Θέμα
Επεκτατικό αποτέλεσμα, Αποφάσεως συμπλήρωση.
Περίληψη:
Αίτηση συμπληρώσεως αποφάσεως, προκειμένου να επεκταθεί το αποτέλεσμά της στο πρόσωπο της αιτούσας. Η αίτηση γίνεται δεκτή, διότι οι συγκατηγορούμενες της αιτούσας άσκησαν παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως, η οποία έγινε ως προς αυτές δεκτή, η αιτούσα δεν άσκησε το ως άνω ένδικο μέσο και οι πράξεις ήσαν συναφείς. Η απόφαση είχε αναιρεθεί για λόγους παραβάσεων της διαδικασίας, που συνεπάγονταν απόλυτη ακυρότητα χωρίς να αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο εκείνων που άσκησαν την αναίρεση και ειδικότερα διότι αναγνώσθηκε ένορκη κατάθεση μάρτυρος, ως προς την οποία δεν βεβαιώθηκε το αδύνατον της εμφανίσεώς της στο ακροατήριο και αφ' ετέρου προβλήθηκαν αντιρρήσεις και διότι δεν δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα για την ενοχή μίας από τις συγκατηγορούμενες.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2049/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (ο Εισαγγελέας είχε κώλυμα να μετάσχει) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της X, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Βουλγαράκη, για διόρθωση αποφάσεως του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου.
Το ΣΤ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί την διόρθωση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Ιουλίου 2008 αίτησή της, κατόπιν της υπ' αριθμ. πράξεως του Προεδρεύοντος του Ποινικού Τμήματος τούτου, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1219/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 469 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με τον νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ' αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους. Στην περίπτωση της συνάφειας (άρθρα 128 και 131 ΚΠΔ) ισχύει ο ίδιος κανόνας, μόνο αν οι λόγοι που προβάλλονται με το ένδικο μέσο αφορούν παραβάσεις της διαδικασίας και δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο εκείνου που το άσκησε. Για τη συζήτηση του ένδικου μέσου δεν είναι αναγκαία η κλήτευση των ωφελούμενων κατηγορουμένων, οι οποίοι όμως μπορούν να εμφανισθούν και να συμμετάσχουν στη δίκη. Σε περίπτωση που το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ένδικου μέσου, μπορεί μετά από αίτηση αυτών ή του εισαγγελέα να επιληφθεί εκ νέου προς συμπλήρωση της αποφάσεως του. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το επεκτατικό αποτέλεσμα των ένδικων μέσων ισχύει μόνο αν οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι είτε δεν δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο, είτε δικαιούνται μεν αλλά δεν το άσκησαν μέσα στη νόμιμη προθεσμία ή το άσκησαν και τούτο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του Ποινικού Κώδικα, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία χρόνια. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1 εδ. β', 370 εδ. β', 511 και 514 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (όπως το άρθρο 511 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 50 παρ.5 του Ν.3160/2003) προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, που εξαλείφει την ποινική αξίωση της πολιτείας, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, εφόσον διαπιστώσει τη συμπλήρωση της μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως και κριθεί βάσιμος ένας λόγος αυτής οφείλει μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορουμένου. Το αποτέλεσμα της παραγραφής, με την πάροδο για τα πλημμελήματα της οκταετίας από την τέλεση τους, ως λόγος εξαλείψεως του αξιόποινου, δεν αναφέρεται αποκλειστικώς στο πρόσωπο του κατηγορουμένου και επομένως επεκτείνεται, εκτός των άλλων, και στον κατηγορούμενο συμμέτοχο, του οποίου το ασκηθέν ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, με την 4594/2002 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών η αιτούσα και η συγκατηγορουμένη της ... κρίθηκαν ένοχες για τις πράξεις τής ενεργητικής δωροδοκίας και τής υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, ενώ η τρίτη συγκατηγορουμένη Ζ καταδικάστηκε για κατά συρροή τελεσθείσες πράξεις της χρήσεως πλαστών εγγράφων, παθητικής δωροδοκίας και ψευδούς βεβαιώσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής οι καταδικασθείσες, πλην της αιτούσας, άσκησαν το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως και με την 1693/2004 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αναιρέθηκε η απόφαση για λόγους παραβάσεων της διαδικασίας, που συνεπάγονταν απόλυτη ακυρότητα και δεν άρμοζαν αποκλειστικά στο πρόσωπο εκείνων που άσκησαν την αναίρεση και ειδικότερα διότι αναγνώσθηκε ένορκη κατάθεση μάρτυρος, ως προς την οποία δεν βεβαιώθηκε το αδύνατο της εμφανίσεως της στο ακροατήριο και προβλήθηκαν προς τούτο αντιρρήσεις και διότι δεν δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα για την ενοχή μίας από τις συγκατηγορούμενες. Ακολούθως, έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη κατά των αναιρεσειουσών για όλα τα εγκλήματα, για τα οποία καταδικάσθηκαν με την αναιρεθείσα απόφαση, χωρίς, όμως να περιληφθεί στην ως άνω απόφαση διάταξη για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ασκηθέντος ως άνω ένδικου μέσου και στη μη ασκήσασα αναίρεση συγκατηγορούμενη. Το αναιρετικό αυτό αποτέλεσμα, επειδή ο από το άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως, που είχε προβληθεί από τις αναιρεσείουσες, αφορούσε παραβάσεις της διαδικασίας και δεν αρμόζει αποκλειστικά και μόνο στα πρόσωπα των αναιρεσειουσών, που τον προέβαλαν, έπρεπε να επεκταθεί, σύμφωνα με το άρθρο 469 εδ. α' του ΚΠοινΔ και στην αιτούσα, η οποία δεν άσκησε το ένδικο τούτο μέσο, και η οποία καταδικάσθηκε με την αναιρεθείσα, ως προς τις συγκατηγορούμενες της, απόφαση για ενεργητική δωροδοκία και υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως. Έτσι, παρέμεινε η καταδίκη της αιτούσας, για τις ως άνω πράξεις της ενεργητικής δωροδοκίας και υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, που τελέσθηκαν στις 22 και στις 23 Φεβρουαρίου 1996. Οι πράξεις αυτές προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 27 παρ. 1 94 παρ. 1, 220 παρ. 1 και 236 σε συνδυασμό με το άρθρο 235 του Ποινικού Κώδικα, με ποινές φυλακίσεως, ήτοι σε βαθμό πλημμελήματος. Με βάση τους ανωτέρω χρόνους τελέσεως των ως άνω πράξεων, αυτές έχουν υποπέσει σε παραγραφή, εφόσον από τον χρόνο τελέσεως τους, όπως προσδιορίζεται παραπάνω μέχρι την έκδοση της 1693/2004 αποφάσεως του Αρείου Πάγου είχε περάσει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας και συνεπώς, έπρεπε να παύσει οριστικώς και η κατά της αιτούσας ασκηθείσα ποινική δίωξη για τις πράξεις αυτές. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση συντρέχει λόγος συμπληρώσεως της ανωτέρω αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, προκειμένου το αποτέλεσμα της παραγραφής να επεκταθεί και στην καταδικασθείσα με την 4594/2002 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών αιτούσα και να παύσει και ως προς αυτήν, λόγω παραγραφής, η ποινική δίωξη, που ασκήθηκε εναντίον της για τις ανωτέρω πράξεις της ενεργητικής δωροδοκίας και της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Συμπληρώνει την 1693/2004 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, ως προς την αιτούσα X, ως εξής: "Παύει οριστικώς την ποινική δίωξη κατά της X, του ότι 1) Στο ..., στις 22 Φεβρουαρίου 1996, έδωσε σε άλλον χρήματα, που δεν δικαιούται, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια, που ανάγεται μεν στην υπηρεσία του, αλλά είναι αντίθετη στα καθήκοντα του. Ειδικότερα έδωσε στην συγκατηγορούμενή της Ζ, η οποία ήταν υπάλληλος στον Δήμο ... και το αντικείμενο της εργασίας της ήταν να εκδίδει δημόσια έγγραφα, μεταξύ των οποίων και πιστοποιητικά γεννήσεως, αλλά και η περαιτέρω η εγγραφή πολιτών στα Δημοτολόγια του Δήμου, το χρηματικό ποσό των 700.000 δραχμών, προκειμένου να εκδοθεί από αυτήν ψευδές πιστοποιητικό γεννήσεως στο όνομα της και να την εγγράψει με βάση την υπ' αριθμ. 531/9.2.96 πλαστή νομαρχιακή απόφαση στα Δημοτολόγια του Δήμου ..., ως έχουσα δήθεν την ελληνική ιθαγένεια, ενώ στην πραγματικότητα είχε ρωσική τοιαύτη και δεν είχε δικαίωμα εγγραφής στα δημοτολόγια. 2) Στα ..., στις 23 Φεβρουαρίου 1996, πέτυχε με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο, αναληθές περιστατικό, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, αφού προσκόμισε στο Α.Τ. Σεπολίων Αττικής το από 22.2.96 ψευδές πιστοποιητικό γεννήσεως και κατέθεσε τούτο ως δικαιολογητικό, πέτυχε να παραπλανήσει τους αστυνομικούς του ανωτέρω Αστυνομικού Τμήματος ότι έχει ελληνική ιθαγένεια, οι οποίοι πράγματι εξέδωσαν στο όνομα της το υπ' αριθμ. ... δελτίο αστυνομικής ταυτότητας του Α.Τ. Σεπολίων Αττικής".
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Οκτωβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ