Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1047 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δημόσιο , Ένδικο μέσο, Χρησικτησία.




Περίληψη:
Κτήση κυριότητας με χρησικτησία κατά τις διατάξεις του β.ζ.ρ.δ. και κατά του ελληνικού δημοσίου, πότε. Αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ., αβάσιμοι (Επικυρώνει ΕΑ 858/2011)




Αριθμός 1047/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Ευθύμιο Τσάκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., χωρίς να καταθέσει προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. συζ. Β. Μ., το γένος Χ. Α., 2) Β. Μ. του Θ., κατοίκων ..., 3) Χ. Μ. του Β., 4) Λ. Μ. του Β., και 5) Ι. Μ. του Β., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Ξυνογιαννακόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/12/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1983/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 858/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 20/9/2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 16/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 1045 του ΑΚ όποιος έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος του πράγματος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ). Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ' αυτό, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ. (18.1) και 7 §3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν ασκήσεως νομής πάνω σ' αυτό με καλή πίστη και διάνοια κυρίου επί μια συνεχή τριακονταετία, με τη δυνατότητα εκείνου που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχός του. Οι εν λόγω διατάξεις του B.P δικαίου δεν καταργήθηκαν με το νόμο της 21-6/3-7-1937 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", στο άρθρο 21 του οποίου ορίστηκε ότι "ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων, εφαρμόζονται οι εν τω πολιτικώ νόμω διατάξεις". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή τους είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ/1912 και τα αλλεπάλληλα διατάγματα "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν εις εκτέλεσή του, σε συνδυασμό με το άρθρο 21 του ν.δ.22-4/26-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", αφού έκτοτε είχε ανασταλεί η λήξη κάθε παραγραφής δικαιωμάτων και του χρόνου χρησικτησίας, από δε τις 26-5-1926, που ακόμη ίσχυε η αναστολή αυτή, απαγορεύτηκε η παραγραφή των εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε ακίνητα του Δημοσίου και συνεπώς δεν είναι δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σε αυτά με χρησικτησία (Ολ.ΑΠ 75/1987, ΑΠ 975/2008, 1281, 1358, 1359/2002). Τέλος, οι λόγοι αναιρέσεως από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ είναι αβάσιμοι όταν, αντίστοιχα, το δικαστήριο εφαρμόζει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ή (και) δεν εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει των ιδίων παραδοχών, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, διαλαμβάνει δε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη, ως ανωτέρω, εφαρμογής του κανόνα.
ΙΙ. Το Eφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο, εμβαδού 866, 16 τ.μ., που βρίσκεται στο οικοδομικό τετράγωνο ... του Δήμου Αθηναίων, στη θέση "..." συνοικισμού ..., με τα αναφερόμενα όρια, αποτελεί τμήμα μείζονος ακινήτου, εμβαδού 4... στρεμμάτων, γνωστού ως "κτήμα ..." ή "...", ή "..." ή "...", προέρχεται από τη συνένωση, με τη νομίμως μεταγραφείσα, υπ' αριθμ. .../19-3-2007 πράξη ανταλλαγής ποσοστών και συνένωσης οικοπέδων του συμβολαιογράφου Αθηνών, Σ. Ματσανιώτη, των αναφερόμενων τριών επιμέρους όμορων ακινήτων, εμβαδού του καθενός 276 τ.μ, και είχε περιέλθει, ως μερικότερα κατά τα ανωτέρω τμήματα, κατά κυριότητα, νομή και κατοχή στην πρώτη αναιρεσίβλητη - ενάγουσα Ε. συζ. Β. Μ. με αγορά από τη μητέρα της Ι. συζ. Χ. Α. και την αδελφή της Ε. συζ. Γ. Π. δυνάμει των υπ' αριθμ. .../8-12-1965, .../25-6-1973 και .../15-12-1973 νομίμως μεταγεγραμμένων συμβολαίων των συμβολαιογράφων Αθηνών Ε. Λιακοπούλου, Κ. Δαρίβα και Γ. Μάλλη, αντίστοιχα, η πρώτη δε αυτή αναιρεσίβλητη, με τα περαιτέρω στην ίδια απόφαση αναφερόμενα συμβόλαια που μεταγράφηκαν νόμιμα, μεταβίβασε, λόγω δωρεάς και πωλήσεως, το επίδικο κατά ψιλή και κατά πλήρη κυριότητα στους λοιπούς αναιρεσιβλήτους - ενάγοντες, σύζυγο και τέκνα της, οι οποίοι και έγιναν συγκύριοι του επιδίκου, κατά τις επίσης αναφερόμενες διακρίσεις, με παράγωγο, ως ανωτέρω, τρόπο αλλά και με πρωτότυπο, με τακτική δηλαδή, αλλά και με έκτακτη χρησικτησία, με τα προσόντα της οποίας (χρησικτησίας) νέμονταν το επίδικο, όπως και η άμεση, αλλά και οι απώτεροι δικαιοπάροχοί τους που αναφέρονται στην απόφαση. Περαιτέρω το Εφετείο δέχεται τα εξής, ως προς τα κρίσιμα εν προκειμένω γεγονότα: "Απώτερος δικαιοπάροχος των εναγόντων - εφεσιβλήτων (σημ.: ήδη αναιρεσιβλήτων) ήταν ο Α. Κ.. Ο τελευταίος απέκτησε το κτήμα "..." με τμηματικές αγορές που καταρτίστηκαν από το έτος 1833 και μετέπειτα, ως εξής (...). Έτσι, κατά τους χρόνους υπογραφής των περί της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας τριών Πρωτοκόλλων (δηλ. στις 3-2-1830, 16-6-1830 και 1-7-1830) και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως (δηλαδή στις 9-7-1832), αλλά και στις 31-3-1833, όταν ολοκληρώθηκε η ενσωμάτωση της Αττικής στο Ελληνικό Κράτος, το επίδικο ακίνητο, ως περιλαμβανόμενο στην πιο πάνω ευρύτερη έκταση των 4500 στρεμμάτων, δεν ανήκε, κατά κυριότητα, στο Τουρκικό κράτος, ούτε σε Τούρκους ιδιώτες που το εγκατέλειψαν κατά την αποχώρησή τους από την περιοχή της Αττικής, αλλά κατεχόταν από τον Α. Κ. και τους δικαιοπαρόχους του, οι οποίοι, συμπεριφερόμενοι ως κύριοι και έχοντας την άδολη και ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν την κυριότητα άλλου, το εξουσίαζαν, με βάση το Σουλτανικό δωρητήριο θέσπισμα του έτους 1829 και τους αναφερόμενους πιο πάνω κτητικούς τίτλους, κατά τις αντίστοιχες διακρίσεις. Στις 10-10-1864 απεβίωσε ο Α. Κ. και το ως άνω κτήμα περιήλθε λόγω κληρονομίας στην Α. χήρα Λ. Β., γνωστή ως "Λ.", με την από 11-1-1864 μυστική διαθήκη του, που δημοσιεύτηκε νόμιμα, και εγκαταστάθηκε στην κληρονομία από τους εκτελεστές της διαθήκης, με την .../1865 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Στέφανου Ταβανάκη, στην οποία (κληρονομία) υπεισήλθε και αναμείχθηκε με διάνοια κληρονόμου, μέχρι του θανάτου της, την 21-1-1899 (...). Κατά την ως άνω μυστική διαθήκη το παραπάνω κτήμα έχει επιφάνεια 15.000 περιφερειακών στρεμμάτων, που αντιστοιχούν σε 4.500 εμβαδομετρικά στρέμματα, καταμετρημένα από τον μηχανικό Δ. Ζ., τεθέντων των ορίων από τον τότε Ειρηνοδίκη της Βορείου Πλευράς Αθηνών Π. Σταματιάδη, κατά το επίσημο έγγραφο 54 της 30 Μαΐου 1853 (...). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 21-1-1899 απεβίωσε η Α. χήρα Λ. Β., χωρίς να αφήσει διαθήκη, και το ως άνω κτήμα περιήλθε, λόγω κληρονομίας, στο τέκνο της Γ. Λ. Β. ή Μ., ο οποίος υπεισήλθε στην κληρονομία ως μοναδικός της κληρονόμος και αναμείχθηκε σε αυτή με διάνοια κληρονόμου. Στις 15.2.1911 απεβίωσε ο Γ. Λ. Β. ή Μ. και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγό του Ε. χήρα Γ. Β., το γένος Ι. Κ. ή Κ., και τα τέκνα του Λ., Α. σύζυγο Ε. Τ., Α. σύζυγο Α. Ε. και Μ. σύζυγο Ι. Κ.. Από τους ως άνω κληρονόμους η Μ. σύζυγος Ι. Κ., παραιτήθηκε από την κληρονομία, η οποία περιήλθε κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου σε ένα έκαστο των λοιπών, οι οποίοι επιλήφθηκαν και αναμείχθηκαν σε αυτή με διάνοια κληρονόμου. Ο Λ. Β., με την από 31.8.1911 αγωγή του, ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησε τη διανομή του Κτήματος "...". Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 8.699/1911 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, η οποία έταξε αποδείξεις. Κατά το διάστημα που εκκρεμούσε η δίκη αυτή, ο Λ. Β. αγόρασε από τη μητέρα του Ε. χήρα Γ. Β. και την αδελφή του Α. χήρα Α. Ε., με το 48.649 /1918 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννη Οικονομόπουλου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, τα 2/4 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου (1/4 από καθεμία) και έτσι έγινε συγκύριος κατά τα 3/4 εξ αδιαιρέτου, και στο υπόλοιπο 1/4 εξ αδιαιρέτου παρέμεινε συγκύρια η αδελφή του Α., πρώην σύζυγος Ε. Τ.. Οι αδελφοί Λ. και Α. Β., μόνοι συγκύριοι του Κτήματος "..." ή ...", συμφώνησαν, με το 39.419 /16.3.1927 συνυποσχετικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Ρούσσου, να καταργήσουν τις μεταξύ τους δίκες για τη διανομή του κτήματος, και να προβούν στην εξώδη διανομή του. Για το σκοπό αυτό διόρισαν πραγματογνώμονες, διαιτητές και επιδιαιτητή, οι οποίοι προέβησαν σε διανομή, με την από 4.6.1927 απόφασή τους, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων, στον τόμο 954 και με αύξοντα αριθμό 138 και κηρύχθηκε εκτελεστή με την 7.008 /1927 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών και με τα 1 έως 15/1927 πρακτικά, που κηρύχθηκαν εκτελεστά με την 8.855 /1927 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών. Με τη διανομή αυτή του Κτήματος "...", ο Λ. Β. έλαβε το βόρειο τμήμα, στο οποίο βρίσκεται και το επίδικο ακίνητο, και η αδελφή του Α. έλαβε το νότιο τμήμα. Στις 14.2.1934 απεβίωσε ο Λ. Β. του Γ. και κληρονομήθηκε από τα θετά τέκνα του Ι. χήρα Χ. Α. και Ε. χήρα Γ. Π., κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου από καθεμιά, με τις από 2.12.1932 και 22.7.1933 ιδιόγραφες διαθήκες του, που δημοσιεύτηκαν νόμιμα με τα 633, 634 /1933 πρακτικά του Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκαν κύριες με την 5.904 /26.6.1934 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, οι οποίες και υπεισήλθαν στην κληρονομία και αναμείχθηκαν σε αυτή με διάνοια κληρονόμου, με αποτέλεσμα να περιέλθει σε αυτές το επίδικο ακίνητο. Οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι και όλοι οι προαναφερόμενοι δικαιοπάροχοί τους κατείχαν και νέμονταν το μείζον ακίνητο, στο οποίο περιλαμβάνεται το επίδικο, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, με βάση τους πιο πάνω νόμιμους τίτλους από το έτος 1833 μέχρι την άσκηση της αγωγής, έχοντας την ειλικρινή πεποίθηση μέχρι την εισαγωγή του Α. Κ. (23.2.1946) ότι με τη νομή τους αυτή δεν προσέβαλαν το δικαίωμα κυριότητας άλλων, ακόμα και του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, μετά δε την εισαγωγή του Α. Κ., έχοντας την πεποίθηση, χωρίς βαριά αμέλεια, και, σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από το στοιχείο της καλής πίστης, ότι έχουν αποκτήσει κυριότητα στο όλο ακίνητο και στο επίδικο. Ειδικότερα, η μεγαλύτερη έκταση, στην οποία περιλαμβάνεται το επίδικο ακίνητο, αποτελείτο από αγρούς, οπωροφόρα δένδρα, δασική βλάστηση, βοσκήσιμες εκτάσεις, ασβεστοκάμινο και λατομεία άμμου, λίθων και μαρμάρου. Την έκταση αυτή, οι προαναφερόμενοι νομείς της, δηλαδή ο Α. Κ. και οι δικαιοδόχοι του, ως κύριοι, εκμίσθωναν σε τρίτους για καλλιέργεια, συλλογή ρητίνης, βοσκή και εξόρυξη λίθων, όπως προκύπτει, μεταξύ των άλλων, από τα μισθωτήρια συμβόλαια (...). Επίσης, επισκέπτονταν και επέβλεπαν το επίδικο ως δικό τους και προέβαιναν στην οριοθέτησή του, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από (...). Ακόμα, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1867 μέχρι το έτος 1910, δηλαδή συνεχώς για 40 και πλέον έτη, υπέβαλαν ετησίως στο Δήμο Αθηναίων δηλώσεις βοσκής, αλλά και πλήρωναν στον ίδιο Δήμο φόρους βοσκής, οι οποίοι σύμφωνα με τους σχετικούς νόμους, όπως ο νόμος ΒΠ/1892, βάρυναν τον ιδιοκτήτη, κάτοχο, ή διαχειριστή βοσκήσιμων γαιών, όπως προκύπτει από (...). Περαιτέρω, μεριμνούσαν για την φύλαξη του όλου ακινήτου, διορίζοντας οι ίδιοι αγροφύλακες και δασοφύλακες και προβαίνοντας στην απόκρουση πράξεων τρίτων διαταρακτικών της νομής τους. Εξάλλου κατά καιρούς έχουν απαλλοτριωθεί αναγκαστικά, για δημόσια ωφέλεια, πολλά επιμέρους τμήματα του μείζονος ακινήτου και στις σχετικές δίκες με αντίδικο ακόμη και το Δημόσιο ή τους Δήμους Αθηναίων και Γαλατσίου, ως δικαιούχοι έχουν αναγνωριστεί τόσο οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας- εφεσίβλητης Ε. Μ., δηλαδή η μητέρα αυτής Ι. χήρα Χ. Α., η αδελφή της Ε. χήρα Γ. Π. και τρίτα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία απέκτησαν απ' αυτές, νομοτύπως, τμήματα του όλου ακινήτου. Μετά την ένταξη της ευρύτερης έκτασης στο σχέδιο πόλεως, οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων και ακολούθως οι ίδιοι ασκούσαν πράξεις νομής που προσιδιάζουν σε αστικής φύσεως ακίνητα και συγκεκριμένως σε οριοθέτηση, επίβλεψη και επισκέψεις. Περαιτέρω, αναφορικά με τα τμήματα του μείζονος ακινήτου τα οποία ήταν καλυμμένα με δασική βλάστηση, όπως πεύκα, αείφυλλα, πλατύφυλλα, το Δημόσιο πάντοτε αντιμετώπιζε αυτό ως ιδιωτική έκταση, που ανήκει στους Β., όπως προκύπτει από σειρά δημοσίων εγγράφων (αναφέρονται 18 δημόσια έγγραφα). Όπως προαναφέρθηκε, το επίδικο οικόπεδο αποτελεί πράγματι τμήμα του μείζονος κτήματος ..., το οποίο νέμονταν με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμους τίτλους από το έτος 1833 μέχρι την άσκηση της αγωγής ο Α. Κ. και οι προμνημονευόμενοι διάδοχοί του, οι τελευταίοι από τους οποίους, αναφορικά με το επίδικο ακίνητο, είναι οι ενάγοντες- εφεσίβλητοι. Αφού λοιπόν, όπως αποδεικνύεται, από το έτος 1833 μέχρι τις 11-9-1915, δηλαδή συνεχώς για χρονικό διάστημα τριάντα (30) και πλέον ετών, νεμήθηκαν το επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου, καλή πίστη, αλλά και με βάση τους πιο πάνω νόμιμους τίτλους τους οι προμνημονευόμενοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων- εφεσιβλήτων, ενώ ποτέ δεν άσκησε σ' αυτό (επίδικο) διακατοχικές πράξεις το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο, αντιθέτως, τους κληρονόμους ... θεωρούσε ως κυρίους της επίδικης έκτασης, αλλά και του όλου κτήματος, οι δικαιοπάροχοι αυτοί των εναγόντων - εφεσιβλήτων, ανεξάρτητα από τη μορφολογία του επιδίκου, αν δηλαδή αυτό ήταν δάσος κατά το έτος 1836 ή βοσκότοπος ή λιβάδι, έγιναν κύριοι του επιδίκου με την έκτακτη χρησικτησία του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Η κυριότητα αυτή του επιδίκου μεταβιβάστηκε, στη συνέχεια, νομότυπα στους ενάγοντες - εφεσιβλήτους, βάσει των πιο πάνω τίτλων και λοιπών νόμιμων προσόντων (νομή, διάνοια κυρίου, καλή πίστη κατά τις άνω διακρίσεις), οι οποίοι συνέχισαν τη νομή των δικαιοπαρόχων τους, με καλή πίστη και διάνοια κυρίων, μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής. Ειδικότερα, η πρώτη ενάγουσα - εφεσίβλητη, εκμίσθωσε την επίδικη έκταση με μισθωτήρια, που κατατέθηκαν στις αρμόδιες οικονομικές εφορίες, από (...), και όλοι οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι φύλαγαν, καθάριζαν και επόπτευαν το επίδικο ακίνητο. Έτσι, οι ενάγοντες έγιναν επικαρπώτρια η πρώτη ενάγουσα- εφεσίβλητη, ψιλός κύριος ο δεύτερος ενάγων- εφεσίβλητος, κύριοι και ψιλοί κύριοι οι τρίτος, τέταρτος και πέμπτη των εναγόντων - εφεσιβλήτων, κατά τα προαναφερθέντα εξ αδιαιρέτου ποσοστά επί του επιδίκου, με παράγωγο τρόπο, με τους επικαλούμενους τίτλους ιδιοκτησίας και, σε κάθε περίπτωση, με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία). Η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου για ανυπαρξία δικαιώματος κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου ενισχύεται ιδιαίτερα και από το γεγονός ότι με τα κατωτέρω αναφερόμενα πρακτικά της Τριμελούς Επιτροπής του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους αποφασίσθηκε να μη γίνουν αιτήσεις αναίρεσης κατά αποφάσεων του παρόντος Δικαστηρίου που εκδόθηκαν σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, δέχθηκαν δηλαδή τον ιδιωτικό χαρακτήρα του "Κτήματος ..." και την ανυπαρξία δικαιώματος κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου επ' αυτού (...) Επομένως, οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος ότι κατέλαβε και δήμευσε το επίδικο αγροτεμάχιο κατά τη διάρκεια του αγώνα της Ανεξαρτησίας ως ανήκον στο τουρκικό δημόσιο ή σε οθωμανούς ή εγκαταλείφθηκε από αυτούς, δυνάμει της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των από 3.2,4/16.6., 19.6/1-7-1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, αλλιώς ότι περιήλθε στην κυριότητά του ως δασικό τμήμα κατά τις διατάξεις του β. δ/τος της 17/29-11-1836, αλλιώς ως λιβάδι ή βοσκότοπος κατά το άρθρο 1 του β. δ/τος της 3/15.12.1833, αλλιώς με τακτική αλλιώς με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμομένου αυτό από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους, συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι την άσκηση της αγωγής, αλλιώς ως αδέσποτο, κατά τις διατάξεις του από 10-7-1837 νόμου "περί διακρίσεως κτημάτων" και ότι η νομή των δικαιοπαρόχων των εναγόντων - εφεσιβλήτων ήταν επιλήψιμη, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν". Βάσει των παραδοχών αυτών και με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, το Εφετείο δέχθηκε την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων και αναγνώρισε ότι η πρώτη από αυτούς είναι επικαρπώτρια κατά 44/100 εξ αδιαιρέτου, ο δεύτερος αναιρεσίβλητος ψιλός κύριος κατά 4/100 εξ αδιαιρέτου και οι τρίτος, τέταρτος και πέμπτη αναιρεσίβλητοι κύριοι των 2/6 των 56/100 εξ αδιαιρέτου και ψιλοί κύριοι των 2/6 των 40/100 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ο καθένας, δικαιώματα τα οποία αμφισβητεί το αναιρεσείον Ελληνικό δημόσιο, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, από το έτος 1983.
ΙΙΙ. Υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς την μορφή του επιδίκου και τις επιμέρους πράξεις νομής τις οποίες δέχεται ότι διενεργούσαν οι αναιρεσίβλητοι και οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοί τους στο επίδικο, οι οποίες (αιτιολογίες) στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου ότι οι αναιρεσίβλητοι απέκτησαν τα ανωτέρω δικαιώματα της επικαρπίας και της ψιλής και πλήρους κυριότητας, κατά τις ειρημένες διακρίσεις, στο επίδικο ακίνητο σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που προαναφέρθηκαν, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ/1912, τα διατάγματα περί δικαιοστασίου που ακολούθησαν και το άρθρο 21 του ν.δ. 22-4-/26-5-1926 (ανωτ. υπό Ι), και εκείνες των άρθρων 50, 51, 55, 57 του ΕισΝΑΚ και 1041-1042, 1045, 1051 και 1033 του ΑΚ, και οι οποίες (αιτιολογίες ) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των διατάξεων αυτών από το Εφετείο. Επομένως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παραβίασε τις εφαρμοστέες εν προκειμένω ως άνω διατάξεις, ούτε ευθέως, με εσφαλμένη εφαρμογή, ούτε εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, όπως αβάσιμα υποστηρίζει το αναιρεσείον με τους σχετικούς πρώτον και τρίτο λόγους της αιτήσεώς του. Επίσης το Εφετείο, υπό τις ανωτέρω παραδοχές, μεταξύ των οποίων και ότι α) το επίδικο ακίνητο, ως τμήμα του μείζονος ακινήτου των 4.500 στρεμμάτων που έχει προαναφερθεί, κατά τους χρόνους της υπογραφής των περί της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος τριών πρωτοκόλλων ( από 3-2-1830, 16-6-1830 και 1-7-1830) και της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως της 9-7-1832, αλλά και την 31-3-1833, οπότε ολοκληρώθηκε η ενσωμάτωση της Αττικής στο ελληνικό κράτος, δεν ανήκε κατά κυριότητα στο τουρκικό κράτος, ούτε σε τούρκους ιδιώτες που το εγκατέλειψαν κατά την αποχώρησή τους από την περιοχή της Αττικής, αλλά κατεχόταν από τον απώτερο δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων Α. Κ. και τους δικαιοπαρόχους του, οι οποίοι, συμπεριφερομενοι ως κύριοι και έχοντας την άδολη και ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν την κυριότητα άλλου, το εξουσίαζαν δυνάμει του σουλτανικού δωρητηρίου θεσπίσματος του έτους 1829 και τους αναφερόμενους στην αναιρεσιβαλλομένη ως ανωτέρω κτητικούς τίτλους και το ενέμοντο έκτοτε με τα προσόντα της τακτικής και της έκτακτης χρησικτησίας, και ότι επομένως β) το επίδικο δεν καταλήφθηκε και δεν δημεύτηκε από το ελληνικό κράτος, (αναιρεσείον ελλ. Δημόσιο) κατά τη διάρκεια του αγώνα για την Ανεξαρτησία, ως ανήκον στο τουρκικό δημόσιο ή σε οθωμανούς που το εγκατέλειψαν, δυνάμει της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των από 3-2, 4/16-6, 19-6/1-7-1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, ούτε περιήλθε στην κυριότητα του αναιρεσείοντος ως δασικό τμήμα κατά τις διατάξεις του β.δ/τος της 17/29-11-1836, άλλως ως λιβάδι ή βοσκότοπος κατά το άρθρο 1 του β.δ/τος της 3/15-12-1833, άλλως με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, άλλως ως αδέσποτο, κατά τις διατάξεις του από 10-7-1837 νόμου "περί διακρίσεως κτημάτων", δεν παραβίασε (το Εφετείο) με την μη εφαρμογή τους τις ανωτέρω διατάξεις και διεθνείς συμβάσεις, ούτε τις διατάξεις των άρθρων 1 έως και 8 του τουρκικού νόμου "περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274" που ορίζουν τις προϋποθέσεις κτήσεως κυριότητας σε δημόσιες γαίες μέχρι τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους (ad hοc, για το κτήμα ..., υπό την αυτή ιστορική και νομική βάση, ΑΠ 1563/1995, 1281, 1358 και 1359/2002, 975/2005). Επομένως και ο δεύτερος, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.ΠολΔ., λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος, προβαλλόμενος και αλυσιτελώς, αφού, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης στηρίζεται αυτοτελώς στην παραδοχή του Εφετείου ότι οι δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων είχαν γίνει κύριοι του επιδίκου, ανεξαρτήτως της μορφολογίας του, με χρησικτησία μέχρι την 11-9-1915.
ΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη κατ' ουσίαν και να καταδικασθεί το αναιρεσείον ελληνικό δημόσιο στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176, 183 Κ.Πολ.Δ, 22 § 1 ν. 3693/57).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-9-2011 αίτηση του Ελληνικού δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 858/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2013, και
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα στις 30 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή