Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Ηθική αυτουργία, Ψευδής βεβαίωση.
Περίληψη:
Ηθική αυτουργία σε κακουργηματική πλαστογραφία και ψευδή βεβαίωση. Έννοια και στοιχεία των άνω πράξεων. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και αιτιολογημένη καταδίκη. Απόρριψη του αιτήματος διεξαγωγής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης με επαρκή αιτιολογία. Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1693/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό, Νικόλαο Ζαϊρη και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νέστορα Κουράκη, περί αναιρέσεως της 242/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Με πολιτικώς ενάγοντα Ψ, κάτοικο ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Πυλιώτη. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Ιουλίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, καθώς και στους από 13 Φεβρουαρίου 2007 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1790/2006.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Από το άρθρο 216 παρ. 1 Π.Κ. προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας απαιτείται πλέον, κατά την παρ. 3 του άρθρου 216 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2β' του Ν. 2721/1999, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκοπός αυτού να βλάψει άλλον, αλλά και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ) ανεξάρτητα από το εάν επιτεύχθηκε το όφελος που επιδιώχθηκε. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 242 παρ. 1 και 3 του Π.Κ., για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης (διανοητικής πλαστογραφίας), που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13α' και 263 του Π.Κ., αρμόδιος καθ' ύλην και κατά τόπο για την σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β) έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13 γ' του Κ.Π., και δη δημόσιο, κατά την έννοια του άρθρου 438 του Κ.Πολ.Δ., δηλαδή έγγραφο που συντάσσεται από καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο και έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη έναντι όλων για κάθε γεγονός που βεβαιώνεται σ' αυτό, γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, τα οποία μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνα που αφορούν στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης και δ) δόλος του δράστη που συνίσταται στη γνώση και στη θέλησή του να βεβαιώσει ψευδή πραγματικά περιστατικά. Για την κακουργηματική μορφή της πράξης της ψευδούς βεβαίωσης απαιτείται προσέτι η διαπίστωση ότι ο δράστης ενήργησε με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα κάποιον άλλο, χωρίς να είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός, εφόσον, το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ) Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος.
ΙΙ.- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, πρέπει όμως, να συνάγεται από την απόφαση ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. 1.Η έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει τον κατ'άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόσθηκε. Εξάλλου κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένη επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως η με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη. Η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, κατά την διάταξη αυτή, υπόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, το οποίο όμως όταν απορρίπτει το σχετικώς υποβαλλόμενο αίτημα, οφείλει να διαλάβει στην παρεμπίπτουσα απόφασή του ειδική αιτιολογία. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όχι μόνον, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, ως αποδεδειγμένα στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται σε συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, τα εξής και ως προς αναιρεσείοντα Χ1: " ... στον Πειραιά την 23.1.1996, οι κατηγορούμενοι, ενεργούντες από κοινού και για να εξασφαλίσουν από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος πίστωση με ανοιχτό λογαριασμό ύψους 600.000.000 δραχμών για να καλυφθεί μέρος της αξίας αγοράς του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου "ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΑΞΩΝ" από την εταιρία "ΒΕΝΤΟΥΡΗΣ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΙ ΙΟΝΙΟΥ ΝΕ", της οποίας ο Χ1 ήταν ο κύριος μέτοχος αυτής και ο Χ2, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου (ΔΣ) της, έπεισαν την Α, συμβολαιογράφο Πειραιώς, με την πειθώ που διέθεταν, αλλά και με φορτικότητα και παραινέσεις και υποσχέσεις καταβολής ανταλλαγμάτων προς αυτήν, να χωρήσει στη σύνταξη του υπ' αριθμόν .../23.1.1996 πληρεξουσίου της, με το οποίο ο μηνυτής Ψ φέρεται να έχει εμφανισθεί ενώπιόν της και στο επί της οδού ... του Πειραιώς γραφείο της και να δηλώνει ότι διορίζει γενικό και ειδικό πληρεξούσιο και αντίκλητο αυτού τον δεύτερο των κατηγορουμένων Χ2 και του παρέχει την εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα να παρίσταται και να τον αντιπροσωπεύει στα εις αυτό διαλαμβανόμενα δικαστήρια και αρχές και με όλες τις ιδιότητες του διαδίκου να ενεργεί για την υποστήριξη των δικαίων του όλες τις κύριες και παρεπόμενες πράξεις που αναγράφονται στο άρθρο 97 του ΚΠολΔ και σε κάθε εξώδικη ενέργεια. Ειδικότερα φέρεται ότι ο μηνυτής Ψ δίνει στον δεύτερο των κατηγορουμένων Χ2, Πρόεδρο του ΔΣ της διαληφθείσας ναυτιλιακής εταιρίας και νομικό σύμβουλο αυτής, την εντολή, πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα να παρέχει την προσωπική του εγγύηση για την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση παντός χρεωστικού υπολοίπου, συμπεριλαμβανομένων τόκων, τόκων υπερημερίας, εξόδων και λοιπών επιβαρύνσεων μίας πιστώσεως με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό μέχρι του ποσού των 600.000.000 δραχμών που θα παράσχει η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. (ναυτιλιακό κατάστημα αυτής) στην πιστούχο ως άνω εταιρία "ΒΕΝΤΟΥΡΗΣ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΙ ΙΟΝΙΟΥ ΝΕ", για την κάλυψη μέρους της αξίας αγοράς του Ε/Γ - Ο/Γ πλοίου "ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΑΞΩΝ", υπολογίου Πειραιά 3795, στα πλαίσια της υπ' αριθμόν .../1994 πράξεως του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, μέσω της οποίας η ανωτέρω πιστούχος θα αναλάβει ποσό 2.275.000 δολλαρίων ΗΠΑ, συμβαλλόμενος στη σύμβαση πιστώσεως που θα συναφθεί μεταξύ της Τραπέζης και της πιστούχου ως εγγυητής, συνομολογώντας τους περιλαμβανομένους σ' αυτή όρους εγγυήσεως, μεταξύ των οποίων ότι αναλαμβάνει την ευθύνη των οποίων ότι αναλαμβάνει την ευθύνη σε ολόκληρο με την πιστούχο και τους λοιπούς εγγυητές, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης και παραιτούμενος από κάθε ένσταση διζήσεως και κάθε δικαίωμα και ευεργέτημα παρεχόμενο κατά νόμο στον εγγυητή, να υπογράφει την περιεχόμενη στην παραπάνω σύμβαση πιστώσεως εγγύηση, τις πρόσθετες πράξεις, συμπληρώματα, αιτήσεις, δηλώσεις και οτιδήποτε άλλο έγγραφο απαιτηθεί σ' εκτέλεση των εν λόγω εντολών του. Επίσης στον διαληφθέν πληρεξούσιο ανεγράφετο ότι τα ανωτέρω διαβάστηκαν στον εντολέα - μηνυτή και αφού βεβαιώθηκαν υπογράφηκαν απ' αυτόν και την εν λόγω συμβολαιογράφο, χωρίς όμως τα προπαρατεθέντα να ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Συγκεκριμένα αποδείχτηκε ότι ο μηνυτής Ψ δεν εμφανίστηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Α και δεν της ζήτησε τη σύνταξη του ως άνω υπ' αριθμόν .../23/1/1996 πληρεξουσίου, αλλ' ούτε δήλωσε ότι διορίζει πληρεξούσιο και αντίκλητό του τον δεύτερο των κατηγορουμένων δικηγόρο Χ2 με τις προαναφερθείσες γενικές και ειδικές εντολές αυτού και δεν του διαβάστηκε το περιεχόμενο του πληρεξουσίου αυτού, το οποίο άλλωστε και δεν υπέγραψε. Όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη υπ' αριθμόν 222/2003 απόφασή του, έκρινε, κατά πλειοψηφίαν, ότι η συμβολαιογράφος Α που ήταν συγκατηγορούμενη, εξαπατήθηκε από το δεύτερο των κατηγορουμένων Χ2 σχετικά με το πρόσωπο του Ψ, τον οποίο η ίδια ασφαλώς δεν γνώριζε και ότι, το πρόσωπο που εμφανίσθηκε σ' αυτήν την 23.1.1996 στο γραφείο της ως Ψ, επέδειξε πλαστή ταυτότητα και κατά πλειοψηφίαν την κήρυξε αθώα, ενώ μετά την από μέρους του Εισαγγελέως Εφετών άσκηση εφέσεως σε βάρος της, αυτή απεβίωσε και με την 61/2005 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, έπαυσε οριστικώς την ποινική δίωξή της λόγω θανάτου της. Τα ψευδή δε περιστατικά που προαναφέρθηκαν ότι βεβαίωσε η ως άνω συμβολαιογράφος ηδύναντο να έχουν έννομες συνέπειες, γιατί με το ανωτέρω πληρεξούσιο ο Χ2, ενεργώντας σε συνεννόηση με το συγκατηγορούμενό του Χ1, θα μπορούσε να ενεργήσει, ως εντολοδόχος του μηνυτή Ψ, τις πράξεις που αναφέρονται σ' αυτό, επ' ονόματι και για λογαριασμό του, ωσάν αυτές να έγιναν απ' αυτόν, γεγονός που εγένετο πράγματι, ενώ οι κατηγορούμενοι, με τις ως άνω πράξεις τους, εσκόπευαν να προσπορίσουν στους εαυτούς τους παράνομο περιουσιακό όφελος, καθότι, για να εξασφαλίσουν την προαναφερθείσα πίστωση ανοιχτού (άλληλόχρεου) λογαριασμού μέχρι του ποσού των 600.000.000 δραχμών από την ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, εμφάνισαν το ανωτέρω πληρεξούσιο στο ναυτιλιακό κατάστημα αυτής του Πειραιώς, προκειμένου να καταδείξουν ότι ο μηνυτής παρείχε την προσωπική του εγγύηση προς την Τράπεζα για την πλήρη και εμπρόθεσμη, εξόφληση της παρασχεθείσας πιστώσεως αλληλόχρεου λογαριασμού μέχρι του ποσού των 600.000.000 δραχμών για την αγορά από μέρους της διαληφθείσας ναυτιλιακής εταιρίας του Ε/Γ - Ο/Γ πλοίου "ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΑΞΩΝ", βλάπτοντας αντιστοίχως την περιουσία του μηνυτή, αφού τον εμφάνισαν να έχει προσωπικώς εγγυηθεί την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της προαναφερθείσας πιστώσεως, χωρίς τούτο να είναι αληθές, γιατί ποτέ δεν έλαβε χώρα τέτοια προσωπική εγγύηση αυτού. Ετσι, κατά τα προεκτεθέντα και οι δύο κατηγορούμενοι ενεργούντες από κοινού, με πειθώ, φορτικότητα, παραινέσεις και υποσχέσεις καταβολής ανταλλαγμάτων, έπεισαν την συμβολαιογράφο Πειραιώς Ψ, υπάλληλο κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α' του ΠΚ, να βεβαιώσει, χωρίς η ίδια να έχει δόλο, ψευδώς σε δημόσιο έγγραφο, η σύνταξη του οποίου ανάγεται στα καθήκοντά της, τα ανωτέρω περιστατικά που μπορούσαν να έχουν τις διαλφηθείσες έννομες συνέπειες και δη με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους αθέμιτο όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών, αφού ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν ο κύριος μέτοχος της ναυτικής εταιρίας "ΒΕΝΤΟΥΡΗΣ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΙ ΙΟΝΙΟΥ ΝΕ" και ο δεύτερος πρόεδρος του ΔΣ και νομικός σύμβουλος αυτής, αλλά και να βλάψει παράνομα τον μηνυτή Παντελή Παπασταύρου. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι οι κατηγορούμενοι, στον Πειραιά την 23.1.1996, ενεργούντες από κοινού, με την πειθώ που διέθεταν, με φορτικότητα, παραινέσεις και υποσχέσεις καταβολής ανταλλαγμάτων, προκάλεσαν σε άτομο, που δεν διακριβώθηκαν τα στοιχεία της ταυτότητάς του, την απόφαση να μεταβεί στο επί της οδού Φίλωνος 33 του Πειραιώς γραφείο της συμβολαιογράφου Πειραιώς Α, όπου συνέτασσε το υπ' αριθμόν .../23.1.1996 ως άνω πληρεξούσιο και να εμφανισθεί ως δήθεν Ψ, ο οποίος δήθεν είχε ζητήσει τη σύνταξη του εν λόγω πληρεξουσίου και να θέσει κατ' απομίμηση την υπογραφή του ως δήθεν εντολέως, εν αγνοία του και παρά τη θέλησή του, στο τελευταίο φύλλο του πληρεξουσίου αυτού και κάτω από τη λέξη "ΟΙ ΕΝΤΟΛΕΙΣ", καθώς και κάτω από το κείμενο κάθε σελίδας του, αλλά και κάτω από κάθε παραπομπή, τούτο δε έπραξαν με σκοπό από τη χρήση του εν λόγω καταρτισθέντος πληρεξουσίου να παραπλανηθούν οι αρμόδιοι για την χορήγηση της πιστώσεως ανοιχτού (αλληλοχρέου) λογαριασμού ύψους 600.000.000 δραχμών υπάλληλοι της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ναυτιλιακό κατάστημα Πειραιώς), ότι ο φερόμενος ως εντολοδόχος του μηνυτή δεύτερος των κατηγορουμένων Χ2 ενεργούσε κατ' εντολή και για λογαριασμό αυτού και ότι οι πράξεις του ήσαν σαν να έγιναν από τον ίδιο τον μηνυτή Ψ. Ακολούθως οι κατηγορούμενοι έκαναν χρήση του ως άνω πλαστού εγγράφου, γιατί ύστερα από συναπόφασή τους το εμφάνισαν στους αρμόδιους υπαλλήλους της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ και, με βάση αυτό, ο δεύτερος των κατηγορουμένων Χ2 συμβλήθηκε ως εκ τρίτου, ως εγγυητής για την εκπλήρωση κάθε υποχρεώσεως της πιστούχου εταιρίας στην από 19.2.1996 και υπ' αριθμόν ... ιδιωτική σύμβαση πιστώσεως, η οποία υπογράφτηκε μεταξύ της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ και της εταιρίας με την επωνυμία "ΒΕΝΤΟΥΡΗΣ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΙ ΙΟΝΙΟΥ Ν.Ε.", η οποία χωρίς την προσωπική εγγύηση του μηνυτή δεν θα υπεγράφετο και δεδομένου ότι ουδέποτε είχε πρόθεση να συμβληθεί ως εγγυητής στη διαληφθείσα σύμβαση πιστώσεως, γιαυτό και προκάλεσαν την απόφαση στο προαναφερθέν άτομο, που δεν διακριβώθηκαν τα στοιχεία ταυτότητάς του, να μεταβεί στο γραφείο της συμβολαιογράφου Πειραιώς Α, να εμφανισθεί ως δήθεν ο μηνυτής Ψ και να θέσει κατ' απομίμηση την υπογραφή του, ως δήθεν εντολέως, στο υπ' αριθμόν .../23.1.1996, ως άνω πληρεξούσιο αυτής κατά τα ανωτέρω και έτσι να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών, με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας του μηνυτή. Κατόπιν των ως άνω αποδειχθέντων και της εδραίας κρίσης και ακριβούς διάγνωσης υπό του Δικαστηρίου περί των προπαρατεθέντων γεγονότων, δεν συντρέχει ανάγκη να αναβληθεί η δίκη για να διαταχθεί η διεξαγωγή γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης επί του διαληφθέντος υπ' αριθμόν .../23.1.1996 πλαστού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς Α, γιαυτό και το σχετικό αίτημα των κατηγορουμένων περί αναβολής της δίκης είναι αβάσιμος και απορριπτέο. Εξάλλου και δεδομένου ότι το όφελος στο οποίο απέβλεπε ο κατηγορούμενος Χ1 ήταν η εξασφάλιση της πιστώσεως του ανοιχτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού των 600.000.000 δραχμών από το ναυτιλιακό κατάστημα Πειραιώς της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, αφού ήταν ο κύριος μέτοχος της πιστούχου εταιρίας "ΒΕΝΤΟΥΡΗΣ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΙ ΙΟΝΙΟΥ Ν.Ε." και εντεύθεν το σκοπούμενο απ' αυτόν όφελος, καθώς και η αντίστοιχη βλάβη του μηνυτή Ψ υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών και, ως εκ τούτου, υπόκειται περίπτωση κακουργημάτων και όχι πλημμελημάτων αναφορικά με τις πράξεις που διέπραξε ο κατηγορούμενος (όπως και ο συγκατηγορούμενός του) και δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή, όπως αβασίμως, επικαλείται ο εν λόγω κατηγορούμενος, γιαυτό και ο πρώτος αυτοτελής ισχυρισμός του είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει 1ον) να απορριφθεί το αίτημα των κατηγορουμένων περί αναβολής της δίκης για να διαταχθεί η διεξαγωγή γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης επί του υπ' αριθμόν .../23.1.1996 πλαστού ως άνω πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς Α, 2) να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου Χ1 κατά το πρώτο κεφάλαιό του, ως πλημμελημάτων και 3ον) να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2 ένοχοι των αξιόποινων πράξεων της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία με χρήση από κοινού, σε βαθμό κακουργήματος και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση από κοινού, με βλάβη τρίτου, σε βαθμό κακουργήματος, όπως ειδικότερα περί των πράξεων αυτών διαλαμβάνεται στο διατακτικό της παρούσας, του Δικαστηρίου όμως δεχομένου ότι στα πρόσωπα των κατηγορουμένων συντρέχουν τα ελαφρυντικά της ειλικρινούς μετανοίας για τον πρώτον και του άρθρου 84 παρ. 2ε' του ΠΚ για τον δεύτερον, αλλά στο πρόσωπο του πρώτου δεν συντρέχει επί πλέον και το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2ε' του ΠΚ, αφού, μετά τις ένδικες πράξεις, έχουμε μεγάλο αριθμό καταδικών του για πλήθος άλλων αξιόποινων πράξεών του και μεταξύ αυτών και για απόδραση κρατουμένου, συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου και ψευδορκία μάρτυρα, γι' αυτό δεν πρέπει να του αναγνωρισθεί και το εν λόγω ελαφρυντικό, απορριπτομένου του οικείου αυτοτελούς ισχυρισμού του κατά το δεύτερο κεφάλαιό του. Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο κήρυξε ένοχο και το κατηγορούμενο αναιρεσείοντα με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2δ'του Π.Κ για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση και ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία με χρήση και επέβαλε σ' αυτόν συνολική ποινή τριών (3) ετών και τεσσάρων (4) μηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την κατά τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1α, 216 παρ.1-3, 242 παρ.1-3 ΠΚ. που εφάρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφή ή αντιφατική αιτιολογία. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να εξειδικεύεται στην απόφαση και τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε να γίνεται συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση αυτών. Ειδικότερα, διαλαμβάνονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της πλαστογραφίας και της ψευδούς βεβαιώσεως και περαιτέρω, δέχεται το δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος με πειθώ, φορτικότητα και την υπόσχεση ανταλλαγμάτων έπεισε τρίτο, άγνωστο άτομο, το οποίο κατείχε πλαστό δελτίο αστυνομικής ταυτότητας με τα στοιχεία του μηνυτή Ψ, να εμφανισθεί ενώπιον της συμβολαιογράφου Α με το όνομα του ως άνω μηνυτή και να υπογράψει το από την τελευταία συνταχθέν πληρεξούσιο. Μη αποκλειομένης της ύπαρξης ηθικής αυτουργίας με άγνωστο το πρόσωπο του φυσικού αυτουργού, για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως δεν ήταν αναγκαίο να προσδιορίζεται ο φυσικός αυτουργός ούτε να εξειδικεύεται περαιτέρω εις τι συνίστανται οι παραινέσεις και τα ανταλλάγματα για την υπό του τελευταίου τέλεση της πλαστογραφίας. Ομοίως, για τον ίδιο λόγο, αρκεί ότι διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε την πειθώ του, φορτικότητα και υπόσχεση ανταλλαγμάτων προς την συμβολαιογράφο για την από αυτήν σύνταξη του ψευδούς κατά περιεχόμενο πληρεξουσίου. Εξάλλου, δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι με την χρήση του πλαστού πληρεξουσίου και την δι' αυτού φερομένη ως παρεχόμενη εγγύηση από τον μηνυτή, ο αναιρεσείων, ο οποίος ήταν κύριος μέτοχος της εταιρίας η οποία επρόκειτο να δανειοδοτηθεί, απέβλεψε στην εξασφάλιση της πιστώσεως μέχρι του ποσού των 600 εκατ. δραχμών από τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού υπέρ της άνω εταιρίας, αντιστοίχως δε μέχρι του ποσού αυτού επεδίωξε να ωφεληθεί από την κίνηση του λογαριασμού με την πιστώτρια Τράπεζα και το ποσό αυτό τελικά θα παρείχετο ως δάνειο στην εταιρεία εάν δεν είχε αποκαλυφθεί η πλαστότητα. Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο που έκρινε ότι το επιδιωχθέν όφελος υπερβαίνει τα 25 εκατ. δραχμές και συνεπώς τόσο η πράξη της πλαστογραφίας όσον και της ψευδούς βεβαιώσεως έχουν κακουργηματικό χαρακτήρα και απέρριψε τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του κατηγορουμένου, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1,3 και 242 παρ.1,3 του ΠΚ.
Συνεπώς, ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και εκ πλαγίου παραβίαση των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων που προβάλλεται με το κύριο δικόγραφο της αναιρέσεως και με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο του από 13-2-2007 δικογράφου προσθέτων λόγων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, με αυτά τα οποία, ως ανωτέρω, δέχθηκε το δικαστήριο και απέρριψε το αίτημα του κατηγορουμένου για την διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, διέλαβε στην απόφαση του την κατά το Σύνταγμα και το νόμο ειδική αιτιολογία και είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο για έλλειψη αιτιολογίας πρώτος πρόσθετος λόγος. Τέλος από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι αναιρεσείων έπεισε άγνωστο πρόσωπο που κατείχε το δελτίο της αστυνομικής ταυτότητας του Ψ, να εμφανισθεί στην συμβολαιογράφο και να υπογράψει το πληρεξούσιο και ότι ο αυτός αναιρεσείων έπεισε ταυτόχρονα τη συμβολαιογράφο να συντάξει το πληρεξούσιο, ουδεμία αντίφαση δημιουργείται αφού πρόκειται για ηθική αυτουργία σε δύο διακεκριμένες πράξεις και η υπό της συμβολαιογράφου σύνταξη του ψευδούς κατά περιεχόμενου πληρεξουσίου να έγινε κατά προτροπή του αναιρεσείοντος και εν γνώσει της περί του ότι ο ενώπιόν της εμφανισθείς δεν ήταν ο Ψ.
Συνεπώς και κατά τούτο η αιτίαση της αντιφατικής αιτιολογίας που προβάλλεται με τον πρώτο πρόσθετο λόγο είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξεοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) και τη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ψ (άρθρα 583 ΚΠΔ, 176 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14/6-7-2006 και τους από 13-2-2007 πρόσθετους λόγους του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 242/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ