Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 202 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία.




Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία με χρήση και σκοπό το όφελος ανώτερο των 73.000 Ευρώ. Απορρίπτεται ως αβάσιμος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.




Αριθμός 202/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), Ελευθέριο Νικολόπουλο και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 168/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Με συγκατηγορούμενη τη Χ2 και με πολιτικώς ενάγοντα το Ψ1. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1268/2007.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 440/05.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, κατά το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., την με αριθμό 14 από 27-6-2007 αίτηση του Χ1 γενομένη δια πληρεξουσίου, για αναίρεση του υπ'αριθμόν 168/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, με το οποίο απορρίπτεται κατ'ουσίαν η υπ'αριθμόν 9/2007 έφεση του κατά του υπ'αριθμόν 148/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, για κακουργήματα, για να δικαστεί για τα αδικήματα της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία με χρήση και σκοπό το όφελος ανώτερο των 73.000 €, ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα απλή και κατ'εξακολούθηση, ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση κατ'εξακολούθηση και ηθική εις ταύτην αυτουργία και ψευδή ανώμοτη κατάθεση και εκθέτω τα ακόλουθα:
Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους και δη την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 παρ. 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ.) είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Ούτοι συνίστανται στο ότι το άνω βούλευμα α) στερείται παντάπασι της ειδικής και νομίμου αιτιολογίας ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 216 Π.Κ με την επιβαρυντική αυτού περίσταση, β) στερείται παντάπασι της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την ηθική αυτουργία σε αδίκημα της πλαστογραφίας καθόσον δεν περιέχει επαρκείς αιτιολογίες ως προς τη συγκρότηση των νομικών όρων και προϋποθέσεων των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ηθική αυτουργία στη κακουργηματική πλαστογραφία και δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά δια των οποίων ούτος άσκησε πειθώ, πίεση και παραίνεση στον φυσικό αυτουργό της πλαστογραφίας και γ) δεν παρατίθονται τα άρθρα του Ποινικού Κώδικα για τις παραβάσεις για τις οποίες παραπέμπεται. 'Ελλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του Κ.Π.Δ. υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται τί προέκυψε από το καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά από αυτά.
Επίσης από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α' του Π.Κ. προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται: α) πρόκληση από την ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της απόφασης να διαπράξει ορισμένη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως η υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κ.ά. β) η διάπραξη από τον άλλον της πράξης αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλον της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος με γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης. Εξάλλου στη περίπτωση της ηθικής αυτουργίας για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτουμένη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ'αυτήν ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφασή του (ΑΠ 740/2004 ΠΧ ΝΕ σελ. 258).
Περαιτέρω, από το άρθρο 216 παρ. 1 Π.Κ., προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Για τη κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας απαιτείται όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκοπός αυτού να βλάψει άλλον αλλά και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (ΑΠ. 858/2004 Π.Χ. ΝΕ. σ. 322).
Στην υπό κρίση υπόθεση και όσον αφορά στα προσβαλλόμενα κεφάλαια το υπ'αριθμόν 168/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, με τις παραδεκτές αναφορές στην εισαγγελική πρόταση και το εκκαλούμενο βούλευμα, δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα:
Στις 13.3.2002 ο αναιρεσείων Χ1 επέδωσε στο μηνυτή Ψ1 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στην οποίαν ανέφερε ότι ούτος "του γνωστοποίησε ότι ήταν σύμβουλος επενδύσεων, γνωστός σε ασφαλιστικούς και χρηματιστηριακούς κύκλους... του πρότεινε να του καταβάλει χρηματικά ποσά για να επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια, τίτλους Δημοσίου κατά τη κρίση του, με εγγυημένη όμως από τον ίδιο απόδοση των κεφαλαίων μου σε ποσοστό 23% ανά εξάμηνο........του κατέβαλα μέχρι το τέλος του 1ου εξαμήνου του 2001 διάφορα χρηματικά ποσά......ζήτησα από τον καθού να ρευστοποιήσει τα επενδυμένα κεφάλαια μου και τις κεφαλοποιημένες αποδόσεις αυτών μέχρι τότε και να μου τα αποδόσει μέχρι τις αρχές Ιουνίου 2001, πλην όμως δεν μου τα απέδωσε προφασιζόμενος ότι ανανέωσε τις επενδύσεις μου και θα μπορούσα να αναλάβω τα χρήματά μου στις αρχές Ιανουαρίου 2002..... θορυβηθείς από την εξέλιξη αυτή τον επισκέφθηκα και τον πίεσα να αποδεχθεί και να αναγνωρίσει το ύψος των χρημάτων που δικαιούμην να λάβω μετά τη ρευστοποίηση των επενδύσεων που είχε κάνει............. πράγματι ο καθού αναγνώρισε και αποδέχτηκε ότι όφειλε να μου καταβάλει 90.500.000 το οποίο υποσχέθηκε να μου καταβάλει.......... Στις 4 Ιανουαρίου σε νέα συνάντηση με τον καθού η παρούσα για να λάβει επιτέλους τα χρήματά μου, όπως μου είχε υποσχεθεί, αυτός μου απάντησε ότι ναι μεν μου οφείλει αυτό το ποσόν αλλά και εγώ του οφείλω αυτά και παραπάνω ως αμοιβή για την οικονομική διαχείριση των κεφαλαίων μου" ζήτησε δε συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας του μηνυτή μέχρι του ποσού των 130.000.000 δρχ. Για την υποστήριξη της αιτήσεως αυτής που συζητήθηκε στις 27-3-2002 προσκόμισε και επικαλέστηκε ένα πρόχειρο σημείωμα με ημερομηνία 17-9-2001 που φέρεται ότι έχει υπογραφεί από το μηνυτή και περιέχει αριθμητικούς υπολογισμούς σχετικά με την οριστική εκκαθάριση των μεταξύ τους οικονομικών εκκρεμοτήτων. Στο κάτω μέρος αναφέρει ως άθροισμα αριθμόν το ποσό των 90.500.000 δρχ. που όφειλε να του καταβάλει ο μηνυτής, του οποίου έφερε την υπογραφή. Προέκυψε όμως ότι η υπογραφή στο σημείωμα αυτό, είναι πλαστή, όπως επιβεβαιώθηκε και από τη γραφολογική έκθεση της γραφολόγου ...... Κατά το πόρισμα της έκθεσης, η υπογραφή δεν έχει γραφολογική σύνδεση με τις γνήσιες υπογραφές του Χ1 και δεν φέρει τα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι έχει τεθεί από αυτόν, αλλά έχει τεθεί από άλλο άγνωστο πρόσωπο με αυτοσχέδιο τύπο υπογραφής.
Επίσης προέκυψε ότι η υπογραφή τέθηκε από άγνωστο άτομο του περιβάλλοντος του πρώτου κατηγορουμένου, προκειμένου αυτός, με ζημία του μηνυτή, να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους δρχ. 90.500.000. Αυτός ήταν που προκάλεσε στον άγνωστο αυτουργό την απόφαση να διαπράξει την πλαστογραφία κατά τα προαναφερθέντα.
Κατά το άνω βούλευμα ναι μεν είναι άγνωστος ο φυσικός αυτουργός του αδικήματος της πλαστογραφίας αλλά ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 ήταν ο μόνος που είχε συμφέρον να τεθεί η πλαστή αυτή υπογραφή του μηνυτή στο συγκεκριμένο έγγραφο, διότι ήταν εκείνος υπέρ του οποίου είχε αναγνωριστεί η οφειλή με το πρόχειρο σημείωμα. Για το λόγο αυτό λοιπόν προκάλεσε στον άγνωστο φυσικό αυτουργό την απόφαση να διαπράξει το αδίκημα, θέτοντας κατ'απομίμηση την υπογραφή του μηνυτή Ψ1 χωρίς αυτός να το γνωρίζει και να συναινεί, με σκοπό να παραπλανήσει (ο αναιρεσείων) με τη χρήση του σημειώματος το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά σχετικά με το ότι ο μηνυτής έχει αναγνωρίσει εγγράφως την έναντι εκείνου οφειλή του ποσού 90.500.000, για την εξασφάλιση της οποίας άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου την αίτησή του, είχε δε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο όφελος, που συνίστατο στη δέσμευση της περιουσίας του μηνυτή μέχρι του ποσού των 130.000.000 προκειμένου να εξασφαλισθεί η απαίτησή του. Στο τέλος του αιτιολογικού της εισαγγελικής προτάσεως, στην οποίαν παραδεκτά αναφέρεται το Συμβούλιο, αναφέρονται τα άρθρα του Π.Κ., βάσει των οποίων παραπέμπεται ο αναιρεσείων και δη τα άρθρα 1, 14, 16, 18, 26 παρ. 1, 42 παρ. 1, 46 παρ. 1, 216 παρ. 3, 1, 46 παρ. 1α, 98, 224 παρ. 1 και 2, 227 παρ. 1, 229 παρ. 1, 363-362 ΠΚ, αναφερόμενος και στο εκκαλούμενο βούλευμα, το οποίο ουδέν πλέον των ανωτέρω, όσον αφορά στα άνω αδικήματα της πλαστογραφίας και της εις αυτήν ηθικής αυτουργίας προσθέτει.
Από τα ανωτέρω προκύπτουν τα εξής: α) το άνω βούλευμα περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 216 ΠΚ με την επιβαρυντική αυτού περίσταση, β) παρατίθονται σ'αυτό τα άρθρα του Ποινικού Κώδικα για τις παραβάσεις για τις οποίες παραπέμπεται ο αναιρεσείων γ) όμως, όσον αφορά στη περίπτωση της ηθικής αυτουργίας δεν έχει την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον δεν αναφέρονται σ'αυτήν ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφασή του.
Για τον τελευταίο αυτό λόγο πρέπει να αναιρεθεί το υπ'αριθμόν 168/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, κατά το άρθρο 519 ΚΠΔ, για νέα συζήτηση, γιατί είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Π ρ ο τ ε ί ν ω
1) Να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η υπ'αριθμόν 14/27-6-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ'αριθμόν 168/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά.
2) Να αναιρεθεί το άνω βούλευμα.
3) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Αθήνα 25 Σεπτεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Κυριάκος Καρούτσος"

Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 216 παρ. 1 Π.Κ. προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας απαιτείται πλέον, κατά την παρ. 3 του άρθρου 216 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2β' του Ν. 2721/1999, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκοπός αυτού να βλάψει άλλον, αλλά και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ).
Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος. Εξ άλλου, στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Ειδικώς, για το δόλο που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ηθικής αυτουργίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία, γιατί αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τετελεσμένου ή σε απόπειρα, στο οποίο παρακινεί ο ηθικός αυτουργός από το φυσικό αυτουργό και εξυπακούεται ότι υπάρχει στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά με το προσβαλλόμενο βούλευμα, παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, για κακουργήματα, για να δικαστεί για το προσβαλλόμενο με την αναίρεση κεφάλαιο της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία με χρήση και σκοπό το όφελος ανώτερο των 73.000 ευρώ. Στο σκεπτικό του βουλεύματος αυτού παρατίθεται η ακόλουθη αιτιολογία? "Στην προκειμένη περίπτωση από το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας, δηλαδή τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και της απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το έτος 1994 ο μηνυτής Ψ1, τότε χρηματοοικονομικός σύμβουλος στην εταιρία ALLIANZ, που ησχολείτο με την προώθηση και πώληση αμοιβαίων κεφαλαίων και λοιπών επενδυτικών προϊόντων, με προμήθεία, αλλά και λοιπών ασφαλιστικών προγραμμάτων της εν λόγω εταιρίας (ασφάλειες ζωής, αστικής αποζημίωσης, κ.λ.π.), είχε γνωριστεί με την τρίτη μηνυόμενη Χ3. Ανέπτυξε μαζί της φιλικές σχέσεις και στη συνέχεία γνώρισε τον πατέρα της Χ1 (πρώτο κατηγορούμενο) και την αδελφή της Χ2 (δεύτερη κατηγορούμενη), με τους οποίους επίσης, συνδέθηκε προσωπικά. Στις αρχές του έτους 1998 ο Χ1, που ως συνταξιούχος ασχολείτο με το εμπόριο ειδών τέχνης, αντικών και συναφών ειδών, αλλά με παρένθετα πρόσωπα, πρόβλεψε την άνοδο που θα είχε η αξία των μετοχών στο Χρηματιστήριο, καθώς και τη διαφαινόμενη δυνατότητα μεγάλων αποδόσεων σε αποταμιεύσεις μέσω βραχυπρόθεσμων επενδύσεων. Έτσι άρχισε να επενδύει τα χρήματά του μέσω του μηνυτή, (αυτό άλλωστε είχε ήδη πράξει και η κόρη του Χ3). Στις 29/4/1998 αγόρασε μέσω του μηνυτή 10.741,680 μερίδια του εισηγμένου στο Χ.Α.Α. αμοιβαίου κεφαλαίου "ΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ" της ALLIANZ, αντί ποσού 25.277.704 δρχ. Ακολούθως, στις 22/5/1998 πώλησε το σύνολο των άνω μεριδίων και εισέπραξε το ποσό των 26.435.119 δρχ., με το οποίο, αφού κράτησε 4.435.120 δρχ., αγόρασε στις 1/6/1998 8.367,826 μερίδια του παραπάνω αμοιβαίου κεφαλαίου, αντί ποσού 21.999.999 δρχ., ενώ στις 17/11/1998 πώλησε το σύνολο των μεριδίων αυτών και εισέπραξε το ποσό των 19.557.742 δρχ. 2) Η συνεργασία του με το μηνυτή αποτέλεσε την αρχή περαιτέρω συναφών οικονομικών συναλλαγών μέσω αυτού, που συνεχίστηκαν έως τις 13/12/2001. Τις συναλλαγές αυτές ο Χ1 τις υπαγόρευσε στο μηνυτή ως ενδιάμεσο πρόσωπο για τις επενδύσεις του, οι οποίες γίνονταν είτε μέσω κοινής επένδυσης χρημάτων τους σε βραχυπρόθεσμες επενδύσεις, (που λόγω του μεγάλου ποσού τους απέφεραν μεγαλύτερες αποδόσεις από αυτές που επιτυγχάνονταν μέσω απλών τραπεζικών καταθέσεων), είτε με αγορά μετοχών στο όνομα του μηνυτή και με τον κωδικό που αυτός διέθετε στη "ΣΙΓΜΑ Χρηματιστηριακή", ως κύριος μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α.Α. (δεδομένου ότι ο πρώτος κατηγορούμενος δεν διέθετε κωδικό, ούτε και επιθυμούσε να αποκτήσει, φοβούμενος να διακινήσει στο δικό του όνομα μεγάλα χρηματικά ποσά, αφού δεν μπορούσε να τα δικαιολογήσει φορολογικά, αφού προέρχονταν από την εμπορία ειδών τέχνης και αντικών που ασκούσε πάλι στο όνομα τρίτων παρένθετων προσώπων). Οι συναλλαγές αυτές γίνονταν στο άπλετο φως που προσέφερε η έκδοση των σχετικών παραστατικών εγγράφων διαφόρων πιστωτικών οργανισμών, αλλά και των σχετικών αποδείξεων που υπέγραφαν μεταξύ τους, χωρίς ποτέ το ποσό που διέθετε για επένδυση στο μηνυτή να υπερβεί το αρχικό ποσό των 25.277.704 δρχ. με το οποίο είχε ξεκινήσει η συνεργασία τους. Σταδιακά όμως η πορεία των αξιών του Χ.Α.Α. άρχισε να πέφτει και ο πρώτος κατηγορούμενος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα χρήματά του επενδύοντας στην αγορά ακινήτου στη Γλυφάδα Αττικής για την κόρη του Χ2. Έτσι ο κύκλος των άνω συναλλαγών του με το μηνυτή έκλεισε οριστικά στις 13/12/2001, οπότε και του έδωσε την εντολή να πωλήσει τις τελευταίες 1.500 μετοχές της MOTOR OIL που είχαν αγοραστεί στις 17/6/2001 μέσω του μηνυτή και με χρήματα που του δάνεισε ο τελευταίος και έλαβε αυθημερόν γι' αυτές το ποσό των 3.265.000 δρχ. που αντιστοιχούσε στη χρηματιστηριακή τους αξία. Απέμενε μόνο να επιστρέψει στο μηνυτή έντοκα δάνεια συνολικού ποσού 10.363.201 δρχ. που ο τελευταίος του είχε χορηγήσει για επενδυτικές και άλλες ανάγκες του την περίοδο από 15/11/2000 έως 31/10/2001 και είχε συμφωνήσει να επιστρέψει έως το τέλος του 2001, αφού θα εισέπραττε χρήματα από ασφαλιστική εταιρία ως αποζημίωση για το θάνατο της συζύγου του σε τροχαίο ατύχημα (βλ. καταθέσεις μαρτύρων). Εντούτοις όχι μόνον δεν επέστρεψε στο μηνυτή τα δανεικά χρήματα, αλλά στις 13/3/2002 του επέδωσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιόν του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία, αφού εξέθεσε για το μηνυτή ότι: "...μου γνωστοποίησε ότι ήταν σύμβουλος επενδύσεων, γνωστός σε ασφαλιστικούς και χρηματιστηριακούς κύκλους, ο οποίος ανελάμβανε ατομικά την επένδυση χρηματικών ποσών των πελατών του..., μου πρότεινε να του καταβάλω χρηματικά ποσά για να τα επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια, τίτλους Δημοσίου κ.λ.π. κατά την κρίση του, με εγγυημένη όμως από τον ίδιο απόδοση των κεφαλαίων μου σε ποσοστό 23% ανά εξάμηνο, του κατέβαλα μέχρι το τέλος του 1ου εξαμήνου του 2001 διάφορα χρηματικά ποσά..., επειδή θέλησα να χρησιμοποιήσω αυτά τα χρήματα για αγορά ακινήτου... ζήτησα από τον καθού να ρευστοποιήσει τα επενδυμένα κεφάλαιά μου και τις κεφαλαιοποιημένες αποδόσεις αυτών μέχρι τότε και να μου τα αποδώσει μέχρι τις αρχές Ιουνίου 2001, πλην όμως δεν μου απέδωσε τα επενδυμένα κεφάλαιά μου και τις κεφαλαιοποιημένες αποδόσεις αυτών, προφασιζόμενος ότι ανανέωσε τις επενδύσεις μου και θα μπορούσα να αναλάβω τα χρήματά μου στις αρχές Ιανουαρίου 2002..., θορυβηθείς από την εξέλιξη αυτή τον επισκέφθηκα και τον πίεσα να αποδεχθεί και να αναγνωρίσει το ύψος των χρημάτων που δικαιούμην να λάβω μετά τη ρευστοποίηση των επενδύσεων που είχε κάνει, πράγματι ο καθού αναγνώρισε και αποδέχθηκε ότι όφειλε να καταβάλει σε μένα μετά τη ρευστοποίηση των επενδύσεων ποσό εκ 90.500.000, το οποίο και μου υποσχέθηκε να καταβάλει..., στις 4 Ιανουαρίου 2002 σε νέα συνάντηση μου με τον καθού η παρούσα για να λάβω επιτέλους τα χρήματά μου, όπως μου είχε υποσχεθεί, αυτός μου απάντησε ότι ναι μεν μου οφείλει αυτό το ποσό, αλλά και εγώ οφείλω σε εκείνον αυτά και παραπάνω ως αμοιβή για την οικονομική διαχείριση των κεφαλαίων μου...", ζήτησε τη συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας του μηνυτή μέχρι του ποσού των 130.000.000 δρχ. προς εξασφάλιση της άνω απαίτησής του (βλ. σχετική). Για απόδειξη μάλιστα της άνω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, που συζητήθηκε στις 27/3/2002, ο πρώτος κατηγορούμενος επικαλέστηκε με το από 1/4/2002 σημείωμά του στην παραπάνω αίτηση και προσκόμισε στο Δικαστήριο ένα πρόχειρο χειρόγραφο σημείωμα με ημερομηνία 17/9/2001, που φέρεται να έχει υπογραφεί από το μηνυτή και περιέχει αριθμητικούς υπολογισμούς σχετικά με την οριστική εκκαθάριση των μεταξύ τους οικονομικών εκκρεμοτήτων. Γράφει δε επί λέξει τους παρακάτω αριθμούς: "7.141.201 - 8.265.000 = 88.876.201, 3.000.000 + 5.265.000 - 8.265.000 + 1.623.799 = 6.641.201, 97.141.201 - 6.641.201 = 90.500.000", κάτω δε από το άθροισμα ποσού 90.500.000, έχει ένα βέλος, που υποδηλώνει ότι το ποσό αυτό οφείλει να καταβάλλει ο μηνυτής προκειμένου να εκκαθαριστούν οριστικά οι μεταξύ τους οικονομικές εκκρεμότητες(βλ. σχετικό). Προέκυψε όμως ότι η υπογραφή στο άνω πρόχειρο σημείωμα, (το οποίο κατά τα λοιπά κατάρτισε ο πρώτος κατηγορούμενος, όπως ο ίδιος παραδέχεται στην κατάθεσή του ενώπιον της Ανακρίτριας του ΣΤ' Τμήματος Πειραιά), είναι πλαστή, γεγονός που εξαρχής υποστήριζε ο μηνυτής και η μαρτυράς του ..... Το επιβεβαίωσε άλλωστε και η έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της γραφολόγου ....., που διορίστηκε από την Ανακρίτρια, κατόπιν αιτήματος του πρώτου κατηγορουμένου. Κατά το πόρισμα της έκθεσης, η υπογραφή δεν έχει γραφολογική σύνδεση με τις γνήσιες υπογραφές του Χ1 και δεν φέρει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι έχει τεθεί απ' αυτόν, αλλά έχει τεθεί από άλλο άγνωστο πρόσωπο με αυτοσχέδίο τύπο υπογραφής. Επίσης προέκυψε ότι η υπογραφή τέθηκε από άγνωστο άτομο του περιβάλλοντος του πρώτου κατηγορουμένου, προκειμένου αυτός, με ζημία του μηνυτή, να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 90.500.000 δρχ. (βλ. σχετική). Αυτός ήταν που προκάλεσε στον άγνωστο αυτουργό την απόφαση να διαπράξει την πλαστογραφία, κατά τα προαναφερθέντα. Επισημαίνεται εδώ ότι στην άνω έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, είναι ναι μεν άγνωστος ο φυσικός αυτουργός του αδικήματος της πλαστογραφίας, αλλά ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν ο μόνος που είχε συμφέρον να τεθεί η πλαστή αυτή υπογραφή του μηνυτή στο συγκεκριμένο έγγραφο, διότι ήταν εκείνος υπέρ του οποίου είχε αναγνωριστεί η οφειλή με το πρόχειρο σημείωμα. Για το λόγο αυτό λοιπόν προκάλεσε στον άγνωστο φυσικό αυτουργό την απόφαση να διαπράξει το αδίκημα, θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή του μηνυτή Ψ1 χωρίς αυτός να το γνωρίζει και να συναινεί, με σκοπό να παραπλανήσει ο πρώτος κατηγορούμενος με τη χρήση του σημειώματος το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά σχετικά με το ότι ο μηνυτής έχει αναγνωρίσει εγγράφως την έναντι εκείνου οφειλή του ποσού 90.500.000 δρχ., για την εξασφάλιση της οποίας άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου την αίτησή του, είχε δε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο όφελος, που συνίστατο στη δέσμευση της περιουσίας του μηνυτή μέχρι του ποσού των 130, 000.000 δρχ. προκειμένου να εξασφαλιστεί η παραπάνω απαίτησή του". Στο τέλος του αιτιολογικού της εισαγγελικής προτάσεως, στην οποία παραδεκτά αναφέρεται το Συμβούλιο, αναφέρονται τα άρθρα του ΠΚ βάσει των οποίων παραπέμπεται ο αναιρεσείων για το ως άνω αδίκημα (άρθρ. 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 46 παρ. 1α, 216 παρ. 3, 1,), αναφερόμενος και στο εκκαλούμενο βούλευμα, το οποίο το συμπληρώνει με το διατακτικό του, είναι δε αβάσιμος και απορριπτέος ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα. Με το εκκαλούμενο βούλευμα ο αναιρεσείων παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά για να δικαστεί ως υπαίτιος του ότι? "Α) Στον Πειραιά στις 17-9-2001 με πειθώ, φορτικότητα και συνεχείς παραινέσεις, προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη της πλαστογραφίας με όφελος και αντίστοιχη βλάβη τρίτου μεγαλύτερη των 73.000, 00 ευρώ την οποία αυτός διέπραξε, καταρτίζοντας πλαστό, κατά την έννοια του άρθρου 13 Π.Κ., έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, στη συνέχεια δε έκανε και χρήση του εγγράφου αυτού, είχε δε σκοπό με τις πράξεις του αυτές να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, με όφελος και αντίστοιχη βλάβη τρίτου μεγαλύτερη των 73.000, 00 ευρώ. Ειδικότερα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, αφού κατάρτισε εξ αρχής το με ημερομηνία 17-9-2001 έγγραφο, στο οποίο προέβη σε αριθμητικούς υπολογισμούς σχετικά με την οριστική εκκαθάριση των μεταξύ αυτού και του μηνυτή Ψ1 οικονομικών εκκρεμοτήτων, αναγράφοντας επί λέξει τους κάτωθι αριθμούς: "97.141.201 - 8.265.000 = 88.876.201, 3.000.000 + 5.265.000 - 8.265.000 + 1.623.799 = 6.641.201, 97.141.201 - 6.641.201 = 90.500.000" και θέτοντας βέλος κάτω από το προκύπτον από τους άνω αριθμητικούς υπολογισμούς του άθροισμα ποσού 90.500.000, υποδηλώνοντας ότι το ποσό αυτό οφείλει να του καταβάλλει ο μηνυτής προκειμένου να εκκαθαριστούν οριστικά οι μεταξύ τους οικονομικές εκκρεμότητες, ακολούθως έπεισε άγνωστο άτομο του περιβάλλοντός του να θέσει από κάτω κατ' απομίμηση την υπογραφή του μηνυτή Ψ1, εν αγνοία του και χωρίς τη συναίνεσή του, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά περί του ότι ο μηνυτής έχει αναγνωρίσει εγγράφως οφειλή του απέναντί του ποσού 90.500.000 δρχ., για την εξασφάλιση της οποίας άσκησε ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου την από 5-3-2002 αίτησή του, με την οποία ζητούσε να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του μηνυτή, προκειμένου να εξασφαλιστεί η παραπάνω απαίτησή του. Στη συνέχεια δε έκανε και χρήση του ως άνω υπ' αυτού πλαστογραφηθέντος εγγράφου, προσκομίζοντάς το ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά τη δικάσιμο της 27-3-2002, όπου εκδικαζόταν η από 5-3-2002 αίτησή του που στρέφονταν κατά του μηνυτή, με την οποία ζητούσε κατά τα ανωτέρω να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του μηνυτή, προκειμένου να εξασφαλιστεί η προαναφερόμενη απαίτησή του, την οποία κατά τους ισχυρισμούς του ο τελευταίος είχε αναγνωρίσει εγγράφως, είχε δε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο όφελος, συνιστάμενο στη δέσμευση της περιουσίας του μηνυτή μέχρι του ποσού των 130.000.000 δρχ., προκειμένου να εξασφαλιστεί η παραπάνω απαίτησή του, ποσού 90.500.000 δραχμών". Με αυτά που δέχτηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις που κατ' είδος προσδιορίζει, και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα ως άνω πράξη της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία με χρήση και σκοπό το όφελος ανώτερο των 73.000 ευρώ, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του παραπάνω κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν, καθόσον αναφέρονται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, δηλαδή η πειθώ και η φορτικότητα υπό την μορφή των παραινέσεως, χωρίς να απαιτείται η επίκληση και άλλων περαιτέρω πραγματικών περιστατικών από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφασή του.
Προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος είναι να περιέχεται σ' αυτή λόγος αναίρεσης, διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, γιατί διαφορετικά η αίτηση είναι άκυρη και, ως τέτοια, απαράδεκτη, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ. 2 και 476 παρ.1 του ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων υπονοεί ότι παραπέμπεται και για άλλα αδικήματα, τα οποία όμως δεν κατονομάζει στην αίτησή του.
Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ λόγος και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης, πρέπει οι κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-6-2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 168/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιανουαρίου 2008.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή