Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 533 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κατηγορίας μεταβολή, Δυσφήμηση απλη.




Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμιση. Μεταβολή κατηγορίας σε απλή δυσφήμιση. Περιστατικά θεμελίωσης των εγκλημάτων αυτών. Πότε εφαρμόζονται τα άρθρα 366 § 2 και 367 §§ 1 - 2 ΠΚ. Λόγοι αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου. Απόρριψη των ως άνω λόγων ως αβασίμων και τις αίτησης αναίρεσης.




Αριθμός 533/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Γεώργιο Μπατζαλέξη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μάριο Δαλιάνη, περί αναιρέσεως της 8609/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9.2.2009 αίτησή της αναιρέσεως και στο από 14.1.2010 δικόγραφο προσθέτων αυτής λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 318/2009.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 ΚΠΔ. Κατά το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α του ιδίου Κώδικα, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία ... αποδεικτικό της επιμελήτριας δικαστηρίων - Εισαγγελίας Αρείου Πάγου ..., ο πολιτικός ενάγων Ψ1 κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανιστεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως αυτός δεν εμφανίστηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ενώ εμφανίστηκε και παρέστη νόμιμα η αναιρεσείουσα. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.
Η κρινόμενη από 9.2.2009 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 8609/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 473 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω. Μαζί με αυτήν θα συνεξεταστούν και οι από οι 14.1.2010 πρόσθετοι επ' αυτής λόγοι, που ασκήθηκαν παραδεκτά (άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠΔ). Σημειώνεται ότι η προσβαλλόμενη ως άνω απόφαση εκδόθηκε μετά παραπομπή της υπόθεσης στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε με την υπ' αριθ. 1657/2008 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου μετά από μερική αναίρεση της προηγουμένης υπ' αριθ. 6388/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Κατά το άρθρο 362 του Π.Κ. "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή, κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών" και κατά το άρθρο 361 ίδιου Κώδικα (εξύβριση) "όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναληθείας του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Αν ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος, που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ή είχε γι' αυτό αμφιβολίες, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, παραμένει όμως η απλή δυσφήμηση, η οποία είναι δυνατόν να διαπραχθεί και όταν δεν κατονομάζεται το πρόσωπο που δυσφημήσθηκε, σαφώς όμως τούτο, καθ' οιονδήποτε τρόπο, υποδηλώνεται ή, κατά το κοινώς λεγόμενο, "φωτογραφίζεται, από το σύνολο του περιεχομένου προφορικού ή γραπτού λόγου. Περαιτέρω, ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, προκύπτει ότι αίρεται κατ' αρχήν ο άδικος χαρακτήρας της εξύβρισης και απλής δυσφήμησης, εκτός από άλλες περιπτώσεις, και όταν η προσβλητική της τιμής και της υπόληψης άλλου εκδήλωση γίνεται για την εκτέλεση νομίμου καθήκοντος ή για την διαφύλαξη δικαιώματος του δράστη ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, με τον απαραίτητο όμως όρο, ότι η εκδήλωση αυτή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο για την εκτέλεση του καθήκοντος, τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος μέτρο, χωρίς την χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η πραγματοποίησή τους με άλλον τρόπο και εφόσον δεν προκύπτει σκοπός εξύβρισης, από τον τρόπο της εκδήλωσης και τις περιστάσεις τέλεσής της.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ιδιαίτερη αιτιολόγηση επιβάλλεται επίσης, για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής, όπως είναι και ο ισχυρισμός εκ του άρθρου 367 του Π.Κ. ή για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Β' του Κ.Π.Δ. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος, η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο.
Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε στην διάταξη που εφαρμόστηκε, καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 8609/2008 απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, και ειδικότερα την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης, τα πρακτικά της πρωροβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης και την απολογία της κατηγορουμένης, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά: Κατόπιν της από 12-3-2001 αναφοράς που απηύθυνε προς τον τότε Δήμαρχο Αθηναίων, ..., ο εγκαλών - πολιτικώς ενάγων Ψ1, ο οποίος είναι εργολάβος κηδειών και διατηρεί γραφείο τελετών στην οδό... κοντά στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της κατηγορουμένης, Χ1, διευθύντριας τότε του Α' και Β' Νεκροταφείου Αθηνών, για τις πράξεις της απιστίας σχετικά με την υπηρεσία και της παθητικής δωροδοκίας κατ' εξακολούθηση, για τις οποίες αυτή αθωώθηκε αμετάκλητα με την 8968/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών μετά από έφεση της κατά της 45732/2005 απόφασης Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ως προς το μέρος που την είχε καταδικάσει για την πράξη της παθητικής δωροδοκίας. Για τη διοικητική διερεύνηση της αναφοράς του εγκαλούντος διενεργήθηκε ΕΔΕ, που κατέληξε στο πόρισμα ότι υπάρχουν αμφιβολίες για τον καταγγελλόμενο χρηματισμό της κατηγορουμένης και ότι δεν έπρεπε να επιβληθεί διοικητική ποινή σε βάρος της. Στο πλαίσιο της εν λόγω ΕΔΕ η κατηγορουμένη, αφού κλήθηκε να απαντήσει στα καταγγελλόμενα σε βάρος της, υπέβαλε προς τον δήμαρχο Αθηναίων μέσω της Δνσης Προσωπικού το από 2-4-2001 έγγραφο (αρ. πρωτ. ...), το περιεχόμενο του οποίου αναγράφεται παρακάτω στο διατακτικό της απόφασης. Με το έγγραφο αυτό η κατηγορουμένη, χωρίς να απαντά στην ουσία της καταγγελίας, ισχυρίστηκε για τον εγκαλούντα αναληθή πραγματικά γεγονότα, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν και πράγματι έβλαψαν την τιμή και υπόληψη αυτού" συνοδευόμενα και από αξιολογικές κρίσεις και χαρακτηρισμούς που επιτείνουν τη βαρύτητα των δυσφημηστικών ισχυρισμών. Ειδικότερα, η κατηγορουμένη, υπό μορφή προσχηματικών ερωτημάτων και με καταφανή αποδοχή από μέρους της του μειωτικού για τον εγκαλούντα περιεχομένου τους, διέλαβε στο από 2-4-2001 έγγραφο της τις εξής περικοπές: "...Ποιος είναι ο αξιότιμος Ψ1, ο οποίος μάλιστα δηλώνει ηρωικά πως ανθίσταται στην εκβιαστική μου μανία, γι' αυτό και δεν εξυπηρετείται, σε αντίθεση με τους άλλους συναδέλφους του εργολάβους Τελετών, οι οποίοι μου καταβάλλουν σημαντικά ποσά για να εξασφαλίσουν καλό τάφο (1). Είναι μήπως ένας ψυχικά ασθενής άνθρωπος; Είναι μήπως ο άνθρωπος που στην προσπάθειά του να αποκτήσει υπόσταση βυσσοδομεί καθ' έξιν και κατ' επάγγελμα κατά πάντων ή μήπως συντάσσοντας την κατάπτυστη καταγγελία αισθάνθηκε την ανάγκη να μας γνωστοποιήσει τα στοιχεία της ταυτότητάς του και τις μεθόδους που ο ίδιος χρησιμοποιεί στον καθ' ημέραν βίον του, για να επιβιώσει; ...". Επίσης στο ίδιο έγγραφο διέλαβε και την εξής μειωτική για τον εγκαλούντα περικοπή "... Η εικόνα την οποία εγώ έχω για τον συγκεκριμένο, είναι η εικόνα ενός ανθρώπου που περιφέρεται όλες τις ώρες στον χώρο του Κοιμητηρίου ως γυρολόγος σε επαρχιακή πόλη, διαλαλώντας μάλιστα, όπως προκύπτει από το κείμενο της καταγγελίας του, τα προϊόντα που διαθέτει, ανυποληψία, δολιότητα, διανοητική διαστροφή, αναξιοπιστία και τις άλλες αρετές του...>>. Τα επίμαχα περιστατικά αυτά μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος ως προσώπου και επαγγελματία και δεν είναι αληθή, αφού από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία (καταθέσεις μαρτύρων στο ακροατήριο, έγγραφα που αναγνώστηκαν κλπ) αποδείχτηκε ότι ο εγκαλών ασκεί πετυχημένη επιχείρηση εργολάβου κηδειών με πολυετή επαγγελματική και κοινωνική καταξίωση διατηρώντας μεγάλο γραφείο τελετών κοντά στον χώρο του κοιμητηρίου, δεν βυσσοδομεί κατά πάντων προσπαθώντας να αποκτήσει (ατομική, κοινωνική και επαγγελματική) υπόσταση, δεν περιφέρεται όλες τις ώρες στον χώρο του κοιμητηρίου σαν επαρχιακός γυρολόγος, αλλά μεταβαίνει σ' αυτόν όταν το επιβάλλουν οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις και δεν πάσχει από ψυχική ασθένεια και διανοητική διαστροφή. Οι παραπάνω μειωτικοί ισχυρισμοί περιήλθαν σε γνώση του τότε δημάρχου Αθηναίων, του διευθυντή προσωπικού Π1, της προϊσταμένης προσωπικού ...., άλλων υπαλλήλων της Δνσης προσωπικού του Δήμου Αθηναίων και των προσώπων που διενήργησαν τη σχετική ΕΔΕ. Επίσης η κατηγορουμένη, ενόψει της μόρφωσης και της κοινωνικοεπαγγελματικής της θέσης, είχε πλήρη επίγνωση ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί ήταν ικανοί και πρόσφοροι να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος. Αντίθετα, δεν αποδείχτηκε από τα ίδια προαναφερόμενα στοιχεία ότι η κατηγορουμένη είχε κατά τη σύνταξη και υποβολή του επίμαχου εγγράφου, λόγω της τότε επαγγελματικής ιδιότητάς της ή άλλων σχέσεων και επαφών, ακριβή και βέβαιη γνώση για το πρόσωπο, την επαγγελματική, υπόσταση και την ψυχική και διανοητική κατάσταση του εγκαλούσας, για τον οποίο στο ίδιο έγγραφο δηλώνει ότι δεν τον είχε συναντήσει ποτέ και ότι αυτός είχε δημιουργήσει εν απουσία της δύο φορές επεισόδιο στην υπηρεσία της. Συνακολούθως, δεν αποδεικνύεται με την απαιτούμενη δικανική βεβαιότητα ότι η κατηγορουμένη γνώριζε τότε την αναλήθεια των δυσφημηστικών ισχυρισμών που διέλαβε στο σχετικό έγγραφό της για τον εγκαλούντα και, ως εκ τούτου, δεν στοιχειοθετείται σε βάρος της η αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, αλλά της απλής δυσφήμησης του εγκαλούντος. Περαιτέρω, ο αυτοτελής ισχυρισμός της κατηγορουμένης, ότι ενήργησε για τη διαφύλαξη του νομίμου δικαιώματός της να αμυνθεί κατά των σε βάρος της καταγγελιών του εγκαλούντος για απιστία στην υπηρεσία και για παθητική δωροδοκία, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Και αυτό, επειδή οι επίμαχες δυσφημηστικές εκφράσεις δεν συνάπτονται με την ουσία των σε βάρος της καταγγελιών και δεν συνιστούν το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο μέτρο για τη διαφύλαξη και προστασία νομίμου δικαιώματος της κατηγορουμένης που να μην μπορούσε να προστατευθεί με άλλον τρόπο, η δε κατηγορουμένη δεν κινήθηκε με αποκλειστικό σκοπό την προστασία νομίμου δικαιώματός της, αλλά ενήργησε συνειδητά με σκοπό εξύβρισης του εγκαλούντος, δηλαδή με ειδικό σκοπό κατευθυνόμενο στην προσβολή της τιμής και υπόληψής του, όπως προκύπτει από τον τρόπο εκδήλωσης της δυσφημηστικής συμπεριφοράς της. Πιο συγκεκριμένα, η κατηγορουμένη δεν περιέλαβε στο από 2-4-2001 έγγραφό της κανένα πραγματικό περιστατικό απαντητικό, κλονιστικό ή αναιρετικό της ουσίας των σε βάρος της καταγγελιών του εγκαλούντος και δεν προσέφυγε στις επίμαχες δυσφημηστικές εκφράσεις ως αναγκαίο μέσο άσκησης και ενίσχυσης του δικαιώματός της για ουσιαστική αντίκρουση της διενεργούμενης τότε ΕΔΕ εναντίον της, αφού δεν επιχείρησε στο έγγραφό της ουσιαστική αντίκρουση των σε βάρος της καταγγελιών για απιστία και παθητική δωροδοκία, αλλά και δεν περιορίστηκε σε ηπιότερες εκφράσεις αντικειμενικά αναγκαίες να αποδώσουν τις σκέψεις της για την αβασιμότητα των σε βάρος της καταγγελιών και την για περιγραφή του εγκαλούντος ως ατόμου ικανού να προβεί σε αβάσιμες καταγγελίες. Αντίθετα, υπερβαίνοντας κατά πολύ το πρόσφορο και αντικειμενικά αναγκαίο για την άσκηση του επικαλούμενου δικαιώματός της μέτρο, δεν αρκέστηκε στο υπόλοιπο μειωτικό για τον εγκαλούντα κείμενο του εγγράφου της, αλλά χρησιμοποίησε και τις έντονα δυσφημηστικές εκφράσεις "... ψυχικά ασθενής άνθρωπος ...... που βυσσοδομεί καθ' έξιν και κατ' επάγγελμα κατά πάντων..." και τον έντονα καταφρονητικό χαρακτηρισμό του "διανοητικά διεστραμμένου", φραστικές διατυπώσεις που αναμφίβολα εκδηλώνουν και μαρτυρούν ότι η κατηγορουμένη συνειδητά και εν γνώσει της αποσκοπούσε να προσβάλει την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος. Επομένως, δεν συντρέχουν, στην προκείμενη περίπτωση, οι όροι για την άρση του αδίκου της απλής δυσφήμησης που τέλεσε η κατηγορουμένη κατά του εγκαλούντος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 γ' και 2 του ΠΚ (σχετικά με την έννοια και τους όρους εφαρμογής των σχετικών διατάξεων βλ. ΑΠ 451/2000 ΠΧρ. Ν σελ. 921, ΑΠ 167/2000 Δνη 41 σελ. 777, ΑΠ 1147/98 ΠΧρ. ΜΘ σελ. 665, ΑΠ 257/98 ΠΧρ. ΜΗ σελ. 895, ΑΠ 1272/1995 ΠΧρ. ΜΣΤ σελ. 387, ΑΠ 1653/83 ΝοΒ 32 σελ. 543 κ.α. - επίσης βλ. Μιχ. Μαργαρίτη Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, άρθρο 367, με εκτενείς παραπομπές σε νομολογία). Κατόπιν αυτών, πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη απλής δυσφήμησης, κατά επιτρεπτή μεταβολή της αρχικής κατηγορίας της συκοφαντικής δυσφήμησης, σε βάρος του εγκαλούντος, όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο διατακτικό της απόφασης.
Στην συνέχεια, το ως άνω Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του κήρυξε την κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα ένοχη της πράξης της απλής δυσφήμησης και την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δύο (2) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για τρία (3) χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορουμένη, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 362 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσεις ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένης), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμον ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Περαιτέρω, και αναφορικά με την αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο της ουσίας δεν εφήρμοσε το άρθρο 366 παρ. 2 του ΠΚ, γιατί αυτή αθωώθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθ. 8968/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για τις αποδιδόμενες σ' αυτήν αξιόποινες πράξεις της απιστίας σχετικά με την υπηρεσία και της παθητικής δωροδοκίας κατ' εξακολούθηση, είναι αβάσιμη, ως στηριζόμενη σε εσφαλμένη προϋπόθεση και συγκεκριμένα οι δυσφημιστικοί τελικά ισχυρισμοί της για τον πολιτικώς ενάγοντα Ψ1, τους οποίους δέχθηκε ότι είναι ψευδείς η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας και δεν ήταν το κρίσιμο ζήτημα της προηγούμενης ποινικής δίκης, που έγινε μετά την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος της για τις ως άνω πράξεις μετά την από 12.3.2001 αναφορά του πολιτικώς ενάγοντος προς τον τότε Δήμαρχο Αθηναίων..... Εξάλλου, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην απόφασή του περί μη εφαρμογής του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ, που πρόβαλε με αυτοτελή ισχυρισμό της η αναιρεσείουσα, κρίνοντας ορθά ότι με τις αναφερόμενες στο από 2.4.2001 έγγραφό της, που υπέβαλε προς τον Δήμαρχο Αθηναίων μέσω της Διεύθυνσης Προσωπικού και περιήλθε σε γνώση του τότε Δημάρχου Αθηναίων, του διευθυντή του προσωπικού Π1, της προϊσταμένης προσωπικού ..., άλλων υπαλλήλων της Διεύθυνσης προσωπικού του Δήμου Αθηναίων και των προσώπων που διενήργησαν την σχετική ΕΔΕ, η κατηγορουμένη συνειδητά και εν γνώσει της αποσκοπούσε να προσβάλει την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος (βλ. 21η σελίδα της προσβαλλόμενης απόφασης).
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης και των προσθέτων επ' αυτής λόγων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της έλλειψης νόμιμης βάσης και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις, με τις οποίες, υπό την επίκληση των ανωτέρω λόγων, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Στις ως άνω αιτιάσεις εμπίπτει και αυτή, με την οποία διατείνεται η αναιρεσείουσα ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε ιδιαίτερα υπόψη του το πρακτικό της συνέλευσης της Ομοσπονδίας Γραφείων Τελετών, καίτοι αναγνώσθηκε, αφού το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συναξιολόγησε όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, αδιακρίτως και χωρίς να είναι αναγκαίο να εκθέσει τι προέκυπτε χωριστά από το καθένα από αυτά. Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους η κρινόμενη αίτηση και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9 Φεβρουαρίου 2009 αίτηση και τους από 14 Ιανουαρίου 2010 πρόσθετους επ' αυτής λόγους της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθ. 8609/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα 10 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Μαρτίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή