Θέμα
Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση. Συκοφαντική δυσφήμιση. Ψευδορκία μάρτυρος. Έννοια. Στοιχεία στοιχειοθέτησης υποκειμενικώς και αντικειμενικώς (ΑΠ 191/2010, ΑΠ 2005/2009, ΑΠ 173/2009). Αιτιολογία πλήρης και εμπεριστατωμένη. Για την πληρότητα των στοιχείων της υποκειμενικής υποστάσεως των άνω εγκλημάτων πρέπει να αναφέρονται και ποια τα αληθινά πραγματικά περιστατικά και από πού γνώριζε ο κατηγορούμενος τα αληθινά, δηλ. ότι τελούσε σε γνώση της αναληθείας, καθώς και τα περιστατικά από τα οποία συμπέρανε τούτο το Δικαστήριο. Επί ψευδούς καταμηνύσεως πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς η γνώση του ψευδούς της καταμήνυσης (ΑΠ 962/2008, ΑΠ 806/2001). Καταδικαστική για ψευδή καταμήνυση, Συκοφαντική δυσφήμιση και ψευδορκία μάρτυρα απόφαση χωρίς να αναφέρονται τα αληθή και να αιτιολογείται, με παράθεση πραγματικών περιστατικών, η γνώση της αναληθείας από τον κατηγορούμενο, ως και η γνώση του ψευδούς της μηνύσεως, καθώς και των όσων ισχυρίσθηκε αλλά και ενόρκως κατέθεσε. Δεκτός πρώτος λόγος ελλείψεως αιτιολογίας. Απαιτείται να αιτιολογείται ο χρόνος γνώσης της συκοφαντικής δυσφήμισης προκειμένου να ελέγχεται το εμπρόθεσμο της υποβληθείσας εγκλήσεως Αναιρεί.
Αριθμός 663/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη - Εισήγητρια και Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ν. Κ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Κακαρούνα, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1415/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Νοεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1218/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, με την προβλεπόμενη σ' αυτή ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι" αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της υπ' αυτής προβλεπόμενης ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 36§ του ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας αρχής, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα, με την έννοια της βεβαιότητας-επίγνωσης, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή. με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός, αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει και στα εγκλήματα της ψευδούς καταμηνύσεως, της συκοφαντικής δυσφημήσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα, που προβλέπονται από τα ως άνω άρθρα 229§1, 363-362 και 224§2 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως των οποίων απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής, στην πρώτη περίπτωση, και σκοπός να προκληθεί δίωξη του παθόντος, τη γνώση ότι το γεγονός είναι ψευδές, το διαδίδει και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη στη δεύτερη περίπτωση και τη γνώση ότι τα ενόρκως κατατεθέντα είναι επίσης ψευδή στην τρίτη περίπτωση. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου, καθώς και του σκοπού, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσεως και του σκοπού, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1415/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, σε δεύτερο βαθμό, για ψευδή καταμήνυση, συκοφαντική δυσφήμιση κατ' εξακολούθηση και ψευδορκία μάρτυρος το δικαστήριο αυτό δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από την εκτίμηση των μνημονευομένων κατά κατηγορίες αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος τέλεσε κατά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση τα αποδιδόμενα σ' αυτόν εγκλήματα της α) ψευδούς καταμήνυσης β) συκοφαντικής δυσφήμισης κατ' εξακολούθηση και γ) ψευδορκίας. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι στις 10-8-2005 ο κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του ως μοναδικού ετέρου, διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της εδρευούσης στον ... εταιρείας με την επωνυμία "Επιπλοδιευκολύνσεις Μονοπρόσωπη ΕΠΕ" υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά μήνυση σε βάρος της νυν εγκαλούσης Μ. Σ. με την οποία την κατεμήνυσε ότι τέλεσε το αδίκημα της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση και συγκεκριμένα ότι στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 21-3-2005 έως 18-7-2005 υπεξαίρεσε από την ως άνω εταιρεία το συνολικό ποσό των 5221,45 ευρώ. Όμως η μήνυση ήταν ψευδής και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώση της αναλήθειας καθόσον, η αλήθεια ήταν ότι η παραπάνω εγκαλούσα Μ. Σ. ουδέποτε τέλεσε την πράξη αυτή. Σημειώνεται εδώ ότι με την υπ' αριθμ. ΑΜ13905/2-11-2009 απόφαση του Α' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, η ως άνω εγκαλούσα αθωώθηκε για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης σε βάρος της προαναφερόμενης εταιρείας του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος στις 10-8-2005 ισχυρίσθηκε για την εγκαλούσα Μ. Σ. ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά και της γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, με την προαναφερόμενη από 9-8-2005 έγκληση του, ότι τέλεσε το έγκλημα της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση κατά το χρονικό διάστημα από 21-3-2005 έως 18-7-2005 σε βάρος της ως άνω εταιρίας. Επίσης στις 11-10-2005 ισχυρίσθηκε για την εγκαλούσα Μ. Σ. ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιά και της γραμματέα της ότι υπεξαίρεσε χρήματα από την εταιρεία "Επιπλοδιευκολύνσεις Μονοπρόσωπη ΕΠΕ". Τα ως άνω γεγονότα ήταν ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, και ο κατηγορούμενος γνώριζε αυτό η δε αλήθεια είναι ότι η εγκαλούσα ουδέποτε τέλεσε την πράξη αυτή, για την οποία μάλιστα όπως προαναφέρθηκε αθωώθηκε αμετακλήτως. Τέλος ο κατηγορούμενος στις 11-10-2005 κατά την ένορκη εξέταση του ως μάρτυρα ενώπιον της Πταισματοδίκου Πειραιά κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα ότι η εγκαλούσα Μ. Σ. υπεξαίρεσε χρήματα από την προαναφερόμενη εταιρεία του. Πρέπει λοιπόν ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ' εξακολούθηση και της ψευδορκίας. Τέλος, πρέπει να απορριφθούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων της ΠΚ 84 παρ 2 εδ α' και ε' αφού δεν γίνεται επίκληση περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ο πρότερος έντιμος βίος και η καλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη (απλά γίνεται μνεία της σχετικής διάταξης του άρθρου 84 παρ2 εδ α' και ε', πράγμα που δεν αρκεί (ΑΠ 353/2000 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1741/2006 ΠΧρ, ΝΖ 634) και αυτά ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στο ποινικό μητρώο υπάρχουν ποινές που υπερβαίνουν συνολικά το έτος. Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι δεν διαλαμβάνονται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος. Ειδικότερα, με τις ως άνω παραδοχές της, η προσβαλλομένη δεν αναφέρει, ούτε διευκρινίζει πως γνώριζε ο κατηγορούμενος την αναλήθεια του περιεχομένου της μηνύσεως του κατά της πολιτικώς ενάγουσας επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. ΑΜ13905/2-11-2009 αθωωτική απόφαση του Α' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά και των όσων ισχυρίσθηκε στις 10-8-2005 ενώπιον του Εισαγγελέα Πειραιά και της γραμματέας της Εισαγγελίας Πειραιά και στις 11-10-2005 ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιά και της γραμματέα της για την εγκαλούσα Μ. Σ. ότι υπεξαίρεσε χρήματα από την εταιρεία "Επιπλοδιευκολύνσεις Μονοπρόσωπη ΕΠΕ", αλλά και αυτών περί των οποίων κατέθεσε (ο κατηγορούμενος) στις 11-10-2005 κατά την ένορκη εξέταση του, ως μάρτυρα ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιά, ότι η εγκαλούσα Μ. Σ. υπεξαίρεσε χρήματα από την προαναφερόμενη εταιρεία του. Μόνη δε η αναφορά στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης ότι ο κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του ως μοναδικού ετέρου, διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της εδρευούσης στον Πειραιά εταιρείας με την επωνυμία "Επιπλοδιευκολύνσεις Μονοπρόσωπη ΕΠΕ" υπέβαλε την μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά σε βάρος της νυν εγκαλούσης Μ. Σ. με την οποία την κατεμήνυσε ότι τέλεσε το αδίκημα της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, ότι ισχυρίσθηκε για την εγκαλούσα Μ. Σ. ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά και της γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, με την προαναφερόμενη από 9-8-2005 έγκληση του, ότι τέλεσε το έγκλημα της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση κατά το χρονικό διάστημα από 21-3-2005 έως 18-7-2005 σε βάρος της ως άνω εταιρίας και ότι επίσης στις 11-10-2005 ισχυρίσθηκε για την εγκαλούσα Μ. Σ. ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιά και της γραμματέα της ότι υπεξαίρεσε χρήματα από την εταιρεία "Επιπλοδιευκολύνσεις Μονοπρόσωπη ΕΠΕ" και τέλος κατέθεσε ενόρκως ότι τέλεσε το αδίκημα της υπεξαίρεσης, δεν πληροί τα στοιχεία της υποκειμενικής υποστάσεως των άνω εγκλημάτων, εφόσον δεν κάνει, έστω, αναφορά ότι ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου δράστη περί υπεξαιρέσεως χρημάτων θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με την γνώση, περιστατικών.
Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω το Δικαστήριο της ουσίας, ήταν υποχρεωμένο, να παραθέσει στο σκεπτικό πραγματικά περιστατικά θεμελιωτικά της γνώσεως του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος των αληθών περιστατικών, και του ότι τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας των όσων περιέλαβε στην υποβληθείσα κατά της ήδη πολιτικώς εναγούσης ως άνω μήνυση και όσων ισχυρίσθηκε ως άνω αλλά και κατέθεσε ενόρκως, και, κατόπιν αξιολογήσεως τους, να διαλάβει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επί του υποκειμενικού στοιχείου του αμέσου δόλου των ως άνω πράξεων, ο οποίος, όπως λέχθηκε ανωτέρω, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 του Π.Κ. "όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέσθηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμέτοχους της". Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση επί εγκλήματος που διώκεται κατ' έγκληση, όπως είναι η συκοφαντική δυσφήμηση (άρθρα 362, 363, 368 ΠΚ) εφόσον η έγκληση υποβλήθηκε μετά την παρέλευση τριμήνου από την τέλεση του, πρέπει να διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο ο δικαιούμενος σε έγκληση έλαβε γνώση για την πράξη που τελέσθηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμέτοχους της. Εάν λείπει τέτοια αιτιολογία, αν δηλαδή στην απόφαση δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην άνω διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 Π.Κ. ιδρύεται οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, (ΑΠ 910/2012 και ΑΠ 1045/2012). Αν πρόκειται περί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, η προθεσμία υποβολής της έγκλησης αρχίζει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της τελευταίας μερικότερης πράξης για το όλο έγκλημα. Αν υπήρξε γνώση για κάποια προηγούμενη μερικότερη, η οποία δεν χάνει την αυτοτέλεια της, μόνο ως προς εκείνη την πράξη αρχίζει η παραγραφή της έγκλησης (ΑΠ 311/1994).Η τρίμηνη προθεσμία λήγει, όταν παρέλθει η τελευταία ημέρα του τρίτου μήνα που αντιστοιχεί αριθμητικά με την ημέρα έναρξης (άρθρο 243 εδ β ΑΚ, ΑΠ 986/1988). Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση του κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα (εκτός των άλλων) για την επί μέρους πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως η οποία σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως τελέσθηκε στις 9-8-2005 σε βάρος της Μ. Σ., με την υποβολή της σε βάρος της υπό την ίδια ημεροχρονολογία έγκλησης του.
Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα ενώ δέχεται το Δικαστήριο ότι ο χρόνος τέλεσης του άνω εγκλήματος είναι η 9-8-2005 η έγκληση υπεβλήθη, όπως προκύπτει από την παραδεκτώς επισκοπούμενη έκθεση εγχειρίσεως αυτής, από την παθούσα Μ. Σ.. την 16-11-20052005, ήτοι υποβλήθηκε μετά το νόμιμο τρίμηνο, δεν εκτίθεται στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό ο χρόνος κατά τον οποίο η εγκαλούσα έλαβε γνώση του άνω εγκλήματος και του δράστη. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ Δ και Ε λόγος με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη νομίμου αιτιολογίας, άλλως νόμιμης βάσης είναι βάσιμος. Μετά ταύτα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠοινΔ, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε του οποίου η συγκρότηση είναι εφικτή από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 1415/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιά.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ