Θέμα
Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση. Λόγοι αναίρεσης: α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, γ) έλλειψη ακρόασης. Ανεπαρκής αιτιολογία αν δε δικαιολογείται ο άμεσος δόλος με συγκεκριμένα περιστατικά Αντίφαση ή ασάφεια στο σκεπτικό σε σχέση με τον άμεσο δόλο Στερείται νόμιμης βάσης η απόφαση. Ελλιπής αιτιολογία σε σαφή ορισμένο και νόμιμο αυτοτελή ισχυρισμό πραγματικής πλάνης δικαιολογεί λόγο αναίρεσης για ελλειπή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Σιγή απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού. Λόγος αναίρεσης για έλλειψη ακρόασης. Αναιρεί. Παραπέμπει για νέα εκδίκαση.
Αριθμός 166/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη και Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1) K. D. F. του A., κατοίκου ... και 2) Φ. Ν. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Μελέτη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 4550/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Π. Κ., κάτοικο ..., που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Χρυσάνθη Κορέλα.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Ιουνίου 2012 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 790/2012.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 362 του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 του ιδίου κώδικα, αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτούνται : α) ισχυρισμός ή διάδοση για κάποιον άλλον που να έγιναν ενώπιον τρίτου β) το αντικείμενο του ισχυρισμού να είναι γεγονός, το οποίο να δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου προσώπου και γ) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να είχε γνώση της αναληθείας αυτού. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται, ακόμη, ότι αν ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή είχε γι' αυτό αμφιβολίες δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως παραμένει όμως η απλή δυσφήμηση. Ως γεγονός, κατά την έννοια των άνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, το οποίο ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική υπόσταση απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος αλλά απαιτείται άμεσος δόλος.
Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από τη διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικά, κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη ή αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους αρκεί να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα καθενός από αυτά. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ' αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή τι προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί του δόλου αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως κατά τα ανωτέρω επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, ή "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, δηλαδή άμεσος δόλος από μέρος του υπαιτίου, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών τα οποία δικαιολογούν την γνώση από τον κατηγορούμενο του ψευδούς των γεγονότων που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε. Περαιτέρω, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από τον άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση,όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του,ότι από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει, ήτοι από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ανωμοτί και ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία της κατηγορουμένης και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε ότι και οι δύο κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται .Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι : "στις 10-3-2005 οι κατηγορούμενοι (στο κατάστημα της πρώτης από τους οποίους είχε γίνει ληστεία στις 3-12-2004) αντιλήφθηκαν τον παθόντα εγκαλούντα Π. Κ. να διέρχεται έξω από το κατάστημα αυτό και πιστεύοντας ότι εκείνος ήταν ο δράστης της ληστείας, ο δεύτερος κατηγορούμενος βγήκε έξω από το κατάστημα και με τη βία ανάγκασε τον εγκαλούντα να μπει μέσα σ' αυτό, γρονθοκοπώντας τον στο πρόσωπο και αφού τον έψαξε, παρουσία πελατών, του είπαν και οι δύο κατηγορούμενοι ότι είναι κλέφτης, αλήτης, κωλόπαιδο, ότι ντρέπονται για τον πατέρα του και τη μητέρα του και είναι εκείνος που είχε κάνει τη ληστεία", παρά το ότι ο εγκαλών διαμαρτυρόταν έντονα, τους διαβεβαίωνε ότι δεν είχε καμία σχέση με τη ληστεία και τους έδειξε την ταυτότητα του εκείνοι συνέχιζαν η δε πρώτη εξ αυτών, στο Α. Τ. που προσέφυγε ο εγκαλών, τον αναγνώρισε ως δράστη της ληστείας, ενώ και οι δύο γνώριζαν ότι ο εγκαλών δεν ήταν ο δράστης της ληστείας, γεγονός που αποδεικνύεται και από το προσκομιζόμενο από τον εγκαλούντα πιστοποιητικό νοσηλείας του Νοσοκομείου "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ" από το οποίο προκύπτει ότι νοσηλευόταν στο παραπάνω νοσοκομείο από 5-11-2004 μέχρι 11-11-2004 για βαθύ θλαστικό τραύμα δεξιού γόνατος με επακόλουθα αποσπαστικά κατάγματα επιγονατίδος, ρήξη τένοντα του τετρακέφαλου κ.λ.π. και μετά την έξοδο του από το νοσοκομείο νοσηλευόταν στο σπίτι επί έξι εβδομάδες. Για την πράξη αυτή της συκοφαντικής δυσφήμησης που αποδείχθηκε ότι τέλεσαν από κοινού οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι." Στο διατακτικό της προσβαλλόμενης, που παρατίθεται κατά πιστή μεταφορά του, το Δικαστήριο "Κηρύσσει τους κατηγορούμενους ενόχους του ότι Στο ... στις 10-3-2005 τέλεσαν τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις: Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι Φ. Ν. και D. F. ενεργούντες με κοινό δόλο με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτων ισχυρίσθηκαν για κάποιον άλλον εν γνώσει τους, ψευδή γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του, τα δε γεγονότα αυτά ήσαν ψευδή, οι δε υπαίτιοι γνώριζαν οπωσδήποτε ότι τα γεγονότα αυτά ήσαν ψευδή και συγκεκριμένα διέδωσαν για τον εγκαλούντα Π. Κ., ο οποίος ευρίσκετο εντός του καταστήματος των κατηγορουμένων και παρουσία πελατών, ότι είναι κλέφτης, αλήτης, κωλόπαιδο και ότι ντρέπονται για τον πατέρα του και τη μάνα του και ότι αυτός ευθύνεται για τη ληστεία που έγινε στο μαγαζί τους". Στη συνέχεια, αφού δέχθηκε ως βάσιμο κατ' ουσία τον αυτοτελή ισχυρισμό των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων περί συνδρομής στο πρόσωπο τους της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου εντίμου βίου( άρθρο 84παρ. 1 εδ. α ΠΚ ) τους επέβαλλε την ποινή της φυλάκισης των οκτώ (8) μηνών στον καθένα και τους υποχρέωσε να καταβάλουν στον παθόντα που παραστάθηκε με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος το ποσό των 44 Ευρώ έκαστος, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη. Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση κατ' αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και διατακτικού της, δε διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν και ακολούθως να θεμελιώνουν την, από τους αναιρεσείοντες-κατηγορουμένους, γνώση της αναληθείας των γεγονότων που ισχυρίσθηκαν αυτοί για τον εγκαλούντα,που έθιγαν τη τιμή και την υπόληψη του και έλαβαν γνώση γι' αυτά τρίτα πρόσωπα ήτοι οι πελάτες που ευρίσκονταν την ώρα εκείνη στο κατάστημα της πρώτης αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης, στο οποίο εργαζόταν ο δεύτερος. Επίσης, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης, διέλαβε ασάφειες και αντιφάσεις σε σχέση με τον άμεσο δόλο των αναιρεσειόντων -κατηγορουμένων. Ειδικότερα, στο σκεπτικό όπως εκτέθηκε αυτό αυτούσιο παραπάνω διέλαβε τα εξής: "Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι στις 10-3-2005 οι κατηγορούμενοι (στο κατάστημα της πρώτης από τους οποίους είχε γίνει ληστεία στις 3-12-2004), αντιλήφθησαν τον εγκαλούντα παθόντα Π. Κ., να διέρχεται έξω από το κατάστημα και πιστεύοντας ότι εκείνος ήταν ο δράστης της ληστείας, γεγονότα τα οποία έρχονται σε αντίφαση με την παρακάτω παραδοχή, ενώ και οι δύο γνώριζαν ότι ο εγκαλών δεν ήταν ο δράστης της ληστείας" Η πρώτη παραδοχή της πίστης η οποία ενέχει το στοιχείον της βεβαιότητας, για το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο δράστης της ληστείας, αίρει τον άμεσο δόλο τους και αντιφάσκει με την δεύτερη παραδοχή ότι γνώριζαν ότι ο εγκαλών δεν ήταν ο δράστης της ληστείας που είχε συμβεί στο κατάστημα της πρώτης. Ετέρωθεν, η αιτιολογία που παρατίθεται σε σχέση με την δεύτερη παραδοχή, ότι και οι δύο γνώριζαν ότι δεν ήταν ο δράστης της ληστείας, από το γεγονός ότι από το πιστοποιητικό του Νοσοκομείου "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ", προκύπτει ότι νοσηλευόταν στο νοσοκομείο αυτό, κατά το χρόνο που διαπράχθηκε σε βάρος της πρώτης αναιρεσείουσας το αδίκημα της ληστείας, δεν στοιχειοθετεί τον άμεσο δόλο των αναιρεσειόντων- κατηγορουμένων, διότι η γνώση του πιστοποιητικού αυτού από αυτούς, είναι μεταγενέστερη από το χρόνο τελέσεως από τους ίδιους σε βάρος του εγκαλούντος της αντικειμενικής υποστάσεως του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Τούτο, διότι το πιστοποιητικό αυτό της νοσηλείας του εγκαλούντος στο παραπάνω νοσοκομείο προσκομίστηκε από τον εγκαλούντα, μεταγενέστερα προκειμένου να αποδείξει ότι αυτός δεν διέπραξε την αποδοθείσα από τους αναιρεσείοντες σε βάρος του αξιόποινη πράξη της ληστείας και προς θεμελίωση της δικής του πλέον εγκλήσεως σε βάρος τους για την στήριξη του ψευδούς γεγονότος που ισχυρίσθηκαν ενώπιον τρίτων εναντίον του, οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι. Στο διατακτικό επίσης της προσβαλλόμενης, ως προπαρατέθηκε, δε παρατίθενται πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με το στοιχείο του άμεσου δόλου των αναιρεσειόντων, διότι απλώς, και εκεί διαλαμβάνεται μόνο η φράση του νόμου "ισχυρίσθηκαν για κάποιον άλλο εν γνώσει τους ψευδή γεγονότα οι δε υπαίτιοι γνώριζαν οπωσδήποτε ότι τα γεγονότα αυτά ήσαν ψευδή, που δεν αρκούν από μόνα τους για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης για την οποία δεν είναι αυτονόητη η γνώση του ψευδούς γεγονότος. Από τις ως άνω ελλείψεις, ασάφειες και αντιφάσεις σε σχέση με όσα δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δε διέλαβε την απαιτούμενη αιτιολογία και ως εκ τούτου, έπεται ότι είναι βάσιμος τόσο ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ! ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, προβαλλόμενος με το δικόγραφο της αναίρεσης λόγος υπό στοιχ. Α5, όσο και δεύτερος λόγος αυτού για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, διότι λόγω της αντίφασης που υπάρχει στο σκεπτικό από τις παραδοχές (πίστευαν και γνώριζαν) η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως (αρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ ).
ΙΙ. Περαιτέρω η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση, ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Εφόσον δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ.2 του ΚΠΔ και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ Β. του ίδιου Κώδικα. Ισχυρισμός όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψη του. Από τη διάταξη του άρθρου 30 ΠΚ, προκύπτει ότι πραγματική πλάνη είναι η άγνοια ή εσφαλμένη αντίληψη κάποιου συστατικού όρου της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος ή κάποιου περιστατικού που επαυξάνει το αξιόποινο της πράξεως. Κύριο χαρακτηριστικό της πλάνης αυτής, είναι ότι ο δράστης αγνοεί ή αντιλαμβάνεται εσφαλμένως τι πράττει και είναι αδιάφορο ποία υπήρξε η πηγή της αγνοίας του ή της εσφαλμένης αντίληψής του.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, η πληρεξούσια συνήγορος των κατηγορουμένων, μετά την πρόταση του Εισαγγελέως του Δικαστηρίου της ουσίας που πρότεινε την ενοχή των κατηγορουμένων, όταν της εδόθη ο λόγος από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ανέπτυξε προφορικώς και κατέθεσε γραπτώς τον παρακάτω ισχυρισμό, που κατά πιστή μεταφορά του έχει ως εξής: "Σε κάθε περίπτωση αποδείχθηκε ότι η Φ. Ν. βρισκόταν σε πραγματική πλάνη (αρθρ. 30 ΠΚ), δηλ. σε άγνοια προς την οποία ταυτίζεται και η εσφαλμένη αντίληψη του δράστη για κάποιο συστατικό όρο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και αποκλείει τον καταλογισμό του δράστη. Η πρώτη εκ των κατηγορουμένων ενώπιον των αστυνομικών υπαλλήλων κατά τη συμπληρωματική της εξέταση και ενώπιον της Ανακρίτριας κατά την ανάκριση, εξέφρασε την βεβαιότητα ότι ο Π. Κ. είναι ο δράστης της ληστείας, του οποίου αναγνώρισε το πρόσωπο και τη φωνή.
Συνεπώς, ακόμα και αν ήθελε κριθεί ότι δεν ήταν ο μηνυτής ο δράστης της ληστείας, το γεγονός αυτό αγνοούσε η κατηγορουμένη, η οποία απευθύνοντας του μομφή ότι αυτός ευθύνεται για τη ληστεία αγνοούσε και αντιλαμβανόταν εσφαλμένα το εν λόγω γεγονός.
Συνεπώς η πράξη δεν μπορεί να της καταλογισθεί. Επιπλέον η Φ. Ν. για τους ανωτέρω λόγους έπεισε και τον δεύτερο κατηγορούμενο για το γεγονός ότι ο μηνυτής είναι ο δράστης της ληστείας σε βάρος της και άρα και στο πρόσωπο αυτού αποκλείεται ο δόλος." Ο ισχυρισμός αυτός, που αποκλείει τον καταλογισμό του δράστη και αποτελούσε αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης (άρθρο 30 ΠΚ), ήταν δε σαφής και ορισμένος, αφού αναλυόταν σ' αυτόν ότι οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι είχαν εσφαλμένη αντίληψη του ότι διαπράττουν το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του εγκαλούντος τον οποίο κατά το χρόνο διάπραξης του, θεωρούσαν ότι ήταν το πρόσωπο που είχε τελέσει τη ληστεία σε βάρος της πρώτης αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, απορρίφθηκε σιγή από το Δικαστήριο της ουσίας χωρίς να διαλάβει περί τούτου οποιανδήποτε αιτιολογία. Από την παράλειψη αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης, δημιουργείται ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 περ. Β' σε συνδ. με το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠΔ, υπό στοιχ. Α 1,2,4 προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως ο οποίος είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει, κατά παραδοχή των ανωτέρω συναφών λόγων αναιρέσεως, και ενώ, παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αυτής, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, εφ' όσον είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 583 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.
Αναιρεί την υπ' αρ. 4550/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 1 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ