Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2529 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Ισχυρισμός αυτοτελής.




Περίληψη:
Έννοια αυτοτελών ισχυρισμών. Το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και να διαλάβει αιτιολογία προς απόκρουση ισχυρισμών, αν αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και δεν συνοδεύονται από αναφορά πραγματικών περιστατικών. Δεν υπάρχει απόλυτη ακυρότητα για απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού μη ορισμένου, αν αναφέρεται ότι λήφθηκε υπόψη για την απόρριψη, έγγραφο που δεν αναγνώστηκε. Απορρίπτει.




Αριθμός 2529/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις δύο αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1. X1 και 2. X2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Αρκουμάνη, περί αναιρέσεως της 3777/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόφιλο Ηλιάδη.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 26 Ιουνίου 2007 δύο αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1385/2007.

Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το αρθρ. 510 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, πρέπει να επεκτείνεται και σους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιας ισχυρισμοί είναι και εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 ΠΔ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ ποινής, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Εξάλλου, το Δικαστήριο της ουσίας δεν υποχρεούται να απαντήσει και, επιπλέον να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση προτεινομένων κατά τα άνω άρθρα 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ αυτοτελών ισχυρισμών, αν αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και δεν συνοδεύονται από αναφορά των πραγματικών περιστατικών που τους θεμελιώνουν. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο συνήγορος των κατηγορουμένων, Ελευθέριος Μοίρας, που εκπροσώπησε αυτούς ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα επί της ενοχής των κατηγορουμένων, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο και ανέπτυξε την υπεράσπιση, δήλωσε ότι "η πράξη είναι ομολογημένη και ζήτησε την αναγνώριση ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ.2 α' και 2 δ'. Με βάση αυτά ο αυτοτελής ισχυρισμός των αναιρεσειόντων για την αναγνώριση των άνω ελαφρυντικών περιστάσεων, είναι αόριστος, γιατί δεν θεμελιώνεται επί πραγματικών περιστατικών και, επομένως, σύμφωνα με τα προλεχθέντα, το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και, μάλιστα αιτιολογημένα. Παρ' όλα αυτά με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό αυτής, αφού κήρυξε τους κατηγορουμένους ενόχους κλοπής και αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, αντίστοιχα, δέχθηκε ότι "σε σχέση με την αναγνώριση στους κατηγορουμένους ελαφρυντικών, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι α) μέχρι το χρόνο τελέσεως των πράξεων για τις οποίες πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, έζησαν έντιμο βίο, ... ενόψει του ότι, όπως καταθέτουν στις προανακριτικές απολογίες τους, ... πρέπει να απορριφθεί". Ενόψει αυτών, οι αναιρεσείοντες με τις με ξεχωριστά δικόγραφα, αιτήσεις τους, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' ΚΠΔ, λόγω απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (ΚΠΑ 171), διότι το Δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του περί ενοχής των κατηγορουμένων, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε (όπως αναφέρεται στη σελ. 12 της αποφάσεως, 4η γραμμή από το τέλος) τις προανακριτικές απολογίες τους. Αναληθώς όμως ισχυρίζονται τα ανωτέρω οι αναιρεσείοντες, ότι δηλαδή το άνω Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα παραπάνω προς σχηματισμό της κρίσεως του περί της ενοχής τους, ενώ αυτό συνέβη μόνο ως προς την απορριπτική διάταξή του περί αναγνωρίσεως σε αυτούς των άνω ελαφρυντικών περιστάσεων, που δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α' ΚΠοινΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε καθέναν από τους αναιρεσείοντες (ΚΠΔ 583 παρ.1 ), καθώς και στους δύο (2) η δικαστική δαπάνη του παραστάντος νομίμως πολιτικώς ενάγοντος (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις από 26 Ιουνίου 2007 (αριθμ. πρωτ. 6.028 και 6.029/29-6-2007 αιτήσεις των: 1) Χ1 και 2) Χ2, αντίστοιχα, για αναίρεση της με αριθμό 3.777/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και

Καταδικάζει α) καθέναν από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και β) τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Νοεμβρίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή