Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 769 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βιασμός, Μαστροπεία, Σωματεμπορία.




Περίληψη:
Βιασμός, μαστροπεία, σωματεμπορία, παράνομη είσοδος αλλοδαπού στην Ελλάδα. Καταδίκη κατηγορουμένου για τις παραπάνω πράξεις. Αίτηση αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (ανάγνωση μαρτυρικής κατάθεσης). Απόρριψη των λόγων αυτών αναίρεσης και συνακόλουθα της αίτησης αναίρεσης.




Αριθμός 769/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στην Δικαστική Φυλακή ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Κροντηρά, περί αναιρέσεως της 357-362/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23.4.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 943/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 336 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία εξώγαμη ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως, τιμωρείται με κάθειρξη". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο έγκλημα του βιασμού πραγματώνεται, στην περίπτωση που το εξαναγκαζόμενο πρόσωπο είναι γυναίκα, όταν κάποιος την εξαναγκάζει να υποβληθεί σε εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης, ύστερα από χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και αμέσου κινδύνου, που στρέφεται κατά του σώματος, της ζωής ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος αυτής. Ως ασελγής πράξη θεωρείται κάθε πράξη που ανάγεται στη γενετήσια σφαίρα και υποκειμενικώς κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας. Σωματική, εξάλλου, βία είναι η φυσική δύναμη που δεν μπορεί να απωθηθεί και η οποία κάμπτει την αντίσταση που προβάλλεται. Επίσης, κατ' άρθρο 349 παρ. 3 εδ. α' ΠΚ, "όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει στην πορνεία γυναίκες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δέκα οκτώ μηνών και με χρηματική ποινή". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η προαγωγή στην πορνεία συνίσταται στην καθ' οιονδήποτε τρόπο (παροτρύνσεις, πιέσεις κλπ) και με οποιαδήποτε μέσα (παροχή καταλύματος, ανεύρεση ερωτικών συντρόφων κλπ) παρακίνηση της γυναίκας, που δεν είναι ακόμα πόρνη, να τραπεί στην πορνεία ή και η ενίσχυση της τυχόν ειλημμένης και μη πραγματοποιηθείσης ακόμα αποφάσεως αυτής να πράξει τούτο. Δράστης μπορεί να είναι είτε άνδρας είτε γυναίκα, θύμα όμως μόνο γυναίκα, αδιακρίτως ηλικίας. Δεν είναι αναγκαίο να υπάρχουν πλείονες γυναίκες θύματα (εκ της χρήσεως του όρου γυναίκες, δεν προκύπτει το αντίθετο), ούτε η γυναίκα να είναι "αμέμπτων" ηθών, είναι όμως αναγκαίο να μην είναι ήδη πόρνη. Πορνεία είναι η παράδοση του ιδίου σώματος, σε πλείονα πρόσωπα, άνευ εκλογής, δηλαδή η παροχή κατά συνήθεια σαρκικών ηδονών σε αόριστο αριθμό προσώπων, αντί χρηματικής ή άλλης υλικής αμοιβής. Η προαγωγή στην πορνεία πρέπει επίσης να γίνεται κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία. Κατ' επάγγελμα ενεργεί ο δράστης όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, από κερδοσκοπία δε ενεργεί ο δράστης με κίνητρο και σκοπό τον προσπορισμό αθεμίτου περιουσιακού οφέλους ή ενός αθεμίτου κέρδους θετικού ή αποθετικού, αποτιμητού όμως σε χρήμα, ανεξαρτήτως της επιτεύξεώς του, ενώ δεν δημιουργείται ασάφεια από την παραδοχή της τελέσεως της πράξεως και κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία. Ακόμα, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 351 του ΠΚ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 του ν. 3064/2002 "όποιος με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου και την επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας προσλαμβάνει, μεταφέρει ή προωθεί εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρόσωπο με σκοπό να προβεί ο ίδιος ή άλλος στη γενετήσια εκμετάλλευσή του, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ". Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου "με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται ο υπαίτιος αν, για να πετύχει τον ίδιο σκοπό αποσπά τη συναίνεση προσώπου με τη χρήση απατηλών μέσων και το παρασύρει, εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων". Τέλος, κατά την παρ. 6 του ίδιου ως άνω άρθρου "η κατά τις προηγούμενες παραγράφους γενετήσια εκμετάλλευση συνίσταται στην επιχείρηση από κερδοσκοπία οποιασδήποτε ασελγούς πράξης ή στη χρησιμοποίηση από κερδοσκοπία του σώματος, της φωνής ή της εικόνας προσώπου για την πραγματική ή προσποιητή επιχείρηση τέτοιας πράξης ή για την παροχή εργασίας ή υπηρεσιών που αποσκοπούν στη γενετήσια διέγερση". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ, κάθε συναυτουργός μιας αξιόποινης πράξης τιμωρείται ως αυτουργός αυτής, ενώ κατά το άρθρο 98 παρ. 1, αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλλει μία και μόνο ποινή για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεσης απόφασης. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 του 2910/2001, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 37 του ν. 3153/2003 "οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου, που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα αλλοδαπούς που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας, ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή την προώθησή τους, η εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, την προώθησή τους, τιμωρούνται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) έως πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν η μεταφορά ενεργείται κατ' επάγγελμα ή αν ο υπαίτιος είναι υπάλληλος ή τουριστικός ή ναυτιλιακός ή ταξιδιωτικός πράκτορας". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει: α) ότι θεσμοθετείται ποινικό αδίκημα, υπαλλακτικώς μικτό, που πραγματοποιείται με καθένα από τους ανωτέρω τρόπους από τα πρόσωπα, που αποδέχονται να μεταφέρουν στην Ελλάδα αλλοδαπούς, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να εισέλθουν στο έδαφός της, ή τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή την προώθησή τους, ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη γνωρίζοντας την αυθαίρετη είσοδό τους ως λαθρομεταναστών, ββ) ότι για την τέλεση του αδικήματος της μεταφοράς αλλοδαπού μη έχοντος δικαίωμα εισόδου στο εσωτερικό της χώρας, απαιτείται υποκειμενικώς δόλος, είτε άμεσος, είτε έμμεσος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή, αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή τη άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και οι ισχυρισμοί για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή δε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 357-362/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ1 ο οποίος κατάγεται από το χωριό ... και κατά το έτος 2001 διέμενε στην ... σε μισθωμένη οικία όπου και συζούσε με τη μετέπειτα σύζυγό του Φ1 Ουκρανή υπήκοο, η οποία τότε ειργάζετο σε καφενείο με τον διακριτικό τίτλο "..." που βρίσκεται στην οδό ... στην περιοχή ... και εκμεταλλευόταν ο Μ1, μετέβη το πρωί της 2.5.2001 με το με αριθμό κυκλ. ... ΙΧ Επιβατηγό αυτοκίνητό του, εργοστασίου κατασκευής FIAT, χρώματος πρασίνου, από την ... στον ... και σε σταύλο που βρίσκεται στις παρυφές του ως άνω χωριού απ' όπου και παρέλαβε από Βούλγαρο ονόματι "Κ1", αγνώστων λοιπών στοιχείων, τη Ρουμάνα υπήκοο Θ1, που είχε γεννηθεί το έτος 1983, [ηλικίας 18 ετών], για να την προωθήσει στο εσωτερικό της χώρας και ειδικότερα στη ..., όπου εκεί αυτή θα συναντούσε την αδελφή της ...και τον σύζυγό της ..., Ρουμάνους υπηκόους. Ο κατηγορούμενος εγνώριζε ότι η ανωτέρω Θ1 είχε εισέλθει παράνομα με τα πόδια στην Ελλάδα το πρωί της 1-5-2001 μαζί με άλλα είκοσι περίπου άτομα που είχαν ως καθοδηγητή τον Βούλγαρο "Κ1". Την ως άνω Ρουμάνα ο κατηγορούμενος, εν γνώσει του ότι αυτή είχε εισέλθει παράνομα στη χώρα και με πρόθεση, την προώθησε από τον ... στη ..., όπου την μετέφερε με το ως άνω αυτοκίνητό του και όπου την εγκατέστησε κατά το από 2-5-2001 έως τις 11-5-2001 χρονικό διάστημα στην οικία που αυτός διέμενε [δεν προέκυψε η διεύθυνσή της] και στη συνέχεια κατά το από 12-5-2001 έως τις 23-5-2001 χρονικό διάστημα σε διαμέρισμα πολυκατοικίας της περιοχής της... όπου αυτός μετακόμισε και που βρίσκεται κατά την κατάθεση της ως άνω Ρουμάνας πλησίον σιδηροδρομικής γραμμής, ήτοι προς τη Δυτική έξοδο της πόλης και πλησίον του Σιδηροδρομικού Σταθμού [δεν προέκυψε διεύθυνση]. Ο κατηγορούμενος και κατά το από 2-5-2001 ως και τις 11-5-2001 χρονικό διάστημα με τη χρήση σωματικής βίας εξανάγκασε την ως άνω Ρουμάνα σε εξώγαμη συνουσία επί εννέα [9] φορές, ήτοι κατά τις ημεροχρονολογίες 2, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10 και 11 Μαΐου 2001 και σε ανοχή ασελγούς πράξης και δη παρά φύση συνουσία μία [1] φορά, ήτοι κατά την 3η Μαίου 2001. Τα ανωτέρω συνέβησαν μέσα στην οικία που διέμενε αρχικά ο κατηγορούμενος και καθ' ον χρόνον απουσίαζε από αυτή η Φ1. Περαιτέρω, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος στη ... και κατά το από 12-5-2001 έως και τις 23-5-2001 χρονικό διάστημα, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ενεργώντας κατ' επάγγελμα και από κοινού με άλλον και δη με κάποιον "Ρ1", 'Ελληνα υπήκοο, αγνώστων λοιπών στοιχείων, προήγαγε στην πορνεία ενήλικες γυναίκες μεταξύ των οποίων και την ως άνω Ρουμάνα Θ1, ειδικότερον αυτός συχνάζοντας στο καφενείο με τον διακριτικό τίτλο "..." που βρίσκεται στην οδό ... στη ..., στο οποίο εργαζόταν η μετέπειτα σύζυγός του και παλλακή του τότε Φ1, όπου και συνόδευε αλλοδαπές γυναίκες, τα στοιχεία των οποίων δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθούν, μεταξύ των οποίων ήταν και η Θ1, οι οποίες δεν ήσαν προηγουμένως πόρνες, προήγαγε αυτές στην πορνεία συμφωνώντας την επ' ανταλλάγματι, που εισέπραττε αυτός, ερωτική συνεύρεση αυτών με διάφορους άγνωστους άνδρες σε διάφορα ξενοδοχεία της πόλης της ..., όπου και συνόδευαν αυτές, από το καφέ "..." έως το ξενοδοχείο και από το ξενοδοχείο στο καφέ "...", άλλοτε ο ίδιος και άλλοτε ο συνεργός του "Ρ1". Από την επανειλημμένη τέλεση της ως άνω πράξης και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής της, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος διέπραττε το ως άνω αδίκημα κατ' επάγγελμα, καθόσον απέβλεπε με την τέλεση της ως άνω πράξεώς του στην εξασφάλιση σταθερής πηγής βιοπορισμού. Τέλος, από το ίδιο παραπάνω αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε, ότι ο κατηγορούμενος, στη ... και κατά τη διάρκεια ενός τριημέρου του χρονικού διαστήματος από της 14ης μέχρι της 16ης Μαΐου 2001 και κατά τις νυκτερινές ώρες από 22.00 έως 01.00', ενεργώντας από κοινού και μετά από συναπόφασή τους με την ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής, της οποίας δεν προέκυψαν τα στοιχεία ταυτότητας, που βρίσκεται στην οδό ..., με τη βία και με απειλές σε βάρος της σωματικής ακεραιότητάς της κατακράτησε παρά τη θέλησή της στον παραπάνω οίκο ανοχής την προαναφερθείσα Θ1, όπου και την εξανάγκασε να παραδοθεί σε πορνεία και δη να πραγματοποιήσει με την επιτήρηση του προαναφερθέντος συνεργού του "Ρ1" ερωτικές συνευρέσεις με είκοσι [20] άγνωστους άνδρες, αντί αμοιβής αγνώστου ύψους, που εισέπραττε κατά ένα μέρος αυτός και κατά ένα μέρος η ιδιοκτήτρια του οίκου ανοχής. Το ότι ο κατηγορούμενος είναι δράστης των ως άνω πράξεων προκύπτει αβιάστως από τα παρακάτω περιστατικά και δη: Α) Το γεγονός ότι η Θ1 εγνώριζε τον αριθμό κυκλοφορίας, τημάρκα και το χρώμα του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου, τα οποία τηλεφωνικώς και τα διαμήνυσε στους οικείους της στη ..., οι οποίοι και εμερίμνησαν για την απελευθέρωσή της από τα χέρια του κατηγορουμένου και του συνεργάτη του "Ρ1". Β) Το γεγονός ότι η Θ1 εγνώριζε ότι ο κατηγορούμενος είχε μετακομίσει από διώροφη οικία σε διαμέρισμα πολυκατοικίας στις 11 ή 12 Μαΐου του έτους 2001, περιστατικό που παραδέχθηκε ο κατηγορούμενους ότι πράγματι συνέβη. Γ) Το γεγονός ότι πράγματι ο κατηγορούμενος, κατά το κρίσιμο ως άνω χρονικό διάστημα, "φιλοξενούσε" στην οικία του και στο διαμέρισμά του την ως άνω Θ1, όπου και συνέτρωγαν κλπ [βλ. και κατάθεση του αδελφού του κατηγορουμένου]. Δ) Το γεγονός της απελευθέρωσης της Θ1, κατόπιν ενεργειών των οικείων της, έξω από το καφενείο "..." καθ' ην στιγμή επέστρεφε σ' αυτό με το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου, συνοδευόμενη από τον "Ρ1" κλπ".
Με βάση τα παραπάνω περιστατικά, το ΜΟΕ Θεσσαλονίκης κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο των αξιοποίνων πράξεων του βιασμού κατ' εξακολούθηση, της μαστρωπείας από κοινού και κατ' εξακολούθηση, της σωματεμπορίας κατ' εξακολούθηση και της παραβίασης του άρθρου 55 παρ. 1 του ν. 2910/2001 και επέβαλε σ' αυτόν συνολική ποινή κάθειρξης δέκα τεσσάρων (14) ετών και έξι (6) μηνών και συνολική χρηματική ποινή είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 94 παρ. 1, 98, 336 παρ. 1, 349 παρ. 3 και 351 παρ. 1 περ. β, γ ΠΚ και 55 παρ. 1α του ν. 2910/2001, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Ειδικότερα και αναφορικώς, 1) ως προς την αιτίαση του αναιρεσείοντος περί κηρύξεως απαραδέκτου της ποινικής διώξεως για τα εγκλήματα του βιασμού, μαστροπείας και σωματεμπορίας κατ' εξακολούθηση λόγω μη εμπρόθεσμης υποβολής της εγκλήσεως εκ μέρους της παθούσας, αυτή είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον πρόκειται για εγκλήματα που διώκονται αυτεπαγγέλτως (άρθρα 344, 349 και 351 ΠΚ), όπως ορθώς δέχθηκε και το Δικαστήριο της ουσίας. 2) ως προς την αιτίαση για την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί της συνδρομής στο πρόσωπό του (αναιρεσείοντος) της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ πρέπει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω ισχυρισμός ήταν απορριπτέος ως αόριστος (βλ. 23η σελίδα των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου γίνεται λόγος της ελαφρυντικής ως άνω περίστασης όλως γενικά και αόριστα) και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο της ουσίας ν' απαντήσει, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψή του, στην οποία ως εκ περισσού προέβη (βλ. 26η σελίδα των ιδίων πρακτικών). 3) ως προς την αιτίαση για την απόρριψη του αιτήματος της αναβολής της δίκης για να κληθεί και προσέλθει στο Δικαστήριο της ουσίας ο μάρτυρας υπεράσπισης Μ1, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης (βλ. σελίδα 8) το προμνημονευόμενο αίτημα αρχικά υποβλήθηκε επικουρικά από τον συνήγορο του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, αλλά στη συνέχεια ο ίδιος ο αναιρεσείων ανέφερε κατά λέξη "Δεν είναι απαραίτητο να παρουσιαστεί ο Μ1...Ζητώ να αναγνωσθεί η κατάθεση του Μ1". Πράγματι στο Δικαστήριο της ουσίας αναγνώσθηκε ως τελευταίο έγγραφο, πριν την κατάθεση των μαρτύρων υπεράσπισης, η από 18.5.2004 έκθεση εξέταση μάρτυρα Μ1, χωρίς αντίρρηση από οιαδήποτε πλευρά των παραγόντων της δίκης. Στη συνέχεια όταν, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, την πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας για την ενοχή του αναιρεσείοντος, δόθηκε ο λόγος στον συνήγορο του κατηγορουμένου, αυτός δεν επανυπέβαλε το αίτημα για αναβολή της δίκης για να προσέλθει ο μάρτυρας υπεράσπισης Μ1 μετά την ως άνω θέση του ίδιου του κατηγορουμένου και την ανάγνωση της κατάθεσης του εν λόγω μάρτυρα, κρίνοντας πρόδηλα ότι το αίτημά του αυτό κατέστη άνευ αντικειμένου. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας, μετά την ανωτέρω εξέλιξη περί ταύτα, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (βλ. τέλος 26ης σελίδας των πρακτικών της δευτεροβάθμιας δίκης) απέρριψε το αίτημα αναβολής της δίκης για τον ως άνω λόγο. Επομένως, η αιτίαση για απόρριψη και του σχετικού εν λόγω αιτήματος, που περιλαμβάνεται στη γενική αιτίαση για απόρριψη όλων των αυτοτελών ισχυρισμών και αιτημάτων του αναιρεσείοντος, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό και προς εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη από το δικαστήριο της ουσίας, προς σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων, που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, γιατί έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος από τη δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του και να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, που είναι σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Εξάλλου, ναι μεν δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στα πρακτικά του δικαστηρίου το περιεχόμενο του εγγράφου, που έχει αναγνωρισθεί, πλην όμως είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτό τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται το έγγραφο, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητα του εγγράφου, που αναγνωρίσθηκε και λήφθηκε υπόψη και να προκύπτει σε ποιο έγγραφο στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, γιατί διαφορετικά παραβιάζονται οι πιο πάνω διατάξεις, που επιβάλλουν την ανάγνωση των εγγράφων, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, το προαναφερόμενο δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, για να καταλήξει στην εξενεχθείσα ως άνω περί ενοχής του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κρίση του, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψή του, αμέσως και κυρίως και συνεκτίμησε, εκτός από τα άλλα αποδεικτικά μέσα, την ενώπιόν του ένορκη εξέταση ως μάρτυρα του αστυνομικού Ζ1 (βλ. σελίδες 9 έως 12 της απόφασης), ως και την εξέταση του αυτού ως άνω μάρτυρα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την ανάγνωση των πρακτικών της υπ' αριθ. 198-112/2005 αποφάσεως του ΜΟΔ Θεσσαλονίκης (εκκαλουμένης) - βλ. σελίδα 17 με αριθμό 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όχι όμως και την κατάθεση αυτού στην προανάκριση, η οποία ούτε αναγνώσθηκε στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιο Δικαστηρίου, ούτε άλλωστε ζητήθηκε η ανάγνωσή της. Επομένως, η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου στηρίζεται κυρίως στην προανακριτική κατάθεση του ως άνω μάρτυρα - αστυνομικού, η οποία δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (έστω και τμηματικώς προς υποβοήθηση της μνήμης του μάρτυρα ή εντοπισμό αντιφάσεων με όσα ο ίδιος κατέθεσε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού) είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, λόγω του ότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (της ανάγνωσής της στο ακροατήριο), καθόσον με την ως άνω εξέλιξη ως προς τις καταθέσεις του μάρτυρα Ζ1, ουδεμία απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επήλθε και γι' αυτό ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά ταύτα, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23.4.2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 357-362/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείο Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Μαρτίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή