Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 893 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ε.Σ.Δ.Α., Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Ψευδής βεβαίωση, Μάρτυρες.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία (258 ΠΚ). Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση του λόγου της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Δεν επιφέρει ακυρότητα η ανάγνωση μαρτυρικών καταθέσεων που λήφθηκαν στην προδικασία, εφόσον δεν αντέλεξε στην ανάγνωσή τους ο κατηγορούμενος. Δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Στοιχεία 242 παρ. 2 ΠΚ. Απορρίπτει αναίρεση.





Αριθμός 893/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Μιλτιάδη Μαγγίβα και Ιωάννη Μαύρο, περί αναιρέσεως της 171/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως και στο από 15.6.2007 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 5990/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 365 του ΚΠΔ συνάγεται ότι ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, προκαλείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή τον Εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ληφθείσα κατά την προδικασία ένορκη κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη, για τους λόγους που ενδεικτικώς αναφέρovται σ' αυτή τη διάταξη. Δεν δημιουργείται όμως καμία ακυρότητα όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση αναγνώσει κατάθεση της προδικασίας στο ακροατήριο και αν ακόμη δεν συνέτρεξε νόμιμη περίπτωση, εφόσον δεν αντέλεξε ο κατηγορούμενος. Εξ' άλλου, η λήψη υπόψη από το δικαστήριο αναγνωσθείσας κατάθεσης μάρτυρα κατηγορίας, που έχει ληφθεί στην προδικασία, παραβιάζει δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο, από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ' της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και από το άρθρο 14 παρ, 2 στοιχ, ε' του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 16- 12-1996, κυρώθηκε από την Ελλάδα με το v. 2462/1997 και ισχύει από 5-8-1997 (ΦΕΚ Α.25), να μπορεί να θέσει ερωτήματα στους μάρτυρες κατηγορίας και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ, 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, υπό την προϋπόθεση, πλην άλλων, ότι η ανάγνωση αυτής έγινε παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η ακυρότητα της διαδικασίας, γιατί το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του τις αναγνωσθείσες καταθέσεις των μαρτύρων, Γ1, Γ2, Γ3, Γ4, Γ5 και Γ6, χωρίς να προσδιορίζεται σε ποιο στάδιο αυτές λήφθηκαν και ενώπιον ποιας αρχής, ακόμη δε αν αυτές λήφθηκαν με όρκο ή χωρίς όρκο και, με τον τρόπο αυτό, δεν δόθηκε στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να υποβάλει ερωτήσεις σ' αυτούς, μολονότι δεν αποδείχθηκε το ανέφικτο της κλήτευσής τους, είναι αβάσιμος, ενόψει του ότι, από τα ενσωματωμένα στην απόφαση που προσβάλλεται, πρακτικά της δίκης, που παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτει ότι η ανάγνωση των μαρτυρικών καταθέσεων, έγινε χωρίς να προβληθεί αντίρρηση από τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και, συνεπώς, δεν επήλθε καμία ακυρότητα της διαδικασίας, ούτε παραβιάσθηκε η διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί, ο λόγος αυτός. Περαιτέρω, το υπό του άρθρου 258 Π.Κ. προβλεπόμενο έγκλημα της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, περιλαμβανόμενο στο ΙΒ' κεφάλαιο του ιδίου Κώδικα "περί των εγκλημάτων σχετικά με την υπηρεσία", είναι διάφορο του υπό του άρθρου 375 του αυτού κώδικα προβλεπομένου εγκλήματος της κοινής υπεξαιρέσεως, που περιλαμβάνεται στο ΚΓ' κεφάλαιο του Π.Κ. "περί των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας". Το δε άρθρο 379 του αυτού Κώδικα, που περιλαμβάνεται στο τελευταίο αυτό κεφάλαιο και θεσπίζει την εξάλειψη του αξιοποίνου σε περίπτωση αποδόσεως του κλαπέντος ή του ιδιοποιηθέντος πράγματος ή εντελούς ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος, έχει εφαρμογή, κατά την αληθινή έννοιά του, μόνο σε περίπτωση κλοπής ή υπεξαιρέσεως (άρθρα 372 και 375 Π.Κ.) και όχι και σε εκείνη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (άρθρο 258 Π.Κ.) Επομένως, οι προβαλλόμενοι με το δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως δεύτερος λόγος αυτής, καθώς και ο πρώτος των προσθέτων λόγων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα προβάλλεται ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 379 ΠΚ στην κρινόμενη περίπτωση, παρά το γεγονός ότι αναγνώρισε στον αναιρεσείοντα τη συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως, της ειλικρινούς μεταμέλειας, είναι αβάσιμος, καθόσον η διάταξη αυτή, δεν έχει εφαρμογή επί του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία, ενώ η αναγνώριση της ως άνω ελαφρυντικής περιστάσεως, αποτελεί διαφορετική περίπτωση εκείνης της διατάξεως του άρθρου 379 του Π.Κ, η δε αποδοχή της ελαφρυντικής περιστάσεως, δεν συνεπάγεται και την αντίστοιχη αποδοχή του άρθρου 379 του ίδιου Κώδικα.
Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του Κ.Ποιν.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Επειδή ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΠΚ ότι "με την ποινή (της προηγουμένης παραγράφου 1) τιμωρείται ο υπάλληλος ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει ή υπεξάγει έγγραφο που του εμπιστεύθηκαν ή είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του". Εξ' άλλου, υπάλληλος κατά μεν το άρθρο 13 περ. α' του ΠΚ, είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, κατά δε το άρθρο 13 περ. γ' του ΠΚ έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι, προς στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νοθεύσεως εγγράφου από υπάλληλο, κατά την έννοια της άνω διατάξεως του εδ. α' του άρθρου 13 του ΠΚ, προϋπόθεση είναι η εκ προθέσεως μεταβολή της εννοίας του εγγράφου κατά τρόπο που επηρεάζει ή ματαιώνει το περιεχόμενο της αποδεικτικής του ισχύος του, που δύναται να είναι δημόσιο ή ιδιωτικό. Η μεταβολή αυτή δύναται να τελεστεί, είτε με την προσθήκη στο κείμενο του εγγράφου ψηφίων, αριθμών, φράσεων κλπ, είτε και με την απόσβεση ή ξέση τέτοιων στοιχείων, καθ' οιονδήποτε τρόπο και με την αναγραφή, αντί αυτών, άλλων. Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της νοθεύσεως εγγράφου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 242 ΠΚ, δύναται να είναι και ο εκδότης του, εφόσον η μεταβολή του περιεχομένου του προκλήθηκε από αυτόν χωρίς δικαίωμα σε χρόνο κατά τον οποίο τούτο έλαβε θέση έναντι εννόμου σχέσεως σύμφωνα με τον προορισμό του ή κάποιος άλλος απέκτησε δικαίωμα στη διατήρηση του αρχικού του περιεχομένου. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον επιτρεπτό συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Πενταμελές Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής: "από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τις καταθέσεις των μαρτύρων Δικαίου ......., ........, Γ3, Γ4 και Γ5, που εξετάσθηκαν ενόρκως, την ανάγνωση στο ακροατήριο των καταθέσεων των απόντων μαρτύρων Γ1, Γ2, Γ6, που λήφθηκαν κατά την προδικασία και κατά τη διενέργεια ΕΔΕ, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσας απόφασης, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με την πράξη της νόθευσης εγγράφου από υπάλληλο κατ' εξακολούθηση, για την οποία μόνο πλήττεται, με τον προβαλλόμενο λόγο, η προσβαλλόμενη απόφαση: "Ο κατηγορούμενος, ως υπεύθυνος του γραφείου Ναυτολογίας του Λ/Χ Κεφαλληνίας για τη βεβαίωση, είσπραξη και απόδοση, στον Προϊστάμενο του Γραφείου Λιμενικής Αστυνομίας των λιμενικών τελών που εισέπραττε, ως δικαιώματα υπέρ του Λιμενικού Ταμείου Κεφαλληνίας τόσο για τις προσορμίσεις και πρυμνοδετήσεις πλοίων, όσο και για τα δρομολόγια αυτών, έπρεπε τα εισπραττόμενα ποσά αυτά να τα αποδίδει στον Προϊστάμενο του Γραφείου Λιμενικής Αστυνομίας του Λιμεναρχείου Κεφαλληνίας για να κατατεθούν κατά ποσοστό 92% σε τραπεζικό λογαριασμό υπέρ του Λιμενικού Ταμείου Κεφαλληνίας και κατά το υπόλοιπο ποσοστό να αποδοθούν στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ) ως πόρος αυτού. Παρά ταύτα, όμως, ο κατηγορούμενος, ενώ: α) την 3-6-1999, εισέπραξε, για τον μήνα Μάιο 1999, δικαιώματα προσορμίσεως και πρυμνοδετήσεως για το Ε/Γ-Ο/Γ Ζ1, που ανέρχονταν στο ποσό των τριακοσίων τριάντα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα έξι (338.866) δραχμών και εξέδωσε προς τούτο το υπ' αριθμ. ...... Τετραπλότυπο Λιμενικών Δικαιωμάτων, β) την 8-9-1999^ εισέπραξε, για τον μήνα Αύγουστο 1999, δικαιώματα διπλών δρομολογίων για το Ε/Γ-Ο/Γ Ζ2, που ανέρχονταν στο ποσό των τριάντα δύο χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα (32.860) δραχμών και εξέδωσε προς τούτο το υπ' αριθμ. ....... Τετραπλότυπο Λιμενικών Δικαιωμάτων, γ) την 3-9-19991, εισέπραξε, για τον μήνα Αύγουστο 1999 δικαιώματα προσορμίσεως και πρυμνοδετήσεως για το Ε/Γ-Ο/Γ Ζ2, που ανέρχονταν στο ποσό των πεντακοσίων εξήντα τριών χιλιάδων πενήντα οκτώ (563.058) δραχμών και εξέδωσε προς τούτο το υπ' αριθμ. ..... Τετραπλότυπο Λιμενικών Δικαιωμάτων, δ) την 7-1-2000, εισέπραξε για τον μήνα Δεκέμβριο 1999 δικαιώματα προσορμίσεως και πρυμνοδετήσεως για το Ε/Γ-Ο/Γ ......, που ανέρχονταν στο ποσό των πεντακοσίων οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα δύο (508.992) δραχμών και εξέδωσε προς τούτο το υπ' αριθμ. .... Τετραπλότυπο Λιμενικών Δικαιωμάτων δεν απέδωσε τα ποσά αυτά, ως υποχρεούτο, αλλά τα κατακράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως. Περαιτέρω, την 3-9-99, χρησιμοποιώντας τετραπλότυπα, που του ήταν εμπιστευμένα και προσιτά, λόγω αυτής της υπηρεσίας του, στο υπ' αριθμ..... πρωτότυπο λευκού χρώματος στέλεχος του τετραπλοτύπου Λιμενικών Δικαιωμάτων, στο οποίο αναγραφόταν μόνο ο αριθμός "23" άνευ άλλης εγγραφής, παραποίησε τον αριθμό "2" σε αριθμό "8" με την εγγραφή μικρής γραμμής που ένωνε την αρχή με το τέλος του αριθμού "2", ακολούθως δε έθεσε ιδιοχείρως τις πιο κάτω αναφερόμενες καταγραφές στις ακόλουθες ενδείξεις: στην ένδειξη "Ο κ." την καταγραφή "Γ6", στην ένδειξη "εκπρόσωπος του πλοίου" την καταγραφή "Ζ2", στην ένδειξη "είδος" την καταγραφή "Ε/Γ-Ο/Γ", στην ένδειξη "Νηολ." την καταγραφή "......", στην ένδειξη "Κ.Ο.Χ." την καταγραφή ".....", στην ένδειξη "που κατέπλευσε την" την καταγραφή "1-8-99", στην ένδειξη "και απέπλευσε την" την καταγραφή "31-8-99", στην ένδειξη: "Α. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΟΡΜΙΣΕΩΣ Κ.Ο.Χ." την καταγραφή "4328X3, 12X31" και το χρηματικό ποσό των "418.604" δραχμών, στην ένδειξη "Γ. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΥΜΝΟΔΕΤΗΣΕΩΣ Ημέρες" την καταγραφή "31X30, 92X112μ" και το χρηματικό ποσό των "107.354" δραχμών, επιπρόσθετα ανέγραψε την ένδειξη "ΕΞΤΡΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ 35X1060" και το χρηματικό-ποσό των "37.100" δραχμών, στην δε ένδειξη "ΓΕΝΙΚΟΝ ΣΥΝΟΛΟΝ: ΔΡΧ", ανέγραψε το χρηματικό ποσό των "563.058" δραχμών και τέλος, αφού ανέγραψε τις ενδείξεις: "...... 03-09-1999", έθεσε ιδιοχείρως τύπο υπογραφής στην ένδειξη "Η ΛΙΜΕΝΙΚΗ ΑΡΧΗ" και σφραγίδα του Λιμεναρχείου Κεφαλληνίας και έτσι φαινόταν ότι ο εκπρόσωπος του Ε/Γ-Ο/Γ "......", Γ6 κατέβαλε την 3-9-1999 δικαιώματα υπέρ του Λιμενικού Ταμείου Κεφαλληνίας προσορμίσεως, πρυμνοδετήσεως και έξτρα δρομολογίων για το ως άνω πλοίο, για το από 1-8-1999 έως 31-8-1999 χρονικό διάστημα, που ανέρχονταν στο χρηματικό ποσό των πεντακοσίων εξήντα τριών χιλιάδων πενήντα οκτώ (563.058) δραχμών και εξεδόθη προς τούτο το υπ' αριθ. ...... Τετραπλότυπο Λιμενικών Δικαιωμάτων, αυτή δε τη νόθευση εγγράφου έπραξε με σκοπό να παραπλανήσει τον ιδιώτη Γ6, που του κατέβαλε το ανωτέρω ποσό, σχετικώς με το ότι ακολουθήθηκε η νομότυπη διαδικασία για τη βεβαίωση της είσπραξης του καταβληθέντος ποσού για λιμενικά τέλη, δια της εκδόσεως νόμιμης απόδειξης/τετραπλοτύπου, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για χρήση από τον κατηγορούμενο εγγράφου που νόθευσε, με σκοπό να συγκαλύψει την παράνομη ιδιοποίηση εκ μέρους του ανωτέρου ποσού. Τέλος, την ...., ως προϊστάμενος της Γραμματείας της ίδιας υπηρεσίας και ως εκ τούτου έχοντας πρόσβαση στα έγγραφα του Λ/Χ προς το Λιμενικό Ταμείο Κεφαλληνίας, στο υπ' αρ. πρωτ: ..... από .... διαβιβαστικό έγγραφο του Λιμεναρχείου Κεφαλληνίας προς το Λιμενικό Ταμείο Κεφαλληνίας με θέμα: "Εισπράξεις Λιμενικών Τελών" μηνός Δεκεμβρίου 1999, μετά την υπογραφή του εν λόγω εγγράφου από τον Λιμενάρχη Αντιπλοίαρχο Λ.Σ ......, προσέθεσε ιδιοχείρως στον πόδα του εγγράφου υπό τον γενικό τίτλο: "ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΟΝΤΑΙ" τη φράση "5. Μπλοκ χρήσεως 1999 (7)" και έτσι φαινόταν ότι υπεβλήθησαν από το Λιμεναρχείο Κεφαλληνίας στο Λιμενικό Ταμείο Κεφαλληνίας επτά (7) μπλοκ χρήσεως 1999 ως συνημμένα στο ανωτέρω διαβιβαστικό έγγραφο, αυτό δε έπραξε με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση αυτού του εγγράφου το Λιμενικό Ταμείο Κεφαλληνίας σχετικώς με το ότι είχαν υποβληθεί συνημμένως σε αυτό τα εν λόγω επτά (7) μπλοκ αποδείξεων, γεγονός που είχε έννομες συνέπειες, αφού έτσι δεν γινόταν αντιληπτή η μη υποβολή των δυο (2), εκ των επτά (7), μπλοκ αποδείξεων που φέρονταν ως απολεσθέντα.
Στη συνέχεια, το Αναθεωρητικό (Πενταμελές) Δικαστήριο Αθηνών, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της πράξεως της παραβάσεως του άρθρου 242 παρ.2 του Π.Κ, και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 4 μηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Αναθεωρητικό Πενταμελές Δικαστήριο Αθηνών, προκύπτει ότι αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του Π.Κ, που εφαρμόστηκε, την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, ο οποίος νόθευσε το επίμαχο έγγραφο κατά τα ως άνω στοιχεία του, γνώριζε, λόγω της ιδιότητάς του ως υπαλλήλου της Λιμενικής Αρχής, ότι το συγκεκριμένο έγγραφο, ήταν προσιτό σ' αυτόν και ότι σκοπό είχε να παραπλανήσει ο ίδιος κάποιον άλλο, για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και που αφορούσαν τον παραπλανώμενο ιδιώτη Γ6.
Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του Κ.Π.Δ, τρίτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου και δεύτερος εκείνου των προσθέτων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος παραδεκτός προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό, 2 και από 12 Μαρτίου 2007 αίτηση και τους επ' αυτής από 15-6-2007 πρόσθετους λόγους, του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 171/19-9-2006 αποφάσεως του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου Αθηνών και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Απριλίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή