Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική, Τύπος.
Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμιση απλή και δια του τύπου. Έννοια Στοιχεία. Τελείται με ισχυρισμό ή διάδοση ψευδών γεγονότων που μπορούν να βλάψουν τιμή υπόληψη. Έννοια αμφοτέρων, έννοια γεγονότος. Αιτιολογία ειδική και εμπεριστατωμένη. Πότε Εσφαλμένη ερμηνεία εφαρμογή εκ πλαγίου παράβαση. Πότε. Άρθρο 10 ΕΣΔΑ που καθιερώνει ελευθερία έκφρασης. Έννοια περιεχόμενο (Απόφαση ΕΔΔΑ από 6-12-2007 σε υπόθεση Κατράμης κατά Ελλάδος, ΑΠ 735/2010). Διανομή σε συνεδρίαση Δημοτικού Συμβουλίου από αναιρεσείοντα επικεφαλής συνδυασμού της αντιπολίτευσης πρώην Δήμαρχο έγγραφης καταγγελίας ψευδούς εν γνώσει του ψεύδους, σε βάρος του Δημάρχου η οποία δημοσιεύθηκε και στον τοπικό τύπο. Συκοφαντική δυσφήμιση. Απορρίπτει λόγους από 510 παρ. 1 Δ και Ε ΚΠΔ.
Αριθμός 1416/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη- Εισηγητή και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Δεμερτζή, περί αναιρέσεως της 1831/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ζ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κυριάκο Σαμπάνη.
Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 219/10.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των παραπάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 362 ΠΚ, όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ εάν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις ως άνω διατάξεις, προκύπτει, ότι για την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να εγνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, η οποία προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται από άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρόν ή παρελθόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί, αντίκειται δε στην ηθική και την ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή ή η υπόληψη του φυσικού προσώπου, η οποία θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, που πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμοί οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Έτσι, για τη θεμελίωση αυτού του εγκλήματος απαιτείται, εκτός των ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια της διάδοσης και τη γνώση ότι η τέτοια διάδοση δύναται να βλάψει την τιμή και υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, ακόμη δε τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. Η ύπαρξη τέτοιου άμεσου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα ότι η προσβαλλομένη απόφαση έλαβε υπόψη το σύνολο αυτών, εκ του ότι δε δόθηκε διαφορετική αποδεικτική αξία σε ορισμένα από αυτά, δεν συνάγεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη ούτε εκτιμήθηκαν τα άλλα. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, όπως συμβαίνει στην ανωτέρω περίπτωση της συκοφαντικής δυσφημίσεως, οπότε, όπως λέχθηκε, απαιτείται αιτιολόγησή του. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, σχετικά με το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου, ή πράξη ή παράλειψή του, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών (ΑΠ 2044/2007). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
ΙΙ. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως απλής και δια του τύπου: "Στις 12-1-2007 ο κατηγορούμενος, πρώην Δήμαρχος P, συνέταξε, υπέγραψε και διέμεινε στο χώρο συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου P, στους παρευρισκόμενους δημοτικούς συμβούλους, δημότες και δημοσιογράφους, την εξής γραπτή καταγγελία: "ΕΝΟΤΗΤΑ: Ανεξάρτητη Κίνηση Δήμου P. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ. Η ΕΝΟΤΗΤΑ καταγγέλλει την "μεθόδευση" για δημοπράτηση του έργου Αποχέτευσης δευτερεύοντος δικτύου Δήμου P, ο διαγωνισμός του οποίου θα γίνει την 13η Φεβρουαρίου 2007 στο Δημαρχείο. Ιστορικό: Ο Δήμος P έτυχε χρηματοδοτήσεις ύψους 16 εκατομμύρια ευρώ από το Ταμείο Συνοχής, αφού διέθετε τη σχετική μελέτη. Τα συνοδεύοντα την χρηματοδότηση έγγραφα, για άγνωστους λόγους δεν δόθηκαν όλα στη δημοσιότητα (; ; ;). Ο απερχόμενος τότε Δήμαρχος (Z), λίγες ημέρες πριν τη λήξη της θητείας του τον Δεκέμβριο του 2006, δημοσιεύει διακήρυξη για δημοπρασία η οποία θα γίνει στις 13/2/2007, δηλαδή μετά την ανάληψη των καθηκόντων της νέας Δημοτικής Αρχής (Κ). Για να καταστεί δυνατή η επιλογή του ΑΝΑΔΟΧΟΥ, προτιμήθηκε το "αμαρτωλό" σύστημα μελέτη-κατασκευή, που δεν είναι τίποτε άλλο από μια μορφή απευθείας ανάθεσης. Για να αιτιολογηθεί το σύστημα μελέτης κατασκευής, ανακαλύφθηκε η αναρρόφηση VACUUM, με το πρόσχημα ότι δήθεν είναι αδύνατη η συμβατική κατασκευή και πρέπει να μειωθούν τα βάθη!!! Το έργο χωρίζεται σε δύο μέρη, το βαρυτικό (13,200 εκατομμύρια ευρώ) και το της αναρρόφησης VACUUM (11,000 εκατομμύρια ευρώ). Με αυτόν τον τρόπο, ο προϋπολογισμός του έργου εκτινάσσεται στα 24 εκατομμύρια ευρώ!!! ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ - ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ. 1. Με ποιο δικαίωμα ο απερχόμενος Δήμαρχος (Z) δεσμεύει τον Δήμο με μια διακήρυξη ενός τόσο σημαντικού και πανάκριβου έργου, με αδιαφανή τρόπο δημοπράτησης (ΜΕΛΕΤΗ - ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ) λίγες ημέρες πριν εγκαταλείψει τον Δήμο; Με ποια αφέλεια (;;;) ο νέος Δήμαρχος (Κ) δέχεται να γίνει ο διαγωνισμός την 13η Φεβρουαρίου 2007, χωρίς να εξετάσει τις δύσκολες παραμέτρους και παγίδες του σημαντικότατου για τη P έργου; 2. Γιατί χρειάστηκε να αλλάξει η αρχική μελέτη και να προταθεί το σύστημα αναρρόφησης VACUUM, αφού στην ίδια περιοχή το πρωτεύον δίκτυο (Νομαρχία - ΕΥΔΑΠ), έγινε με τον συμβατικό τρόπο; 3. Έχει παρατηρήσει ο νέος Δήμαρχος (Κ), ότι στα τεύχη Δημοπράτησης που αφορούν το τμήμα αποχέτευσης με το βαρυτικό σύστημα, οι τιμές έχουν υπερκοστολογηθεί κατά 150%!!!. Εάν αυτό συμβαίνει στις τιμές που είναι φανερές, τι θα συμβεί στο τμήμα αναρρόφησης που τις τιμές του τιμολογίου τις καθορίζει ο μελετητής Ανάδοχος; Αυτός είναι ο λόγος που ο προϋπολογισμός του έργου εκτινάσσεται στα 24 εκατομμύρια ευρώ. Αλήθεια, έχουν αναλογιστεί οι μηχανικοί του Δήμου τι υπέγραψαν; 4. Η απάντηση ότι το έργο θα τύχει σημαντικής εκπτώσεως είναι "λαθεμένη". Ο νέος Νόμος αποθαρρύνει τις μεγάλες εκπτώσεις, διότι θεωρεί ότι οι Μελέτες έχουν συνταχθεί με φυσιολογικές τιμές. Άλλωστε με το σύστημα Μελέτη-Κατασκευή ποτέ δεν δίνονται μεγάλες εκπτώσεις (συνήθως 2-3% για τα μάτια !!!). Εάν αυτό συμβεί, τότε ποιος θα πληρώσει την διαφορά από την υπάρχουσα χρηματοδότηση των 16,3 εκατομμυρίων ευρώ;. 5. Eάν ισχυριστεί κανείς ότι η βιασύνη, η πρεμούρα και οι μεθοδεύσεις οφείλονται στο ενδιαφέρον για να μην χαθούν τα Ευρωπαϊκά Χρήματα, τότε κινδυνεύουμε, η εμπορική και η γενικότερη ζωή της πόλης να πνιγεί μέσα στα χαντάκια της Αποχέτευσης απλά και μόνο για να εισπράξει ο εκλεκτός Ανάδοχος τα λεφτά μέσα σε 20 μήνες!!! Πάγια και επιτυχημένη τακτική της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι τέτοια έργα να εκτελούνται τμηματικά και ποτέ από έναν και μόνο εργολάβο. 6. Επειδή το παρασκήνιο των Δημοτικών εκλογών είναι ακόμη πρόσφατο, προκύπτει το αμείλικτο ερώτημα, μήπως στην συμφωνία "πακέτο" μεταξύ των δύο Z και Κ, για να στηρίξει ο πρώτος (με δελτίο τύπου) τον δεύτερο, περιλαμβάνεται και η αδιαφανής, μετά τα παραπάνω, διαδικασία διακήρυξης και δημοπρασίας της Αποχέτευσης. Μετά από όλα αυτά ζητάμε να ματαιωθεί ο διαγωνισμός της 13ης Φεβρουαρίου 2007 και το όλο θέμα να επανέλθει προς συζήτηση στο νέο Δημοτικό Συμβούλιο που είναι και το κυρίαρχο όργανο να αποφασίσει. Ο επικεφαλής της ΕΝΟΤΗΤΑΣ ... πρώην Δήμαρχος P". Με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε, ρητά και έμμεσα για τον πολιτικώς ενάγοντα πρώην Δήμαρχο P, ενώπιον των άνω παρευρισκομένων στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου και όσων έλαβαν γνώση της καταγγελίας η οποία ακολούθως κυκλοφόρησε στους κατοίκους της P, και δημοσιεύτηκε στον τοπικό τύπο, ότι αυτός, ως απερχόμενος Δήμαρχος P, "μεθόδευσε" τη δημοπράτηση του έργου αποχέτευσης δευτερεύοντος δικτύου Δήμου P, ότι τα έγγραφα που συνόδευαν τη χρηματοδότηση δεν δόθηκαν όλα στη δημοσιότητα, προκειμένου να καλυφθούν παράνομες ενέργειες, ότι επελέγη το σύστημα μελέτης-κατασκευής για να καταστεί δυνατή η επιλογή του αναδόχου, ότι η αναρρόφηση VACUUM προτιμήθηκε για να αιτιολογηθεί το "αμαρτωλό" αυτό σύστημα ότι ο τρόπος δημοπράτησης ήταν αδιαφανής, ότι οι τιμές που αφορούν το τμήμα αποχέτευσης με το βαρυτικό σύστημα έχουν υπερκοστολογηθεί κατά 150% και υπάρχει πρόθεση οι τιμές στο τμήμα αναρρόφησης να υπερκοστολογηθούν ακόμη περισσότερο, ότι προέβη "σε συμφωνία-πακέτο", με το νέο Δήμαρχο Κ, στην οποία περιλαμβάνεται η αδιαφανής διαδικασία διακήρυξης και δημοπρασίας της αποχέτευσης και γενικά, ότι πίσω από τη διαδικασία αυτή υποκρύπτονταν ύποπτη συνδιαλλαγή και ενδεχομένως τέλεση αξιόποινων πράξεων. Τα παραπάνω γεγονότα, που, με τον προαναφερόμενο τρόπο ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος για τον πολιτικώς ενάγοντα, καθώς και οι άμεσα συνδεόμενοι και σχετιζόμενοι με αυτά χαρακτηριστικά και αξιολογικές κρίσεις που υπάγονται έτσι στην έννοια του γεγονότος (βλ. ΑΠ 469/1998 ΠΧ ΜΗ, 1084) και αναφέρονται σ' αυτή με τους όρους "μεθόδευση" για τη δημοπράτηση, "βιασύνη, πρεμούρα και μεθοδεύσεις, ώστε να εισπράξει ο εκλεκτός ανάδοχος τα χρήματά του σε 20 μήνες", "παρασκήνιο των δημοτικών εκλογών και συμφωνία-πακέτο μεταξύ των δύο", "αδιαφανής διαδικασία", "προτιμήθηκε το αμαρτωλό σύστημα μελέτη-κατασκευή" ήταν ψευδής, η δε αλήθεια, την οποία γνώριζε ο κατηγορούμενος (πρώην δήμαρχος P επί σειρά ετών και από την ιδιότητά του αυτή), ήταν ότι: Η τροποποίηση της αρχικής και εγκεκριμένης από την ΕΥΔΑΠ σύμφωνα με το νόμο που ίσχυε τότε - με την υπ' αριθ. 13690/2002 απόφαση του ΔΣ αυτής, μελέτης κατασκευής του επίμαχου έργου (που πρόβλεπε την εκτέλεσή του με το βαρυτικό σύστημα) και η αντικατάστασή του με το σύστημα (κατά ορισμένα τμήματα) αναρρόφησης κενού (VACUUM SUSTEM) και συνακόλουθα η τροποποίηση των τευχών δημοπράτησης έργου, ώστε τμήμα αυτού που αφορούσε συγκεκριμένα τμήματα, κατασκευής με το άνω σύστημα, να δημοπρατηθεί με το (χαρακτηριζόμενο ως αμαρτωλό από τον κατηγορούμενο) σύστημα μελέτη-κατασκευή και το υπόλοιπο ως είχε, κατασκευαζόμενο με το βαρυτικό σύστημα, εγκρίθηκε (η προμελέτη και οικονομοτεχνική μελέτη) με την 280/22.11.2006 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου P, στη συνέχεια δε, αποφασίστηκα ομόφωνα με την 310/19.12.2006 απόφαση αυτού, η δημοπράτηση του έργου με το μεικτό κατά τα άνω, σύστημα υποβολής προσφορών με αναμόρφωση του προϋπολογισμού κατασκευής στο ποσό των 2433550 € με τον ΦΠΑ), δεν ήταν αποτέλεσμα "μεθοδεύσεων" του πολιτικώς ενάγοντος, Δημάρχου (τότε) της P, όπως αναφέρεται στην καταγγελία, αλλά στο ότι: Με την Ε (205) 5752/16.12.2005 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που ενέκρινε πρόταση προς το Ταμείο Συνοχής του Δήμου P για χρηματοδότηση του εν λόγω έργου σε ποσοστό 75% (με προϋπολογισμό τότε 16.385.000 €) προβλέφθηκε ως αναγκαίος όρος για την εκτέλεσή του, η πρόσληψη συμβούλου διαχείρισης του έργου (Progect manager), ο οποίος θ' αποτελούσε τον ενδιάμεσο μεταξύ του Δήμου P και του Ταμείου Συνοχής και θα είχε την αρμοδιότητα και ευθύνη για τον προσδιορισμό των τεχνικών προδιαγραφών του έργου προκειμένου αυτό να καταστεί λειτουργικό, την επίβλεψη εκτέλεσης των εργασιών και την παρακολούθηση της προόδου του έργου, αυτός δε που ανέλαβε, κατόπιν σύμβασης με το Δήμο P, ως σύμβουλος διαχείρισης (η εταιρεία BUNG) κατά τον έλεγχο της οριστικής μελέτης και ύστερα από πραγματοποίηση γεωτεχνικών ερευνών, εξέφρασε, με έγγραφό του προς το Δήμο, ενστάσεις για την καταλληλότητα του βαρυτικού συστήματος σε τμήματα του δικτύου, προτείνοντας την αντικατάστασή του με το σύστημα VACUUM και αντίστοιχα την τροποποίηση των τευχών δημοπράτησης του έργου, προτάσεις που έγιναν δεκτές, όπως έχει εκτεθεί, με τις προαναφερόμενες ομόφωνες αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου P, και στη συνέχεια, ο εν λόγω Δήμος προχώρησε στη δημοπράτηση του έργου με το σύστημα (κατά τμήματα) μελέτη - κατασκευή, με νόμιμα δημοσιευμένη διακήρυξη, χωρίς να λάβει προηγουμένως έγκριση από την ΕΥΔΑΠ, αφού μετά την ισχύ του ν. 3481/2006 (από 2.8.2006), δεν είχε τέτοια υποχρέωση (βλ. και υπ' αριθ. 0019/2008 πράξη του Ελεγκτικού Συνεδρίου που αναγνώσθηκε). Κατά το διαγωνισμό που διενεργήθηκε στις 13.2.2007 αναδείχθηκε μειοδότρια η εταιρία "ΓΗΓΕΡΤΟΝ ΑΕ", στην οποία κατακυρώθηκε το έργο, έναντι 20.245.500 €, πλέον ΦΠΑ και εκτελέστηκε - ήδη κατά ποσοστό 90% - στο χρόνο θητείας του νέου Δημάρχου P. Με τα περιστατικά που προαναφέρθηκαν και αποδείχθηκαν, δεν προέκυψε "μεθόδευση" για την επιλογή και εφαρμογή του συστήματος μελέτης - επίβλεψης στην κατασκευή του έργου, ούτε "αδιαφανείς διαδικασίες" και "συμφωνία πακέτο", δηλαδή συνδιαλλαγή σχετικά με τη δημοπράτηση του επίμαχου έργου, πράγμα που και ο κατηγορούμενος δέχεται απολογούμενος στο Δικαστήριο, σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίζεται στην άνω καταγγελία, ο οποίος, από την προαναφερόμενη ιδιότητά του γνώριζε, ότι κατά την εκτέλεση τέτοιου έργου και δη επιδοτούμενου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η όλη διαδικασία ήταν υπό την συνεχή εποπτεία και τον έλεγχο των αρμόδιων αρχών και υπηρεσιών (Υπουργείων Εσωτερικών, ΠΕΧΩΔΕ, Οικονομικών Ευρωπαϊκής, Ένωσης, Ταμείου Συνοχής και ειδικών επιτροπών) και δεν διαπιστώθηκε καμία παρατυπία, και από τον έλεγχο που διενέργησαν επιθεωρητές του σώματος επιθεωρητών-ελεγκτών δημόσιας διοίκησης, πλην εκείνης της μη συμμετοχής στις διαδικασίες και μη έγκρισης των τροποποιήσεων στο σύστημα κατασκευής του έργου από την ΕΥΔΑΠ, η οποία όμως, όπως έχει εκτεθεί, δεν ήταν αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση. Παρόλα αυτά, ο κατηγορούμενος περιέλαβε στην καταγγελία του τα παραπάνω, τα οποία ως γεγονότα ήταν ψευδή, όπως γνώριζε και ως απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί που τα συνοδεύουν, στο σύνολό τους, μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος-πολιτικώς ενάγοντος, και πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος της πράξη που του αποδίδεται της συκοφαντικής δυσφήμησης (απλής και δια του τύπου), σε βάρος του τελευταίου. Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της ανωτέρω πράξεως και, αφού του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362, 363 και 27 του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων των πράξεων για τις οποίες κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δέχθηκε ανελέγκτως ότι ο αναιρεσείων ήταν αυτός που συνέταξε, υπέγραψε και διένειμε στα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου P, στους παρευρισκόμενους δημοτικούς συμβούλους, δημότες και δημοσιογράφους, την αναφερόμενη καταγγελία του δημοτικού συνδυασμού "ΕΝΟΤΗΤΑ" του οποίου και τύγχανε επικεφαλής.
Συνεπώς, ανεξαρτήτως του ότι η καταγγελία την οποίας το κείμενο παρατίθεται αυτούσιο στο σκεπτικό, φέρεται προερχόμενη από τον ανωτέρω δημοτικό συνδυασμό, υποκείμενο της πράξεως της με τον ως άνω τρόπο (προβολή ισχυρισμού) τελεσθείσης συκοφαντικής δυσφημίσεως, τυγχάνει ο αναιρεσείων, όπως, κατ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, δέχθηκε η προσβαλλομένη, αφού, όπως και ο ίδιος παραδέχεται, αυτός ήταν ο συντάκτης του εγγράφου που διένειμε στα ανωτέρω παριστάμενα άτομα, κατά τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου, μέλος του οποίου αποτελούσε και ο ίδιος, αφού, όπως δέχεται το Δικαστήριο, ανήκε στην αντιπολίτευση, έχοντας χρηματίσει στο παρελθόν και επί σειρά ετών Δήμαρχος του εν λόγω Δήμου, το κείμενο δε αυτό κυκλοφόρησε στη συνέχεια μεταξύ των δημοτών και δημοσιεύθηκε στον τοπικό τύπο, ολοκληρωθείσης έτσι της, με τον ανωτέρω τρόπο, τελέσεως της πράξεως και δια του τύπου. Δεν χρειαζόταν δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρεται σε τι συνίσταται η δική του συμμετοχή στην τέλεση της πράξης αυτής, αφού καθίσταται σαφές ότι κηρύχθηκε ένοχος ως αυτουργός της πράξεως και δεν γεννάται ζήτημα οποιασδήποτε συμμετοχής του σ αυτήν και συνακόλουθα αιτιολογήσεως της, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Άλλωστε η πράξη τελέσθηκε από τον αναιρεσείοντα και με μόνη την διανομή του γραπτού κειμένου στα ανωτέρω άτομα που παρευρίσκονταν κατά την συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία συνιστά, κατά τα ανωτέρω προβολή ισχυρισμού με περιεχόμενο τα ψευδή, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως του Εφετείου, γεγονότα. Αβασίμως δε ισχυρίζεται ό αναιρεσείων ότι την προβολή του ισχυρισμού την έκανε ο δημοτικός συνδυασμός "ΕΝΟΤΗΤΑ", εφόσον απ αυτόν (συνδυασμό) προερχόταν η καταγγελία και ότι αυτός απλώς υπέγραψε το κείμενο με την ιδιότητα του επικεφαλής του συνδυασμού, αφού, κατά τις παραδοχές του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα του ότι δράστης αξιόποινης πράξης είναι το φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου νομικού προσώπου, αυτός συνέταξε υπέγραψε και διένειμε το γραπτό κείμενο (καταγγελία) στα αναφερόμενα στο σκεπτικό πρόσωπα, το ίδιο δε κείμενο στη συνέχεια δημοσιεύθηκε στον τοπικό τύπο και συνεπώς το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 1 ΠΚ, ούτε πάσχει κατά τούτο η απόφαση από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Περαιτέρω το Εφετείο δέχθηκε ότι η αλλαγή του τρόπου εκτέλεσης του έργου, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της δαπάνης του αναφερομένου στην καταγγελία έργου προτάθηκε από τον ορισθέντα, κατόπιν υποδείξεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμβουλο διαχείρισης του έργου, χωρίς τον ορισμό του οποίου δεν θα γινόταν η χρηματοδότηση της εκτελέσεως του. Η μεταβολή αυτή, η οποία μετέβαλε και τον αρχικό προϋπολογισμό και δη προκάλεσε αύξηση αυτού, εγκρίθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο με την αναφερόμενη ομόφωνη απόφαση, στην λήψη της οποίας μετείχε ως μέλος αυτού και ο αναιρεσείων, το οποίο στη συνέχεια με την επίσης αναφερόμενη ομόφωνη απόφαση ενέκρινε τη δημοπράτηση του έργου με το σύστημα υποβολής προσφορών που ακολούθησε ο πολιτικός αινάγων, εφαρμόζοντας τις αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου. Κατά τις παραδοχές της αποφάσεως λοιπόν δεν ήταν ο πολιτικώς ενάγων εκείνος που προέβη αυτοβούλως και από ιδιοτελή κίνητρα στην μεταβολή του τρόπου εκτελέσεως του έργου, όπως του καταμαρτυρούσε ο αναιρεσείων με την καταγγελία που αναφέρθηκε, αποδίδοντάς του μεθοδεύσεις με τον επόμενο Δήμαρχο, κατόπιν συμφωνίας "πακέτο", αλλά επρόκειτο, για ομόφωνες αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου στη λήψη των οποίων συμμετείχε και ο αναιρεσείων, ως επικεφαλής του ανωτέρω συνδυασμού της αντιπολιτεύσεως, προς τις οποίες συμμορφώθηκε ο πολιτικώς ενάγων. Η παραδοχή αυτή της προσβαλλομένης, στηρίζει και την κρίση της περί της γνώσεως εκ μέρους του αναιρεσείοντος της αναλήθειας των ισχυρισμών του, αφού στην λήψη των ανωτέρω αποφάσεων, οι οποίες είναι προγενέστερες του χρόνου τελέσεως της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος, δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές είχαν προηγηθεί της καταγγελίας, τις οποίες και ουδόλως ανέφερε σ αυτήν, συμμετείχε και ο ίδιος και συνακόλουθα γνώριζε την αναλήθεια των όσων με τον τρόπο αυτό ισχυρίσθηκε. Δεν στηρίχθηκε λοιπόν η απόφαση για να αιτιολογήσει το στοιχείο του άμεσου δόλου του αναιρεσείοντος σε μεταγενέστερα της τελέσεως της πράξεως γεγονότα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται αυτός. Ούτε περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 363 σε συνδυασμό με 362 ΠΚ, αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, με την οποία προστατεύεται η ελευθερία της έκφρασης (βλ. "Η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ευρώπη", Έκδοση Δ.Σ.Α. με επιμέλεια ... σελ 140 επομ., όπου και παράθεση σχετικής νομολογίας, σχετική και η διάταξη του άρθρου 14 του Συντάγματος), ούτε το Εφετείο, κρίνοντας ένοχο του αναιρεσείοντα, παραβίασε την ως άνω διάταξη και εκείνη του άρθρου 14 του Συντάγματος, όπως αβάσιμα αυτός ισχυρίζεται, καθόσον το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, που θεσπίζουν οι εν λόγω διατάξεις, πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, όπως είναι και η ανωτέρω διάταξη του ΠΚ και, κατά την άσκησή του, δεν είναι ανεκτή η διάπραξη αξιόποινης πράξης, ως η προαναφερθείσα, η οποία αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 367 ΠΚ, τις διατάξεις του οποίου επιχειρεί ο αναιρεσείων να περιγράψει με επίκληση του άρθρου 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, καθόσον το ΕΔΔΑ δέχθηκε, ενόψει και των επιτρεπτών περιορισμών της παραγ. 2 της εν λόγω διατάξεως, κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού, ότι, κατ επίκληση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, μπορεί κάποιος να απευθύνει κατά δημοσίων προσώπων σκληρές και υπερβολικά δυσμενείς αξιολογικές κρίσεις και χαρακτηρισμούς και όχι να προβάλλει πραγματικά περιστατικά δεκτικά εμπειρικής αποδείξεως, τα οποία θεμελιώνουν ισχυρισμούς, που συνιστούν αξιόποινες πράξεις, όπως εν προκειμένω, η της απιστίας από τον πολιτικώς ενάγοντα τότε Δήμαρχο Αίγινας, την οποία, κατά το περιεχόμενο της καταγγελίας, από ιδιοτελείς κομματικούς και πολιτικούς σκοπούς, φερόταν να έχει τελέσει ο πολιτικώς ενάγων σε βάρος του Δήμου, αν βέβαια αλήθευαν τα όσα του καταμαρτυρούσε ο αναιρεσείων, όπως αυτά αναφέρονται στο σκεπτικό της αποφάσεως, τα οποία, όπως, δέχθηκε με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, το Δικαστήριο, ήσαν ψευδή και ο αναιρεσείων, για όλους τους ανωτέρω λόγους, που προκύπτουν από τις παραδοχές της προσβαλλομένης, τελούσε σε γνώση του ψεύδους των, ήσαν δε ικανά να πλήξουν την τιμή και την υπόληψή του ως ατόμου και ειδικότερα δημάρχου, ο οποίος είναι ταγμένος να προασπίζεται το συμφέρον του Δήμου και όχι να ενεργεί ενάντια σ αυτό, όπως ψευδώς ισχυρίσθηκε ο αναιρεσείων. Οι χαρακτηρισμοί δε και οι αξιολογικές κρίσεις που περιλαμβάνονται στην καταγγελία, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, συνδέονται άμεσα και σχετίζονται με τα ψευδή πραγματικά περιστατικά, που αναφέρει η προσβαλλομένη και, κατά τα ανωτέρω, εμπίπτουν στην έννοια του γεγονότος, όπως, κατ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, δέχθηκε το Δικαστήριο, αβασίμως δε υποστηρίζει τα αντίθετα ο αναιρεσείων. Ειδικότερα τέτοια ψευδή γεγονότα, με τα οποία συνδέονται και αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες, κατά τα ανωτέρω, δεν παύουν να αποτελούν γεγονότα και δεν συνιστούν αξιολογήσεις επί αληθών γεγονότων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, συνιστούν, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως του Εφετείου, τα ακόλουθα: "Τα συνοδεύοντα την χρηματοδότηση έγγραφα για άγνωστους λόγους δεν δόθηκαν στη δημοσιότητα", "για να καταστεί δυνατή η επιλογή του αναδόχου προτιμήθηκε το "αμαρτωλό" σύστημα μελέτη-κατασκευή, που δεν είναι τίποτε άλλο από μια μορφή απευθείας ανάθεσης", "για να αιτιολογηθεί το σύστημα μελέτης - κατασκευής ανακαλύφθηκε η αναρρόφηση VACUUM με το πρόσχημα ότι δήθεν ήταν αδύνατη η συμβατική κατασκευή και πρέπει να μειωθούν τα βάθη έχουν υπερκοστολογηθεί οι τιμές κατά 150%", "η βιασύνη, πρεμούρα και μεθοδεύσεις γίνονται μόνον κα μόνον για να εισπράξει ο εκλεκτός ανάδοχος τα λεφτά μέσα σε 20 μήνες" και "αδιαφανή διαδικασία διακήρυξης και δημοπρασίας του έργου της αποχέτευσης που εντάσσεται σε "συμφωνία πακέτο" ανάμεσα σε Z και Κ". Κατ' ακολουθία τούτων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ και Ε πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες. I
ΙΙ. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος παραστάθηκε (176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την με αριθμό 17/1-2-2010 αίτηση του X για αναίρεση της με αριθμ. 1831/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) € και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος από πεντακόσια (500) €.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Ιουλίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ