Θέμα
Δικηγορική αμοιβή.
Περίληψη:
Κατά την έννοια των διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων, στις οποίες γίνεται λόγος «για τη σύνταξη», το δικαίωμα του δικηγόρου να απαιτήσει την προβλεπόμενη από τις εν λόγω διατάξεις αμοιβή, προϋποθέτει ολοκληρωμένη την ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, για την οποία προβλέπεται η εν λόγω αξίωση του, και ειδικότερα διατύπωση από το δικηγόρο του περιεχομένου του οικείου διαδικαστικού εγγράφου και υπογραφή του από τον ίδιο.
Αριθμός 2193/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ζ. Β., δικηγόρου Λεβαδείας κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Μαυροειδή, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS" πρώην "Τράπεζα EFG EUROBANK ERGASIAS Ανώνυμη Εταιρεία", η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γιάννη Μπόμπο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-9-2008 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λεβαδείας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 19/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 13/2013 του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15-1-2013 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης, ανέγνωσε την από 25-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1) Kανόνας δικαίου παραβιάζεται, κατ' άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή και 2) Με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ ελέγχεται η ορθότητα της ελάσσονος πρότασης του νομικού συλλογισμού, από την άποψη αν οι παραδοχές της απόφασης πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου που το δικαστήριο εφάρμοσε. Η ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία υπάρχει και όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν, κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία στηρίζουν τη διάπλαση ή διάγνωση που έλαβε χώρα. Ελλείψεις ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων ή την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, όταν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δε συνιστούν ανεπαρκή ή ασαφή αιτιολογία. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που έχει έντονο το χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, εφαρμόζεται και επί δικαιωμάτων που απορρέουν από άλλες, επίσης δημοσίας τάξεως διατάξεις, όπως είναι οι αξιώσεις των δικηγόρων προς καταβολή της ελαχίστης αμοιβής τους για την παροχή των νομικών υπηρεσιών τους, που ορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 92 παρ. 1 , 98, 100 επ. του ΝΔ 3026/1954 "περί Κώδικος των Δικηγόρων". Ειδικότερα (α) κατ' αρθ. 91 παρ.1 του ως άνω Κώδικος ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της δικαστηριακής ή άλλης δαπάνης, την οποία κατέβαλε εξ ιδίων και αμοιβή για κάθε εργασία του δικαστική ή εξώδικη, (β) κατ' άρθ. 92 παρ.1 του ίδιου Κώδικος (όπως ισχύει μετά την προσθήκη του εδ. β αυτής με το άρθ. 5 παρ. 3 του ν.δ. 4272/1962 και την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 ν. 1093/ 1980), η δικηγορική αμοιβή κανονίζεται με συμφωνία του δικηγόρου και του εντολέα ή αντιπροσώπου του, η οποία περιλαμβάνει είτε όλη τη διεξαγωγή της δίκης είτε μέρος της είτε μεμονωμένες πράξεις ή άλλης φύσεως εργασίες, σε καμία περίπτωση, όμως, δεν επιτρέπεται να υπολείπεται των ελαχίστων ορίων που καθορίζονται από τα άρθρα 98 επ. του ως άνω Κώδικος, κάθε δε συμφωνία για λήψη κατώτερης αμοιβής από τα ως άνω καθοριζόμενα όρια είναι άκυρη, ανεξάρτητα από τον χρόνο σύναψης της. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, οι οποίες αποσκοπούν όχι μόνο στην προστασία του δικηγόρου ως εργαζομένου αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του δικηγόρου ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος, συνάγεται, ότι η συμφωνία μεταξύ του εντολέως και του δικηγόρου για την λήψη αμοιβής κατώτερης των ελαχίστων ορίων που καθορίζονται στα άρθρα 98 επ. του Κώδικος των Δικηγόρων, ανεξάρτητα από το χρόνο σύναψης της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και τη μορφή με την οποία συνάπτεται, όπως άφεση χρέους του άρθρου 456 ΑΚ ή άλλη συμφωνία, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη (άρθρ. 174, 180 ΑΚ). Ο δικηγόρος, παρά την συμφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη, τα από το νόμο οριζόμενα ελάχιστα όρια αμοιβής, ο δε εντολέας του δεν μπορεί ν' αντιτάξει κατά της απαίτησης του προς καταβολή της εν λόγω απαίτησης του, ότι είχε συμφωνηθεί μικρότερη αμοιβή, αφού η συμφωνία αυτή είναι άκυρη. Όμως, η αφορμή ή οι συνθήκες, με τις οποίες έγινε η παραίτηση του δικηγόρου από κάθε απαίτησή του για δικηγορική αμοιβή, το περιεχόμενο της έγγραφης παραίτησης του κ.λ.π. μπορούν να ασκήσουν επιρροή για την εκτίμηση της αντίθεσης της συμπεριφοράς του στην καλή πίστη, αφού, ανεξάρτητα από την ακυρότητα της παραίτησης, η αβίαστη παραίτηση του δικηγόρου από την καταβολή της επιπλέον αμοιβής καθιστά κακόπιστη την εν συνεχεία διεκδίκησή της. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 98 του Ν.Δ. 3026/1954 "περί του Κώδικα των Δικηγόρων", ελλείψει ειδικής συμφωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του, το ποσό της αμοιβής του πρώτου ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων του Κώδικα αυτού, κατά δε το άρθρο 100 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, το ελάχιστο όριο της αμοιβής για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου αυτής, ενώ, επί αγωγών από συναλλαγματικές και γραμμάτια σε διαταγή κατά την έκτακτη διαδικασία αυτών το ανωτέρω ποσοστό μειώνεται στο ήμισυ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 114 παρ. 3α του ανωτέρω Κώδικα, για τη σύνταξη κάθε άλλης αίτησης, που δεν κατονομάζεται στον Κώδικα αυτό, το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου, ενώπιον του Προέδρου, είναι 30 δρχ. Από τις εν λόγω διατάξεις συνάγεται, με σαφήνεια, ότι εκείνη του άρθρου 100 παρ. 1β του Κώδικα των Δικηγόρων εφαρμόζεται και επί αιτήσεων προς έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση συναλλαγματικές και γραμμάτια σε διαταγή, αλλά, για την ταυτότητα του λόγου, και με βάση οποιαδήποτε άλλα έγγραφα, αφού και στην περίπτωση αυτή τηρείται η ίδια διαδικασία.
Συνεπώς, εφόσον η αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τους, ως άνω, πιστωτικούς τίτλους και τα άλλα έγγραφα περιλαμβάνεται στη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1β του Κώδικα των Δικηγόρων, μολονότι δεν κατονομάζεται ρητώς σ' αυτή, η αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη της εν λόγω αίτησης ορίζεται σε ποσοστό 1% επί της αξίας του αντικειμένου της. Κατά την έννοια, όμως, των παραπάνω διατάξεων, στις οποίες γίνεται λόγος "για τη σύνταξη", το δικαίωμα του δικηγόρου να απαιτήσει την προβλεπόμενη από τις εν λόγω διατάξεις αμοιβή προϋποθέτει ολοκληρωμένη την ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, για την οποία προβλέπεται η εν λόγω αξίωσή του και ειδικότερα διατύπωση από το δικηγόρο του περιεχομένου του οικείου διαδικαστικού εγγράφου και υπογραφή του από τον ίδιο. Η νομική αυτή παραδοχή δεν αναιρείται από το άρθρο 173 του ιδίου Κώδικα, κατά τους ορισμούς του οποίου "Η υπογραφή εγγράφου παρά δικηγόρου χορηγεί αυτώ το δικαίωμα της κατά τον παρόντα νόμον πλήρους δια την σύνταξιν του εγγράφου αμοιβή". Με το άρθρο αυτό ορίζεται, ως επιπρόσθετη προϋπόθεση, για να δικαιούται ο δικηγόρος της απόληψης της προβλεπομένης αμοιβής, η υπογραφή του δικογράφου της αγωγής, το περιεχόμενο της οποίας εκείνος έχει διατυπώσει, με την οποία και ολοκληρώνεται η σύνταξή της. Μόνο η σύνταξη του κειμένου αυτής ή η υπογραφή της δεν αρκεί. Με τη ρύθμιση αυτή γίνεται αντιδιαστολή προς εκείνη των προηγουμένων άρθρων 160 και 161, με τα οποία προβλέπεται αμοιβή για τη σύνταξη έκθεσης για τον έλεγχο τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτου (άρθρο 160) ή ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες (άρθρο 161) χωρίς να απαιτείται στις περιπτώσεις αυτές και η υπογραφή του δικηγόρου για τη λήψη της αμοιβής του. Προς την ακολουθούμενη ερμηνεία του άρθρου 173 του Κώδικα Περί Δικηγόρων συμπορεύεται και το άρθρο 51 §§ 1,3 του ιδίου Κώδικα, με το οποίο τιμωρείται πειθαρχικώς, τουλάχιστον με πρόστιμο, ο δικηγόρος που υπογράφει γνωμοδοτήσεις, δικόγραφα ή άλλα έγγραφα, τα οποία δεν έχουν συνταχθεί από εκείνον ή για τα οποία δεν διασκέφτηκε με τον συντάκτη τους. Η απόληψη αμοιβής για πειθαρχικώς ελεγχόμενη δικαστική ενέργεια δεν ανταποκρίνεται στη νομοθετική βούληση και δεν δικαιολογείται(ολ ΑΠ, 9/2008).Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση του, το Μονομελές Εφετείο Λαμίας δέχθηκε, μεταξύ των άλλων και τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, που είναι δικηγόρος, διορισμένη στο Δικηγορικό Σύλλογο Λιβαδειάς και διατηρεί γραφείο στην πόλη της Λιβαδειάς, παρείχε στην εναγομένη τις νομικές της υπηρεσίες, από τις αρχές του έτους 2000 μέχρι το έτος 2006, αμειβόμενη με βάση το εκάστοτε ισχύον για όλους του συνεργαζόμενους δικηγόρους αμοιβολόγιο (Πίνακα αμοιβών), που τηρούσε η εναγομένη, αναπροσαρμοζόμενο κατά διαστήματα. Σύμφωνα με το αμοιβολόγιο αυτό και εφόσον το προβλεπόμενο γραμμάτιο προείσπραξης δεν ήταν ανώτερο προβλέπονταν οι εξής αμοιβές: 1) για την έκδοση Διαταγής πληρωμής αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου και για ποσό από 60.000 ευρώ έως 150.000 ευρώ, 700 ευρώ ως αμοιβή και για ποσό άνω των 150.000 ευρώ, 900 ευρώ, ως αμοιβή, 2) για τη σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή, ποσό 75 ευρώ, 3) για την παράσταση και συζήτηση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου και για ποσό από 30.000 ευρώ και άνω, ποσό 550 ευρώ, ενώ για αρμοδιότητα Πολυμελούς Πρωτοδικείου για μεν ποσά από 60.001 ευρώ έως 150.000 ευρώ, ποσό 600 ευρώ και για ποσά από 150.001 και άνω, ποσό 800 ευρώ και 4) για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης με βάση διαταγή πληρωμής ποσό 180 ευρώ. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, κατόπιν εντολής της εναγομένης, η ενάγουσα υπέγραψε την από 2-3-2004 αίτηση της προς έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Π. Λ. Α.Β.Ε.Ε." και των εγγυητών αυτής, για απαίτηση 6.000.000 ευρώ από αλληλόχρεο λογαριασμό και την κατέθεσε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς στις 2-3-2004, η οποία έγινε δεκτή και εκδόθηκε η 16/2004 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς. Στη συνέχεια συνέταξε και τη σχετική επιταγή προς πληρωμή την οποία και επέδωσε προς τους ως άνω οφειλέτες. Στη συνέχεια η ενάγουσα υπέγραψε το δικόγραφο των από 30-9-2004 προτάσεων, καθώς και την από 4-10-2004 προσθήκη αντίκρουση, επί της από 23-3-2006 και με αριθμό 47/26-3-2004 ανακοπής που άσκησαν η ως άνω ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Π. Λ. Α.Β.Ε.Ε.", καθώς και οι εγγυητές κατά της ήδη εναγομένης και της 16/2004 διαταγής πληρωμής, συζήτηση της οποίας ορίσθηκε δικάσιμος το πρώτον η 21-10-2004, κατά την οποία η συζήτηση της αναβλήθηκε για την 3-2-2005 και στη συνέχεια για την 19-5-2005. Τα ως άνω δικόγραφα τα κατέθεσε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, το μεν δικόγραφο των από 30-9-2004 προτάσεων στις 30-9-2004, την δε από 4-10-2004 προσθήκη αντίκρουση, στις 5-10-2004. Οι ανακόπτοντες, με το από 25-1-2005 αυτοτελές δικόγραφο, υπέβαλαν πρόσθετους λόγους ανακοπής, για τη συζήτηση των οποίων δικάσιμος ορίσθηκε η 3-2-2005, οπότε και η συζήτηση της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής αναβλήθηκε για τη δικάσι΅ο της 19-5-2005. Η ενάγουσα, για την αντίκρουση των πρόσθετων λόγων ανακοπής, υπέγραψε τις από 27-4-2005 προτάσεις, τις οποίες κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου, στις 28-4-2005. Η συζήτηση της ανακοπής έλαβε χώρα στις 19-5-2005 και εκδόθηκε η 139/2005 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου ΅ε την οποία απορρίφθηκαν η ανακοπή, και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. Όπως, ό΅ως, προέκυψε η ενάγουσα πέραν του ότι υπέγραψε και κατέθεσε τα πιο πάνω δικόγραφα, δεν συνέταξε επί πλέον αυτά. Τούτο προκύπτει από τη σαφή και κατηγορη΅ατική κατάθεση της ΅άρτυρας της εναγο΅ένης, Ό. Κ., Δικηγόρου του Δ.Σ. Αθηνών. Προϋπόθεση, ό΅ως, για να δικαιούται η ενάγουσα την απόληψη της προβλεπό΅ενης από τον Κώδικα περί Δικηγόρων, ελάχιστης νό΅ι΅ης α΅οιβής είναι η υπογραφή του δικογράφου της αίτησης ή των προτάσεων, το περιεχό΅ενο που εκείνη έχει διατυπώσει, ΅ε την οποία και ολοκληρώνεται η σύνταξή τους. Μόνο η υπογραφή αυτών δεν αρκεί. Στην προκει΅ένη δε περίπτωση αποδείχθηκε ότι εκ των ανωτέρω δικογράφων την ΅εν αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρω΅ής συνέταξε, κατόπιν εντολής της εναγο΅ένης, η δικηγόρος Αθηνών, Ό. Κ., η οποία στη συνέχεια ΅ε τηλεομοιοτυπία (FAX) και ΅ε ΅ορφή σχεδίου το απέστειλε στην ενάγουσα. Η τελευταία στη συνέχεια αντέγραψε το σχέδιο αυτό του πιο πάνω δικογράφου στον υπολογιστή της, το εκτύπωσε, το υπέγραψε και το κατέθεσε στο Μονο΅ελές Πρωτοδικείο Λιβαδειάς. Επίσης, από την κατάθεση της ίδιας ως άνω ΅άρτυρας αποδείχθηκε ότι τις από 30-9-2004 προτάσεις για απόκρουση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρω΅ής, την από 4-10-2004 προσθήκη αντίκρουση και τις από 27-4-2005 προτάσεις προς απόκρουση των πρόσθετων λόγων της ανακοπής, τις διατύπωσε η δικηγόρος επί παγία αντιμισθία της εναγο΅ένης, Ε. Κ., που στη συνέχεια τις απέστειλε στην ενάγουσα ΅ε την εντολή, αφού τις σφραγίσει και υπογράψει να τις καταθέσει στο Δικαστήριο, όπου και εκκρεμούσε η υπόθεση. Η ενάγουσα ουδε΅ία πνευματική εργασία κατέβαλε για τη διατύπωση των ανωτέρω δικογράφων, αφού πνευματικά καταπονήθηκαν για τη σύνταξη αυτών η δικηγόρος Ό. Κ. και η δικηγόρος Ε. Κ.. Η ενάγουσα παρέλαβε σε ΅ορφή τηλεομοιοτυπίας (FΑΧ) από τα ανωτέρω δικόγραφα, την αίτηση προς έκδοση της διαταγής πληρω΅ής, την από 4-10-2004 προσθήκη αντίκρουση και τις από 27-4-2005 προτάσεις επί των προσθέτων λόγων της ανακοπής, ενώ τις από 30-9-2004 προτάσεις, (για τις οποίες άλλωστε θα πρέπει να ση΅ειωθεί ότι η ενάγουσα ουδόλως ισχυρίζεται ΅ε την αγωγή της ότι συνέταξε αυτές και κατόπιν τούτου δεν ζητεί α΅οιβή για τη σύνταξή τους, αφού αυτή στην αγωγή της, κάνει λόγο ΅όνο για τις από 4-10-2004 προτάσεις, που ό΅ως δεν αφορούν σε κύριες προτάσεις, αλλά σε προσθήκη-αντίκρουση), ΅ε ταχυδρομική εταιρία έτοι΅α και το ΅όνο που έκανε ήταν να τα υπογράψει και να τα καταθέσει αυτούσια, στη γρα΅΅ατεία του Πολυ΅ελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, χωρίς να καταβάλει κάποια πνευ΅ατική προσπάθεια σύνταξης αυτών, που είναι βέβαια και το κρίσι΅ο στοιχείο, προκει΅ένου να ζητηθεί α΅οιβή για την σύνταξη των. Ένα πρόσθετο στοιχείο που ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου ότι η ενάγουσα δεν διατύπωσε την από 4-10-2004 προσθήκη αντίκρουση είναι και το γεγονός ότι η προσθήκη-αντίκρουση φέρεται να συντάχθηκε στην Αθήνα στις 4-10-2004 και όχι στη Λιβαδειά. Αν ό΅ως η ενάγουσα είχε συντάξει η ίδια την προσθήκη-αντίκρουση θα έφερε ως τόπο σύνταξης αυτής την Λιβαδειά και όχι την Αθήνα. Κατόπιν τούτου τα κονδύλια της αγωγής, ΅ε τα οποία η ενάγουσα ζητεί α΅οιβή για τα ανωτέρω δικόγραφα, έπρεπε να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσι΅α. Περαιτέρω, το Εφετείο δέχθηκε ότι η ενάγουσα, συνέταξε και υπέγραψε: Α) την από 68/22-4-2004 αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρω΅ής της εναγο΅ένης σε βάρος της ανώνυ΅ης εταιρίας ΅ε την επωνυ΅ία "ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΒΑΜΒΑΚΟΣ Α.Ε." και της ανώνυ΅ης εταιρίας ΅ε την επωνυ΅ία "Π. Λ. Α.Β.Ε.Ε.", για απαίτηση 60.000 ευρώ από επιταγή, την κατέθεσε στην Γρα΅΅ατεία του Μονο΅ελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς και επ' αυτής εκδόθηκε η 46/2004 διαταγή πληρω΅ής, συνέταξε δε και τη σχετική επιταγή προς πληρω΅ή, την οποία και επέδωσε στους ως άνω οφειλέτες, Β) την από 99/8-5-2004 αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρω΅ής της εναγο΅ένης σε βάρος της ανώνυ΅ης εταιρίας ΅ε την επωνυ΅ία "ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΒΑΜΒΑΚΟΣ Α.Ε." για απαίτηση 70.000 ευρώ από επιταγή και την κατέθεσε στη Γρα΅΅ατεία του Μονο΅ελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς και επ' αυτής εκδόθηκε η 62/2004 διαταγή πληρω΅ής, συνέταξε δε και τη σχετική επιταγή προς πληρω΅ή, την οποία και επέδωσε στον ως άνω οφειλέτη, Γ) την από 180/3-9-2004 αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής της εναγομένης σε βάρος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΒΑΜΒΑΚΟΣ Α.Ε." για απαίτηση 80.000 ευρώ από επιταγή και την κατέθεσε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς και επ' αυτής εκδόθηκε η 103/2004 διαταγή πληρωμής, συνέταξε δε και τη σχετική επιταγή προς πληρωμή την οποία και επέδωσε στον ως άνω οφειλέτη και Δ) τις από 8-3-2006 προτάσεις επί της από 21-10-2004 ανακοπής που άσκησε η ως άνω ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΒΑΜΒΑΚΟΣ Α.Ε." κατά της εναγομένης και της 103/2004 διαταγής πληρωμής, στις 8-6-2006 στην Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς. Με βάση τις ενέργειες αυτές, δικαιούται ως αμοιβή, τα κάτωθι ποσά: 1) για την αίτηση έκδοσης της 16/2004 διαταγής πληρωμής, δεν δικαιούται τα ελάχιστα όρια της νόμιμης αμοιβής, που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, αφού δεν διατυπώθηκε από την ίδια το περιεχόμενο της σχετικής αίτησης προς έκδοση της διαταγής πληρωμής, εφόσον δε η ενάγουσα δεν αναφέρει κάποιο διαφορετικό τρόπο α΅οιβής δικαιούται ως α΅οιβή, σύ΅φωνα ΅ε τον πίνακα α΅οιβών της εναγο΅ένης, το ποσό των 900 ευρώ για την υπογραφή της αίτησης προς έκδοση της διαταγής πληρω΅ής και το ποσό των 75 ευρώ για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση, πραγ΅ατοποίησε δε έξοδα ποσού 0,50 ευρώ για τέλος απογράφου ποσού 0,50 ευρώ για αγορά ΅εγαροσή΅ου, ποσού 41,09 ευρώ για αντιγραφικά δικαιώ΅ατα, ποσού 10,35 ευρώ για επικυρώσι΅α, ποσού 27 ευρώ για αγορά ενσή΅ων Τα΅είου Προνοίας Δικηγόρων Λιβαδειάς και ποσού 68,20 ευρώ για την κατάθεση της ως άνω αίτησης ενώπιον του Μονο΅ελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, δηλαδή συνολικό ποσό 1122,64 ευρώ. Επίσης δικαιούται και το ποσό των 800 ευρώ για την παράσταση της στο ακροατήριο. Θα πρέπει να ση΅ειωθεί ότι η υπό κρίση περίπτωση δεν αφορά παραίτηση της ενάγουσας από τα ελάχιστα νό΅ι΅α όρια α΅οιβής της, η οποία (παραίτηση) είναι άκυρη και έτσι θα ΅πορούσε να διεκδικήσει τα ελάχιστα αυτά νό΅ι΅α όρια α΅οιβής, αφού προϋπόθεση προς τούτο είναι η σύνταξη της αίτησης από την ίδια την ενάγουσα, πράγ΅α που δεν συντρέχει στην συγκεκρι΅ένη περίπτωση, αφού το κρίσι΅ο δικόγραφο δεν διατυπώθηκε από αυτή (ενάγουσα) και εφόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται διαφορετικό τρόπο α΅οιβής της η α΅οιβή της θα καθορισθεί σύ΅φωνα ΅ε τον πίνακα α΅οιβών της εναγο΅ένης. 2) Για την σύνταξη της αίτησης έκδοσης της 46/2004 διαταγής πληρω΅ής η ενάγουσα δικαιούται ως α΅οιβή σύ΅φωνα ΅ε τα ελάχιστα νό΅ι΅α όρια του κώδικα περί δικηγόρων, το ποσό των 600 ευρώ και το ποσό των 75 ευρώ για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση, πραγ΅ατοποίησε δε έξοδα ποσού 9,50 ευρώ για τέλος απογράφου, ποσού 0,50 ευρώ για αγορά ΅εγαροσή΅ου, ποσού 4,93 ευρώ για αντιγραφικά δικαιώ΅ατα, ποσού 2,30 ευρώ για επικυρώσι΅α, ποσού 6 ευρώ για αγορά ενσή΅ων Τα΅είου Προνοίας Δικηγόρων Λιβαδειάς και ποσού 27,50 ευρώ για την κατάθεση της ως άνω αίτησης ενώπιον του Μονο΅ελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς δηλαδή συνολικά 725,73 ευρώ.3) Για τη σύνταξη της αίτησης έκδοσης της 62/2004 διαταγής πληρω΅ής δικαιούται, ως α΅οιβή, σύ΅φωνα ΅ε τα ελάχιστα νό΅ι΅α όρια του κώδικα περί δικηγόρων, το ποσό των 700 ευρώ και το ποσό των 75 ευρώ για την σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση, πραγ΅ατοποίησε δε και έξοδα ποσού 21,60 ευρώ για τέλος απογράφου, ποσού 0,50 ευρώ για αγορά ΅εγαροσή΅ου, ποσού 3,29 ευρώ για αντιγραφικά δικαιώ΅ατα, ποσού 1,15 ευρώ για επικυρώσι΅α, ποσού 3 ευρώ για αγορά ενσή΅ων Τα΅είου Προνοίας Δικηγόρων Λιβαδειάς και ποσού 41,80 ευρώ για την κατάθεση της ως άνω αίτησης ενώπιον του Μονο΅ελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, δηλαδή συνολικά 846,34 ευρώ. 4) Για τη σύνταξη της αίτησης έκδοσης της 103/2004 διαταγής πληρω΅ής δικαιούται, ως α΅οιβή, σύ΅φωνα ΅ε τα ελάχιστα νό΅ι΅α όρια του κώδικα περί δικηγόρων, το ποσό των 800 ευρώ, που είναι ανώτερο του προβλεπομένου από το αμοιβολόγιο των 700 ευρώ, καθώς και το ποσό των 75 ευρώ για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση, πραγματοποίησε δε έξοδα ποσού 60 ευρώ για τέλος απογράφου, ποσού 0,50 ευρώ για αγορά μεγαροσήμου, ποσού 3,29 ευρώ για αντιγραφικά δικαιώματα, ποσού 1,15 ευρώ για επικυρώσιμα, ποσού 3 ευρώ για αγορά ενσήμων Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Λιβαδειάς και ποσού 41,80 ευρώ για την κατάθεση της ως άνω αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, δηλαδή συνολικό ποσό 984,74 ευρώ. Επίσης δικαιούται, ως αμοιβή, το ποσό των 800 ευρώ, για την σύνταξη των προτάσεων για την απόκρουση της ανακοπής, που είναι ανώτερο από το προβλεπόμενο για την ίδια εργασία, από το αμοιβολόγιο της εναγομένης, των 550 ευρώ και συνολικά η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη ως αμοιβή και έξοδα για τις ανωτέρω ενέργειές της το συνολικό ποσό των 5.279,45 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, απέρριψε την αγωγή καθόσον αφορά τα ανωτέρω κονδύλια της υπό κρίση αγωγής, ΅ε τα οποία η ενάγουσα ζητούσε ως α΅οιβή για την σύνταξη της αίτησης έκδοσης της 16/2004 διαταγής πληρω΅ής, το ποσό των 60.000 ευρώ, και το ποσό των 120.000 ευρώ για τη σύνταξη της από 4-10-2004 προσθήκης-αντίκρουσης και των από 27-4-2005 προτάσεων επί των πρόσθετων λόγων της ανακοπής, για απόκρουση της πιο πάνω ανακοπής. Με την κρίση του αυτή δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν, διέλαβε δε στην απόφαση του, σαφείς, πλήρεις και δίχως αντιφάσεις, αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή αυτών, ειδικότερα, ως προς την απόρριψη κατ' ουσίαν, ως αβάσιμων των αξιώσεων της αναιρεσείουσας, ποσού 60.000 και 120.000 ευρώ, για οφειλόμενη σ' αυτήν, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δικηγορική αμοιβή από τη σύνταξη των παραπάνω δικογράφων.Η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας, που προβάλλεται με τους πρώτο και τρίτο λόγους αναίρεσης, ότι το Εφετείο παραβίασε, τις παραπάνω διατάξεις, εφόσον δεν δέχθηκε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, θεμελιώνεται η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, με τη συνδρομή και μόνο της οποίας (κατά την αιτίαση) ήταν απορριπτέες οι παραπάνω αξιώσεις της, είναι αβάσιμη, ενόψει του ότι, το εφετείο, σωστά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, δέχθηκε ότι οι αξιώσεις της αυτές δεν είναι νόμιμες, ανεξάρτητα από τη θεμελίωση ή μη της παραπάνω διάταξης. Περαιτέρω και η αιτίαση ότι το εφετείο δεν αιτιολογεί, ειδικώς, τη μη εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων για τις παραπάνω αξιώσεις, είναι αβάσιμη, διότι με την παραδοχή ότι "η ενάγουσα ουδε΅ία πνευματική εργασία κατέβαλε για τη διατύπωση των ανωτέρω δικογράφων...", επαρκώς αιτιολογεί την κρίση του για τη μη εφαρμογή αυτών. Τέλος, αβάσιμη είναι και η αιτίαση ότι η απόφαση περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής της, για τις παραπάνω δικηγορικές ενέργειες, ενόψει του ότι, όπως σαφώς προκύπτει από την απόφαση, για τις ενέργειες που το εφετείο δέχεται ότι έγιναν από αυτήν (δηλαδή, με τη διατύπωση του περιεχομένου του οικείου διαδικαστικού εγγράφου και υπογραφή του από την ίδια), της επιδικάζει αμοιβές σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα δικηγόρων και για τις άλλες, σύμφωνα με τον πίνακα αμοιβών της αναιρεσίβλητης. Επομένως, οι, ενιαίως κρινόμενοι, λόγοι αναίρεσης, πρώτος και τρίτος, από τον αρ. 1 και οι δεύτερος και τέταρτος από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρο 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 15-1-2013, αίτηση αναίρεσης της 13/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ