Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 582 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Ε.Σ.Δ.Α., Εφέσεως απαράδεκτο.




Περίληψη:
Απορρίπτεται αναίρεση για εσφαλμένη αιτιολογία και για υπέρβαση εξουσίας κατ' αποφάσεως που απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμου ασκήσεως έφεση του κατηγορουμένου κατά ερήμην του πρωτοδίκου καταδικαστικής αποφάσεως για πλαστογραφία με χρήση διότι αιτιολογημένα κρίθηκε ότι εκχώρησε επίδοση της καταδικαστικής αποφάσεως στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής εφόσον δεν βρέθηκε στη γνωστή στην Εισαγγελική Αρχή που παρήγγειλε την επίδοσή της, διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου κατά τον χρόνο της κοινοποίησης και δεν προκύπτει ότι ήταν άκυρη η γενόμενη επίδοση της καταδικαστικής αποφάσεως λόγω γνωστής διαμονής του κατηγορουμένου και ότι καθ' υπέρβαση της εξουσίας του το δικαστήριο απέρριψε το ασκηθέν ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Δεν έκρινε το απορρίψαν την έφεση του αναιρεσείοντος δικαστήριο κατά παραβίαση του δικαιώματος του κατηγορουμένου από το άρθρο 6 §1 της ΕΣΔΑ ούτε συνιστά αυτοτελή λόγο αναίρεσης η παραβίαση του άρθρου αυτού της άνω Διεθνούς Συμβάσεως για δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη.




Αριθμός 582/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βαλάση, για αναίρεση της με αριθμό 2075/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Απριλίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 655/2009.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως η προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη εκτός εάν είναι αυτός αγνώστου διαμονής οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως. Κατά τα οριζόμενα στην παρ. Ιγ' του άρθρου 273 Κ.Ποιν.Δ. ωσότου η καταδικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη και εκτελεσθεί κάθε έγγραφο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο επιδίδεται εγκύρως στον κατηγορούμενο αν η επίδοση γίνει στη διεύθυνση της κατοικίας ή διαμονής του που δηλώθηκε αρχικά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εδάφιο α' της παρ. Ι του άρθρου αυτού, εκτός αν ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει μεταβολή της πριν από την επίδοση. Η δήλωση ως προς την μεταβολή της κατοικίας ή της διαμονής, μαζί με την ακριβή διεύθυνση πρέπει να γίνει εγγράφως στον Εισαγγελέα που άσκησε την ποινική δίωξη ή αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί. Εξ άλλου κατά το άρθρο 155 παρ. 1 εδαφ. β' και παρ. 2 εδαφ. β' Κ.Ποιν.Δ. αν αυτός που κάνει την επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή κατοικίας του ή του καταστήματος ή του εργαστηρίου ή του γραφείου όπου ασκεί το επάγγελμά του, εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους, που έστω και προσωρινά, διαμένουν μαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς του ή στο θυρωρό της κατοικίας που μένει ή σε κάποιον από όσους είναι στο κατάστημα ή στο εργαστήριο ή στο γραφείο. Αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, όποιος κάνει την επίδοση επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας. Η κατά τα άνω με θυροκόλληση επίδοση του εγγράφου προϋποθέτει ότι εκείνος προς τον οποίον έγινε η επίδοση έχει πράγματι κατοικία στη διεύθυνση που αναφέρεται στην έκθεση επιδόσεως. Αν, αντίθετα, προκύπτει ότι ο προς όν η επίδοση δεν έχει πλέον κατοικία στην αναφερόμενη στην έκθεση επιδόσεως διεύθυνση και έχει μετοικήσει από εκεί σε άγνωστο τόπο, η προς αυτόν επίδοση πρέπει να γίνει κατά τη διαδικασία για την επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής του άρθρου 156 Κ.Ποιν.Δ.
Κατά το άρθρο δε 154 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. η μη τήρηση, μεταξύ άλλων, των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 155 - 157 συνεπάγεται την ακυρότητα της επιδόσεως. Σε σχέση με το ένδικο μέσο της έφεσης κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε με απόντα τον κατηγορούμενο προϋπόθεση για το εκπρόθεσμο της άσκησής της είναι η έγκυρη επίδοση της εν λόγω αποφάσεως διότι διαφορετικά σε περίπτωση δηλαδή που είναι άκυρη η επίδοση δεν αρχίζει η προθεσμία που ορίζει ο νόμος και η έφεση ασκείται εμπρόθεσμα. Εξ άλλου κατά την έννοια του άρθρου 474 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα έφεση οφείλει να διαλάβει στη σχετική έκθεση λόγο ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος εξ αιτίας των οποίων δεν άσκησε εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο ή ότι η επίδοσης της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι άκυρη για συγκεκριμένο λόγο και, ακόμη να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προκύπτουν. Ειδικότερα όταν το γεγονός που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση εφέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως είναι η ακυρότητα της επιδόσεώς της στο δήμαρχο της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του εκκαλούντος ως αγνώστου διαμονής, σύμφωνα με το άρθρο 156 Κ.Ποιν.Δ. πρέπει να αναφέρεται στην έκθεση εφέσεως ότι κατά το χρόνο της επιδόσεως ο εκκαλών είχε γνωστή διαμονή και να καθορίζεται με ακρίβεια ο τόπος στον οποίο τότε διέμενε έτσι ώστε να προκύπτει η ακυρότητα της επιδόσεως. Αν δεν διαλαμβάνονται τα ανωτέρω στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου τότε η έφεση απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη και συνεπώς απαράδεκτη χωρίς να είναι επιτρεπτή αναπλήρωση των στοιχείων που ελλείπουν με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται μεταγενέστερα κατά τη συζήτηση της εφέσεως στο ακροατήριο. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 156 παρ. 1 και 2 Κ.Ποιν.Δ. ο εκκαλών - κατηγορούμενος που απουσιάζει από τον τόπο κατοικίας του και η διαμονή του είναι γνωστή για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους ή ακόμη στην αστυνομική αρχή. Τόπος δε κατοικίας νοείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας αυτός που έχει δηλώσει στην αρμόδια εισαγγελική αρχή και δεν έχει διενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτή, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Τέλος κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1, 2 Κ.Ποιν.Δ. όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως ή του βουλεύματος επιτρέπεται αναίρεση.
Η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως ως εκπρόθεσμο για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος του εκκαλούντος, το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση (Ολ.ΑΠ 6/1994 και 4/1995). Δεν απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός ή μνεία των άνω κατά τα άρθρα 154 παρ. 1, 156, 161 Κ.Ποιν.Δ. στοιχείων εγκυρότητος της επιδόσεως, εκτός εάν προβάλλεται δια της εφέσεως λόγος ακυρότητος της επιδόσεως, οπότε η αιτιολογία της πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου τούτου κρίση του Δικαστηρίου. Σε περίπτωση όμως που αμφισβητείται με το ένδικο μέσο ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί αυτό και το άγνωστο της διαμονής του και η εντεύθεν αδυναμία γνώσεως της επιδόσεως, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία άλλως ιδρύεται ο κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω πρέπει να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα στην αξιολόγηση των οποίων προέβη το Δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του για την απόρριψη της εφέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση 2075/2009 το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που την εξέδωσε απέρριψε ως απαράδεκτη (εκπροθέσμως ασκηθείσα) την από 5.6.2008 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 4859/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία είχε καταδικασθεί ερήμην του σε ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους μετατραπείσα σε χρηματική για πλαστογραφία με χρήση κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση. Από την έκθεση εφέσεως, όπως επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση αυτής προέβαλε ότι ουδέποτε έλαβε γνώση της ποινικής δίωξης και της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι τις 27.5.2008 οπότε και συνελήφθη προς εκτέλεσή της, καθώς είχε αναζητηθεί στην οδό ... στο ... και επιδόθηκε η προσβαλλόμενη ως αγνώστου διαμονής ενώ είχε γνωστή διαμονή (αυτός) στην οδό ... στην ..., γεγονός που γνώριζε η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως προκύπτει και από άλλα κλητήρια θεσπίσματα που του είχε επιδώσει το ίδιο χρονικό διάστημα με συνέπεια να είναι εμπρόθεσμη η έφεσή του καθώς ουδέποτε η προσβαλλόμενη του επιδόθηκε νομίμως. Η προσβαλλόμενη απόφαση για να απορρίψει την άνω έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της πρωτοδίκου καταδικαστικής αποφάσεως διέλαβε τα εξής κατά το μέρος που αφορούν την ουσιαστική κρίση του επί του ζητήματος αυτού: "Με την 4859/2001 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο εκκαλών - κατηγορούμενος καταδικάστηκε ερήμην σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους η οποία μετετράπη προς 1.500 δραχμές για κάθε ημέρα φυλάκισης. Όπως αποδεικνύεται από το από 7.11.2002 αποδεικτικό επιδόσεως του Αρχιφύλακα ..., που υπηρετεί στο Α' Α.Τ. Περιστερίου η επίδοση της ως άνω αποφάσεως έγινε στις 7.11.2002 στον αρμόδιο για την παραλαβή εγγράφων, που έχει οριστεί από το Δήμαρχο Περιστερίου υπάλληλο, επειδή ήταν άγνωστης διαμονής αφού αυτός αναζητήθηκε στην οδό ... στο ... και δεν βρέθηκε να κατοικεί εκεί. Ο εκκαλών άσκησε την κρινόμενη έφεσή του στις 5.6.2008, δηλαδή πολύ χρόνο μετά την πάροδο της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 473 ΚΠΔ προθεσμίας. Με την έκθεση εφέσεως δήλωσε ότι ουδέποτε έλαβε γνώση της σε βάρος του ποινικής δίωξης και της καταδικαστικής αποφάσεως, δεν ήταν άγνωστης αλλά γνωστής (διαμονής) και κατοικούσε στην οδό ..., που ήταν γνωστή στις Αρχές. Επί τους λόγου αυτού της εφέσεως πρέπει να σημειωθεί ότι η μόνη γνωστού τόπου κατοικία του κατηγορουμένου είναι η οδός ..., την οποία ο ίδιος είχε δηλώσει στην από 5.12.1996 υπεύθυνη δήλωση του ν.1599/1986, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του από το δικηγόρο Αθηνών Περικλή Ποτόλια. Αυτήν την υπεύθυνη δήλωση την παρέδωσε στο Ζ, δηλώνοντας ότι "οι συναλλαγματικές, που φέρονται ότι έχουν εκδοθεί από αυτόν ([Ζ]...έχουν πλαστογραφηθεί οι υπογραφές του". Μετά δε από την άσκηση (της από 19.9.1997 ανακοπής του Ζ κατά της 480/1997 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος και της προσβολής ως πλαστών των συναλλαγματικών, ασκήθηκε η κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη για πλαστογραφία επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Επομένως, αυτή ήταν η μόνη γνωστή διεύθυνση του εκκαλούντος στην Εισαγγελική Αρχή που παρήγγειλε την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, στην οποία, αφού αναζητήθηκε και απουσίαζε σε άγνωστο μέρος και δεν βρέθηκε κανένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 156 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., εγκύρως επιδόθηκε ως αγνώστου διαμονής. Ούτε ο ίδιος άλλωστε δήλωσε ποτέ αρμοδίως μεταβολή της κατοικίας του, ώστε η επίδοση να γίνει δε νέα διεύθυνσή του. Επομένως εγκύρως έγινε η επίδοση της εκκαλουμένης στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής. Με βάση τα παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεσή του ως απαράδεκτη εξ αιτίας της εκπρόθεσμης ασκήσεώς της....". Η παραπάνω αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι η απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σε αυτή όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητά της, δηλαδή η χρονολογία επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως στον εκκαλούντα, το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως και η χρονολογία ασκήσεως της εφέσεως εκ μέρους του ήδη αναιρεσείοντος, η οποία κείται πέραν της νομίμου προθεσμίας αυτής. Επαρκώς αιτιολογείται με αναφορά και στα αποδεικτικά μέσα στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου ότι η τελευταία γνωστή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου ήταν η οδός ... που δηλώθηκε από τον ίδιο με την από 5.12.1996 υπεύθυνη δήλωσή του επί εντύπου του ν.1599/1986 και η οποία προσκομίσθηκε στην προανάκριση από τον Ζ κατά την ένορκη εξέτασή του και από τον οποίο είχε κατονομασθεί ότι πλαστογραφήθηκαν από τον κατηγορούμενο οι υπογραφές του επί των συναλλαγματικών με βάση τις οποίες είχε εκδοθεί σε βάρος του η 480/1997 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με βάση τα άνω στοιχεία διευθύνσεως του κατηγορουμένου στην προαναφερόμενη από 5.12.1996 υπεύθυνη δήλωση εδικαιολογείτο να θεωρηθεί από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών που παρήγγειλε την επίδοση της εκκαλουμένης καταδικαστικής αποφάσεως στον κατηγορούμενο ότι η γνωστή διεύθυνση κατοικίας του ήταν στην οδό ... στο ... όπου υπήρχε τέτοια οδός με αυτόν τον οικοδομικό αριθμό. Δεν είχε εξετασθεί ο ήδη αναιρεσείων κατά την προδικασία για να δηλώσει την τότε διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του ώστε κάθε έγγραφο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο και κάθε άλλο ποινικό δικόγραφο για να του επιδόταν εγκύρως να έπρεπε να επιδοθεί στην αρχικώς δηλωθείσα διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του άρθρο 273 παρ. Ιγ' Κ.Ποιν.Δ. Δεν προέβαλε ο ήδη αναιρεσείων με την έφεση που άσκησε κατά της πρωτοδίκου ερήμην του εκδοθείσης καταδικαστικής αποφάσεως ότι είχε από πριν καταστήσει γνωστή στην άνω Εισαγγελική Αρχή που παρήγγειλε την επίδοση σ' αυτόν της εν λόγω αποφάσεως ότι ο τόπος κατοικίας του ήταν στην οδό ... στην .... Δεν ήταν υποχρεωμένη η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών να ζητήσει πληροφορίες για τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου από τις ελληνικές διοικητικές Αρχές ή από άλλες εισαγγελίες της χώρας. Το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εξέτασε το ζήτημα αν ήταν γνωστή η όχι στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών η προβαλλόμενη με την έφεσή του άνω κατηγορουμένου ως γνωστή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών διεύθυνση κατοικίας του στην οδό ... στην ... εφ' όσον το άγνωστο της διαμονής του κατηγορουμένου κρίνεται από το αν η διαμονή του είναι άγνωστη στη συγκεκριμένη εισαγγελική αρχή που διέταξε την κοινοποίηση της πρωτοδίκου καταδικαστικής αποφάσεως σ' αυτόν. Από τα έγγραφα στη δικογραφία που αναφέρονται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι αναγνώσθηκαν και συνεκτιμήθηκαν, όπως επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο στα πλαίσια ερεύνης του βασίμου των λόγων αναίρεσης δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη άλλων κλητηρίων θεσπισμάτων που να επιδόθηκαν στον αναιρεσείοντα από την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, παρά τα όσα αντίθετα ανέφερε ο ήδη αναιρεσείων στην έφεσή του. Το κλητήριο θέσπισμα υπό ημερομηνία 25.11.2002, το οποίο αφορούσε στον κατηγορούμενο και επιδόθηκε στον ίδιο στην αναφερόμενη στην έφεσή του ως διεύθυνση κατοικίας του στις 1.2.2003 είχε εκδοθεί από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς από την οποία και είχε δοθεί η παραγγελία να επιδοθεί στον κατηγορούμενο. Κατά τις παραδοχές του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν γνωστό στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών κατά τον κρίσιμο χρόνο (7.11.2002) και ότι ο κατηγορούμενος είχε διεύθυνση κατοικίας στην οδό ... στην ..... Με αυτά δε που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για να γίνει επίδοση της ερήμην εκδοθείσης καταδικαστικής αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου για τον κατηγορούμενο κατά την διαδικασία του άρθρου 156 Κ.Ποιν.Δ. για την επίδοση σε πρόσωπα αγνώστου διαμονής και ότι από την επίδοση στις 7.11.2002 για τον ήδη αναιρεσείοντα της άνω αποφάσεως στο Δήμο Περιστερίου ως εκείνον του τόπου τελευταίας γνωστής κατοικίας του κατηγορουμένου άρχισε και παρήλθε η από το άρθρο 473 Κ.Ποιν.Δ. προθεσμία πριν ασκήσει ο κατηγορούμενος στις 5.6.2008 έφεση κατά της εν λόγω καταδικαστικής αποφάσεως δεν παραβίασε το άρθρο 476 Κ.Ποιν.Δ. κρίνοντας απορριπτέο ως απαράδεκτο ασκηθέν ένδικο μέσο ενώ προέκυπτε το αντίθετο και δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας. Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' Κ.Ποιν.Δ. λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλονται ελλιπής και αντιφατική αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως και υπέρβαση εξουσίας από το Δικαστήριο που την εξέδωσε, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κατά τις οποίες συνιστούν παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου, που κυρώθηκε με το ν.δ.53/1974 και έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ και του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη η παράλειψη της Εισαγγελικής Αρχής να επιδείξει στοιχειώδη επιμέλεια να ανεύρει την κατοικία του ήδη αναιρεσείοντος στην οδό ... στην ..., που ήταν γνωστή στις φορολογικές αρχές και στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς όπου την είχε δηλώσει στα πλαίσια διενεργούμενης προανακρίσεως, έτσι ώστε να επιδοθεί σ'αυτόν τόσο το αρχικό κλητήριο θέσπισμα (για να παραστεί στο δικάσαν δικαστήριο και να υποστηρίξει την αθωότητά του), όσο και η εκδοθείσα απόφαση (για να μπορέσει να ασκήσει τα νόμιμα ένδικα μέσα), εσφαλμένα ως αγνώστου διαμονής μετά από αναζήτησή του σε διεύθυνση που δεν αποτελούσε γνωστή διαμονή του και οι παραδοχές του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η σχετική επίδοση ήταν νόμιμη και να απορρίψει την ασκηθείσα έφεσή του ως εκπρόθεσμη, κρίνονται ωσαύτως απορριπτέες. Η παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης που προβλέπεται από το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως κατ' αποφάσεως πέρα από αυτούς που αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 510 Κ.Ποιν.Δ. Επίκληση του από το άρθρο 6 παρ. 1 της άνω διεθνούς συμβάσεως δικαιώματος μπορεί να γίνει μόνον προς ενίσχυση ενός αναιρετικού λόγου από τους άνω αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. Ι Κ.Ποιν.Δ. Το Δικαστήριο της ουσίας με αυτά που δέχθηκε έκρινε με βάση τις τιθέμενες από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν προϋποθέσεις μη παραδεκτή την ασκηθείσα από τον ήδη αναιρεσείοντα έφεση κατά της σε βάρος του πρωτόδικου ερήμην του καταδικαστικής αποφάσεως αφού απήντησε στους ισχυρισμούς του μετά από την εξέταση της προταθείσης από τον ίδιο στην κατ' έφεση δίκη μάρτυρα και την ανάγνωση και συνεκτίμηση των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης χωρίς να παραβιάσει το άνω δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη. Μετά ταύτα η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).

Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 16 Απριλίου 2009 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως της 2075/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Φεβρουαρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση. στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή