Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Έγγραφα, Καθυστέρηση αποδοχών εργαζομένου.
Περίληψη:
Παραδεκτή άσκηση ενδίκου μέσου αναιρέσεως κατ’ άρθρ. 6 παρ. 1 εδ. α’ της ΕΣΔΑ. Η έκθεση του ενδίκου μέσου στην οποία ο πληρεξούσιος δικηγόρος δηλώνει ότι ασκεί την αναίρεση ως παραστάς στη δίκη ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, αποτελεί ενιαίο σύνολο με την επισυναπτόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία φέρει πράξη εγχειρίσεως και υπογραφή του γραμματέα στην αρχή και στο τέλος. Αναιρείται η καταδικαστική απόφαση για καθυστέρηση καταβολής αποδοχών εργαζομένου (ΑΝ 690/1945) για ελλιπή αιτιολογία, γιατί δεν αναφέρεται το ύψος των αποδοχών και των άλλων απολαβών του εργαζομένου, ουδέ γίνεται μνεία έστω κατ’ είδος των εγγράφων, ουδέ προκύπτει ότι αυτά ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο.
Αριθμός 1806/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' Ποινικό Τμήμα Διακοπών
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Βιολέττα Κυτέα, Βαρβάρα Κριτσωτάκη και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Ιουλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) ..... και 2) ......., που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ελευθερία Ρίζου, περί αναιρέσεως της 949/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λασιθίου, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 535/2008.
Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως αποδεικνύεται από το υπό χρονολογία .... αποδεικτικό επιδόσεως του ....., Αρχ. Α.Τ. Αγίου Νικολάου Κρήτης ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 κλητεύτηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστεί κατά την αναφερόμενη παραπάνω συνεδρίαση του Δικαστηρίου τούτου, νόμιμη δικάσιμο της υπό κρίση αιτήσεως, που ασκήθηκε από τους αναιρεσείοντες. Αυτός, όμως, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε, δεν εμφανίστηκε καθόλου. Επομένως, και εφόσον οι αναιρεσείοντες εμφανίστηκαν και παραστάθηκαν δια συνηγόρου, πρέπει, κατά το άρθρο 515 παρ. 2 ΚΠοινΔ, να προχωρήσει το Δικαστήριο σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.
Κατά το άρθρ. 474 παρ. 1 του ΚΠοινΔ "με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει σ' εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του, (άρθρο 465 παρ. 1) και από κείνον που τη δέχεται". Για τη δήλωση αυτή συντάσσεται έκθεση, με τον τρόπο που ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 148 μέχρι 153 του ΚΠοινΔ, που υπογράφεται από κείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του και από κείνον που τη δέχεται. Ειδικότερα, κατά μεν τα άρθρα 148 και 151 του ίδιου Κώδικα, έκθεση είναι το έγγραφο που συντάσσει δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος εκπληρώνει καθήκοντα στην ποινική διαδικασία για να βεβαιώσει με ακρίβεια πράξεις που έκανε ο ίδιος ή άλλος αρμόδιος υπάλληλος με τον οποίο συμπράττει ή δηλώσεις τρίτων που απευθύνονται σ' αυτόν, κατά δε το άρθρο 153 αυτού, η έκθεση είναι άκυρη, όταν λείπουν η χρονολογία, (εκτός αν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης ή από άλλα έγγραφα που επαναλαμβάνονται σ' αυτήν), η αναγραφή των ονομάτων και των επωνύμων και η υπογραφή των προσώπων που έχουν συμπράξει σύμφωνα με το άρθρο 150 ή που εξετάστηκαν ή η υπογραφή του δημόσιου υπαλλήλου που συντάσσει την έκθεση. Η σύνταξη της εκθέσεως αποτελεί συστατικό τύπο της ασκήσεως του ενδίκου μέσου και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να παρακαμφθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατά αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου ασκείται με δήλωση στο γραμματέα... ή με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και όχι με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και αν για την κατάθεση του δικογράφου αυτού ο γραμματέας κάτω απ' αυτό συνέταξε έκθεση για την κατάθεση αυτού. Η αναίρεση στην ποινική δίκη με κατάθεση δικογράφου, αν ήθελε εκτιμηθεί ως έγγραφη δήλωση, είναι απαράδεκτη όταν δεν περιέχει όλα τα στοιχεία τα οποία θα περιείχε και η προφορική. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 473 παρ. 2, 476 παρ. 2, και 509 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠοινΔ, οι περιεχόμενοι στην έκθεση περί ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων λόγοι, πρέπει, για να είναι τούτο παραδεκτό, να περιλαμβάνονται στους αναφερόμενους στα άρθρα 484 και 510 του ιδίου Κώδικα λόγους και να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, η δε συντασσόμενη κατά τις διατάξεις του άρθρου 148 του αυτού Κώδικα από το δικαστικό γραμματέα σχετική έκθεση πρέπει να φέρει, μεταξύ άλλων και την υπογραφή του. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α' της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, "παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσής του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίο θα αποφασίσει, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας". Η διάταξη αυτή εγγυάται "το δικαίωμα στο δικαστήριο", έκφανση του οποίου αποτελεί το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το δικαίωμα τούτο δεν είναι απόλυτο, αλλά μπορεί να υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενός ενδίκου μέσου, αρκεί οι περιορισμοί αυτοί να μην περιορίζουν ουσιωδώς το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο, ώστε να προσβάλλεται η ιδία η ουσία του δικαιώματος αυτού. Αντιθέτως, οι περιορισμοί αυτοί είναι σύμφωνοι προς την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, εφόσον δικαιολογούνται από την εύλογη σχέση αναλογικότητας, που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και των επιδιωκόμενων σκοπών. Εντεύθεν παρέπεται ότι το Κράτος, όταν θεσπίζει το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, έχει την υποχρέωση να διαμορφώνει τις σχετικές διαδικασίες, που αφορούν τους τύπους και τις προθεσμίες του ενδίκου τούτου μέσου, κατά τρόπο σύμφωνα προς τις απορρέουσες από το εν λόγω άρθρο 6 εγγυήσεις. Έτσι, αν το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι ο υπάλληλος ενώπιον του οποίου ασκείται η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να υπογράφει τη συντασσόμενη έκθεση, που περιλαμβάνει τους λόγους αυτής, η ευθύνη και οι κυρώσεις για τη μη τήρηση του τύπου τούτου αφορούν τον υπάλληλο και όχι τον αναιρεσείοντα, ο οποίος άλλως υφίσταται δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματός του να προσφύγει στο αναιρετικό δικαστήριο (βλ. την από 27-5-2004 απόφαση του ΕΔΔΑ, επί της υποθέσεως Μπουλουγούρα κατά Ελλάδας). Κατ' ακολουθία, εφόσον η ΕΣΔΑ κατισχύει των εθνικών διατάξεων βάσει της ως άνω Συνταγματικής επιταγής, πρέπει οι προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΠοινΔ να ερμηνευθούν σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή και έτσι να γίνει δεκτό ότι, εάν η έκθεση αναιρέσεως, (ή το επισυναπτόμενο σε αυτήν έγγραφο του αναιρεσείοντος που περιέχει τους αναιρετικούς λόγους), φέρει μεν την υπογραφή τούτου (αναιρεσείοντος) ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, αλλ' εκ παραδρομής, δεν υπογράφτηκε και από τον οικείο γραμματέα, ο αναιρεσείων δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί υπεύθυνος για την παράλειψη του τελευταίου. Διαφορετικά, υποβάλλεται σε ένα δυσανάλογο εμπόδιο στο δικαίωμα της προσβάσεως στον Άρειο Πάγο και υπάρχει παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Στην προκείμενη περίπτωση, η εισαγομένη προς κρίση αίτηση αναιρέσεως των καταδικασθέντων κατά της υπ' αριθμ. 949/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου έχει ασκηθεί με δήλωση που περιλήφθηκε στην υπ' αριθμ.1/2008 έκθεση του γραμματέα Πλημμελειοδικών Λασιθίου, την οποίαν υπογράφει η δικηγόρος των Παρασκεή Φεζίκου, ως πληρεξουσία και παραστάσα δικηγόρος ενώπιον του ως Εφετείου δικάσαντος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου, αλλά όχι και ο γραμματέας, ο οποίος την πρωτοκόλλησε με τον ως άνω αύξοντα αριθμό (1/2008), στις 29-2-2008. Κατά τα διαλαμβανόμενα στην έκθεση αυτή, η αναίρεση ζητείται διότι το Δικαστήριο "εσφαλμένως εφήρμοσε το νόμο, όπως αναφέρονται στο επισυναπτόμενο έγγραφο αίτησης αναιρέσεως". Πράγματι, στην εν λόγω έκθεση αναιρέσεως είναι συνημμένο έγγραφο του αναιρεσείοντος με τον τίτλο "Αίτηση Αναιρέσεως", το οποίο υπογράφεται από την πληρεξούσια δικηγόρο και φέρει στην πρώτη και στο τέλος της τελευταίας σελίδας πράξη κατάθεσης με αριθμό 1 και ημερομηνία 29-2-2008, υπογραφόμενη από το γραμματέα του Δικαστηρίου, που σημαίνει ότι ταυτόχρονα με τη σύνταξη της εκθέσεως αναιρέσεως εγχειρίστηκε στον αρμόδιο γραμματέα και η επισυναπτόμενη αίτηση αναιρέσεως. Το έγγραφο αυτό, επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέρος της ένδικης εκθέσεως αναιρέσεως, η οποία, παρά την υφισταμένη ως άνω ατέλεια, έχει συνταγεί νομίμως, διότι άλλως οι αναιρεσείοντες θα υφίσταντο αδικαιολόγητο και μη οφειλόμενο σε πταίσμα τους περιορισμό του δικαιώματός τους να προσφύγουν στο παρόν Δικαστήριο.
Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως θεωρείται παραδεκτή, ενώ για το ορισμένο του λόγου αρκεί η παραπομπή στο ως άνω χωριστό έγγραφο, αφού γίνεται ειδικώς μνεία της παραπομπής αυτής στην κύρια έκθεση αναιρέσεως.
Κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου παρ. 1 εδ. α' του ν. 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ν. 2336/1995, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή έθιμο, είτε σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζόμενων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερόμενων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζόμενων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και με χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω 25% ούτε 50% του καθυστερούμενου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές, πρέπει να αποτιμώνται με τη σχετική απόφαση σε χρήμα. 'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από τη διαδικασία, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠοινΔ (ΟλΑΠ 1/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 949/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου, καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, για την πράξη της καθυστέρησης αποδοχών σε εργαζόμενο (άρθρο μόνο του Ν. 690/1945, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 8 παρ. 1 Ν. 2336/1995), σε ποινή φυλάκισης δύο μηνών ο καθένας, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Στην αιτιολογία της απόφασης, προκύπτουσα από την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρεται ότι "από όλη τη σχετική με την απόδειξη κύρια διαδικασία, τις καταθέσεις στο ακροατήριο των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάστηκαν, την απολογία των κατηγορουμένων και απ' όλη τη συζήτηση της υπόθεσης το δικαστήριο πείστηκε οι κατηγορούμενοι τέλεσαν την παραπάνω πράξη που τους αποδίδεται με το κατηγορητήριο, και συγκεκριμένα στον..... Λασιθίου, το χρονικό διάστημα από 11-7-2000 έως 7-2-2004, ως εργοδότες, αφού διατηρούσαν επιχείρηση διανομής γαλακτοκομικών προϊόντων, δεν κατέβαλαν εμπροθέσμως εις τον εγκαλούντα Ψ1, τον οποίο απασχολούσαν στην επιχείρησή τους ως οδηγό-διανομέα, τις οφειλόμενες αποδοχές και πάσης φύσεως χορηγίες, οι οποίες καθορίζονται από την σύμβαση εργασίας, ήτοι ποσού 180.000 δρχ το πρώτο έτος και 220.000 δρχ. το 2° έτος μηνιαίως. Συγκεκριμένα αν και απασχολούσαν τον παραπάνω εργαζόμενο δεν κατέβαλαν σ' αυτόν εμπροθέσμως τα οφειλόμενα ποσά που αντιστοιχούν στις εργασίες του 6 ημέρες την εβδομάδα και 8άωρο καθημερινά και 2-3 ώρες υπερωρίες από Νοέμβριο μέχρι και Φεβρουάριο και 4-6 ώρες υπερωρίες από Μάρτη μέχρι και Οκτώβρη κάθε χρόνο, καθώς και άδειες, επιδόματα αδείας, Δώρο Χριστουγέννων και Δώρο Πάσχα κάθε χρόνο, για το ως άνω χρονικό διάστημα". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο "κήρυξε αυτούς ενόχους με ελαφρυντικό 84 2β' Π.Κ. του ότι στον...... Λασιθίου το χρονικό διάστημα από 11 -7-2000 έως 7-2-2004 ως εργοδότες, δεν κατέβαλαν εμπροθέσμως στον εγκαλούντα Ψ1, τον οποίο απασχολούσαν στην επιχείρησή τους ως οδηγό-διανομέα, τις οφειλόμενες αποδοχές και πάσης φύσεως χορηγίες, οι οποίες καθορίζονται από τη σύμβαση εργασίας ή την υπαλληλική σύμβαση ή τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή τις Διοικητικές πράξεις ή το Νόμο ή έθιμο. Συγκεκριμένα, αν και απασχολούσαν τον παραπάνω εργαζόμενο δεν κατέβαλαν σ' αυτόν εμπροθέσμως τα οφειλόμενα ποσά που αντιστοιχούν στις εργασίες του 6 ημέρες την εβδομάδα και 8αωρο καθημερινά και 2-3 ώρες υπερωρίες από Νοέμβριο μέχρι και Φεβρουάριο και 4-6 ώρες υπερωρίες από Μάρτη μέχρι και Οκτώβρη κάθε χρόνο, καθώς και άδειες, επιδόματα αδείας, Δώρο Χριστουγέννων και Δώρο Πάσχα κάθε χρόνο".
Όμως, η κατά τα άνω, από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτουσα αιτιολογία είναι ελλειπής και ασαφής. Δεν περιλαμβάνονται τα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά στην κατ' είδος αναφορά των αποδεικτικών μέσων και δεν προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστήριο. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζονται ούτε στο αιτιολογικό ούτε στο διατακτικό τα καθυστερούμενα χρηματικά ποσά από κάθε αιτία, όπως αποδοχές, υπερωρίες, (δεν προσδιορίζονται σε συγκεκριμένες ώρες), άδειες, επιδόματα αδείας, δώρο Χριστουγέννων και Δώρο Πάσχα, πως καθορίζονται και πότε ήταν ληξιπρόθεσμα κάθε επί μέρους ποσά. Δεν διευκρινίζεται αν οι αναιρεσείοντες ετύγχαναν εργοδότες ή η εταιρεία με την επωνυμία ..... Ο.Ε.
Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμος. Ύστερα από όλα αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 949/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί όμως από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ