Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1397 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Δυσφήμηση συκοφαντική, Βούλευμα απαλλακτικό.




Περίληψη:
Αναίρεση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, του απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, για συκοφαντική δυσφήμηση, με το οποίο κρίθηκε, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία. Επίκληση των λόγων α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υπερβάσεως εξουσίας. Ανεπάρκεια αιτιολογίας, ως προς τον αποκλεισμό ορισμένων αποδεικτικών μέσων. Αναιρεί και παραπέμπει στο ίδιο Συμβούλιο για νέα κρίση.





Αριθμός 1397/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα (σε Συμβούλιο)


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του υπ' αριθ. 2600/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορουμένους τους: 1)Χ1 και 2) Χ2. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4.1.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 33/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 67/12.2.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Κατά του υπ'αριθμ. 2600/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε την υπ'αριθμ. 1/2008 αίτηση αναίρεσης.
Επειδή η αναίρεση αυτή ασκήθηκε σύμφωνα με το νόμο, οι δε αναφερόμενοι σ'αυτή λόγοι είναι ορθοί, νόμιμοι και βάσιμοι, στους οποίους και αναφέρομαι πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο αυτό συμβούλιο με άλλη σύνθεση αφού τούτο είναι εφικτό.
Αθήνα 8 Φεβρουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, έλλειψη της επιβαλλομένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης του απαλλακτικού βουλεύματος, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε την ανυπαρξία αποχρωσών ενδείξεων για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, για το οποίο ασκήθηκε ατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείστηκε για τη συνδρομή των περιστατικών αυτών και τέλος οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ή αποχρώσες ενδείξεις για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης, που προβλέπεται και τιμωρείται από την ουσιαστική ποινική διάταξη, στην οποία αυτά υπήχθησαν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συνιστά λόγο αναίρεσης του βουλεύματος η σφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο προσδίδει στην ουσιαστική ποινική διάταξη, έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας συντρέχει, όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτή, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά της, τα προκύψαντα από την ανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά, αλλά τα υπάγει σε άλλη διάταξη νόμου, που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο βούλευμα εμφιλοχώρησαν, κατά την έκθεση και ανάπτυξη των πραγματικών περιστατικών, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, ως λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ του ΚΠΔ, υπάρχει όταν το Δικαστικό Συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις, που απαιτούνται κατά το νόμο για την άσκηση της στη συγκεκριμένη περίπτωση (θετική υπέρβαση), ή όταν παραλείπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, καίτοι συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκησή της προϋποθέσεις (αρνητική υπέρβαση). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 1 εδ. α1, 310 παρ. 1 εδ. α', 313 και 318 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι το εικαστικό Συμβούλιο (Πλημμελειοδικών ή Εφετών) αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και αν δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Οι ενδείξεις θεωρούνται σοβαρές, όταν πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου ή όταν από το αποδεικτικό υλικό που συγκομίστηκε προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο θα πρέπει να επιληφθεί και να υποβάλει στη δοκιμασία της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις. Αντιθέτως, οι ενδείξεις δεν θεωρούνται σοβαρές όταν, αυτές καθ' εαυτές κρινόμενες, δεν πιθανολογούν σοβαρά την ενοχή του κατηγορουμένου και λογίζονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, που είναι επαρκή για να οδηγήσουν το δικαστήριο στην απαλλαγή του. Για να κρίνει το Συμβούλιο αν υπάρχουν ή όχι επαρκείς ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου ή για την απαλλαγή του, θα συνεκτιμήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν, αξιολογώντας και σταθμίζοντας τόσο τα στοιχεία που ενισχύουν τις άνω ενδείξεις, όσο και εκείνα που τις αποδυναμώνουν. Το Συμβούλιο, εξ άλλου, οφείλει να λάβει υπόψη και να αξιολογήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων του συγκομίστηκαν και υπερβαίνει γι' αυτό (αρνητικά) την εξουσία, που του παρέχουν τα άρθρα 309, 310 και 313 ΚΠΔ, αν περιορισθεί στον έλεγχο και στην αξιολόγηση μόνο των στοιχείων που ενισχύουν τις ενδείξεις ή μόνον εκείνων που τις αποδυναμώνουν. Εάν, όμως, κατά την έρευνα και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, δεχτεί το συμβούλιο ως αληθινά ή όχι τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, δεν υπερβαίνει την εξουσία του, εφόσον οι σχετικές παραδοχές στηρίζουν την κρίση του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων. Εάν πάλι το συμβούλιο αποφανθεί ότι, με βάση τα περιστατικά που δέχτηκε ως αληθινά, "αποδείχτηκε" η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου ή "δεν αποδείχτηκε" η ενοχή του και δεν συνάγεται από το περιεχόμενο του βουλεύματος ότι πρόκειται για αδόκιμη ή από παραδρομή διατύπωση της κρίσης του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, θέμα υπέρβασης εξουσίας δεν τίθεται στην πρώτη περίπτωση, της απόδειξης της ενοχής ή αθωότητας. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή η ως άνω κρίση του συμβουλίου εμπεριέχει και την κρίση για την επάρκεια ή την παντελή έλλειψη ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου και συνεπώς πρόκειται για πλεοναστική διατύπωση κρίσης που δεν έχει διαφορετικές συνέπειες από το απαιτούμενο κατά το νόμο έλασσον (επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου ή έλλειψη τέτοιων ενδείξεων για την απαλλαγή του). Στην δεύτερη, όμως, περίπτωση και εφόσον δεν πρόκειται για πλεοναστική ως άνω διατύπωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, διότι κρίνει ότι "δεν αποδείχτηκε" η ενοχή του και εξαρτά έτσι την παραπομπή του από την ύπαρξη αποδείξεων, αντί να αρκεσθεί στην απαιτούμενη από το νόμο ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων, είναι πρόδηλο ότι υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του. Ενόψει αυτών, παρέπεται ότι το δικαστικό συμβούλιο, κατά την άσκηση της παρεχόμενης σ' αυτό, από τα άρθρα 309 και 313 του ΚΠΔ, δικαιοδοσίας, ενεργεί καθ' υπέρβαση εξουσίας, μόνο στις ανωτέρω περιπτώσεις και δεν μπορεί γι' αυτό να γίνει δεκτό ότι υπερβαίνει τούτο την εξουσία του, αν προβεί σε πλήρη έλεγχο των αποδεικτικών στοιχείων για να διαπιστώσει την αλήθεια και δεν περιορισθεί στην αναζήτηση μόνο των επαρκών ενδείξεων ενοχή του κατηγορουμένου. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτουν τα ακόλουθα: Μετά την υποβολή, από μέρους της εγκαλούσας Ψ1, της, από 10-1-2005, εγκλήσεως, σε βάρος των κατηγορουμένων, Χ1 και Χ2, ασκήθηκε ποινική δίωξη, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης από κοινού και μη, η οποία τελέστηκε στην Αθήνα, στο χρονικό διάστημα από 12-2-2004 έως 11-10-2004. Επί της εγκλήσεως της αυτής, εκδόθηκε, το υπ' αριθμό 1447/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, το οποίο έκρινε, ότι δεν πρέπει να γίνει εναντίον τους κατηγορία για την ως άνω πράξη. Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, άσκησε την υπ' αριθμό καταθέσεως 320/11-6-2007 έφεση, με την οποία ζητούσε " την εξαφάνιση του βουλεύματος, γιατί το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και ειδικότερα, το με αριθμό 2006/2006 βούλευμα του ίδιου Συμβουλίου, ώστε, δεκτής γενομένης, κατ' ουσία, της εφέσεώς του, να μεταρρυθμισθεί το εκκαλούμενο με αριθμό 1447/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και να παραπεμφθούν, μετά ταύτα, οι μηνυόμενοι, ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, προκειμένου να δικαστούν, ως υπαίτιοι της πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως". Στη συνέχεια, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, έκανε τυπικά δεκτή, την έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, και εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο απέρριψε στην ουσία την έφεση του Εισαγγελέα Εφετών, και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα, αφού δέχθηκε, "ότι από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τα απολογητικά σημειώματα των κατηγορουμένων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά το έτος 2001, το Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού του ΟΤΕ (ΤΑΠ-ΟΤΕ) προκήρυξε διαγωνισμό για την πρόσληψη με επιλογή από την επιτροπή του άρθρου 11 του ν. 1649/1986 και του άρθρου 18 του ν. 1868/1989 δύο δικηγόρων (ενός δικηγόρου στον Άρειο Πάγο και ενός δικηγόρου στο Πρωτοδικείο ή στο Εφετείο), με σχέση έμμισθης εντολής, με πάγια μηνιαία αντιμισθία και πλήρη απασχόληση, για την πλήρωση δύο αντίστοιχων κενών οργανικών θέσεων δικηγόρων του εν λόγω Ταμείου, και εξέδωσε την από 27.4.2001 προκήρυξη, στην οποία περιλαμβάνονταν επιπροσθέτως ως ειδικά προσόντα των υποψήφιων δικηγόρων η εξειδίκευση και η εμπειρία σε θέματα ασφαλιστικού και διοικητικού δικαίου, καθώς και διοικητικής δικονομίας. Η παραπάνω Επιτροπή, αφού προχώρησε διαδοχικά σε συνεντεύξεις των υποψήφιων δικηγόρων, στους οποίους περιλαμβάνονταν η εγκαλούσα Ψ1 και η 1η κατηγορουμένη Χ1, συζ. Χ2, και εξέτασε τα υποβληθέντα από αυτούς δικαιολογητικά, επέλεξε σε συνεδρίαση που έλαβε χώρα κατά την 18.7.2002, για την προκηρυχθείσα θέση του δικηγόρου στο Πρωτοδικείο ή στο Εφετείο, την εγκαλούσα Ψ1 κρίνοντας, ότι αυτή υπερτερεί των άλλων συνυποψηφίων της, και κατέταξε δεύτερη την κατηγορουμένη Χ1. Στη συνέχεια, με πράξη του Προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του ΤΑΠ-ΟΤΕ, η εγκαλούσα διορίστηκε σε οργανική θέση του Ταμείου αυτού και ανέλαβε υπηρεσία. Η 1η κατηγορουμένη, θεωρώντας ότι υπερείχε ως προς τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα από τη ως άνω μηνύτρια και ότι η επιλογή της τελευταίας υπήρξε εσφαλμένη, άσκησε ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας, κατά της σχετικής απόφασης της προαναφερόμενης Επιτροπής, την από 23.10.2002 αίτηση ακύρωσης. Παράλληλα, η 1η κατηγορουμένη ζήτησε και πέτυχε, ύστερα από εισαγγελική παραγγελία, να της χορηγηθούν από το ΤΑΠ-ΟΤΕ, για την υποστήριξη της παραπάνω αίτησης, όλα τα έγγραφα του φακέλου της υποψηφιότητας της μηνύτριας, τα οποία αφορούσαν την επαγγελματική και οικογενειακή κατάσταση της τελευταίας. Ακολούθως, η 1η κατηγορουμένη, θεωρώντας άκρως εσφαλμένη την ως άνω εκδοθείσα απόφαση της Επιτροπής, συνέταξε και κοινοποίησε στον Πρόεδρο, στους πέντε Αντιπροέδρους και τη Νομική Υπηρεσία της Βουλής, στον Πρόεδρο, τον διευθύνοντα Σύμβουλο, τον εντεταλμένο Αντιπρόεδρο και τα μέλη του ΔΣ του ΟΤΕ, στον Υπουργό και το Γενικό Γραμματέα του Δικαιοσύνης, στον Πρόεδρο και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στον Προϊστάμενο του Πρωτοδικείου Αθηνών, στον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, στον Πρόεδρο και τα μέλη της επιτροπής του διαγωνισμού, στους Προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων της Αθήνας και της Λάρισας, στον Υπουργό, τον Υφυπουργό και το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στο Συνήγορο του Πολίτη, την από ...... επιστολή, με την οποία διαμαρτυρήθηκε για την πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής του διαγωνισμού, ισχυριζόμενη ότι η ίδια διαθέτει περισσότερα προσόντα από τη μηνύτρια και ότι υφίστανται παρατυπίες αναφορικά με τη λήψη του πτυχίου της τελευταίας και το διορισμό της ως δικηγόρου. Ειδικότερα, η κατηγορουμένη εξέθεσε με την προαναφερόμενη επιστολή της τα ακόλουθα: Η εγκαλούσα παρακολούθησε δύο έτη σπουδών στο παράρτημα του γαλλικού πανεπιστημίου της Lille στην Αθήνα, και στη συνέχεια πήγε στη Lille της Γαλλίας, όπου παρακολούθησε μαθήματα για άλλα δύο έτη και πήρε τελικά, το έτος 1995, το πτυχίο του γαλλικού αυτού πανεπιστημίου με τον τίτλο "maitrise en droit prive". Το ίδιο έτος κατέθεσε το πτυχίο της αυτό στο ΔΙΚΑΤΣΑ, για αναγνώριση και παράλληλα εγγράφεται ως ασκούμενη δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας. Στη συνέχεια το ΔΙΚΑΤΣΑ έκρινε με απόφαση του, ότι το παραπάνω πτυχίο της μηνύτριας δεν είναι ισότιμο του αντίστοιχου ελληνικού πτυχίου, και αναγνώρισε σ' αυτή μόνο το δικαίωμα εγγραφής στο 5° εξάμηνο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η εγκαλούσα προσέφυγε κατά της απόφασης αυτής του ΔΙΚΑΤΣΑ στο Συμβούλιο Επικρατείας, το οποίο, με απόφαση της Ολομέλειάς του, απέρριψε την προσφυγή και δικαίωσε το ΔΙΚΑΤΣΑ. Ακολούθησε η εγγραφή της εγκαλούσας στο 5ο εξάμηνο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια η αποφοίτησή της από τη Σχολή αυτή, στις 10.4.1998 και δύο μήνες αργότερα ο διορισμός της, ως δικηγόρου, στο Πρωτοδικείο Λάρισας. Με βάση τα στοιχεία αυτά, κακώς η Επιτροπή θεώρησε ότι η εγκαλούσα διαθέτει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, αφού το πτυχίο της "maitrise en droit prive" του γαλλικού Πανεπιστημίου της Lille έδωσε σ' αυτή μόνο το δικαίωμα εγγραφής στο 5° εξάμηνο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και προηγήθηκε της λήψης του πτυχίου της από την τελευταία Σχολή. Συγχρόνως η κατηγορουμένη εκφράζει αμφιβολίες για τη νομιμότητα του διορισμού της εγκαλούσας ως δικηγόρου, δεδομένου ότι εκείνη εγγράφηκε ως ασκούμενη δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας πριν από τη λήψη του πτυχίου της από τη Νομική Σχολή Αθηνών και διορίστηκε δικηγόρος δύο μόλις μήνες μετά τη λήψη του πτυχίου της, δηλαδή προτού πραγματοποιήσει την προβλεπόμενη από το νόμο δεκαοκτάμηνη άσκηση δικηγορίας. Ακόμη, η 1η κατηγορουμένη εκθέτει στην επίμαχη επιστολή της, ότι η εγκαλούσα δεν καλύπτει το κριτήριο της εξειδίκευσης και εμπειρίας σε θέματα ασφαλιστικού και διοικητικού δικαίου και διοικητικής δικονομίας, το οποίο τέθηκε στην προκήρυξη του ΤΑΠ-ΟΤΕ, ενώ, αντίθετα, η ίδια διαθέτει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών και εξειδίκευση στο διοικητικό δίκαιο και στη διοικητική δικονομία, καθώς και συνεχή άσκηση δικηγορίας επί δέκα έτη, στοιχεία όμως τα οποία δεν εκτιμήθηκαν από την Επιτροπή. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η κατηγορούμενη όσα εξέθεσε στην προαναφερομένη επιστολή για τους τίτλους σπουδών της μηνύτριας το διορισμό της ως δικηγόρου και γενικά τα προσόντα αυτής για την κατάληψη της προκηρυχθείσας από το ΤΑΠ-ΟΤΕ θέσεως δικηγόρου είναι αληθινά. Ειδικότερα, προέκυψε ότι η παραπάνω εγκαλούσα, μετά από διετή φοίτηση στο παράρτημα του γαλλικού Πανεπιστημίου της Lille στην Αθήνα (που λειτουργούσε ως εργαστήριο ελευθέρων σπουδών βάσει της κείμενης νομοθεσίας), ολοκλήρωσε τις σπουδές στη πόλη Lille, όπου έλαβε, το 1995, το πτυχίο του εκεί γαλλικού Πανεπιστημίου με τον τίτλο "maitrise en droit prive", το οποίο της παρείχε το δικαίωμα εγγραφής στο 5° εξάμηνο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και δεν αναγνωρίστηκε από το ΔΙΚΑΤΣΑως ισότιμο πτυχίο ελληνικού πανεπιστημίου, ότι, το ίδιο έτος (1995), γράφτηκε στο βιβλίο ασκούμενων δικηγόρων του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, ότι, στις 10.4.1998, πήρε το πτυχίο της από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και, στις 15.6.1998, εγγράφηκε ως δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί εδώ ότι, το Συμβούλιο Επικρατείας με την με αριθμό 1009/2004 απόφασή του δέχθηκε την αίτηση ακύρωσης, που υπέβαλε η κατηγορουμένη, και ακύρωσε την απόφαση πρόσληψης της εγκαλούσας, ως δικηγόρου, στο ΤΑΠ-ΟΤΕ. Με βάση τα περιστατικά αυτά, σύμφωνα με το 787/2006 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δεν συνέτρεχε περίπτωση τέλεσης εκ μέρους της πρώτης κατηγορούμενης της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης για τα όσα είχε διαδώσει με την παραπάνω επιστολή σε βάρος της μηνύτριας. Εξάλλου, κατά το ίδιο Βούλευμα, προέκυψε, ενόψει του τρόπου και των περιστάσεων, υπό τις οποίες η πρώτη κατηγορούμενη συνέταξε την επίμαχη επιστολή, και ενόψει του ότι αυτή από δικαιολογημένο ενδιαφέρον παρέθεσε τα αναφερόμενα σε σχέση με τον παραπάνω διαγωνισμό και παραπάνω μηνύτρια, αποβλέποντας στην άσκηση δυσμενούς κριτικής για την επιλογή της τελευταίας από την ως άνω Επιτροπή (άρθρο 367 παρ. 1γ ΠΚ) δεν είχε σκοπό εξύβρισης αυτής και βλάβης της τιμής και της υπόληψής της. Ενόψει αυτών, ως προς την αποδιδόμενη στην κατηγορούμενη Χ1 πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, το Συμβούλιο αυτό αποφάνθηκε να μη γίνει . κατηγορία κατ' αυτής. Περαιτέρω, η Ψ1 υπέβαλε την από 10.1.2005 έγκληση και κατήγγειλε τους κατηγορούμενους για συκοφαντική δυσφήμηση, αναφέροντας στην έγκλησή της τα ακόλουθα: Ότι η πρώτη κατηγορούμενη, δια του από 12.2.2004 εγγράφου σημειώματος, διέδωσε ισχυρίστηκε και διέδωσε εν γνώσει της αναλήθειάς τους ενώπιον των Εισαγγελικών και Δικαστικών Λειτουργών, που χειρίζονταν την υπόθεση, ως και των δικαστικών υπαλλήλων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και του Πταισματοδικείου Αθηνών -μεταξύ των άλλων- τα εξής: α) Ότι η προκριθείσα υποψήφια Ψ1 απέκρυψε (σ.σ: και από την Επιτροπή), (πράγμα που έπραξε και στο βιογραφικό σημείωμά της), ότι το δίπλωμα "Maitrise" του Πανεπιστημίου της Lille II, το επέτυχε μετά από σπουδές διαρκείας δύο ετών στην Ελλάδα (στο γνωστό κέντρο ελευθέρων σπουδών) και το υπόλοιπο στην έδρα του Πανεπιστημίου στη Γαλλία το έτος 1995). β) "Ότι, κατά τον ίδιο τρόπο, απέκρυψε ότι ... το ΔΙ.ΚΑ.Τ.Σ.Α. αποφάνθηκε ότι ο τίτλος σπουδών της δεν ήταν ισότιμος με πτυχίο ελληνικού Πανεπιστημίου και της έδωσε μόνο δικαίωμα κατατάξεως στο 5° εξάμηνο σπουδών Τμήματος Νομικής ελληνικού Α.Ε.Ι. γ) Ότι, κατά τον ίδιο τρόπο επίσης, "παρέλειψε" να εκθέσει στην Επιτροπή ότι το ΣτΕ, εν Ολομελεία με την 3457/1998 απόφασή του, κατά της παραπάνω αποφάσεως του ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α., απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως της προκριθείσας υποψηφίας. δ) Ότι συνεπώς παρανόμως και απατηλώς επέτυχε το διορισμό της ... ως δικηγόρου η προκριθείσα υποψήφια με βάση μη ισότιμο "πτυχίο", του οποίου μάλιστα την έλλειψη ισοτιμίας απέκρυψε από όλες τις δημόσιες αρχές και ότι έτσι θεώρησε νομίμως και λογικώς ότι η Ψ1 ...... παραπλάνησε όλα τα αρμόδια όργανα προκειμένου παρανόμως να εγγραφεί ως δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας. ε) Ότι διερωτάται εν προκειμένω, δεν υπάρχει έδαφος για ανάκληση παράνομων διοικητικών πράξεων, όταν αυτές εκδόθηκαν με δόλο του διοικούμενου και στ) Ότι, έτσι, η εγκαλούσα επέτυχε το διορισμό της ως δικηγόρου στο Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας την 20.05.1998, ενώ το αρμόδιο κρατικό όργανο της είχε απορρίψει την αίτηση ισοτιμίας του "πτυχίου" της και με την 3457/1998 το ΣτΕ είχε απορρίψει και την σχετική αίτηση ακυρώσεώς της.
Ότι, περαιτέρω, οι κατηγορούμενοι εμφανίσθηκαν κατά την 11.10.2004 στην εκπομπή "......." (που διηύθυνε ο δημοσιογράφος Γ1) του τηλεοπτικού σταθμού "......" και ανέφεραν το ιστορικό της διαμάχης μεταξύ της μηνύτριας και της πρώτης κατηγορουμένης. Ότι, ειδικότερα, οι κατηγορούμενοι, αφού επικαλέσθηκαν στην εκπομπή αυτή την επίμαχη επιστολή, που απηύθυνε η πρώτη κατηγορούμενη στους προαναφερόμενους δημοσίους φορείς, ανέφεραν ότι κατά τον διαγωνισμό ενώπιον του ΤΑΠ-ΟΤΕ, έλαβαν χώρα παρανομίες ως προς τον τίτλο σπουδών του Πανεπιστημίου της Lille και ότι περαιτέρω οι κατηγορούμενοι ανεπίτρεπτα εστράφησαν κατ' αυτής, θέτονταςτο θέμα της νομιμότητας της εγγραφής της, ως ασκούμενης δικηγόρου στο Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας.
Ως προς τα παραπάνω επιμέρους κεφάλαια, που αναφέρει η εγκαλούσα στην υπό κρίση έγκληση της ως συκοφαντικά και δυσφημιστικά για την προσωπικότητά της, πρέπει να αναφερθούν τα ακολούθα: Ως προς τα περιστατικά, που κατήγγειλαν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι στην από 11.10.2004 τηλεοπτική και ενημερωτική εκπομπή του ....., "........" και τα όσα ανέφερε στο από 12-02-2004 απολογητικό της υπόμνημα - σημείωμα η 1η κατηγορουμένη ενώπιον του 5ου Πταισματοδίκη Αθηνών, δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος "της συκοφαντικής δυσφημήσεως" σε βάρος της εγκαλούσας, καθώς αυτά ήταν αληθή στην ουσία τους. Ειδικότερα, είναι αληθές α) Ότι η μηνύτρια Ψ1, δεν ανέφερε στην Επιτροπή ούτε στο βιογραφικό σημείωμα της ότι το δίπλωμα "Μaitrise" του Πανεπιστημίου της Lille II, το επέτυχε μετά από σπουδές διαρκείας δύο ετών στην Ελλάδα (στα γνωστά Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών) και το υπόλοιπο στην έδρα του Πανεπιστημίου στη Γαλλία το έτος 1995), β) Ότι, κατά τον ίδιο τρόπο, παρέλειψε υπαιτίως ν' αναφέρει ότι... το ΔΙ.Κ.Α.Τ.ΣΑ. αποφάνθηκε ότι ο τίτλος σπουδών της δεν ήταν ισότιμος με πτυχίο ελληνικού Πανεπιστημίου και της έδωσε μόνο δικαίωμα κατατάξεως στο 5° εξάμηνο σπουδών Τμήματος Νομικής ελληνικού Α.Ε.Ι και γ) Ότι, κατά τον ίδιο τρόπο επίσης, παρέλειψε υπαιτίως να εκθέσει στην Επιτροπή ότι το ΣτΕ, εν Ολομέλεια, με την 345771998 απόφασή του, κατά της παραπάνω αποφάσεως του ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α., απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως της προκριθείσας υποψηφίας. Ας σημειωθεί δε, ότι στην ουσία η εγκαλούσα είχε ένα τίτλο σπουδών και δη αυτόν της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνεπώς όφειλε αυτόν μόνον να εμφανίσει ως τίτλο σπουδών, σε κάθε δε περίπτωση μπορούσε να κάνει μνεία του αλλοδαπού τίτλου, οφείλοντας όμως, να διευκρινίσει στην επιτροπή και με το βιογραφικό της ότι το πτυχίο Νομικής το απέκτησε βάσει διπλώματος του Πανεπιστημίου της Lille, δυνάμει του οποίου, με την ..... απόφαση του ΔΙΚΑΤΣΑ, κατατάχθηκε στο 5° εξάμηνο της Νομικής Αθηνών. Αντί αυτού, όμως, η μηνύτρια, προκειμένου να επαυξήσει τα τυπικά της προσόντα, ενεφάνισε ότι είχε δυο πτυχία, από τα οποία το ένα και δη αυτό του αλλοδαπού πανεπιστήμιου εσφαλμένα εκλήφθηκε ως μεταπτυχιακό, από υπαιτιότητα της Επιτροπής, η οποία όφειλε να ζητήσει βεβαίωση του ΔΙΚΑΤΣΑ, για την αναγνώριση της αντιστοιχίας του αλλοδαπού τίτλου σε σχέση με τους τίτλους των ελληνικών ΑΕΙ. Όπως εκτέθηκε και παραπάνω, και η εγκαλούσα έχει υπαιτιότητα επίσης για την θεώρηση του αλλοδαπού τίτλου ως μεταπτυχιακού, δεδομένου ότι και αυτή παρέλειψε υπαίτιως, να προσκομίσει βεβαίωση του ΔΙΚΑΤΣΑ για την αναγνώριση της ισοτιμίας του πτυχίου του Πανεπιστημίου της Lille II... Ενόψει αυτών, τα πλαίσια της κείμενης ελληνικής νομοθεσίας, ο αλλοδαπός τίτλος που κατείχε η εγκαλούσα απετέλεσε απλά την βάση για την εγγραφή στο 5° εξάμηνο της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τελικά, η εγκαλούσα έλαβε το πανεπιστημιακό της πτυχίο κατά την 10.4.1998. Περαιτέρω, όσον αφορά τα παραπάνω υπό στοιχ. δ, ε και στ υποστηριζόμενα και περιλαμβανόμενα στο παραπάνω υπόμνημα, δηλαδή "δ) ότι παρανόμως.... επέτυχε το διορισμό της ...ως δικηγόρου η προκριθείσα υποψήφια με βάση, μη ισότιμο "πτυχίο", του οποίου μάλιστα την έλλειψη ισοτιμίας απέκρυψε από όλες τις δημόσιες αρχές και ότι έτσι θεώρησε νομίμως και λογικώς ότι η Ψ1 (εγκαλούσα) παραπλάνησε όλα τα αρμόδια όργανα προκειμένου παρανόμως να εγγραφεί ως δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας", ε) Ότι, διερωτάται εν προκειμένω, δεν υπάρχει έδαφος για ανάκληση παράνομων διοικητικών πράξεων, όταν αυτές εκδόθηκαν με δόλο του διοικούμενου και στ) Ότι έτσι η εγκαλούσα επέτυχε το διορισμό της ως δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας την 20-05-1998, ενώ το αρμόδιο κρατικό όργανο της είχε απορρίψει την αίτηση ισοτιμίας του "πτυχίου της και με την 3457/1998 το ΣτΕ είχε απορρίψει και την σχετική αίτηση-ακυρώσεώς της" πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Όπως εκτέθηκε και παραπάνω, είναι αληθές αυτό, που ανέφερε τόσο η πρώτη κατηγορούμενη με το παραπάνω υπόμνημα και το επανέλαβαν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι στην παραπάνω εκπομπή του Γ1, ότι η εγκαλούσα, παρά το γεγονός ότι αποφοίτησε από το τμήμα Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 10-04-1998, διορίστηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Λάρισας περίπου δύο μήνες μετά. Οι κατηγορούμενοι δεν ήταν υποχρεωμένοι να δεχθούν την άποψη ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας, με απόφαση του Δ.Σ. αυτού, αναγνώρισε αναδρομικά από τις 18-09-1995 (ημερομηνίας εγγραφής της στα βιβλία ασκουμένων), το χρόνο άσκησης της εγκαλούσας στον οικείο Σύλλογο, παρά το γεγονός ότι αυτή είχε φοιτήσει κατά τα δύο πρώτα έτη των σπουδών της σε ίδρυμα - παράρτημα του Πανεπιστημίου της Lille στην Ελλάδα και όχι σε Τμήμα Νομικής ημεδαπού Πανεπιστημίου, λαμβανομένου υπόψη ότι η πρακτική αυτή δεν είχε θεσμοθετηθεί και δεν συμφωνούσε με το τότε κρατούν νομικό καθεστώς της αναγνώρισης αλλοδαπών τίτλων. Μάλιστα, η παραπάνω στάση των κατηγορουμένων, που αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της αναδρομικής αυτής αναγνώρισης στο πρόσωπο της εγκαλούσας, κρίνεται δικαιολογημένη, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του ότι επακολούθησε η απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδας στις 04-12-1999, η οποία αποφάσισε να συνεχίσει την εγγραφή των πτυχιούχων ξένων κρατικών Πανεπιστημίων ως ασκουμένων στους δικηγορικούς συλλόγους, με εξαίρεση εκείνων των πτυχιούχων τέτοιων Πανεπιστημίων, ως εν προκειμένω αυτού της Lille Γαλλίας που φοίτησαν ένα μέρος των σπουδών τους, ήτοι ένα ή δύο έτη εκτός της έδρας τους και ειδικότερα στην Ελλάδα σε διάφορα παραρτήματα - κολέγια αυτού. Επομένως, οι κατηγορούμενοι εξέφρασαν την νομική τους άποψη ότι, αφού η μηνύτρια δεν είχε ισότιμο με το πτυχίο νομικής αλλοδαπό τίτλο, αλλά απλώς τίτλο κατάταξης στο 5° εξάμηνο, δεν μπορούσε να αρχίσει αναδρομικά ο απαιτούμενος 18μηνος χρόνος της άσκησης από την εγγραφή στο δικηγορικό σύλλογο Λάρισας (18.9.1995), αλλά από τότε που λήφθηκε το πτυχίο της Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την ίδια νομική άποψη υποστήριξαν και στην εκπομπή ".......", την οποία διηύθυνε ο δημοσιογράφος Γ1. Τέλος, θα πρέπει ν' αναφερθεί ότι οι κατηγορούμενοι δικαιολογημένα ισχυρίσθηκαν ότι και από δική της υπαιτιότητα, δεν διευκρινίσθηκε το είδος του τίτλου και η ισοτιμία του, δεδομένου ότι δεν προσκόμισε βεβαίωση ισοτιμίας του ΔΙΚΑΤΣΑ, ούτε μετάφραση του αλλοδαπού τίτλου στην ελληνική γλώσσα, αλλά ούτε και παρέθεσε στο βιογραφικό της ημερομηνίας απονομής των τίτλων. Μετά, από όλα όσα εκτέθηκαν, δεν συντρέχει περίπτωση τέλεσης εκ μέρους των κατηγορουμένων της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης, για τα όσα διαδόθηκαν με το παραπάνω υπόμνημα και όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω τηλεοπτική εκπομπή σε βάρος της μηνύτριας. Τα όσα οι κατηγορούμενοι διέδωσαν σχετικά με την υπαιτιότητα της μηνύτριας για το ότι παρέλειψε να προσκομίσει πιστοποιητικό ισοτιμίας του αλλοδαπού τίτλου και περαιτέρω σχετικά με τη νομιμότητα του διορισμού της εγκαλούσας, ως δικηγόρου, έγιναν από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και αποτελούσαν στη συγκεκριμένη περίπτωση το επιβαλλόμενο και αντικειμενικώς αναγκαίο για την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος μέτρο. Εξάλλου, ενόψει των περιστάσεων υπό τις οποίες διέδωσαν τα παραπάνω αναφερόμενα και του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός τους, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε εκ μέρους των κατηγορουμένων σκοπός εξύβρισης της εγκαλούσας, αλλά να ασκήσουν δυσμενή κριτική στις ενέργειες της εγκαλούσας, που είναι επιτρεπτή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω στη μείζονα σκέψη (άρθρο 367 παρ. III, 14 παρ.1 Συντάγματος και 10 της ΕΣΔΑ).
Τέλος, θα πρέπει επιπρόσθετα να σημειωθούν και τα ακόλουθα: Ο εξοβελισμός της 1ης κατηγορουμένης από την πρόσληψή της ως δικηγόρου με πάγια αντιμισθία στο Τ.Α.Π.- Ο.Τ.Ε., διήρκεσε επί μακρό, δηλαδή επί τρία περίπου έτη, λαμβανομένου υπόψη ότι η Επιτροπή πρόσληψης του Τ.Α.Π.-Ο.Τ.Ε. συγκροτήθηκε μόλις στις 18-04-2005 για να ενεργήσει την πρόσληψη της σε συμμόρφωση της υπ' αριθμ. 1019/2004 απόφασης του ΣτΕ ... Τούτο δε γεννά αδιαφιλονίκητα στο πρόσωπο των κατηγορουμένων το δικαίωμα της να προβάλει σε μια τηλεοπτική εκπομπή από δικαιολογημένο ενδιαφέρον στα πλαίσια της κατοχυρωμένης από τα άρθρα 14 και 15 του Συντάγματος, 10 παρ.1 ΕΣΔΑ ελευθερίας της έκφρασης δια του Τύπου και των Μ.Μ.Ε. την ένδικη διένεξή της με την εγκαλούσα, που συνιστά θέμα προς ενημέρωση του κοινωνικού συνόλου ως προς ορισμένες πτυχές και ιδίως αυτές που αφορούν το νομικό καθεστώς και πλαίσιο της αξιολόγησης διαγωνιζομένων σε δημόσιες ή με πάγια αντιμισθία θέσεις. Ειδικότερα, το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση τα κενά και οι ελλείψεις, που παρουσιάστηκαν κατά τη νομοτυπική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 11 του Ν.1649/86 και που επέφεραν ανεπιεική αποτελέσματα σε βάρος της 1ης κατηγορουμένης, λόγω της παράλειψής της, κατόπιν της αυθαίρετης αξιολόγησης των επιστημονικών προσόντων της εγκαλούσας ως υπέρτερων, αποτελεί ασφαλώς θέμα, που άπτεται του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου για την εξυγίανση των θεσμών και της δημόσιας διοίκησης.
Επομένως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, που αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται με την ένδικη έφεση ελέγχονται αβάσιμα.
Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση κατ' ουσία και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών".
Με αυτά, που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αφενός στέρησε το βούλευμα από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου δε, υπερέβη την εξουσία του, και οι, από το άρθρο 484 παρ.1 περ. δ' και στ' του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσία βάσιμοι. Τούτο, γιατί, το Συμβούλιο Εφετών, κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, όχι μόνο επεκτάθηκε, πέραν των ορίων της εφέσεως, με την οποία προσβλήθηκε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, αλλά, και δεν έλαβε υπόψη του το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, που συγκεντρώθηκαν από την ανάκριση, που διενεργήθηκε. Πράγματι, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και ειδικότερα, από την, με αριθμό 320/11-6-2007, έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, προκύπτει ότι αυτός άσκησε έφεση, κατά του εκκαλούμενου βουλεύματος, με αριθμό 1447/2007, του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των ήδη αναιρεσειόντων, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, για εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και συγκεκριμένα, γιατί, το πρωτόδικο βούλευμα, δεν εκτίμησε προσηκόντως, το με αριθμό 2026/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο είχε κρίνει, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, σε βάρος της ήδη εγκαλούσας, Ψ1, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, και, εξ αυτού του λόγου, γνώριζαν πλέον οι κατηγορούμενοι, την αναλήθεια των περιστατικών, που αυτοί διέδωσαν ψευδώς, σε βάρος της. Από την παραδεκτή επισκόπηση του προσβαλλόμενου βουλεύματος, προκύπτει, ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, προκειμένου να καταλήξει στην παραπάνω κρίση του, δεν έλαβε υπόψη του, το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, που συγκεντρώθηκαν και ειδικότερα, τα προαναφερθέντα βουλεύματα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και Εφετών, αντίστοιχα, με αριθμούς 2026/2006 και 2954/2006. Η παράλειψη αυτή, αναμφισβήτητα κατάδηλοι, ότι έγινε αποκλεισμός ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων και ταυτόχρονα, επιλεκτική χρήση ορισμένων άλλων. Πέραν αυτών, στο προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν αιτιολογείται ειδικώς και εμπεριστατωμένους, η παραδοχή, σύμφωνα με την οποία ήταν αναγκαία η εμφάνιση των κατηγορουμένων- αναιρεσειόντων, σε τηλεοπτικό σταθμό, και συγκεκριμένα στην εκπομπή ".......", κατά την 11-10-2004, προκειμένου να αποκαλύψουν αυτοί, ορισμένα στοιχεία για μια ιδιωτική διαφορά, και συγκεκριμένα, μεταξύ αυτών (κατηγορουμένων) και της εγκαλούσας, χωρίς να αιτιολογείται, επίσης, ότι η αποκάλυψη των στοιχείων αυτών, ενδιέφερε σε κάθε περίπτωση το κοινωνικό σύνολο. Μετά από αυτά, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, δεδομένου ότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρα 485 παρ. 1, 519 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμό 2600//2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 28 Μαΐου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή