Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Έγγραφα, Ισχυρισμός αυτοτελής.
Περίληψη:
Αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως. Απαιτείται η αναφορά κατ’ είδος των αποδεικτικών μέσων χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Αρκεί να προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά κατ’ επιλογήν. Άρθρα 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠΔ. Η λήψη υπόψη εγγράφου που δεν ανεγνώσθη στο ακροατήριο επάγεται ακυρότητα κατ’ άρθρον 171 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ και ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Η ακυρότητα δεν επέρχεται αν το έγγραφο που δεν ανεγνώσθη δεν προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη για την ενοχή του κατηγορουμένου, αλλά αναφέρεται απλώς ιστορικά και διηγηματικά. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, οίος είναι και ο περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων άρθρου 84 παρ. 2α, δ, ε ΠΚ. Πότε ορισμένος ο ισχυρισμός άρθρου 84 παρ. 2ε΄ ΠΚ, ώστε το δικαστήριο να υποχρεούται να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Όταν αόριστος, δεν υποχρεούται να απαντήσει. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 2456/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινιδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Χαράλαμπο Παπαηλιού (που ορίσθηκε με τη με αριθμό 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ρίζο, για αναίρεση της με αριθμό 92/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Μαρτίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 555/2008.
Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ιδίου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικώς χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να ορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβεν υπ' όψη του και συνεξετίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ' επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Π.Δ. (Ολ.Α.Π. 1/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά και την προσβαλλομένη απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας, για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση για τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα έλαβεν υπ' όψη του "τις ένορκες καταθέσεις του μάρτυρα κατηγορίας και υπεράσπισης στο Δικαστήριο αυτό, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και γενικά την όλη αποδεικτική διαδικασία", ήτοι αναφέρει όλα κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να είναι ανάγκη να εκθέτει τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Το ότι γίνεται λόγος περί "μάρτυρος" υπερασπίσεως και όχι περί "μαρτύρων", αφού όπως προκύπτει από τα αυτά πρακτικά εξετάσθησαν δύο μάρτυρες υπερασπίσεως, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπ' όψη οι καταθέσεις αμφοτέρων αυτών, διότι ουδεμία εξαιρείται και η αναφορά "ενός μάρτυρος" υπερασπίσεως οφείλεται εις προφανή παραδρομή.
Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίον η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εκ του ότι αναφέρει ένα μόνο μάρτυρα υπερασπίσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η λήψη υπ' όψη από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού μέσου, εγγράφου που δεν ανεγνώσθη κατά τη δημοσία και προφορική συζήτηση στο ακροατήριο παραβιάζει την άσκηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου από το άρθρο 358 ιδίου Κώδικος να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό στοιχείο και συνιστά απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρον 171 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 δτοιχ. Α' λόγον αναιρέσεως. Η ακυρότητα αυτή όμως δεν επέρχεται αν τα έγγραφα που δεν ανεγνώσθησαν στο ακροατήριο αναφέρονται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της αποφάσεως, χωρίς να έχουν ληφθεί υπ' όψη αμέσως από το δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως ως προς τη συνδρομή των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο εκήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, το δικαστήριο εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών και την αθέμιτη απόκρυψη αληθινών γεγονότων από την οποία η ζημιά που προξενήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. με αντίστοιχο δικό του όφελος. Ειδικότερα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 5.4.1999 ο Ψ διαπίστωσε ότι η μοτοσυκλέτα που εκτίθετο προς πώληση στο κατάστημα πωλήσεως μοτοσυκλετών του Ξ, που βρίσκεται επί της οδού .... στα ...., είχε τα ίδια χαρακτηριστικά με τη μοτοσυκλέτα της ιδιοκτησίας του, που είχε κλαπεί στις 28.1.1999, από την οδό .... στην ...., όπου ήταν σταθμευμένη. Μετά από ειδοποίηση, τα αστυνομικά όργανα πραγματοποίησαν έλεγχο στο κατάστημα, ιδιοκτησίας του Ξ και προέβησαν στην κατάσχεση της παραπάνω μοτοσυκλέτας, γιατί διαπίστωσαν ότι αυτή, η οποία εφέρετο ότι είναι εισαγωγής Γερμανίας με αριθμό πλαισίου .... και κινητήρα 3ΤΒ0058, στην πραγματικότητα ήταν η υπ'αριθμ. .... δίκυκλη μοτοσυκλέτα, της ιδιοκτησίας του ...., η οποία είχε κλαπεί στις 2.2.1999 από την οδό ... στην ...., όπου ήταν σταθμευμένη και της οποίας είχε παραποιηθεί ο αριθμός πλαισίου και κινητήρα, ενώ είχαν τοποθετηθεί σ'αυτήν και πρόσθετα εξαρτήματα, που ανήκαν στην υπ'αριθμ. ..... δίκυκλη μοτοσυκλέτα, εργοστασίου YAMAHA τύπου ΧΤ-600, χρώματος κόκκινου - μαύρου, ιδιοκτησίας του Ψ, που είχε κλαπεί, όπως προαναφέρθηκε στις 28.1.1999 από την οδό ..... Την παραπάνω μοτοσυκλέτα είχε πωλήσει στον Ξ ο κατηγορούμενος αντί του τιμήματος του 1.250.000 δρχ., γεγονός που δεν αμφισβήτησε ο τελευταίος. Ο κατηγορούμενος γνωρίζοντας ότι αυτή προερχόταν από κλοπή, για να πείσει τον Ξ να την αγοράσει, όπως και έγινε, παραποίησε τους αριθμούς πλαισίου και κινητήρα και παρέστησε σ'αυτόν ψευδώς ότι την είχε νομίμως στην κατοχή του προς πώληση και ότι αυτή ήταν εισαγωγής Γερμανίας επιδεικνύοντας πλαστά έγγραφα. Στην πράξη του αυτή προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, αφού ωφελήθηκε ο ίδιος το τίμημα του 1.250.000 δρχ. επιφέροντας αντίστοιχη ζημία στον Ξ, ο οποίος είχε αγοράσει τη μοτοσυκλέτα, αφού αυτή κατασχέθηκε και αποδόθηκε στον ιδιοκτήτη της. Σε έρευνα που επακολούθησε στο επί της οδού .... στο ..... κατάστημα, ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου, διαπιστώθηκε ότι αυτός είχε πωλήσει στον έμπορο μοτοσυκλετών Ζ, ο οποίος ήταν συγκατηγορούμενός του στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για λαθρεμπορία και έπαυσε η εναντίον του ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, τις πιο κάτω μοτοσυκλέτες: 1) την υπ' αριθμ. .... δίκυκλη μοτοσυκλέτα, χρώματος λευκού, εργοστασίου YAMAHA, τύπου ΧΤ-600 με αριθμούς πλαισίου .... και κινητήρα ....., που στην πραγματικότητα επρόκειτο για την υπ' αριθμ. .... δίκυκλη μοτοσυκλέτα, ιδίου εργοστασίου, τύπου και χρώματος, με αριθμούς πλαισίου .... και κινητήρα ...., ιδιοκτησίας ...., η οποία είχε κλαπεί στις 8.7.1997 από την οδό .... στο ...., όπου ήταν σταθμευμένη, 2) την υπ' αριθμ. ..... δίκυκλή μοτοσυκλέτα, χρώματος μαύρου, εργοστασίου HONDA, τύπου AFRICA TWIN XPV 750, με αριθμούς πλαισίου ..... και κινητήρα ....., που στην πραγματικότητα επρόκειτο για την υπ' αριθμ. ..... δίκυκλη μοτοσυκλέτα, ιδίου εργοστασίου, τύπου και χρώματος με αριθμό πλαισίου ....., ιδιοκτησίας ...., η οποία είχε κλαπεί στις 3.8.1997 από την οδό .... στην ...., όπου ήταν σταθμευμένη και 3) την υπ' αριθμ. .... δίκυκλη μοτοσυκλέτα, εργοστασίου HONDA, τύπου AFRICA TWIN XRV 750, με αριθμούς πλαισίου ..... και κινητήρα ....., που στην πραγματικότητα επρόκειτο για την μοτοσυκλέτα με άγνωστο αριθμό κυκλοφορίας, ιδίου εργοστασίου και τύπου με αριθμό πλαισίου ....., η οποία είχε κλαπεί από την ιδιοκτησία αγνώστου. Ο Ζ αγνοώντας ότι οι μοτοσυκλέτες αυτές προέρχονταν από κλοπές, τις μεταβίβασε σε τρίτους και συγκεκριμένα την πρώτη στη ...., τη δεύτερη στον ... και αυτός εν συνεχεία στον .... και την τρίτη στο ...., ο τελευταίος δε στον ..., αντί του τιμήματος του 1.350.000 δρχ., 2.250.000 δρχ. και 2.000.000 δρχ., αντίστοιχα, στα χέρια των οποίων και κατασχέθηκαν για να αποδοθούν τελικά στους παθόντες. Δεν αποδείχθηκε ότι τις μοτοσυκλέτες αυτές είχε κλέψει ο κατηγορούμενος. Αυτός όμως εγνώριζε ότι αυτές προέρχονται από κλοπές, γι' αυτό και προέβη στην παραποίησή τους, δεδομένου ότι στο κατάστημά του βρέθηκε μηχάνημα "πόντες" που είναι κατάλληλο για τη χάραξη αριθμών και γραμμάτων, με το οποίο παραποιούσε τους αριθμούς πλαισίου και κινητήρα των κλεμμένων μοτοσυκλετών, ώστε να εξαφανίζεται η ταυτότητά τους και να μην αναγνωρίζονται από τους αγοραστές, εν προκειμένω δε από το Ζ, τον οποίο, προκειμένου να πείσει να τις αγοράσει, του παρέστησε ψευδώς ότι βρίσκονται νόμιμα στην κατοχή του και ότι τις είχε αγοράσει από τη Γερμανία επιδεικνύοντάς του πλαστά έγγραφα. Στις ενέργειές του αυτές προέβη με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, που συνίσταται στο εισπραχθέν τίμημα αυτών προξενώντας αντίστοιχη ζημία στους παθόντες, αφού οι μοτοσυκλέτες κατασχέθηκαν και παραδόθηκαν στους ιδιοκτήτες τους. Επίσης την 13.4.1999 κατασχέθηκε η .... δίκυκλη μοτοσυκλέτα, μάρκας YAMAHA XT-600, η οποία είχε κλαπεί την 24.11.1998 από την οδό ... στην περιοχή των .... στην ...., όπου την είχε σταθμεύσει ο ιδιοκτήτης της .... Και αυτή είχε παραποιημένο τον αριθμό πλαισίου και διακινήθηκε από τον κατηγορούμενο, ο οποίος ισχυρίσθηκε ότι την είχε εισάγει από το εξωτερικό με έγγραφα, που αποδείχθηκε τελικά ότι ήταν πλαστά και έπεισε έτσι τον Φ να την αγοράσει καταβάλλοντάς του ως τίμημα το ποσό του 1.000.000 δρχ., το οποίο ο κατηγορούμενος ωφελήθηκε παράνομα, με αντίστοιχη ζημία του παθόντος, αφού μετά τη διαπίστωση της παράνομης προέλευσής τους αναγκάσθηκε αυτός να την αποδώσει στο νόμιμο κάτοχό της...". Εξ αυτών όλων προκύπτει ότι εις όσα σημεία αναφέρεται η επίδειξη "πλαστών εγγράφων" από τον κατηγορούμενο εις τους παθόντες Ξ, Ζ και Φ, αυτό γίνεται ιστορικά και διηγηματικά, χωρίς αυτά τα έγγραφα να έχουν ληφθεί αμέσως υπ' όψη από το άνω Πενταμελές Εφετείο Αθηνών για τον σχηματισμό της περί ενοχής κρίσεώς του, για την πράξη της απάτης κατ' επάγγελμα και συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, για την οποία και κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων.
Συνεπώς ο σχετικός δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, κατά τον οποίον "η αναιρεσιβαλλομένη, προκειμένου να κηρύξει ένοχο τον αναιρεσείοντα, φαίνεται ότι έλαβε υπ' όψη της έγγραφα, τα οποία ουδέποτε ανεγνώσθησαν", είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Η απαιτουμένη κατά τα άνω άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς ισχυρισμοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 332 παρ. 2 Κ.Π.Δ. στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό τους και τείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως, τον αποκλεισμό ή την μείωση της ικανότητος προς καταλογισμόν ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής, εφ' όσον όμως προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα, δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την θεμελίωσή τους, χωρίς να αρκεί μόνον η επίκληση της νομικής διατάξεως, η οποία τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού με τον οποίον είναι γνωστοί αυτοί στη νομική ορολογία? και τούτο δια να μπορέσει ο δικαστής ύστερα από αξιολόγηση, να τους κάμει δεκτούς ή να τους απορρίψει, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους (Ολ.Α.Π. 2/2005). Ούτως είναι αυτοτελής ο ισχυρισμός περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων των διατάξεων του άρθρου 84 παρ. 2α', δ' και ε' Π.Κ., δηλαδή ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του και ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, είναι δε ορισμένοι οι ισχυρισμοί αυτοί όταν περιλαμβάνουν τα αναγκαία περιστατικά για την θεμελίωσή των, έντιμη ζωή σε όλες τις άνω εκφάνσεις εκδηλούμενη με θετική συμπεριφορά, ειλικρινή μετάνοια της επιδίωξη άρσεως ή μειώσεως των συνεπειών της πράξεως με συγκεκριμένες πράξεις και γενικά καλή συμπεριφορά στην κοινωνία που να εκτείνεται σε σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη και να είναι αποτέλεσμα ελευθέρας βουλήσεως και όχι φόβου ή καταναγκασμού. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση, ο συνήγορος του κατηγορουμένου ήδη αναιρεσείοντος προς της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας ανέπτυξε προφορικώς και υπέβαλεν εγγράφως τον αυτοτελή ισχυρισμό, έχοντα, κατά λέξη, ως εξής: "Η τελευταία από τις πράξεις που μου αποδίδονται, φέρεται ότι "τελέσθηκε" την 31/3/1999. Από τότε μέχρι σήμερα πέρασαν οκτώ (8) χρόνια. Και σ'αυτό το μεγάλο διάστημα δεν απασχόλησα τις διωκτικές αρχές και το ποινικό μου μητρώο εξακολουθεί να είναι ΛΕΥΚΟ. Και πέραν τούτου, από την πρώτη στιγμή που απεκαλύφθη, ότι οι μοτοσυκλέττες ήταν κλεμμένες, έδειξα ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξα να άρω ή να μειώσω τις συνέπειες της πράξεώς μου, δηλαδή έσπευσα να εξοφλήσω αυτούς οι οποίοι ζημιώθηκαν. Είναι, δηλαδή, σαφές ότι συμπεριφέρθηκα καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την "πράξη" μου". Οι ισχυρισμοί αυτοί στοιχειοθετούν τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2α'και δ' Π.Κ., οι οποίες και εγένοντο δεκτές, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση. Όμως ο ισχυρισμός εκ του άρθρου 84 παρ. 2ε' Π.Κ. ήτο, όπως προεβλήθη, αόριστος, χωρίς τα αναγκαία, δηλαδή, δι'αυτόν περιστατικά και το δικαστήριο, εντεύθεν, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, πέραν του ότι ως εκ περισσού απήντησε.
Συνεπώς, ο σχετικός τρίτος λόγος της αναιρέσεως, κατά τον οποίον υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στην απόρριψη του αιτήματος περί αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2ε'Π.Κ., είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών, πρέπει η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12 Μαρτίου 2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 92/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου 2008. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 21 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ