Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ε.Σ.Δ.Α., Ποινής αναστολή, Αναλογικότητας αρχή.
Περίληψη:
Αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως και αιτιολογία άρθρου 100 Α΄ ΠΚ. Προϋποθέσεις. Άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ. (που εκυρώθη με το ΝΔ 53/1974), άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, άρθρο 2 § 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (που εκυρώθη με τον Ν. 1705/ 1987). Άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος. Αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 εδ. τελευταίο του Συντάγματος). Η παραβίαση της αρχής αυτής πρέπει να εκτιμάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει της ποινής που έχει επιβληθεί ή της μικρής ή της μεγάλης απαξίας της πράξεως (Ολ. ΑΠ 14/2001). Αβάσιμος ο σχετικός λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου.
ΑΡΙΘΜΟΣ 96/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Γεώργιο Αδαμόπουλο και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Αγροτικό Κατάστημα Κράτησης Κασσάνδρας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τσαρκέζη, περί αναιρέσεως της 1333-1334/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1484/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ιδίου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 100 Α Π.Κ. "Αν κάποιος καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των τριών και μέχρι πέντε ετών και συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 99 και 100 Π.Κ., το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρους και την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη". Οι προϋποθέσεις που τάσσονται ως άνω είναι ότι ο καταδικασμένος "να μην έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανωτέρα των έξι μηνών, με μία ή περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο" (άρθρο 99) και "από την έρευνα των περιστάσεων κάτω από τις οποίες τελέστηκε η πράξη και ιδίως των αιτίων της, της προηγούμενης ζωής και του χαρακτήρα του καταδικασμένου το δικαστήριο κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων". Επίσης "στην κρίση του αυτή το δικαστήριο πρέπει ακόμη να λαμβάνει υπ' όψη και τη διαγωγή του υπαιτίου μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που έδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του" (άρθρο 100). Αν υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον κατηγορούμενο και το δικαστήριο απορρίψει αυτό, πρέπει να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση ειδικώς και εμπεριστατωμένως κατά τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., άλλως ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης υπ' αριθμ. 1333 - 1334/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, τούτο απέρριψε (και) τον εκ του άρθρου 100Α Π.Κ. προβληθέντα υπό του νυν αναιρεσείοντος δια του συνηγόρου του ισχυρισμόν περί αναστολής από επιτήρηση της επιβληθείσης δι' αυτής ποινής, ως εξής: "Επειδή τα αιτήματα του κατηγορουμένου για αναστολή εκτελέσεως της ποινής κατά το άρθρο 100 του Π.Κ. και για αναστολή αυτής υπό επιτήρηση κατά το άρθρο 100Α του ιδίου κώδικα, πρέπει να απορριφθούν καθόσον, α) η επιβληθείσα ποινή υπερβαίνει τα τρία έτη και δεν επιτρέπεται η αναστολή αυτής κατά το άρθρο 100 και β) από την έρευνα των περιστάσεων κάτω από τις οποίες τελέστηκε η πράξη όπως αυτές προέκυψαν από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, ιδίως δε αφού ληφθούν υπόψη το είδος και ο μεγάλος αριθμός όπλων και πυρομαχικών που αυτός κατείχε στο κατάστημά του και στο σπίτι του, που μαρτυρούν επικινδυνότητα, εκτιμωμένου και του χαρακτήρα του, το Δικαστήριο κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής είναι αναγκαία προκειμένου να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.". Η αιτιολογία αυτή είναι η απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη, κυρίως διότι προσδιορίζονται και παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το δικαστήριο έκρινε ότι η εκτέλεση της ποινής είναι αναγκαία για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, ώστε να αποτραπεί ούτος από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων.
Συνεπώς ο σχετικώς πρώτος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όσον αφορά την απόρριψη του αιτήματος αναστολής υπό επιτήρηση, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία εκυρώθη με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και από το άρθρο 2 περ. 1 του εβδόμου Πρωτοκόλλου της ιδίας ως άνω Ευρωπαϊκής Συμβάσεως, που εκυρώθη με τον Ν. 1705/1987, κατά το οποίο "κάθε πρόσωπο που καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης, από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία του επεβλήθηκε ποινή", καθώς και από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει". Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως, αρκεί οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους να μην είναι υπέρμετρες σε σημείο, ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητος, πράγμα που συμβαίνει όταν η προβλεπομένη από το νόμο κύρωση είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την παράβαση της διατάξεως του νόμου. Η αρχή της αναλογικότητος αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδάφιο τελευτ. του Συντάγματος, (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18/4/2001, μετά την αναθεώρηση από την Ζ' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων),κατά το οποίο "οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απ' ευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφ' όσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Σύμφωνα με την αρχή αυτή οι επιβαλλόμενοι από το νόμο περιορισμοί πρέπει να είναι α) αναγκαίοι υπό την έννοιαν ότι δεν υπάρχει άλλος πρόσφορος τρόπος για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τη σχετική ρύθμιση σκοπού και β) να τελούν σε αρμόζουσα αναλογία με αυτόν, έτσι ώστε οι επιπτώσεις που προκαλούνται στον θιγόμενο στο δικαιώματά του να μην είναι δυσανάλογα επαχθείς, η σχέση δε μεταξύ μέσου και σκοπού πρέπει να είναι εύλογη, ώστε να αποτρέπονται υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες στον θιγόμενο.
Συνεπώς η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητος πρέπει να ερευνάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ενόψει και του ύψους της ποινής που έχει επιβληθεί ή τη μικρή ή μεγάλη απαξία της αξιοποίνου πράξεως, εφ' όσον και αυτή αποτελεί ένα από τα κριτήρια των οποίων η συνεκτίμηση διαμορφώνει τη κρίση του δικαστηρίου για την υπέρβαση ή μη της ως άνω αναλογικότητος (Ολ. Α.Π. 14/2001). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως ο αναιρεσείων κατηγορούμενος εκηρύχθη ένοχος για την πράξη της παράνομης κατοχής, τυφεκίου, πιστολίων, αυτομάτου όπλου, πιστολίων αερίου, σιγαστήρων, σκοπευτικών διοπτρών όπλων και πυρομαχικών (φυσιγγίων) και ειδικότερα του ότι "Στη ..., στις 17.11.2001, κατείχε παράνομα όπλα και πυρομαχικά κατά την έννοια των άρθρων 1 και 3 του Ν. 2168/1993, και συγκεκριμένα, κατά την παραπάνω ημερομηνία, κατείχε: α) σε καφετέρια, που διατηρεί στη ..., μέσα σε συρτάρι, παραπλεύρως της υπάρχουσας στο κατάστημα ταμειακής μηχανής, ένα πιστόλι εύχρηστο, μάρκας ASTRA YNSETA CIAGUERNICA MOD. 7000, διαμ. 0,22 ΜΜ, άνευ αριθμού, προέλευσης Ισπανίας, με γεμιστήρα επί του όπλου, φέρον εντός αυτού επτά (7) φυσίγγια, αντιστοίχου διαμετρήματος και β) στην οικία του, που βρίσκεται, επάνω από το ανωτέρω κατάστημά του, επιμελώς κρυμμένα, σε διάφορους χώρους: 1) ένα πιστόλι, μάρκας SRVENA ZASTAV 99, διαμ. 0,405 ΚW, με αριθμ. ..., προέλευσης τ. Γιουγκοσλαβίας, με τρεις (3) γεμιστήρες, από τους οποίους ο ένας βρισκόταν επί του όπλου και έφερε εντός αυτού οκτώ (8) Φυσίγγια, αντιστοίχου διαμετρήματος, ενώ οι άλλοι δύο ήταν κενοί φυσιγγίων, 2) ένα πιστόλι μάρκας UMAREX MOD. NANPOLEON CAL, διαμ.8 ΜΜ, με αριθμ...., προέλευσης Ιταλίας, με φραγμένη κάνη, 3) ένα υποπολυβόλο, εύχρηστο, τύπου ανοικτού κλείστρου, με αριθμό Β 1780, διαμ. 7,65 ΚΜ, με πτυσσόμενο κοντάκι και μήκος σκελετού όπλου (χωρίς το κοντάκι), 26,5 CΜ, με δύο (2) γεμιστήρες, που περιείχαν είκοσι (20) και δέκα (10) φυσίγγια, αντίστοιχα και με ένα σιγαστήρα, (4) ένα αυτόματο τυφέκιο, εύχρηστο, τύπου KALASNIKOV, διαμ. 7,62χ39 ΜΜ, με συνολικό μήκος σκελετού όπλου 91 CΜ, με πέντε (5) γεμιστήρες, που περιείχαν είκοσι (20), είκοσι (20), είκοσι (20), είκοσι οκτώ (28) και δέκα εννέα (19) φυσίγγια, αντίστοιχα, 5) δυο (2) χειροβομβίδες τύπου ΜΚ-1, με αντίστοιχους πυροκροτητές, 6) δύο (2) σιγαστήρες, προοριζόμενους και προσαρμοζόμενους, ο ένας στο, κατά τα παραπάνω με αριθμ. 3, υποπολυβόλο και ο άλλος στο, κατά τα παραπάνω με αριθμ. 4, αυτόματο τυφέκιο, 7) δυο (2) διόπτρες σκόπευσης, από τις οποίες η μία μάρκας KASSNAR NIOE ANELE, με χαρακτηριστικά 3-9Χ, προοριζόμενη και προσαρμοζόμενη στο, κατά τα παραπάνω, με αριθμ. 4, αυτόματο τυφέκιο και η έτερη, άγνωστης μάρκας και χαρακτηριστικών με τρεις (3) σφιγκτήρες διόπτρας και 8) πλην των ανωτέρω αναφερομένων, κατείχε τρεις χιλιάδες εκατόν πενήντα οκτώ (3.158) φυσίγγια διαφόρων διαμετρημάτων, δηλαδή 1,275 των 0,22', 31 των 9 ΜΜ, 48 των 0,38' 50 των 0,357 MAGNUM, 347, διαμ. 0.40 W, 697 των 7,62 ΜΜ και 710 των 7,65 ΜΜ, για την αποθήκευση, δε, και την μεταφορά των παραπάνω όπλων και πυρομαχικών κατείχε επιπλέον:α) πέντε (5) θήκες μεταφοράς όπλων διαφόρων τύπων. β)τέσσερις (4) θήκες μεταφοράς γεμιστήρων, γ) τρία (3) μεταλλικά κιβώτια αποθήκευσης - μεταφοράς Φυσιγγίων και δ) τρεις (3) πλαστικές ειδικές θήκες μεταφοράς όπλων". Μετά ταύτα του ανεγνωρίσθη η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου άρθρο (84 παρ. 2α ΠΚ) και ο αναιρεσείων κατεδικάσθη εις φυλάκιση τριών και ημίσεος (3,5) ετών. Εν όψει της απαξίας των άνω εγκλημάτων που ετέλεσεν ο κατηγορούμενος και του ύψους της επιβληθείσης ποινής, για την οποία το δικαστήριο διέλαβε ειδική αιτιολογία, εν αναφορά με τα κριτήρια της διατάξεως του άρθρου 79 Π.Κ., όπως εκ του σχετικού σκεπτικού προκύπτει, λαμβανομένου υπ' όψη και του γεγονότος ότι η αρχικώς απειλουμένη εις βάρος του αναιρεσείοντος ποινή, δια την παράβαση του άρθρου 7 παρ. 1 και 2 Ν. 2168/1993 είναι (κατά την παρ. 8 αυτού) φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών, δεν παρεβιάσθη η αρχή της αναλογικότητος, επιβαλλομένη από τις άνω συνταγματικές διατάξεις. Επομένως ο σχετικός δεύτερος λόγος της κρινομένης αναιρέσεως, με τον οποίον, κατ' εκτίμηση, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθίαν αυτών η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29 Σεπτεμβρίου 2009 αίτηση του Χ, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1333 - 1334/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιανουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ