήθεια την οποίαν γνώριζε και τους απέκρυψεν η άνω κατηγορουμένη ήτο ότι ο Γ1 ουδέποτε ηργάσθη στην άνω κοινοπραξία, ούτε εξετέλεσε τις παραπάνω εργασίες, οι οποίες είχαν εκτελεσθεί από άλλα συνεργεία. Η κατηγορουμένη Χ1 ετέλεσε την άνω πράξη της απάτης προς όφελος του συγκατηγορουμένου της Χ2, με τον οποίον συνδέεται με στενή συγγένεια (πενθερός της) και ο οποίος, ως έχων άμεσο οικονομικό όφελος, ήτο εκείνος που της προκάλεσε την σχετικήν απόφαση προς τέλεσή της. Εξάλλου αυτός έχει καταδικασθεί με την υπ' αριθ. 2086/16-7-99 απόφαση του Τριμ. Πλημ/κείου Ναυπλίου για παρομοίαν πλαστογραφίαν σε βάρος της ίδιας κοινοπραξίας (ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ Α.Ε ΚΑΙ ΣΙΑ) και δη των υπ' αριθ. .... και .... τιμολόγια 9.381.000 και 9/889.108 δρχ. με δήθεν εκδότη τον Δ1 για δήθεν χωματουργικές εργασίες για λογαριασμό της άνω κοινοπραξίας με σκοπό να εισπράξει τα αντίστοιχα ποσά τους. Οι υπό κρίση αξιόποινες πράξεις της απάτης και της ηθικής αυτουργίας σ' αυτήν τελέσθηκαν κατ' επάγγελμα, δεδομένου ότι από την επανειλημμένη τέλεσή τους οι κατηγορούμενοι απέβλεπαν στον πορισμό εισοδήματος". Έτσι όπως έχει η έφεση του πιο πάνω Εισαγγελέα, περιέχει την κατά τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠοινΔ απαιτούμενη για την άσκησή της ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον ο Εισαγγελέας στη συνταχθείσα σχετική έκθεση εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τις συγκεκριμένες πραγματικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία οι εν λόγω κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν αθώοι, και δη της κακουργηματικής απάτης η πρώτη απ' αυτούς και της ηθικής αυτουργίας στην εν λόγω πράξη ο δεύτερος, και, επί πλέον, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων των πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων, όπως και τα αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η ενοχή των κατηγορουμένων και εντεύθεν η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Μετά από ο αυτά, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο έκρινε ως τυπικά δεκτή την ανωτέρω έφεση του Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών και, μετά την απόρριψη σχετικής ενστάσεως των κατηγορουμένων, επιλήφθηκε της κατ' ουσίαν έρευνας της υποθέσεως, δεν υπερέβη την εξουσία του, ο δε περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Ποιν.Δ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος, και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Κατά την παράγραφο δε 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου 386 ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ 4 του Ν.2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ). Η νεότερη αυτή διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, ως αξιώνουσα πρόσθετα στοιχεία για την κακουργηματική μορφή του εγκλήματος της απάτης, είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο και, επομένως, πρέπει αυτή να εφαρμόζεται αναδρομικά και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως (άρθρο 2 § 1 του Π.Κ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε . Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται: α)πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο άμεσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κλπ, β)δια πράξη από άλλον της πράξεώς αυτής και γ)δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή, ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για τη διάπραξη από τον άλλο της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τη θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 336α και 394/2006 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν (κατά τη γνώμη που επικράτησε στο εν λόγω Δικαστήριο) τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 8-3-1994 η ΔΕΗ διενήργησε ανοιχτό διαγωνισμό για την εκτέλεση του έργου "εκσκαφή-φόρτωση-μεταφορά και απόθεση υπερκειμένων άγονων υλικών από την περιοχή προτομή του ορυχείου Χωρεμίου του Λιγνιτικού κέντρου Μεγαλόπολης".Μειοδότης στο διαγωνισμό αυτό αναδείχθηκε και ανακηρύχθηκε ανάδοχος του έργου η Κοινοπραξία "ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ". Την κοινοπραξία αυτή είχαν συστήσει η Ανώνυμη Τεχνική εταιρία ΑΚΤΩΡ ΑΕ και η ΑΤΕΚ ΑΕ με το με αριθμό ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης Θεοδωρακοπούλου, ενώ τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το από ...... ιδιωτικό συμφωνητικό που θεωρήθηκε νόμιμα από την αρμόδια Δ.Ο.Υ Χαλανδρίου. Στη συνέχεια με το από ..... ιδιωτικό συμφωνητικό, που θεωρήθηκε νόμιμα από την αρμόδια Δ.Ο.Υ Χαλανδρίου, η ανάδοχος του έργου Κοινοπραξία μαζί με τους Ε1, Ε2, Χ2 (1ο κατηγορούμενο) και πατέρα του συζύγου της δεύτερης κατηγορουμένης, και δη πατέρα του ενόρκως εξετασθέντος στο ακροατήριο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου μάρτυρα Ε2, και την "Ε.Ε ....¨ συνέστησαν μεταξύ τους κοινοπραξία με την επωνυμία "Κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ και Σία" (Κοινοπραξία εκτέλεσης), με σκοπό τη με κοινές δαπάνες και φροντίδα των μελών της εκτέλεση του έργου αυτού. Με το πιο πάνω από ....... συμφωνητικό για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού η εν λόγω κοινοπραξία χωρίστηκε σε δύο ομάδες, κάθε μία από τις οποίες ανέλαβε την εκτέλεση του 1/2 περίπου του όλου έργου, με δικές της φροντίδες, δαπάνες, προσωπικό, μηχανήματα, για δικό της όφελος και με δικούς της κινδύνους και ζημία. Η πρώτη (εργοτάξιο Α') αποτελούμενη, ως ανωτέρω διαλαμβάνεται, εκ των ανωτέρω ομάδων αποτελείτο από την Κοινοπραξία "ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ" (ανάδοχος του έργου), καθώς και την εταιρία "..... Ε.Ε" (στη θέση της οποίας αργότερα, ήτοι στις 9-5-1995, λόγω αποχωρήσεώς της, εισήλθε η εταιρία ΑΚΤΩΡ ΑΤΕ). Η δεύτερη ομάδα (ονομαζόμενη και Εργοταξίου Β') αποτελείτο από τους Ε1, Ε3 (ήδη εξετασθέντα, ως ανωτέρω στα πρακτικά, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου μάρτυρα) και τον πρώτο κατηγορούμενο Χ2, με ποσοστά συμμετοχής του καθ' ενός απ' αυτούς 25%, 25% και 50%. Δυνάμει του ανωτέρω από ...... κοινοπρακτικού εγγράφου διαχειριστής της κοινοπραξίας ορίσθηκε ο ΣΤ1, αναπληρωτής δε αυτού ο Ε1. Για την εξυπηρέτηση των συναλλαγών κάθε ομάδας με τους τρίτους οργανώθηκε στον τόπο του αναληφθέντος ως άνω έργου, στη Μεγαλόπολη, ένα λογιστήριο υπεύθυνη του οποίου ήταν η β' κατηγορουμένη, της Κοινοπραξίας εκτέλεσης, το οποίο διεκπεραίωνε χωριστά τις εργασίες των δύο εργοταξίων, με ιδιαίτερα βιβλία και στοιχεία, για το καθένα από τα δύο εργοτάξια, επί πλέον δε ανοίχθηκαν στο Υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας στη Μεγαλόπολη δύο τραπεζικοί λογαριασμοί όψεως, ένας για το εργοτάξιο Α' και ένας για το εργοτάξιο Β'. Τον λογαριασμό της ομάδας Β' δυνάμει πληρεξουσίου που τους χορήγησε ο ανωτέρω ΣΤ1, ως εκπρόσωπος της Κοινοπραξίας εκτέλεσης, μπορούσαν να τον κινήσουν τα μέλη αυτής Ε1 και Χ2 (1ος κατηγορούμενος), ενώ την τήρηση των στοιχείων και βιβλίων του εργοταξίου Β' (της ομάδας Β'), ειδικότερα, είχε αναθέσει ο τελευταίος στη δεύτερη κατηγορουμένη, Χ1, σύζυγο του γιου του Ε2, ήδη ως άνω εξετασθέντος μάρτυρα Ε2. Η ανωτέρω δεύτερη κατηγορουμένη ήταν παράλληλα και υπεύθυνη του λογιστηρίου της Ε.Π.Ε "........", νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο κατηγορούμενος Χ2. Στις 24-8-1994 ο ανωτέρω Ε1, μέλος της ανωτέρω Β' ομάδας ("Εργοτάξιο Β'"), συμφώνησε με την προαναφερόμενη "ΕΠΕ...." και ανέθεσε σ' αυτή την υπεργολαβική εκτέλεση μέρους του έργου της ομάδας Β' (με συμφωνηθείσα τιμή μονάδας για κάθε κυβικό μέτρο που θα διακινούσε 160 δρχ.). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το όλο έργο, συνολικού πιστοποιηθέντος ποσού 1.391.801.668 δραχμών, εκτελέστηκε στο σύνολό του εμπρόθεσμα και τυπικά μεν (έναντι) της ΔΕΗ και των τρίτων συναλλασσομένων) από την "Κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ", σύμφωνα, όμως, με το ανωτέρω από ..... ιδιωτικό συμφωνητικό η ομάδα Α' ("εργοτάξιο Α'"), από την "Κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ" και την "Ε.Ε. ......" (και μετά την αποχώρησή της από την "ΑΚΤΩΡ ΑΤΕ"), εκτέλεσε μέρος του πιστοποιηθέντος έργου, αξίας 685.972.271 δραχμών, ενώ η ομάδα Β' ("εργοτάξιο Β'"), αποτελούμενη από τους Ε1, Ε3 και Χ2 (1ο κατηγορούμενο), εκτέλεσε (μαζί και με τον υπεργολάβο "ΕΠΕ ....... " έτερο (το υπόλοιπο μέρος του πιστοποιηθέντος έργου, αξίας 707.829.397 δραχμών. Η ανωτέρω υπεργολάβος "ΕΠΕ ......." πληρωνόταν με βάση τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που η ίδια εξέδιδε, για τις εκτελεσθείσες εργασίες από την ίδια και τους συνεργάτες της, από το λογαριασμό όψεως της ομάδας Β' που τηρείτο, ως ανωτέρω, στο Υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας στη Μεγαλόπολη, τον οποίο κατά τα ανωτέρω κίνησε, κυρίως, ο 1ος κατηγορούμενος Χ2, τα τιμολόγια δε αυτά υπεβάλλοντο προς έλεγχο και πληρωμή τους στο λογιστήριο της Κοινοπραξίας Εργοταξίου Β' στη Μεγαλόπολη, το οποίο εποπτευόταν από τη δεύτερη κατηγορουμένη (και κατεχωρούντο ως έξοδα, από το λογιστήριο της). Στη συνέχεια τα ανωτέρω τιμολόγια, όπως εξάλλου και όλα τα άλλα τιμολόγια, που αφορούσαν το έργο, αφού είχαν προηγουμένως εξοφληθεί προς τους τρίτους και έφεραν τη σφραγίδα "εξοφλήθη", αποστέλλοντο κάθε μήνα στο κεντρικό λογιστήριο της Κοινοπραξίας Εκτέλεσης του έργου στο Χαλάνδρι Αττικής (οδός Φιλελλήνων αριθ. 18) προς καταχώρησή τους στα βιβλία της τελευταίας. Στα πλαίσια της οργανωτικής αυτής διαδικασίας υποβλήθηκαν προς πληρωμή στο λογιστήριο του εργοταξίου Β'- ομάδας Β' στη Μεγαλόπολη και πληρώθηκαν από το λογαριασμό όψεως αυτής (τον οποίο κινούσε στην πραγματικότητα πλέον μόνο, όπως ανωτέρω μνημονεύεται, ο Χ2) και τα με αριθμούς ......, ......, ..... και ..... τιμολόγια παροχής υπηρεσιών με φερόμενο εκδότη αυτών τον Γ1, προς την Κοινοπραξία εκτέλεσης του όλου έργου με την επωνυμία "Κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ και Σία" για φερόμενες ως εκτελεσθείσες από τον ανωτέρω αναφερόμενο ως εκδότη χωματουργικές εργασίες, συνολικής αξίας, μαζί με τον ανάλογο ΦΠΑ, 42.456.400 δραχμών (ήτοι 11.800.000, 11.800.000, 9.145.000 και 9.711.000 δραχμών αντιστοίχως) και με σφραγίδα "Γ1 ΧΩΜΑΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ-ΥΛΙΚΑ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ". Τα ανωτέρω, όμως, τιμολόγια ήσαν πλαστά καθόλο το περιεχόμενό τους, και δη ο εν λόγω Γ1 ουδέποτε εξέδωσε (δηλαδή υπέγραψε και συνέταξε) αυτά, ούτε έθεσε επ' αυτών την (ψευδή) σφραγίδα της Επιχείρησής του με στοιχεία "Γ1 Χωματουργικές Εργασίες-Υλικά Οικοδομών", όπως ψευδώς φέρονταν σ' αυτά, ενώ, άλλωστε, ούτε έθεσε και την αληθινή επ' αυτών σφραγίδα της επιχείρησής του, η οποία είχε τις ακόλουθες ενδείξεις: "Γ1-ΥΛΙΚΑ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ-....... ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ-ΑΦΜ .... - Δ.Ο.Υ ...... ". Όσον αφορά τα ανωτέρω τέσσερα (4) τιμολόγια, η Δ.Ο.Υ Καρδίτσας ζήτησε το Νοέμβριο του έτους 1995 από τον άσχετο προς το ανωτέρω έργο προαναφερόμενο (και φερόμενο ως εκδότη τους) Γ1, κατόπιν των προς αυτήν από Οκτωβρίου 1995 και από Ιανουάριο 1996 απευθυνομένων εγγράφων της ΥΠΕΔΑ-Αθηνών, 2 μπλόκ τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, καθώς και το βιβλίο εξόδων-εσόδων του, προκειμένου να τα ελέγξει. Πράγματι με τη συνοδεία, του λογιστή του, Ζ1 προσήλθε το Δεκέμβριο 1995 ο Γ1 και παρέδωσε στην εν λόγω Δ.Ο.Υ το ανωτέρω βιβλίο, καθώς και δύο μπλόκ τιμολογίων, το ένα εκ των οποίων είχε τα τιμολόγια με αρίθμηση από .. έως ... και είχε ακόμη αχρησιμοποίητο ένα φύλλο και το δεύτερο των οποίων τα τιμολόγια από ... έως ... όπως διαπίστωσε ο ελεγκτής υπάλληλος Δ.Ο.Υ Η1. Το τελευταίο δε (μπλόκ τιμολογίων από .. έως ..) ήταν αχρησιμοποίητο εντελώς που σημαίνει ότι τα ...,...,.. και .... τιμολόγια δεν είχαν κοπεί από το μπλόκ αυτό, αλλά από άλλο μπλόκ (δεύτερο) που έφερε την ίδια αρίθμηση, ενώ στην τελευταία του σελίδα το μπλόκ αυτό - αριθ. ... έως ... - είχε για θεώρηση τη σφραγίδα της Περιφερειακής Διοίκησης, θεσμού που δεν ίσχυε κατά το νόμο μέχρι και τότε που έγινε η θεώρηση, ενώ κανονικά με βάση το χρόνο της τελευταίας (θεώρησης) θα έπρεπε να είχε για θεώρηση τη σφραγίδα με την ένδειξη "Νομαρχία Καρδίτσας", ενώ, εξάλλου, η υπογραφή της υπαλλήλου Θ1 της Δ.Ο.Υ στη θέση της θεώρησης ήταν πλαστογραφημένη. Επίσης, από τον έλεγχο που διενήργησε ο ίδιος ανωτέρω υπάλληλος της Δ.Ο.Υ Καρδίτσας προέκυψε ότι στο μπλόκ (στέλεχος) των τιμολογίων με αρίθμηση από ... έως ... υπήρχαν τιμολόγια των ετών 92 έως και 94 (στελέχη τιμολογίων) που αφορούσαν αποκλειστικά αγοραπωλησίες υλικών οικοδομών, δηλαδή, καθόλου παροχής υπηρεσιών χωματουργικών εργασιών, όπως φερόταν στα ανωτέρω 4 τιμολόγια, ο δε Γ1 ρητά αμφισβήτησε ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων της ανωτέρω Δ.Ο.Υ τη σφραγίδα, που έφεραν ως άνω τα προαναφερόμενα τέσσερα (4) τιμολόγια, δηλαδή τη σφραγίδα "Γ1-Χωματουργικές Εργασίες-Υλικά Οικοδομών". Μετά τον ανωτέρω έλεγχο η Δ.Ο.Υ Καρδίτσας επέβαλε σε βάρος του Γ1 τους ανάλογους ποσού 7.000.000 δρχ. ΦΠΑ και τα αντίστοιχα πρόστημα, ενώ επιπλέον απέστειλε σχετικό έγγραφο και στην αρμόδια Δ.Ο.Υ, στην οποία ανήκε η ανωτέρω Κοινοπραξία (μηνύτρια), για να προβεί αυτή (Δ.Ο.Υ) σε διάφορες νόμιμες σχετικές κατά της κοινοπραξίας )αναδόχου) αυτής καταλογιστικές ενέργειες, στη συνέχεια δε η Δ.Ο.Υ, στην οποία ανήκε η εν λόγω Κοινοπραξία, προέβη στην επιβολή του Φ.Π.Α και αντιστοίχων προστίμων στην Κοινοπραξία αυτή (μηνύτρια), τα οποία αυτή στη συνέχεια κατέβαλε, υποστάσα έτσι (και για την αιτία αυτή) αντίστοιχη ζημία. Μετά την εκ μέρους της Δ.Ο.Υ - Καρδίτσας επιβολή στον Γ1 του αναλόγου νόμιμου στα ανωτέρω τέσσερα (4) επίμαχα τιμολόγια ΦΠΑ, και των αντίστοιχων νόμιμων προστίμων, ο τελευταίος υπέβαλε μήνυση, με την οποία προσέβαλε τα εν λόγω τιμολόγια ως πλαστά και ζήτησε την τιμωρία των υπευθύνων της σε βάρος του πλαστογραφίας και σε βάρος του απάτης κατ' εξακολούθηση με ζημία ιδιαίτερα μεγάλη, ασκήθηκε δε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Καρδίτσας ποινική δίωξη για 1)πλαστογραφία κατά συρροή 2) χρήση πλαστού εγγράφου κατ' εξακολούθησης με σκοπό παράνομου οφέλους δια βλάβη, τρίτου 3) κατά συρροή α)πλαστογραφία εγγράφων κατ' εξακολούθηση με σκοπό το παράνομο όφελος δια βλάβης τρίτων, β)απάτη κατ' εξακολούθηση με ζημία ιδιαιτέρως μεγάλη και 4)άμεση συνέργεια κατ' εξακολούθηση σε απάτη κατ' εξακολούθηση με ζημία ιδιαιτέρως μεγάλη. Στη συνέχεια της ποινικής αυτής δίωξης και της συνεπεία αυτής παραγγελθείσας και διενεργηθείσας κυρίας ανάκρισης οι Ζ1, λογιστής του Γ1, Ι1 και Χ1, ήδη εν προκειμένω δεύτερη κατηγορουμένη, δικάσθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας στις 4-5-1999, το οποίο και εξέδωσε την με αριθμό 822/1999 απόφασή του, στη συνέχεια δε, κατόπιν εφέσεων που άσκησαν οι Ζ1 και Χ1, δικάσθηκαν οι τελευταίοι σε δεύτερο βαθμό ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου για πλημμελήματα Λάρισας, το οποίο εξέδωσε την με αριθμό 408/2001 απόφασή του". Περαιτέρω, το Πενταμελές Εφετείο, αφού αναφέρθηκε λεπτομερώς στο διατακτικό της τελευταίας αποφάσεως, με την οποία κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορουμένη Χ1 για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση εις βάρος του ειρημένου Γ1 και του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς και στο διατακτικό της άνω 822/1999 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, με την οποία κηρύχθηκε αυτή αθώα για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση εις βάρος του πιο πάνω Γ1, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και τα εξής περιστατικά: "Κατά το χρονικό διάστημα από 30-11-1994 έως 15-12-1994 ο ανωτέρω Γ1 ουδέποτε (ως υπεργολάβος) παρέσχε έργο χωματουργικών εργασιών που να αφορά μέρος του αναληφθέντος εκ μέρους της κοινοπραξίας "ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ" έργου εκσκαφής φόρτωσης και μεταφοράς και απόθεσης υπερκείμενων άγονων υλικών από την περιοχή της προτομής του Ορυχείου του Λιγνιτικού Κέντρου Μεγαλόπολης, και δη το μέρος που με βάση το από ..... ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό φερόταν να έχει εκτελεσθεί από την ομάδα Β' (με εργοτάξιο Β') της κοινοπραξίας ήτοι από την ομάδα που αποτελούσαν οι Ε1, Ε3, Χ2. Η μη εκτέλεση οποιουδήποτε μέρους του ανωτέρω Γ1 τέτοιου έργου αποδεικνύεται τόσον από τα πρακτικά της 822/1999 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας αλλά και της 408/2001 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας (για πλημμελήματα), ενώπιον των οποίων (Δικαστηρίων) ο Γ1 ρητώς καταθέτοντας ως πολιτικώς ενάγων, αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη του ως υπεργολάβου στο ανωτέρω έργο (του Εργοταξίου Β'), όσο και από τη ρητή ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Κ1, μεταλλειολόγου-μηχανικού, ο οποίος βεβαιώνει στην κατάθεσή του αυτή "ότι ουδέποτε είδε τον Γ1 στο ανωτέρω έργο". Η αξιοπιστία δε του περιεχομένου των καταθέσεων αυτών δεν κλονίζεται από την ασαφή και αντιφατική ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος ως μάρτυρα υπεράσπισης Ε2, συζύγου της κατηγορουμένης Χ1 και γυιού του συγκατηγορουμένου της Χ2, ο οποίος (Ε2) ναι μεν αρχικώς στην αυτή ένορκη κατάθεσή του αναφέρει ότι "Δούλευε ο Γ1 στο έργο ........ό,τι και να λέει στην κατάθεσή του (δηλ. ο Γ1), εγώ ξέρω ότι και οι δύο, Γ1 και Γ2, έρχονταν και δούλευαν στο έργο.... Οι Γ1,Γ2 (χωρίς όνομα- Γ1) και Ι1 είχαν μαζί τα αυτοκίνητα, μαζί δούλευαν στο έργο .....Το έργο των τιμολογίων του Γ εκτελέστηκε από του Γ1,Γ2..... Οι Γ1,Γ2 ήταν 2-3 ξαδέλφια ....ο Γ (χωρίς να καθορίζει όνομα, αν δηλαδή ήταν ο Γ1) τα πληρώθηκαν", στη συνέχεια και δη στο τέλος της κατάθεσής του ο μάρτυρας αυτός καταθέτει "τους μπερδεύω μεταξύ τους, τους Γ1,Γ2...... τους γνωρίζω και τους δύο, όμως", χωρίς να καθορίζει αν πέραν της γνωριμίας αυτής είχε αντιληφθεί ειδικότερα τον Γ1 - και όχι οποιονδήποτε άλλον π.χ. εξάδελφό του - Γ να εργάζεται στο ανωτέρω έργο, ενώ, επίσης, και η ίδια η κατηγορουμένη Χ1 στην απολογία της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (3μελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών προβάλλει όλως ασαφείς ισχυρισμούς και δη αναφέρει μεν ότι στο ανωτέρω έργο είχε εργασθεί εκεί, δηλαδή στο ανωτέρω έργο της ΔΕΗ, ο Γ, χωρίς, όμως να αναφέρει αν ήταν ο Γ1 ή ο Γ2 και δη καταθέτει τα ακόλουθα στην ανωτέρω απολογία της ".....Ο Γ εργαζόταν εκεί. Το έργο εκτελέσθηκε (από Ι1 με τον Γ από Σεπτέμβριο 1994 μέχρι '95, το βεβαίωσε όλος ο κόσμος"....στην ενώπιον δε του Δικαστηρίου τούτου (Εφετείου) απολογία της (βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά) η ίδια κατηγορουμένη, αναφέρει τα ακόλουθα: "Δεν θυμάμαι ποιόν Γ εννοούσα στην προηγούμενη απολογία μου", χωρίς δε να διευκρινίζει και πάλι αν ο Γ1 εργάσθηκε στο επίμαχο έργο της ΔΕΗ, ενώ, εξάλλου, στην ίδια την ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου απολογία της στις 4-12-2003 αναφέρει τα ακόλουθα: "....είπα ότι υπήρχε ο Ι1 με το Γ2 ....ήξερα Ι1, Γ (χωρίς να αναφέρει όνομα Γ) και συνέταιροι στην Καρδίτσα, με μήνυσε ο άλλος Γ... γραμμένα περί Γ2 μελών.....", ενώ, περαιτέρω, κατά την απολογία της ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας καταθέτει ".... Εγώ απλώς πήγα να εξυπηρετήσω τον Γ (χωρίς να αναφέρει αυτή το όνομα του τελευταίου) με τον Ι1..... Ο Γ (χωρίς πάλι να αναφέρει ειδικότερα όνομα του τελευταίου) ή ο Ε1 πήραν τα χρήματα. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν τον ξέρω τον Γ (χωρίς να αναφέρει πάλι το όνομα του τελευταίου). Πιστεύω ότι ήταν αυτός (τον προφανώς τον τότε μηνυτή-φώναξε ο Εισαγγελέας και ήρθε κοντά της", όπως αναφέρονται στα πρακτικά του ανωτέρω δικαστηρίου Καρδίτσας....., δηλαδή ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου της Καρδίτσας η κατηγορουμένη ισχυρίσθηκε ότι ο Γ1 είχε προσέλθει, στο γραφείο, όπου αυτή εργαζόταν, με τα τιμολόγια (επίμαχα) και τα τιμολόγια αυτά τα συμπλήρωσε η ίδια, όπως στην αμέσως ανωτέρω απολογία της ρητώς αναφέρει : "Ήρθε ο Γ στο γραφείο και τα τιμολόγια τα συμπλήρωσα εγώ....". Τέλος, οι κατηγορούμενοι (αμφότεροι δια των συνηγόρων τους) επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν το από ....... ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο φέρεται να συνάπτεται σύμβαση υπεργολαβίας για την εκτέλεση μέρους του αναληφθέντος ως άνω από τη ΔΕΗ έργου μεταξύ της "ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ και Σία" και του φερόμενου ως υπεργολάβου, ανωτέρω Γ1 το οποίο και αναγνώσθηκε στο ακροατήριο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Το περιεχόμενο, όμως, του εγγράφου αυτού δεν κρίνεται αξιόπιστο, προσβλήθηκε δε ως πλαστό από τον ως άνω εκπρόσωπο της παθούσας.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η αυτή κατηγορουμένη Χ1 αφ' ενός τόσον ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας όσο, και, κατ' έφεσή της αποφάσεως του τελευταίου, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (για πλημμελήματα) Λάρισας, ναι μεν αρνήθηκε, κατά την απολογία της, ότι έθεσε την υπογραφή της στα επίδικα τιμολόγια, πλην ρητώς ομολόγησε κατά την απολογία της, ότι η ίδια συμπλήρωσε κατά τα λοιπά τα επίδικα τιμολόγια και δη ομολόγησε α) ενώπιον του πρώτου των ανωτέρω Δικαστηρίων τα ακόλουθα: "εγώ απλώς, πήγα να εξυπηρετήσω τον Γ με τον Ι1....", "το συμπλήρωσα το τιμολόγιο για καλή ψυχή", "...ήρθε ο Γ στο γραφείο και τα τιμολόγια τα συμπλήρωσα εγώ", "το εξοφλήθη το έβαλα εγώ και μετά τα έστελνα στην Αθήνα και αυτός που πήγε και εισέπραξε τα χρήματα υπέγραψε.....Απλώς άφηνα το τιμολόγιο στην Κοινοπραξία και έφευγα...." και β) ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας τα ακόλουθα: "Καθ' υπόδειξιν του Ι1 συμπλήρωσα τα επίδικα τιμολόγια..... Μου έλεγε να συμπληρώσω διάφορα τιμολόγια κι εγώ εκτελούσα τις εντολές του...." Επίσης δε α)τόσον ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών) όσον και β) ενώπιον του κατ' έφεσιν δικάζοντος δικαστηρίου τούτου (5λούς Εφετείου Αθηνών) ομοίως, ρητώς ομολόγησε ότι αυτή συμπλήρωσε τα ίδια επίμαχα τιμολόγια και δη α)κατά την ενώπιον του πρώτου απολογία της ομολόγησε τα ακόλουθα: ".....έκανα την αφέλεια να συμπληρώσω δηλ. τα ανωτέρω πλαστά τιμολόγια)....είναι δικά μου τα γράμματα, μου τα έλεγε (δεν διευκρινίζει αν τα έλεγε ο Ι1 ή ο Ε1) κι έγραφα....ήταν αφέλεια να συμπληρώσω τα τιμολόγια....από αφέλεια συμπλήρωσα το (α) τιμολόγιο (α)....." και β)κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου απολογία της ομολόγησε τα ακόλουθα: "Το (α) τιμολόγια (α) του (α) έφερε ο Ε1 με τον Ι1, εγώ το (α) έγραψα με υπόδειξη του Ε1, αλλά δεν το υπέγραψα". Επίσης, ναι μεν η κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι δεν υπέγραψε αυτή τα επίμαχα τιμολόγια, παρά ταύτα, ενώ δεν ισχυρίζεται ότι της είχαν παραδώσει εν λευκώ υπογεγραμμένα τα τιμολόγια αυτά, εν τούτοις ομολόγησε ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας-βλ. πρακτικά 822/1999 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας ότι αυτή παρέδωσε στη συνέχεια, χωρίς δηλαδή τη μεσολάβηση τρίτου, τα επίδικα τιμολόγια στο Κεντρικό λογιστήριο της "Κοινοπραξίας ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ" που λειτουργούσε στο Χαλάνδρι Αττικής, οδός Φιλελλήνων αριθ. 18 (βλ. σελίδα 33 απολογία της κατηγορουμένης Χ1 ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας στα πρακτικά της με αριθμό 822/1999 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας), αφού μάλιστα η ίδια είχε θέσει και τη λέξη ΕΞΟΦΛΗΘΗ επ' αυτών, πράγμα που σημαίνει ότι η ίδια είχε θέσει στα τιμολόγια αυτά και την υπογραφή του Γ1, χωρίς τη συναίνεση ή έγκριση του τελευταίου και κατ' απομίμηση της γνήσιας υπογραφής του. Στην ανωτέρω πράξη της προέβη η κατηγορουμένη με προφανή σκοπό να ωφελήσει τον έτερο συγκατηγορούμενό της και πενθερό της Χ2 με το αντίστοιχο ποσό των τιμολογίων και δη συνέταξε, υπέγραψε και υπέβαλε στο Κεντρικό Λογιστήριο της Κοινοπραξίας "ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ" προκειμένου να πεισθούν οι υπάλληλοι της τελευταίας ότι δήθεν είχε εκτελεσθεί από το φερόμενο ψευδώς στα τιμολόγια αυτά ως υπεργολάβο Γ1, αντίστοιχο έργο χωματουργικών εργασιών, αξίας 42,456.400, μαζί με τον ΦΠΑ το οποίο η ομάδα του Εργοταξίου εκτέλεσης (Β), αποτελούμενη από τους Χ2, Ε1 και Ε3 δήθεν, είχε εξοφλήσει προς τον Γ1 και έτσι να εξοφλήσει (όπως και εξόφλησε) η Κοινοπραξία αυτή το ανωτέρω ποσό από το ταμείο της τα τιμολόγια αυτά με αντίστοιχη βλάβη της αμέσως ανωτέρω Κοινοπραξίας, ενώ εγνώριζε η κατηγορουμένη καθόσον αυτή βρισκόταν συνεχώς στο λογιστήριο του Εργοταξίου Β και είχε επαφές με τους υπεργολάβους εκεί, ότι ουδέποτε ο Γ1 είχε εκτελέσει Χωματουργικές εργασίες στο ανωτέρω έργο ΔΕΗ στο Εργοτάξιο Β', οι δε αντίστοιχες χωματουργικές εργασίες είχαν ήδη εκτελεσθεί από άλλα συνεργεία του εργοταξίου Β', και είχαν ήδη τιμολογηθεί και συνυπολογισθεί στο γενικό προϋπολογισμό του έργου κατά το τμήμα του 1/2 του όλου αναληφθέντος έργου ΔΕΗ στις θέσεις ".... και ..... Χωρεμίου" και είχε ήδη εξοφληθεί και από την ανάδοχο και έτσι, ως ανωτέρω, ενέκριναν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ανωτέρω Κοινοπραξίας, την εξόφληση των τιμολογίων αυτών από τον τραπεζικό λογαριασμό όψεως του εργοταξίου της Κοινοπραξίας που ετηρείτο στη Μεγαλόπολη Αρκαδίας, ο οποίος εκινείτο από το συγκατηγορούμενο πενθερό της Χ2, ο οποίος πράγματι στη συνέχεια ανέλαβε από τον τραπεζικό αυτό λογαριασμό το ανωτέρω συνολικό χρηματικό ποσό, χωρίς, όμως, να υπάρχει καμμία γι' αυτό νόμιμη δικαιολογητική αιτία, με αποτέλεσμα να ωφεληθεί αυτός παράνομα το αντίστοιχο αυτό χρηματικό ποσό των 42.456.400 δρχ., ήτοι ιδιαίτερα μεγάλο ποσό, που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. αλλά και των 25.000.000 δρχ. (73.000 €), πράγμα που αποσκοπούσε η κατηγορουμένη Χ1, υπακούοντας στις συνεχείς παραινέσεις και συμβουλές, πειθώ και φορτικότητα όχι άσχετων τρίτων ανθρώπων μάλιστα, αλλά του ίδιου του ωφελούμενου από την πράξη της αυτή πενθερού και συγκατηγορουμένου της Χ2 μέλους της ομάδας του Εργοταξίου Β' αλλά και κυρίου εταίρου και διαχειριστή της "ΕΠΕ ......." (υπεργολάβου), αφού τα ως άνω πλαστά τιμολόγια θα αφορούσαν, δήθεν, έργο που με βάση τη συμφωνία με το από ...... ιδιωτικό συμφωνητικό, είχε αναλάβει το εργοτάξιο Β' , και με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία της παθούσας Κοινοπραξίας αναδόχου του έργου, η οποία ήταν υπόλογη για τα προς τους εν γένει τρίτους χρέη. Πράγματι δε όταν κατά το έτος 1996 (26-9-1996), -οπότε έγινε και η εκκαθάριση των λ/σμών της εκτέλεσης του έργου (βλ. από ..... πρακτικό εκκαθάρισης) τελείωσε το όλο έργο, που είχε αναλάβει η Κοινοπραξία "ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ" παρουσίασε χρέη έναντι τρίτων 73.954.874 δρχ., τα οποία και δεν κατέβαλε η Ομάδα Β' της κοινοπραξίας Εκτέλεσης του έργου, η ΑΚΤΩΡ ΑΕ ως μέλος της "ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑΣ ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ" που ήταν μόνη υπόλογη έναντι των τρίτων κατά το νόμο για το όλο έργο με βάση τη σύμβαση αναδοχής του έργου από τη ΔΕΗ, και την οποία διαδέχθηκε νομίμως με οιονεί καθολική διαδοχή η "ΑΚΤΩΡ ΑΤΕ", ήτοι για αμφότερα τα εργοτάξια λόγω μη δυνατότητας της ομάδας Β' Χ2, Ε3, Ε1 που είχε τα εργοτάξιο Β να τα καταβάλει (σύμφωνα με το ανωτέρω από ....., ιδιωτικό συμφωνητικό), αναγκάσθηκε η ίδια να τα καταβάλει στους τρίτους με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία της κατά το ποσό των 42.456.400 δρχ. το οποίο αποτελούσε τμήμα των 73.954.874 δρχ. ήτοι αρνητικού υπολοίπου του ταμείου του εργοταξίου Β' λόγω οφειλών σε προμηθευτές, καθώς επίσης καταλογίσθηκαν σε βάρος της Κοινοπραξίας εκτέλεσης από την αρμόδια Δ.Ο.Υ και ανάλογοι Φόροι και πρόστιμα (βλ. ένορκη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και στο ακροατήριό του κατάθεση του ΣΤ1, νόμιμου εκπροσώπου της Κοινοπραξίας "ΑΚΤΩΡ ΑΤΕ"). Τέλος, αποδεικνύεται τόσο από τον αριθμό των τιμολογίων (4) αλλά και την εν γένει υποδομή που είχαν διαμορφώσει και οι δύο αυτοί κατηγορούμενοι, η μεν Χ1 όντας υπεύθυνη του λογιστηρίου του εργοταξίου Β' αλλά και της υπεργολάβου "ΕΠΕ ........", της οποίας κύριο μέλος και δη εκπρόσωπος και διαχειριστής ήταν ο ανωτέρω πενθερός της (Χ2), ο δε υπεργολάβος (Χ2) ήταν πληρεξούσιος της παθούσας Κοινοπραξίας "ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ" να διακινεί τον τραπεζικό λογαριασμό του εργοταξίου Β', ιδιότητες που τους επιτρέπουν την κατάρτιση και εξόφληση τιμολογίων, αντιστοίχως, αποδεικνύεται πρόθεση των κατηγορουμένων αυτών για επανειλημμένη τέλεση της πράξεώς τους, καθώς και ο σκοπός τους για πορισμό εισοδήματός τους από την επανειλημμένη αυτή εκ μέρους τους τέλεση της ανωτέρω πράξεώς τους. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι α)Χ1 της πράξεως της απάτης σε βάρος της Κοινοπραξίας "ΑΚΤΩΡ ΑΕ-ΑΤΕΚ ΑΕ", από την οποία (απάτη) προξενήθηκε στην τελευταία ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. (ήδη δε 15.000 ευρώ), αλλά και των 25.000.000 δρχ. (ήδη δε 73.000 ευρώ) είναι δε πρόσωπο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα, και β)ο κατηγορούμενος Χ1 της ηθικής αυτουργίας στην ανωτέρω εκ μέρους της Χ1 απάτη με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, που υπερβαίνει το ποσό των δρχ. 5.000.000 (ήδη δε 15.000 ευρώ), αλλά και των 25.000.000 δρχ. (ήδη δε 73.000 ευρώ) και με αντίστοιχο δικό του όφελος. Είναι δε πρόσωπο που, διαπράττει ως ηθικός αυτουργός απάτες κατ' επάγγελμα. Τέλος, αποδεικνύεται από τα ίδια ανωτέρω αποδεικτικά μέσα ότι η κατηγορουμένη Χ1 για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης της (30-11-1994 έως 15-12-1994), ήτοι επί δεκαετία και πλέον μέχρι την παρούσα σε δεύτερο βαθμό συζήτηση της κρινομένης υπόθεσης, συμπεριφέρθηκε καλά, γι' αυτό και πρέπει (ομόφωνα) να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό της η ως άνω ελαφρυντική περίσταση, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2Ε' του Π.Κ. προς μείωση της ποινής της ως κατωτέρω διαλαμβάνεται. Αντίθετα από κανένα από τα ίδια ανωτέρω αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου Χ2, όπως αυτός ζητεί με προφορικό αίτημα που υπέβαλε ο ως άνω συνήγορός του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι ελαφρυντικές περιστάσεις του ότι για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα αυτός (Χ2) μετά την τέλεση της πράξης του και μέχρι το χρόνο της παρούσας ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου συζήτησης συμπεριφέρθηκε καλώς, γι' αυτό και πρέπει, κατά πλειοψηφία να απορριφθεί το σχετικό αίτημά του". Ακολούθως, με βάση όσα αναφέρθηκαν το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους, και ήδη αναιρεσείοντες, Χ1 και Χ2 για τις αποδιδόμενες σ' αυτούς πιο πάνω αξιόποινες πράξεις της κακουργηματικής απάτης και της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή, αντίστοιχα, και, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' του ΠΚ, επέβαλε σ' αυτή ποινή φυλακίσεως 18 μηνών, μετατραπείσα προς 4,40 ευρώ ημερησίως, και στο δεύτερο κατηγορούμενο ποινή καθείρξεως 5 ετών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. στ', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1α και 386 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία της παρούσας κατηγορουμένης), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Επίσης, το Πενταμελές Εφετείο παραθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα συγκροτούντα την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης περιστατικά, ήτοι τα ψευδή γεγονότα, τα οποία εν γνώσει της παρέστησε η πρώτη αναιρεσείουσα ως αληθή και με αυτά παραπλανήθηκαν οι υπεύθυνοι της παθούσας πιο πάνω Κοινοπραξίας, το σκοπό της να περιποιήσει στο δεύτερο αναιρεσείοντα (συγκατηγορούμενό της) παράνομο περιουσιακό όφελος, τη ζημία που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 42.456.400 δρχ. και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, από την οποία προκύπτει πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεώς τους και σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος. Προς τούτοις, το άνω Δικαστήριο αναφέρει ότι ο δεύτερος των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων με συνεχείς παραινέσεις και συμβουλές, με πειθώ και φορτικότητα, και υποσχόμενος οικονομικά ανταλλάγματα προκάλεσε με πρόθεση στην πρώτη απ' αυτούς την απόφαση να εκτελέσει την πράξη της απάτης. Περαιτέρω, σε σχέση με την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ2 περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' ΠΚ, ο ισχυρισμός αυτός έτσι όπως είχε προβληθεί με μόνη την αναφορά της σχετικής αυτής διατάξεως και χωρίς τη μνεία οιουδήποτε περιστατικού, από το οποίο να προκύπτει ότι ο αναιρεσείων συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ήταν αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος, εντεύθεν δε το Δικαστήριο δεν υποχρεούτο, κατά τα ανωτέρω, να απαντήσει, μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, στον εν λόγω ισχυρισμό του και εκ περισσού προέβη στην απόρριψη του με ιδιαίτερη αιτιολογία. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Ποιν.Δ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α)της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σε σχέση τόσο με την κατηγορία όσο και με τον άνω αυτοτελή ισχυρισμό του δεύτερου αναιρεσείοντος, και β)της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά δε με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως πλήττεται απαραδέκτως η ανωτέρω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Από τη διάταξη του άρθρου 366 του Κ.Ποιν.Δ προκύπτει ότι εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση στο ακροατήριο, καλεί υποχρεωτικά τον κατηγορούμενο σε απολογία, είτε αυτός το ζητήσει, είτε όχι. Διαφορετικά δημιουργείται, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα, ακυρότητα της διαδικασίας, εκ της οποίας, επίσης, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ. Αυτό, όμως, προϋποθέτει αυτοπρόσωπη παράσταση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όταν αυτός δεν παρίσταται στο ακροατήριο αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπείται στη δίκη από συνήγορο, ο συνήγορός του δεν μπορεί να απολογηθεί για λογαριασμό του κατηγορουμένου, ούτε αυτός καλείται σε απολογία. Επομένως, τα υποστηριζόμενα με το σχετικό πρόσθετο, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ, λόγο με τον οποίο προβάλλεται η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί δεν δόθηκε ο λόγος στο συνήγορο του δεύτερου αναιρεσείοντος, που νομίμως τον εκπροσωπούσε, για να απολογηθεί, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Από τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 του Κ.Ποιν.Δ προκύπτει, ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου απαιτείται: α) ταυτότητα προσώπου, β) ταυτότητα πράξης και γ) αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση ή παύση της ποινικής δίωξης. Ως ταυτότητα προσώπου νοείται η του κατηγορουμένου, δηλαδή του ως δράστη κατηγορηθέντος, έστω και αν μηνύθηκε υπό ψευδές ή λανθασμένο όνομα ή μεταβλήθηκαν τα χαρακτηριστικά αυτού στοιχεία ή ιδιότητες. Ως πράξη νοείται το ιστορικό γεγονός, δηλαδή η υλική πράξη και πνευματική κίνηση, με όλα τα αποτελέσματα στον εξωτερικό κόσμο, καθ' όλη τη διαδρομή και καθ' όλες τις πραγματικές και νομικές όψεις της, τις οποίες ο δικαστής έχει δικαίωμα να ερευνήσει και να αξιολογήσει αυτεπάγγελτα. Με άλλα λόγια ταυτότητα της πράξης υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία της και η προηγούμενη κατηγορία. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, το δεδικασμένο καλύπτει όχι μόνο την κατηγορία που εισάγεται για εκδίκαση στο ακροατήριο, αλλά και όλες ακόμα τις σιωπηρά συνεισαγόμενες κατηγορίες που προέρχονται από την επιτρεπτή μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού της αρχικής κατηγορίας υπό την προϋπόθεση Της μη μεταβολής αυτής. Γιατί στην αντίθετη περίπτωση προκύπτει απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 1 β του Κ.Ποιν.Δ), που αποτελεί λόγο αναίρεσης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα). Προϋπόθεση δε για την επιτρεπτή μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού της αξιόποινης πράξης που εισάγεται για εκδίκαση είναι ότι τα νεότερα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν τη μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού, υπάρχουν κατά το χρόνο που εκδίδεται η απόφαση του Δικαστηρίου και είναι γνωστά σ' αυτό. Ενόψει των ανωτέρω, το δεδικασμένο εξαντλείται, όχι στην ταυτότητα του εγκλήματος, αλλά στην ταυτότητα της αξιόποινης πράξης, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη, και δεν εμποδίζει νέα δίωξη για άλλη αξιόποινη πράξη, που δεν κρίθηκε, έστω και αν στα στοιχεία της πράξης αυτής περιλαμβάνεται και εκείνο που επίσης αποτέλεσε στοιχείο του εγκλήματος, το οποίο έχει κριθεί. Δεν υφίσταται ταυτότητα πράξης και ως εκ τούτου δεδικασμένο, οσάκις τα περισσότερα αποτελέσματα μιας φυσικής πράξης έχουν αυτοτελή υλική υπόσταση και αποτελούν εξωτερικά καθένα ίδιο έγκλημα, το οποίο δεν τέθηκε υπό την κρίση του Δικαστηρίου, καθώς και στην περίπτωση που υπάρχει διαφορά ως προς το πρόσωπο του παθόντος. Στην προκειμένη υπόθεση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούν από τον Άρειο Πάγο για τον αναιρετικό έλεγχο, προκύπτει ότι α)με την ήδη αμετάκλητη υπ' αριθ. 408/2001 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Λάρισας η αναιρεσείουσα πρώτη κατηγορουμένη καταδικάσθηκε για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, που αφορούσε τα ανωτέρω τέσσερα πλαστά τιμολόγια, εις βάρος του ειρημένου Γ1 και του Ελληνικού Δημοσίου, και β)με την, ήδη αμετάκλητη, υπ' αριθ. 822/1999 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, αθωώθηκε αυτή για απάτη κατ' εξακολούθηση εις βάρος του εν λόγω Γ1. Από τις άνω δε αποφάσεις δεν προκύπτει δεδικασμένο για την κρινόμενη πράξη της κακουργηματικής απάτης, εις βάρος της ανωτέρω Κοινοπραξίας, κύρια βάση της οποίας (απάτης) αποτελούν τα πλαστά αυτά τιμολόγια, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, δεν υφίσταται εν προκειμένω, η απαιτούμενη προς τούτο ταυτότητα αξιόποινης πράξεως, ενόψει και της υπάρχουσας διαφοράς σε κάθε περίπτωση, ως προς το πρόσωπο του παθόντος. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Στ' Κ.Ποιν.Δ, λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για παράβαση του δεδικασμένου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 171 § 2 του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα επέρχεται από την παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά την ενώπιον του ακροατηρίου διαδικασία. Τέτοια δε ακυρότητα, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, δημιουργείται και όταν δεν νομιμοποιείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠοινΔ, ο παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων. Περαιτέρω, από το ίδιο άρθρο 63 προκύπτει ότι η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί μόνο από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό κατά τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ, δηλαδή από εκείνα που ζημιώθηκαν αμέσως από το αδίκημα. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της αναιρεσιβαλλομένης υπ' αριθ. 3360 και 394/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία οι αναιρεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι, όπως προαναφέρθηκε, κακουργηματικής απάτης η πρώτη απ' αυτούς και ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή ο δεύτερος, προκύπτει ότι προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας "εμφανίστηκε ο ΣΤ1, νόμιμος εκπρόσωπος της ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε", καθολικής διαδόχου της "ΑΚΤΩΡ Α.Ε." και δήλωσε ότι η εκπροσωπούμενη από αυτόν ως άνω ανώνυμη εταιρία παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα για την υποστήριξη της κατηγορίας και διορίζει πληρεξούσιους της τους παρόντες δικηγόρους Ιωάννη Κούτρα και Απόστολο Νταντάμη που αποδέχθηκαν το διορισμό τους". Η ανωτέρω πολιτική αγωγή έγινε δεκτή από το Δικαστήριο της ουσίας, που με την παρεμπίπτουσα υπ' αριθ. 336α/2006 απόφασή του απέρριψε την περί αποβολής της άνω πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας σχετική ένσταση των κατηγορουμένων. Την εν λόγω πολιτική αγωγή είχε ασκήσει η "ΑΚΤΩΡ Α.Ε" και ενώπιον του πρωτοδίκως δικάσαντος Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, το οποίο με την εκκληθείσα από τον Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών πιο πάνω υπ' αρθ. 3256/2003 απόφασή του έκρινε παραδεκτή την παράσταση της εν λόγω πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας κατά την ενώπιον του ακροατηρίου του διαδικασία. Οι πράξεις δε της κακουργηματικής απάτης και της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή, για τις οποίες καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, αντίστοιχα προκάλεσαν άμεση ζημία στην πολιτικώς ενάγουσα "ΑΚΤΩΡ Α.Ε", γιατί αυτή, κατά τα διαλαμβανόμενα στο αιτιολογικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι η ζημιωθείσα από τα ανωτέρω εγκλήματα των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ, λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω της παρά το νόμο παραστάσεως της πιο πάνω πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας για την υποστήριξη της κατηγορίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 5-2-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε." (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 6 Οκτωβρίου 2006 (υπ' αριθ. πρωτ. 2497/9-10-2006) αίτηση, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 5-2-2007 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, των 1.Χ1 και 2.Χ2 για αναίρεση της υπ' αριθ. 336α και 394/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες α)στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για τον καθένα απ' αυτούς, και β)στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε." εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή